ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΕΑΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΥΡΩΤΕΕΣ
Από μια απλή
ανάγνωση της νομοθεσίας και του πίνακα των υποψηφίων διαπίστωσα, κατά την άποψή
μου, ότι οι εκλογές 2014 της ΕΑΑΣ μπορεί να ακυρωθούν αν προσβληθούν από έναν
υποψήφιο, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, συγkεκριμένα:
Α. Κατά
πρώτον είναι Συνταγματικά ανεπίτρεπτος ο περιορισμός στην εκλογή του
Προέδρου και του Αντιπροέδρου, από αξιωματικούς που δεν είναι ανώτατοι, ως
εκ τούτου η επίδικη διάταξη της ΚΥΑ (ΦΕΚ Β΄810, 14 Ιουν. 2005) και του Ν. 1171/72
(ΦΕΚ Α΄82) είναι αντισυνταγματική
διότι εισάγουν αθέμιτο περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του εκλέγεσθε, της ανάπτυξης της
προσωπικότητας, της αναλογικότητας και της ισότητας, αφού τίθεται φραγμός στην
υποψηφιότητα Προέδρου και Αντιπροέδρου (Σύνταγμα αρθ. 25 παρ.1 & 3, 4 παρ.1, 5
παρ.1, 12 παρ. 1 & 3 και αρθ.3 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και αρ.14 της
ΕΣΔΑ, ΣτΕ 3789/2007).
Εξάλλου, η ικανοποίηση του εκλέγεσθε
είναι υποχρεωτική με βάση τα θεμελιακά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα,
«περί ισότητας», «περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας», «του
δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθε», αλλά κυρίως κατ’ εφαρμογή των αρχών
της αναλογικότητας και του άρθρ. 12 παρ 1 και 3, περί δικαιωμάτων συστάσεως
ενώσεων, ο δε ως άνω περιορισμός
καταπατά τις προβλέψεις του αρ.14 της ΕΣΔΑ.
Η ΕΑΑΣ
είναι ΝΠΔΔ στο οποίο συμμετέχουν αιρετά
μέλη, προσφάτως το ΣτΕ δέχθηκε ότι οι ενώσεις αποστράτων είναι
συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνεπώς δεν είναι δυνατόν να θέτονται περιορισμοί
στην εκλογή Προέδρου και Αντιπροέδρου.
Β. Στα ψηφοδέλτια που καταρτίστηκαν δεν
συμμετέχουν γυναίκες.
Η μη συμμετοχή στις ανωτέρω εκλογές υποψηφίων
του γυναικείου φύλου (γυναίκες
αξιωματικοί καθώς και χήρες ή ορφανά αξιωματικών), που πρέπει να είναι κατ’ ελάχιστον το 1/3, τα
διοικητικά δικαστήρια όταν προσβάλλεται ή ελέγχεται παρεμπιπτόντως η πράξη ότι
ο συνδυασμός αυτός ανακηρύχθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος και του νόμου
περί γυναικών υποψηφίων, ακυρώνει τις εκλογές.
Δεν
απαιτείται να αποδειχθεί ότι η νομική αυτή πλημμέλεια ήταν δυνατόν να ασκήσει
επιρροή στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα κατά το δεύτερο εδ. της παρ. 1 του
άρθρ. 259 Κ.Δ.Δ. Και τούτο διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, το εξαιρετικά δυσαπόδεικτο γεγονός της δυνατότητας επιρροής της νομικής
αυτής πλημμέλειας στο συνολικό αποτέλεσμα θα καθιστούσε απρόσφορο το θετικό
μέτρο της ποσόστωσης υπέρ των γυναικών και εξαιρετικά δυσχερή την επίτευξη
του συνταγματικού σκοπού, που
επιδιώκει ο νομοθέτης, δηλαδή να μετέχει στις εκλογές ο νόμιμος ελάχιστος
αριθμός υποψηφίων γυναικών και τούτο διότι
αποσκοπεί στην πραγμάτωση της ισότητας των φύλων κατά την πρόσβαση στα αιρετά
αξιώματα, τα δε δικαστήρια αν
διαπιστώσουν την παράβαση αυτή πρέπει να ακυρώσουν τις εκλογές και να διατάξουν
επαναληπτική ψηφοφορία (ΣτΕ 3237/2007,
7μ.).
Για την
πληρότητα του ιστορικού της υπόθεσης, υπενθυμίζεται ότι επειδή οι διατάξεις των
άρθρων 4 παράγραφοι 1 και 2 και 5 παρ. 1
του Συντάγματος θεσπίζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την
πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις καθώς, επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος,
το Κράτος λαμβάνει θετικά μέτρα για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και
γυναικών (μέτρα που δεν συνιστούν διάκριση λόγω φύλου) και μεριμνά για την άρση
των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών, σε
συνδυασμό με την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, που
προβλέπει ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την
ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων,
όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις υποχρεώνουν τον νομοθέτη κοινό ή κανονιστικό,
αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην
πράξη διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής
της ισότητας κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις να καταλήγει σε μία κατ'
επίφαση μόνον ισότητα, να λαμβάνουν, με την θέσπιση των οικείων κανονιστικών
ρυθμίσεων, τα αντίστοιχα θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών, ως
υποαντιπροσωπευόμενου φύλου, προκειμένου να εξαλειφθούν οι υπάρχουσες
ανισότητες ή διακρίσεις και να εγκαθιδρυθεί μια πραγματική ισότητα των φύλων,
κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις και τα αξιώματα, καθώς και κατά την
αντιπροσώπευση στα συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων.
Ως εκ των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 116 παρ. 2 του
Συντάγματος εισάγει θετική υποχρέωση της πολιτείας να λαμβάνει μέτρα για την
άρση των διακρίσεων και την προώθηση της ισότητας, δεσμεύοντας τα κρατικά
όργανα να προβαίνουν σε συγκεκριμένες θετικές ενέργειες για την επίτευξη του
τασσόμενου από την συνταγματική διάταξη σκοπού, όπως π.χ. την εισαγωγή ποσοστώσεων
υπέρ της συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψεως αποφάσεων, μέτρο το οποίο
κρίθηκε συνταγματικό, με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως
μέσο που υπηρετεί τον θεμιτό σκοπό της ουσιαστικής ισότητας (ΣτΕ 2831/2003,
3188/2003, 3189/2003, 192/2004).
Με σκοπό την έμφυλη ισοπολιτεία στη δημόσια διοίκηση
και την τοπική αυτοδιοίκηση, ο Ν. 2839/2000 «Ρυθμίσεις θεμάτων του Υπουργείου
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις» (ΑΊ96)
καθιερώνει, με το άρθρο 6, την υποχρεωτική συμμετοχή των γυναικών, κατ'
ελάχιστο στο 1/3, στα υπηρεσιακά συμβούλια και στα συλλογικά όργανα του
Δημοσίου (διοικητικά συμβούλια ή άλλα) και των οργανισμών του (Ν.Π.Δ.Δ. και
Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και στους Ο.Τ.Α.
Επισημαίνεται, ότι τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2
του Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση του 2001, δεν προβλέπουν κανέναν
περιορισμό στην άσκηση του ατομικού δικαιώματος της ισότητας των δύο φύλων,
ούτε επιφυλάσσουν στον νομοθέτη την αρμοδιότητα να θέτει τέτοιους περιορισμούς.
Γ. Επίσης και για λόγους που μπορεί να
προκύψουν όταν εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσονται οι
επιτυχόντες, που αποτελούν ή συγκροτούν το αιρετό όργανο.
Σύμφωνα με τον Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ ΑΊ82) ορίζεται, στο άρθρο 1, ότι: «1.
Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι
διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις
διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της
νομοθεσίας που αφορά: α)... ζ) το κύρος των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών,
καθώς και των αρχαιρεσιών για την
ανάδειξη των οργάνων διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου...».
Περαιτέρω, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με τον Ν. 2717/1999
(ΦΕΚ Α' 197), ορίζεται, στο άρθρο 267 ότι: «Στις, υπό τον ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΙΤΛΟ
ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την
εκλογική διαδικασία για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των νομικών
προσώπων δημόσιου δίκαιου, οι οποίες προβλέπονται από το νόμο ως διοικητικές
διαφορές ουσίας» στο άρθρο 269 ότι: «1. Για την, σε πρώτο βαθμό, επίλυση των
διαφορών του άρθρου 267 ασκείται ένσταση. 2. Η, κατά την προηγούμενη παράγραφο,
ένσταση ασκείται κατά των πράξεων με τις οποίες, σύμφωνα με την ισχύουσα για τα
επί μέρους νομικά πρόσωπα νομοθεσία, εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και
ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες, που αποτελούν ή συγκροτούν το αιρετό όργανο,
καθώς και οι τυχόν επιλαχόντες. 3. ..», στο άρθρο 272 ότι: «Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται αναλόγως οι, υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ, διατάξεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου
και, περαιτέρω, οι γενικές διατάξεις του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ» και στο άρθρο 258 του
Πρώτου Τίτλου του Κ.Δ.Δ. που εφαρμόζεται αναλογικώς και κατά την εκδίκαση των
διαφορών για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των ν.π.δ.δ. προβλέπεται
ότι: «Κατά την εκδίκαση της ένστασης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει
παρεμπιπτόντως ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα των προηγούμενων πράξεων, οι
οποίες αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 246, καθώς και των προπαρασκευαστικών
της εκλογής πράξεων (εγγραφή, μετεγγραφή ή διαγραφή εκλογέα στους, ή από τους,
εκλογικού καταλόγους, διόρθωση στοιχείων του που περιλαμβάνονται σ' αυτούς
κ.τ.λ.), εφόσον σε κάθε περίπτωση, η νομιμότητα αυτή δεν έχει κριθεί με δύναμη
δεδικασμένου».
3.
Επειδή από τις
ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η ένσταση που προβλέπεται ως ένδικο βοήθημα
εκδικαζόμενο από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, είναι η στρεφόμενη κατά
πράξεως, με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσονται οι
επιτυχόντες, που συγκροτούν τα αιρετά όργανα νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
ενώ με τη διάταξη του άρθρου 258 του Κ.Δ.Δ., που εφαρμόζεται αναλογικά (κατ'
άρθρο 272 του Κ.Δ.Δ.) και κατά την εκδίκαση των ενστάσεων κατά του κύρους των
εκλογών για την ανάδειξη των αιρετών οργάνων διοίκησης των Ν.Π.Δ.Δ.,
προβλέπεται ότι τα διοικητικά δικαστήρια, κατά την εκδίκαση της ένστασης του
άρθρου 269 του Κ.Δ.Δ μπορούν να εξετάσουν παρεμπιπτόντως προβαλλόμενες
αιτιάσεις, που ανάγονται σε πλημμέλειες των προηγούμενων πράξεων της εκλογής,
ωστόσο, δεν προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης ένστασης κατά πράξεων που έπονται
της πράξης, με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής.
Εξάλλου, στο άρθρο 271 του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται ότι: «Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από τη δημοσίευση, ή τη
δημόσια γνωστοποίηση, της πράξης κατά της οποία αυτή στρέφεται. Η προθεσμία
αυτή δεν παρεκτείνεται. 2. Η ένσταση δεν μπορεί πάντως να ασκηθεί αν έχουν περάσει
είκοσι (20) μέρες από τη διενέργεια των αρχαιρεσιών».
Επιμέλεια: Πλωτάρχης ε.α. Παναγιώτης Σταμάτης ΠΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου