Η αιτιολογία της δικαστικής κρίσης σε σχέση με την ταχύτητα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης
Ιωάννης Παπαϊωάννου
Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών
Η αιτιολογία της δικαστικής κρίσης
σε σχέση με την ταχύτητα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης
(Εισήγηση στην Ημερίδα που διοργανώθηκε την 6.2.2014, στην Αίθουσα του Μεγάρου της Παλαιάς Βουλής, από το Πρωτοδικείο Αθηνών και τη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα: Η αιτιολογία τωναποφάσεων της πολιτικής δίκης (link)).
Η διάταξη του άρθρ. 93 § 3 του ισχύοντος Συντάγματος επιτάσσει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, το Σύνταγμα προβλέπει επίσης, στη διάταξη του άρθρ. 20 § 1, το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας. Στο περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού εμπεριέχεται και η αξίωση ότι η παροχή της έννομης προστασίας πρέπει γίνεται μέσα σε εύλογο χρόνο. Τούτο ρητά καθιερώνεται και από την υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρ. 28 § 1 του Συντάγματος) διάταξη του άρθρ. 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ», που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η υπόθεση πρέπει να δικαστεί μέσα σε εύλογη προθεσμία. Οι πιο πάνω αρχές, της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και της παροχής της έννομης προστασίας μέσα σε εύλογο χρόνο, δεν συγκρούονται σε θεωρητικό επίπεδο. Από πρακτική, όμως, άποψη, είναι φανερό ότι το χρονικό διάστημα για την έκδοση κάποιας απόφασης συναρτάται και με την έκταση του περιεχομένου της και ιδιαίτερα στη χώρα μας όπου ο δικαστής πρέπει να προβεί κατ’ έτος στην έκδοση εξαιρετικά μεγάλου αριθμού αποφάσεων και δικαιολογημένα αδυνατεί συχνά να ανταπεξέλθει έγκαιρα στο έργο αυτό. Συνακόλουθα, γεννιέται αβίαστα η σκέψη ότι η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης - η οποία παρίσταται επιτακτική στη χώρα μας - δεν μπορεί να είναι ξένη προς τον περιορισμό της αιτιολογίας της δικαστικής κρίσης και ότι, στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμη, αλλά και αναγκαία, η αναζήτηση συνταγματικά ανεκτών λύσεων. Ειδικότερα:
Προτεινόμενη λύση 1η
Στην ελληνική έννομη τάξη προβλέπεται σε ορισμένες περιπτώσεις η παροχή δικαστικής προστασίας όχι μόνο μέσω δικαστικών αποφάσεων, αλλά και μέσω άλλων δικαστικών πράξεων. Τέτοιες είναι η διαταγή πληρωμής και η διαταγή απόδοσης μισθίου ακινήτου, οι οποίες ρυθμίζονται αντίστοιχα από τις διατάξεις των άρθρ. 623 επ. και 662Αεπ. ΚΠολΔ και αποτελούν εκτελεστούς τίτλους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 904 § 2 περ. ε΄ του ίδιου Κώδικα. Οι προαναφερόμενες διαταγές δεν απαιτείται να περιέχουν αιτιολογικό κατά την έννοια του άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και του άρθρ. 305 αριθ. 4 του ΚΠολΔ, αφού δεν αποτελούν αποφάσεις, ούτε εξομοιώνονται με τις τελευταίες,[1]παρά μόνο την αιτία της πληρωμής του χρηματικού ποσού ή της απόδοσης του μισθίου αντίστοιχα. Επίσης, με τον σχετικά πρόσφατο νόμο 4055/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 51/12.3.2012) και συγκεκριμένα με το άρθρ. 17 §§ 14, 17 και 24 αυτού, αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα τα άρθρα 787, 808 και 820 του ΚΠολΔ και προβλέφθηκε η έκδοση δικαστικής διαταγής ή δικαστικής πράξης (δηλαδή όχι απόφασης με αιτιολογικό) στις υποθέσεις σύστασης και τροποποίησης καταστατικού σωματείου, κήρυξης ιδιόγραφης διαθήκης ως κύριας και παροχής κληρονομητηρίου (όταν στην τελευταία δεν έχει ασκηθεί παρέμβαση τρίτου). Εξάλλου και στο παρελθόν είχε προβλεφθεί η έκδοση πράξης αποδείξεων, με το άρθρ. 12 του νόμου 1478/1984 (που είχε αντικαταστήσει το άρθρο 341 του ΚΠολΔ), η οποία (πράξη αποδείξεων), χωρίς την παράθεση αιτιολογικού, περιελάμβανε σιωπηρά την κατάφαση του παραδεκτού και της νομικής βασιμότητας της αγωγής.[2] Αλλά και η διαιτητική απόφαση επιτρέπεται να μην περιέχει αιτιολογικό εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 892 § 2 εδ. τελευτ. του ΚΠολΔ, προβλέπει τούτο η συμφωνία διαιτησίας, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη ή η ανεπάρκεια του αιτιολογικού της διαιτητικής απόφασης δεν συνιστούν λόγους ακύρωσης αυτής.[3] Με βάση τα παραπάνω δεδομένα που αντλούνται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, θεωρώ ότι είναι δυνατή η επέκταση της παροχής έννομης προστασίας μέσω της έκδοσης δικαστικών διαταγών ή δικαστικών πράξεων - και όχι αποφάσεων για τις οποίες απαιτείται αιτιολογικό - στις υποθέσεις των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 682 επ. ΑΚ). Και τούτο διότι, στις συγκεκριμένες υποθέσεις, η παροχή της έννομης προστασίας είναι προσωρινή, δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση (άρθρ. 695 ΚΠολΔ) και δεν δημιουργεί ανεπανόρθωτες καταστάσεις, αφού δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος (άρθρ. 692 § 4 ΚΠολΔ), ενώ η δικαστική κρίση επί αυτών δεν προσβάλλεται (πλην εξαιρέσεων) με ένδικα μέσα (άρθρ. 699 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρ. 50 ν. 3994/2011). Άλλωστε, στα ασφαλιστικά μέτρα ο νομοθέτης ήδη αποδέχεται, ως μορφή κατεπείγουσας προσωρινής προστασίας, την προσωρινή διαταγή (άρθρ. 691 § 2 ΚΠολΔ), η οποία επίσης δεν περιέχει αιτιολογικό και δεν θεωρείται απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός από τους αναφερόμενους στο άρθρ. 904 § 2 περ. ζ΄ ΚΠολΔ.[4]Η τελευταία (προσωρινή διαταγή), μάλιστα, σε περίπτωση που υιοθετείτο η πρόταση που εκτίθεται παραπάνω, θα είχε, πλέον, ελάχιστο πεδίο εφαρμογής.
Προτεινόμενη λύση 2η
Αφορά τις άλλες κατηγορίες πολιτικών υποθέσεων και ιδίως: α) Των ειδικών διαδικασιών του τέταρτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρ. 591 - 681Δ ΚΠολΔ), ο σκοπός καθιέρωσης των οποίων ήταν κυρίως η εισαγωγή ταχύτερης και απλούστερης διαδικασίας, με χαρακτηριστικά αυτής την αμεσότητα και την προφορικότητα.[5] β) Της εκούσιας δικαιοδοσίας του πέμπτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρ. 739 - 866 ΚΠολΔ), στις οποίες λαμβάνονται ρυθμιστικά μέτρα κυρίως διοικητικής υφής για τη διάπλαση μίας έννομης σχέσης ή τη διαπίστωση μίας πραγματικής κατάστασης ιδιωτικού χαρακτήρα.[6]γ) Τις υποθέσεις στις οποίες λαμβάνει χώρα ερημοδικία, ομολογία ή αποδοχή. Στις παραπάνω περιπτώσεις θεωρώ ότι είναι δυνατόν να θεσπιστεί ότι θα δημοσιεύεται αρχικά μόνο το διατακτικό της απόφασης, συνοδευόμενο με τελείως συνοπτική αναφορά της ιστορικής και νομικής αιτίας της έννομης σχέσης που διαγνώστηκε. Επίσης, ότι ο δικαστής θα έχει την υποχρέωση να συμπληρώσει το αιτιολογικό της απόφασης μόνο εφόσον ζητηθεί τούτο από κάποιον ενδιαφερόμενο διάδικο και αφού υπάρξει προηγουμένως κάποια ελάχιστη οικονομική επιβάρυνση του τελευταίου. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ο διάδικος που θα ζητήσει το αιτιολογικό θα είναι βέβαια εκείνος που έχει ηττηθεί και έχει την πρόθεση να ασκήσει ένδικα μέσα κατά της απόφασης. Από την άλλη μεριά, αν ο ηττηθείς διάδικος δεν ζητήσει τη συμπλήρωση του αιτιολογικού, να προβλέπεται ότι αυτός θα απαλλάσσεται, μερικά ή ολικά, από τα επιδικασθέντα σε βάρος του δικαστικά έξοδα ή ακόμα (σε περίπτωση χρηματικής οφειλής) και από τους επιδικασθέντες σε βάρος του τόκους επιδικίας. Η πιο πάνω πρόταση δεν αντίκειται, κατά τη γνώμη μου, στη διάταξη του άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος, αφού δεν αναιρεί την υποχρέωση του δικαστή για αιτιολογία των αποφάσεών του, αλλά απλώς θέτει την υποχρέωση αυτή υπό συγκεκριμένη, ανεκτή, προϋπόθεση. Σημειώνεται μάλιστα ότι, ακόμα και στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης - όπου η ανάγκη της αιτιολογίας είναι εναργέστερη, αφού η εκτέλεση των σχετικών αποφάσεων θίγει σημαντικά έννομα αγαθά του προσώπου και ιδίως την προσωπική ελευθερία του - προβλέπεται σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται στις παραγράφους 3-5 του άρθρ. 142 του ΚΠΔ (όπως αυτές προστ. με το άρθρο 5 του ν. 663/1977 και στη συνέχεια αντικ. με άρθρ. 11 § 1 ν. 3904/2010 και 93 § 3 ν. 4319/2013), η κατ’ αρχήν συνοπτική καταχώριση των σχετικών αποφάσεων σε ειδικό βιβλίο, άρα ούτε η ειδική ούτε η εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους[7], εκτός αν ζητηθεί η τελευταία από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ίδια διάταξη. Σημειώνεται επίσης ότι ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, από τις διατάξεις των άρθρ. 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και δαπανήματα για το έγκυρο της άσκησης διαδικαστικών πράξεων και ένδικων μέσων, εφόσον αυτά συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα όρια πέρα από τα οποία ισοδυναμούν με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, του ατομικού δικαιώματος που προστατεύεται από τις ίδιες διατάξεις.[8] Περαιτέρω, ως προς την εφαρμογή του πρακτικού μέρους της παραπάνω πρότασης, πρέπει να προβλεφθεί εύλογη προθεσμία για την υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, της αίτησης για τη συμπλήρωση του αιτιολογικού της απόφασης. Ως έναρξη της προθεσμίας μπορεί να οριστεί είτε η δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης είτε η επίδοση αυτού. Στην περίπτωση που θα προκριθεί από το νομοθέτη ως έναρξη της προθεσμίας η επίδοση του διατακτικού, τότε πρέπει να προβλεφθεί επίσης εύλογη προθεσμία και για την επίδοση του διατακτικού. Η θέσπιση των παραπάνω προθεσμιών αποτρέπει την ύπαρξη χρονικής απόστασης μεταξύ αφενός της σύνταξης του διατακτικού της απόφασης και αφετέρου του αιτιολογικού αυτής, δεδομένου ότι, σε διαφορετική περίπτωση, η σύνταξη του αιτιολογικού θα καθίσταται ενδεχομένως δυσχερής για το δικαστή. Πρέπει περαιτέρω να προβλεφθεί ότι, σε περίπτωση άπρακτης παρόδου των πιο πάνω προθεσμιών, η απόφαση θα καθίσταται απρόσβλητη με ένδικα μέσα, ενώ, αν ζητηθεί η συμπλήρωση του αιτιολογικού της απόφασης, τότε οι μεν γνήσιες προθεσμίες των ένδικων μέσων θα αρχίζουν από την επίδοση της πλήρους απόφασης, οι δε καταχρηστικές προθεσμίες από τη δημοσίευση της πλήρους απόφασης.
Προς επίρρωση των πιο πάνω προτάσεων, σημειώνεται ότι συναφείς ρυθμίσεις σχετικά με την αιτιολογία υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, όπως στο γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο τελευταίος, στην § 313, ορίζει ότι η δικαστική απόφαση οφείλει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και την αιτιολογία και ότι η τελευταία (αιτιολογία) περιλαμβάνει μία σύντομη περίληψη της πραγματικής και νομικής εκτίμησης από το δικαστήριο τόσο των ισχυρισμών των διαδίκων όσο και των προσκομισθέντων αποδείξεων, επί της οποίας ερείδεται η απόφαση. Ωστόσο, προς διευκόλυνση των δικαστηρίων και ελάφρυνση του έργου τους, η § 313α (1) απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση έκθεσης των πραγματικών περιστατικών όταν η εκδοθείσα απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο απαλλάσσεται ακόμα και από την υποχρέωση παράθεσης της αιτιολογίας όταν τα διάδικα μέρη παραιτούνται αυτής ή το βασικό περιεχόμενό της περιλαμβάνεται στο οικείο πρακτικό. Εξάλλου, σύμφωνα με την § 313α (2), όταν η απόφαση εκδίδεται στη στάση της δίκης κατά την οποία ολοκληρώνεται η προφορική συζήτηση, δεν απαιτείται επίσης η έκθεση των πραγματικών περιστατικών και της αιτιολογίας αυτής, εφόσον τα μέρη (ή το μέρος που δύναται να προσβάλλει την απόφαση) παραιτηθούν από τα ένδικα μέσα. Η παραίτηση αυτή, σύμφωνα με την § 313α (3), μπορεί να γίνει πριν την έκδοση της απόφασης και σε κάθε περίπτωση εντός μίας εβδομάδας από την ολοκλήρωση της προφορικής συζήτησης ενώπιον του δικαστηρίου. Εξάλλου, ειδική διάταξη για τις περιπτώσεις δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται επί ερημοδικίας, ομολογίας ή παραίτησης, εισάγει η § 313β, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο απαλλάσσεται γενικά από την υποχρέωση παράθεσης των πραγματικών περιστατικών και της αιτιολογίας. Περαιτέρω, σχετικά με τις εφετειακές αποφάσεις, η § 540 (1) ορίζει ότι, αντί της έκθεσης των πραγματικών περιστατικών και της αιτιολογίας, οφείλουν να περιέχουν: α) παραπομπή στις διαπιστώσεις των πραγματικών περιστατικών της προσβαλλόμενης απόφασης με έκθεση τυχόν μεταβολών και συμπληρώσεων και β) σύντομη αιτιολόγηση για τη μεταβολή, ακύρωση ή επιβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αναφορές αυτές μπορούν μάλιστα να περιλαμβάνονται και στο οικείο πρακτικό σε περίπτωση που το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του κατά τη στάση της δίκης όπου ολοκληρώνεται η προφορική συζήτηση. Εξάλλου, οι §§ 313α και 313β που εκτίθενται πιο πάνω - σχετικά με την απαλλαγή του Δικαστηρίου από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών και της αιτιολογίας - εφαρμόζονται αναλογικά και στις εφετειακές αποφάσεις. Αλλά και στις αναιρετικές αποφάσεις, η § 564 ορίζει ότι το αναιρετικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε αιτιολόγηση της απόφασης στην περίπτωση που απορρίπτει αιτήσεις με αντικείμενο ελαττώματα της διαδικασίας.
Θα ήθελα να κλείσω τη σύντομη αυτή εισήγησή μου λέγοντας ότι η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι αγαθό που δεν επιτυγχάνεται με την καταπόνηση του έλληνα δικαστή, ο οποίος εργάζεται στα όρια της αντοχής του, ούτε μόνο με μέτρα διοικητικού χαρακτήρα - τα οποία βεβαίως είναι και αυτά απαραίτητα (λ.χ. η βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής) - αλλά απαιτεί πρωτότυπες, τολμηρές και ρεαλιστικές θεσμικές λύσεις, οι οποίες πρέπει οπωσδήποτε να συναρτώνται και με την απλούστευση των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης. Με τις ίδιες σκέψεις, εξάλλου, προσδοκώ ότι, σε μελλοντική αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος, η διάταξη του άρθρ. 93 § 3 θα διαμορφωθεί έτσι ώστε να είναι γενικότερα ευχερής για τον κοινό νομοθέτη, κατ’ επέκταση και για το δικαστή, η προσαρμογή της χρείας και της έκτασης της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων στις σύγχρονες συνθήκες και ανάγκες της ελληνικής έννομης τάξης.
[1] Βλ. Οικονομόπουλο, Γνμδ, Δ 2, σελ. 511, 512.
[2] Βλ. Μπέη, Η δικαστική προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων μετά το ν. 1478/1984, Δ 1985, σελ. 18, Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή, έκδ. γ΄, σελ. 113, υποσ. 346.
[3] Βλ. ΑΠ 662/2011 ΝοΒ 2011/2338, ΑΠ 40/2010 ΝοΒ 2010/1480.
[4] Βλ. ΟλΑΠ 17/2009 ΕλΔ 2009/997.
[5] Βλ. Ποδηματά στο Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ (2000), άρθρ. 591 αρ. 1.
[6] Βλ. Αρβανιτάκη στο Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ ΙΙ (2000), εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρ. 739-866, αρ. 1.
[7] Βλ. Ρήγο, Η αιτιολογία των ποινικών αποφάσεων, Δ 28, σελ. 206,207.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου