Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

ΕισΝΑΚ 105-106

Νομικό πλαίσιο
Η νομική βάση της αγωγής στις περιπτώσεις αυτές είναι το άρθρο 105 του Εισ. Ν. Α. Κ. αν πρόκειται για παράνομη ενέργεια κρατικού οργάνου, ή το επόμενο άρθρο 106 προκειμένου για ενέργειες οργάνου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, μεταξύ των οποίων και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.[2]
Από τις διατάξεις αυτές και από τη νομολογιακή επεξεργασία τους συνάγονται οι παρακάτω ειδικότεροι κανόνες που αναφέρονται συνοπτικά και κωδικοποιημένα:
α. Ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ανακύπτει από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, οι οποίες αφενός είναι παράνομες και αφετέρου εμπίπτουν στο πεδίο άσκησης της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί.
β. Η παραβίαση κανόνα δικαίου θεμελιώνει αξίωση προς αποζημίωση αν με την παραβιαζόμενη διάταξη προστατεύεται συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα ή και συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα. Δηλαδή η παράβαση διάταξης που αποβλέπει στην προστασία μόνον του γενικού δημόσιου συμφέροντος δεν θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης.[3] 
γ. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου πρέπει οι παραπάνω προϋποθέσεις να συντρέχουν σωρευτικώς.[4]
δ. Ευθύνη ανακύπτει και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή από παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον αυτές συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.[5]
ε. Ευθύνη στοιχειοθετείται και στην περίπτωση πράξης ή παράλειψης που ανάγεται στα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης.[6]
στ. Η ευθύνη κατά τα προαναφερόμενα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν. Α. Κ. καλύπτει την αποκατάσταση τόσο της θετικής όσο και της αποθετικής ζημίας.[7]
ζ. Σύμφωνα με τον ισχύοντα γενικό κανόνα,  απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή της παράνομης παράλειψης ή της παράνομης υλικής ενέργειας ή παράνομης παράλειψης υλικής ενέργειας του διοικητικού οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Υπάρχει δε αιτιώδης σύνδεσμος όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία.[8] Το γεγονός ότι στη ζημία συνετέλεσε υπαιτιότητα του ζημιωθέντος δεν αποκλείει την επιδίκαση αποζημίωσης, αν δεν έχει διακοπεί ο αιτιώδης σύνδεσμος.[9]
η. Δεν αποκλείεται να ανακύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία που επέρχεται από νόμο, ο οποίος αντίκειται στο Σύνταγμα ή σε άλλη υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη,  ή από κανονιστική διοικητική πράξη που δεν βρίσκει έρεισμα σε νομοθετική εξουσιοδότηση ή από την παράλειψη θέσπισης νομοθετικής ρύθμισης, την οποία επιβάλλει το Σύνταγμα, εφόσον, όμως, οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση και όχι από την εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Αντιθέτως,  αν η ζημία αποτελεί συνέπεια της πράξης της Διοίκησης, με την οποία εφαρμόζεται ο κανόνας στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει από την πράξη αυτή.[10]
Αυτό είναι οι γενικώς ισχύοντες νομικοί κανόνες, όπως εξειδικεύθηκαν από τη νομολογία, με βάση τους οποίους κρίνεται κάθε φορά το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης κατά τα άρθρα 105 ή 106 του Εισ. Ν. Α. Κ. για παράνομες ενέργειες και παραλείψεις του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Με βάση το ίδιο νομικό πλαίσιο κρίνεται το αποζημιωτικό αίτημα των θιγομένων από παραβιάσεις των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος.
Προσθέτω ότι και στις περιπτώσεις ζημίας λόγω παράνομων ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου εφαρμόζεται αναλόγως και το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα (Α. Κ.)[11] και, συνεπώς,  το δικαστήριο έχει την εξουσία, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει κατά την κρίση του επί πλέον και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να καθορίσει το ποσό αυτής.
 Η αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά το εσωτερικό δίκαιο (άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ) έχει παγίως κριθεί (βλ. ΣτΕ 1501/2014 Ολ., 1139/2013, 980/2002 κ.ά.) ότι στηρίζεται, από την άποψη κανόνων υπέρτερης τυπικής ισχύος, στο άρθρο 4 παρ. 5 του Σ. που επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας από τη μη σύννομη δράση των οργάνων του Κράτους, όταν, δηλαδή, παραβιάζεται κανόνας δικαίου με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στα όργανα του Δημοσίου. Επίσης, η εν λόγω αξίωση για αποζημίωση έχει κριθεί (βλ. ΑΠ 40/1998 Ολ.) ότι εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ με το σκεπτικό ότι η αξίωση αυτή αποτελεί περιουσιακό στοιχείο επί προσβολής δικαιώματος. Εν όψει, λοιπόν, της θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης του Δημοσίου για αποζημίωση τόσο στο Σ. όσο και στο Π.Π.Π., συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται ο νομοθετικός αποκλεισμός της. Όμως, προβληματισμός ανέκυψε αν στοιχειοθετείται ευθύνη κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ στις περιπτώσεις ζημιογόνου δράσεως α) των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας κατά την άσκηση ή παράλειψη άσκησης της νομοθετικής ή κανονιστικής αρμοδιότητας και β) των οργάνων που είναι ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία.

Αα) Εκ του ότι ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με κανονιστική διοικητική πράξη καθορίζει, γενικότερα, τους όρους του αδίκου, έπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση εκτός εάν από τη νομοθέτηση ή από την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς υπερκειμένους κανόνες δικαίου. Εξ άλλου, επειδή η νομοθέτηση αποτελεί εκδήλωση κρατικής κυριαρχίας, παρανομία από παράλειψη νομοθέτησης μόνον κατ’ εξαίρεση είναι νοητή, όπως επί παραλείψεως ψήφισης τυπικού νόμου που προβλέπεται ρητά σε μία συνταγματική διάταξη ως αναγκαίος για την άσκηση συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος.

1) Με την 3587/1997 απόφαση-πιλότο του ΣτΕ κρίθηκε ότι διάταξη τυπικού νόμου κατά το μέρος που προβλέπει τη χορήγηση στεγαστικού επιδόματος μόνο στους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων και όχι της Ελληνικής Αστυνομίας, το στρατιωτικό προσωπικό της οποίας τελεί υπό παρόμοιες συνθήκες με τους στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού με τη ρύθμιση αυτή χωρεί διαφορετική μεταχείριση καταστάσεων που τελούν κάτω από παρόμοιες συνθήκες και άρα, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του 105 ΕισΝΑΚ, θεμελιούται ευθύνη προς αποζημίωση. 

Αντίθετα, με τις 754/2011, 1141/1999 7μ κ.ά. αποφάσεις του ΣτΕ απορρίφθηκε αγωγή αποζημίωσης αυτοκινητιστών που ζητούσαν αποκατάσταση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ της προκληθείσας ζημίας από την εφαρμογή διατάξεων του ν. 2175/1993 (ανάκληση δικαιώματος θέσης σε κυκλοφορία αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης) λόγω αντίθεσης, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 5 παρ. 1 του Σ. Το σκεπτικό είναι ότι η ανάπτυξη της δραστηριότητας αυτής συνιστούσε αντικείμενο δημόσιας υπηρεσίας υπό λειτουργική έννοια, και άρα δεν ήταν το αποτέλεσμα συνταγματικώς κατοχυρωμένης, ως ατομικού δικαιώματος, ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας. Επομένως, η αφαίρεση με το ν. 2175/1993 του παραχωρηθέντος δημοσίας φύσεως προνομίου λόγω μεταβολής των αντιλήψεων του νομοθέτη ως προς τον καλύτερο, για το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, τρόπο εκτελέσεως του συγκοινωνιακού έργου δεν αντιβαίνει στο άρθρο 5 (παρ. 1 και 3) του Συντάγματος. 

2) Αξιοσημείωτη είναι η με αρ. 13/2006 του Ειδικού Δικαστηρίου (άρθρο 88 του Σ.) με την οποία κρίθηκε ότι γεννάται αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από την παράλειψη των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να θεσπίσουν με ειδικό νόμο ρύθμιση, με την οποία οι αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων να ανέρχονται τουλάχιστον στο ύψος των αποδοχών του προέδρου της ΕΕΤΤ, όπως επιτάσσει το άρθρο 88 παρ. 2 συνδυαστικά με το άρθρο 26 του Σ.

Αντίθετα, με τις 898/2014, 1942/2013,4702/2011 κ.ά αποφάσεις του ΣτΕ απορρίφθηκε αγωγή αποζημίωσης ακτημόνων καλλιεργητών θιγόμενων από τη επαναδημιουργία της λίμνης Κάρλα λόγω αντισυνταγματικής (άρθρο 4 παρ. 1 Σ.) παράλειψης του νομοθέτη να θεσπίσει διάταξη για χορήγηση κοινωνικής αποκατάστασης αντίστοιχης αυτής για τους θιγόμενους από το φράγμα Σμοκόβου (άρθρο 7 του ν. 1859/1989) διότι, κατά τις ειδικότερες σκέψεις, δεν τελούν υπό όμοιες συνθήκες με τους ανωτέρω. 

Αβ) Αναφορικά, περαιτέρω, με την παράνομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας, η ουσιαστική παρανομία έγκειται είτε στην ανυπαρξία εξουσιοδοτικής διάταξης ή στην ύπαρξη μεν, μη έγκυρης όμως εξουσιοδοτικής διάταξης ικανής να παράσχει νόμιμο έρεισμα στην έκδοση της εν λόγω πράξης, όπως όταν δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Σ ή όταν αυτή παρέχει εξουσιοδότηση προς ρύθμιση αντικειμένου ως προς το οποίο υπάρχει στο Σ. επιφύλαξη υπέρ τυπικού νόμου (βλ. άρθρο 78 παρ. 4 Σ.) ή όταν ορίζει σαφώς κριτήρια για την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας που αντιβαίνουν στο Σ., οπότε η κανονιστική πράξη πάσχει την ίδια με εκείνη ουσιαστική αντισυνταγματικότητα είτε στην ίδια την κανονιστική πράξη όταν εκδίδεται καθ’ υπέρβαση ή κατά παράβαση της εξουσιοδοτικής διάταξης. Αναφορικά με την παράνομη παράλειψη άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητας επισημαίνεται ότι αυτή ως εξαίρεση νοείται υπό την έννοια ότι συντελείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Και αυτό, διότι η χορήγηση στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση εξουσίας για θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης απόκειται στην ευχέρειά της και δεν συνιστά υποχρέωση. Όμως, τέτοια υποχρέωση συντρέχει είτε όταν η νομοθετική εξουσιοδότηση, ερμηνευόμενη εν όψει κανόνων υπέρτερης τυπικής ισχύος που διέπουν την υπό ρύθμιση σχέση, επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της πράξεως, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις (καθιέρωση ευθέως από το νόμο αγώγιμου δικαιώματος) και καταλείπει στον κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για την αποτελεσματική άσκηση αυτού, είτε όταν η υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος, οπότε, λόγω της παράλειψης θέσπισης της επιβαλλόμενης συμπληρωματικής κανονιστικής ρύθμισης, θα καθίστατο ανενεργό το εκ του νόμου δικαίωμα (πρβλ. ΣτΕ 4917/2012, 211/2006, 1978/2002 κ.ά.).

1) Ανώνυμες εταιρείες που έχουν ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία αλεύρων ζήτησαν με αγωγή αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας από τον παράνομο καθορισμό με αγορανομική διάταξη ανώτατης τιμής πώλησης κατώτερο από το κόστος παραγωγής. Με τις 1686/2002 και 3624/2001 αποφάσεις του ΣτΕ, αφού προκρίθηκε ερμηνεία του εξουσιοδοτικού νόμου (Αγορανομικού Κώδικα) σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Σ που διασφαλίζει την ελεύθερη οικονομική λειτουργία των επιχειρήσεων ώστε να είναι βιώσιμες σε μία ανταγωνιστική αγορά, έκρινε ότι η οριζόμενη από την αγορανομική διάταξη ανώτατη τιμή πώλησης όχι μόνον δεν μπορεί να υπολείπεται του κόστους παραγωγής, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και ένα εύλογο προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους, με αποτέλεσμα αυτή η αγορανομική διάταξη να είναι προεχόντως παράνομη ως εκδοθείσα κατά παράβαση των προϋποθέσεων που έτασσε η εξουσιοδοτική διάταξη του Αγορανομικού Κώδικα και να θεμελιώνεται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, συντρεχουσών και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων. 

2) Ακολούθως, με τη 2544/2013 7μ. απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι η έκδοση των π.δ/των βάσει της ρητής πρόβλεψης στο άρθρο 25 παρ. 2 περίπτ. γ΄ του ν. 1404/1983 προκειμένου να ορισθούν με αυτά τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων Τ.Ε.Ι. καθίσταται υποχρεωτική για την Διοίκηση. Η παράλειψη αυτής να εκδώσει τα διατάγματα συνιστά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, αλλά και του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι αποστερεί τους πτυχιούχους Τ.Ε.Ι. από τη δυνατότητα να συμμετέχουν ελεύθερα στην οικονομική ζωή της χώρας (ΣτΕ 4917/2012).

Αντίθετα, με την 3901/2013 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε ότι δεν είναι παράνομη η παράλειψη του αρμόδιου Υφυπουργού να εγκρίνει συνταχθείσα αναλογιστική μελέτη, όπως προβλεπόταν στον εξουσιοδοτικό νόμο που αφορούσε επικουρικό ταμείο και γι’ αυτό δεν είναι παράνομη˙ περαιτέρω, η μη αναπροσαρμογή της επικουρικής σύνταξης της ενάγουσας βάσει της μελέτης αυτής, διότι από την εξουσιοδοτική διάταξη δεν προκύπτει ότι η διοίκηση δεσμεύεται κατά τρόπο άμεσο από αυτήν, ώστε να υποχρεώνεται σε έκδοση πράξης για τον καθορισμό του ύψους των επικουρικών συντάξεων και τον ανακαθορισμό των ήδη καταβαλλομένων σύμφωνα με τα αποτελέσματα της αναλογιστικής μελέτης, αλλά, αντιθέτως, προέκυπτε ότι κρίνει ελεύθερα τη σκοπιμότητα για την έκδοση ή μη της κανονιστικής πράξης εκτιμώντας την οικονομική κατάσταση του ασφαλιστικού φορέα. 

Β) Περαιτέρω, με την 1501/2014 απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ κρίθηκε ότι ο σκοπός του άρθρου 4 παρ. 5 του Σ πραγματώνεται όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή επί ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε κρατικού οργάνου, άρα και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, χωρίς να μπορεί να συναχθεί αποκλεισμός της αστικής ευθύνης από το άρθρο 99 του Σ. (ενδιαφέρουσα η άποψη της μειοψηφίας). Ακολούθως, κρίθηκε ότι υπάρχει πεδίο αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ προς ανόρθωση της προκληθείσας ζημίας από τη ζημιογόνο δράση των ανωτέρω, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, υπό την προϋπόθεση ότι η ζημία μπορεί να αποδοθεί μόνο σε πρόδηλο σφάλμα τους, δηλαδή σε κατάφωρη παραβίαση του εφαρμοστέου δικαίου (ενωσιακού ή εθνικού) και όχι σε απλή παρανομία, όπως αυτή συνάγεται από την ανωτέρω διάταξη. Ο πρόδηλος χαρακτήρας του σφάλματος προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη, κρίση που συνάπτεται με το βαθμό ακρίβειας και σαφήνειας του παραβιασθέντος κανόνα δικαίου.

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Διετής παραγραφή στις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλή...

ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Διετής παραγραφή στις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλή...: ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 27-4-2012 16.15 Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης Αριθμός 2/2012 Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο ...

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Περί ευθύνης Υπουργών και άλλων τινών


του κ. Σάββα   Ε. Ιωακειμίδη 
Νομικού - Μ.Δ Ποινικού Δικαίου -Υπ. Διδάκτορος Νομικής Σχολής Αθηνών

Περί ευθύνης Υπουργών  και άλλων τινών
Επιστολή προς δημοσίευση

Η ακολουθηθείσα στην Βουλή διαδικασία για την σύσταση  επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για την υπόθεση της ούτω καλουμένης <<Λίστας Λαγκάρντ>> που απετέλεσε όνειδος για το κύρος του θεσμού και εν ταυτώ πρωτοφανή υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών , συνιστά το έναυσμα για την αποστολή του παρόντος σημειώματος δια του οποίου επιτρέψατέ μου να υποβάλω τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Α) Ως είναι ευρέως γνωστόν δια του άρθρου 86Σ - που συνιστά ελληνικής εμπνεύσεως παγκόσμια πρωτοτυπία -χορηγείται αποκλειστικώς στην Βουλή η αρμοδιότητα δίωξης των διατελούντων ή διατελεσάντων μελών της Κυβέρνησης και Υφυπουργών για διαπραχθέντα υπ’αυτών κατά την άσκηση των καθηκόντων των ποινικά αδικήματα .Σημειούται δε ότι πρό της αναθεωρήσεως του Συντάγματος το 2001 η Βουλή αποφαινόταν απευθείας για την άσκηση ποινικής δίωξης ,η οποία είχε ως αφετηριακή ενέργεια τη συσταση επιτροπής για την διεξαγωγή ποινικής προανακρίσεως ..Με την προρρηθείσα όμως αναθεώρηση με πρόταση του τότε εισηγητή της πλειοψηφίας Ε.Βενιζέλου προεβλέφθη ότι η Βουλή  καθίστατο μόνη αρμόδια και για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (ίδετε την 3η παράγραφο του ως άνω άρθρου ) , αφαιρεθείσης ούτω κάθε δυνατότητος της Εισαγγελικής Αρχής να ελέγχει -έστω σε πρώιμο στάδιο - την βασιμότητα των καταγγελλομένων σε βάρος Υπουργών περί διαπράξεως ποινικών αδικημάτων , με τους περιορισμούς βεβαίως των άρθρων 31 και 54ΚΠΔ ,καθισταμένου τοιουτοτρόπως του προστατευτικού κλοιού υπέρ των αδικοπραγούντων ασφυκτικού. Τούτο σε συνδυασμό με την ταχεία αποσβεστική προθεσμία του εδ.β’της παρ.3 του άρθρου 86 Σ άγει κατ’ουσίαν στο απόλυτο ακαταδίωκτο.
Β) Η διαδικασία που ακολουθείται για τη σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ρυθμίζεται από τα άρθρα 153-157 του Κανονισμού της Βουλής (εφεξής ΚτΒ) {ίδετε σχετικώς  Σωτηρέλλη Γ- Ξηρού Αθ . Σύνταγμα και κανονισμός της Βουλής Σάκκουλας 2011], η προσαρμογή του οποίου στις νέες ρυθμίσεις του αναθεωρημένου Συντάγματος του 2001 υπήρξε (σκοπίμως μήπως) ατελής .Έτσι η ρύθμιση του άρθρου 154 παρ.3 ΚτΒ έχουσα υπόψη το προϊσχύσαν καθεστώς ομιλεί περί προτάσεως για σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που θα περιέχει και τα αποδιδόμενα σε Υπουργό ποινικά αδικήματα ..Πλην όμως με δεδομένο ότι στο προκείμενο στάδιο η Βουλή ενεργεί ως Εισαγγελέας ισχύει η ρύθμιση του άρθρου 31 ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία η προκαταρκτική εξέταση είναι μία προέρευνα για την ανίχνευση απλών ενδείξεων περί τελέσεως ποινικών αδικημάτων .Επομένως σε αυτό το στάδιο -ήτοι πρό της προκαταρκτικής -είναι εν τοις πράγμασι αδύνατη η απόδοση κατηγοριών πολλώ δε μάλλον η προσωποποίησή τους, δηλαδή η σύνδεση αυτών με συγκεκριμένο Υπουργό ή Υφυπουργό .Π ρος άρση  δε κάθε αμφιβολίας στο άρθρο 155παρ.3 ΚτΒ ορίζεται  ότι μοναδικό αντικείμενο της σχετικής ψηφοφορίας είναι η λήψη απόφασης για σύσταση ή μη επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης δια την ερευνωμένη υπόθεση .Κατ’ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω η ψηφοφορία στο στάδιο αυτό είναι μία, ανεξαρτήτως του αριθμού των δυνάμει εμπλεκομένων και των τυχόν τελεσθέντων ποινικών αδικημάτων και αφορά αποκλειστικώς στο ανωτέρω ερώτημα ήτοι :ναι ή όχι στη σύσταση προκαρκτικής επιτροπής για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ..Μάλιστα αφού η Βουλή υποκαθιστά τον Εισαγγελέα η ψηφοφορία είναι καθολική μυστική και υποχρεωτική αφού ο Εισαγγελεύς (και εδώ η Βουλή ως συλλογικόν όργανον ) δεν μπορεί να απόσχει από την εις αυτόν ανατεθειμένη οιονεί δικαιοδοτική αρμοδιότητα .Επιπλέον λόγω της φύσεως της αρμοδιότητος δεν είναι νοητό να διαμοιραστεί στους Βουλευτές λευκό ψηφοδέλτιο καθώς δε νοείται επί απονομής δικαιοσύνης ούτε αρνησιδικία , ούτε το αποδοκιμαζόμενο σύνδρομο του Πιλάτου (νίπτω τας χείρας μου ). Υπέρ της θέσεως ταύτης συνηγορεί και το γεγονός ότι στο προκείμενο στάδιο της ποινικής διαδικασίας(προκαταρκτική εξέταση ) αλλά και στο αμέσως ακολουθούν  ήτοι αυτό της λήψης αποφάσεως περί ποινικής διώξεως ισχύει ο κανών : εν αμφιβολία υπέρ της ερεύνης και της διώξεως του υπόπτου , εν αντιθέσει προς άπαντα τα κατοπινά στάδια της ποινικής διαδικασίας (ανάκριση ,διαδικασία στο ακροατήριο , ένδικα  μέσα ) όπου ισχύει ο αντίστροφος κανών ήτοι :εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου . Επιπλέον δεν είναι επιτρεπτόν να μετάσχουν στην ψηφοφορία οι βουλευτές που αναφέρονται στην ποινική δικογραφία από ετέρους υπόπτους - μη πολιτικά πρόσωπα ως συμμέτοχοι με βάση την αρχή :<<Nemo iudex de sua causa>> ως και για την ταυτότητα του νομικού λόγου οι τυχόν αναφερόμενοι -ως εκ περισσού στο παρόν στάδιο - σε προτάσεις κομμάτων καθώς και οι βουλευτές εκείνοι που ως εκ των καθηκόντων των εχειρίσθησαν την ερευνωμένη υπόθεση Ούτω επί της παρούσης υποθέσεως, οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί κατά την επίμαχη περίοδο των χειρισμών της λίστας Λαγκαρντ καθώς και οι διατελέσαντες Υπουργοί και Υφυπουργοί που ως εκ της θεσεώς των καθ’οιονδήποτε τρόπο ενεπλάκησαν στην υπόθεση της Λίστας . Συνεπώς είναι φανερόν ότι η ψηφοφορία για τη σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης εφόσον αποβεί θετική δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσει- περιορίσει ούτε το αντικείμενο της ποινικής ερεύνης ούτε τον αριθμό των εμπλεκομένων προσώπων .Σύμφωνα με το άρθρο 155παρ.7ΚτΒ εμποδίζεται η δίωξη για τα ίδια πραγματικά περιστατικά μόνον εφόσον η πρόταση για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης απορριφθεί .. Άρα η καλουμενη από τους δημοσιογράφους <<απαλλαγή Βενιζέλου>>.είναι νομικώς ανυπόστατη .Ο δεσμευτικός καθορισμός του αντικειμένου της ποινικής δίκης ήτοι των ορίων της διερευνητικής και διαγνωστικής δραστηριότητας των δικαστικών οργάνων στην ανάκριση αλλά και εν τω συνόλω της ποινικής διαδικασίας , ανήκει στο στάδιο μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης όταν η Βουλή αποφαίνεται για την άσκηση ή μη της ποινικής διώξεως .Τότε πράγματι  απαιτείται λεπτομερής καθορισμός των αξιοποίνων πράξεων και σύμφωνα με το άρθρο 157παρ.3 ΚτΒ και ξεχωριστή καθολική , μυστική και υποχρεωτική ψηφοφορία για κάθε πρόσωπο και κάθε πράξη . Μόνον τότε εφόσον απορριφθεί η πρόταση δίωξης προτεινομένου προσώπου για τα αποδιδόμενα σε αυτό αδικήματα απαγορεύεται η εκ νέου δίωξη του προσώπου επί τη βάσει των αυτων πραγματικών περιστατικών σύμφωνα με το άρθρο 157 παρ.5 ΚτΒ και παράγεται έτσι το λέγόμενο <<οιονεί προσωρινό δεδικασμένο>> σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ.3 ΚΠΔ..
Είναι χαρακτηριστικόν που επιβάλλεται να σημειωθεί ότι η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν τόσο διάτρητη ,ώστε  ήταν ενδεχόμενον να μη συσταθεί επιτροπή προκαταρκτικής εξετάσεως και έαν έτι εψήφιζον υπέρ της συστάσεως όλοι οι βουλευτές . Τούτο θα συνέβαινε λ.χ . εάν οι βουλευτές κατά ομάδες εσημείωναν διαφορετικό αδίκημα ώστε καθένα εκ των τριών προτεινομένων να συγκεντρώσει 100 ψήφους . Συμπερασματικώς από νομικής απόψεως στην φάση αυτή της προκαταρκτικής εξέτασης άπαντες οι δυνάμει εμπλεκόμενοι ευρίσκονται εις την αυτήν θέσην με τον κ,Παπακωνσταντίνου .Ούτω ο κ.Βενιζέλος δεν είναι δυνατον να κληθεί ως μάρτυρας από την ως ανω επιτροπή αλλά ως ύποτος μόνον τέλεσης αδικημάτων προκειμένου να δυνηθεί να ασκήσει τα αναγνωρίζομενα στον ύποπτο-οιονεί κατηγορουμενο δικονομικά δικαιώματα που προβλέπονται από το άρθρο 31 παρ.2ΚΠΔ
Γ) Στο παρόν στάδιο της προκαταρκτικής η έρευνα καθοδηγείται από τις πραγματικές παραδοχές- περιστατικά που περιέχονται στη δικογραφία καθώς και από αυτά που θα προκύψουν από την εξέταση απάντων των αποδεικτικών μέσων εφόσον καθ’υπόθεσιν η παραδοχή αυτών δύναται να αγάγει σε θεμελίωση ποινικών αδικημάτων Έτσι όλως ενδεικτικώς και με βάση τα γενόμενα υπό του τύπου γνώστα πρέπει να διακριβωθεί η τυχον τέλεση των αδικημάτων :1) νόθευσης εγγράφου από υπάλληλο με σκοπό παρανομου περιουσιακου οφέλους του ιδίου ή τρίτου , με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου (άρθρο 242 παρ.3 ΠΚ εν συνδυασμώ με το άρθρο 1ν.1608/1950) 2) υπεξαγωγή εγγράφου με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστων (άρθρο 242 παρ.3 ΠΚ εν συνδ.άρθρο 1ν.1608/1950) τελεσθείσα δια αποκρύψεως 3) υπεξαίρεση στην υπηρεσία από υπάλληλο αντικειμένου που αυτος έλαβε  λόγω θέσεως (άρθρο 258 ΠΚ εν συνδ με άρθρο 1ν.1608/1950 ήτοι αφού το απέκρυψε δια μεταγενεστέρας αποφάσεως το ιδιοποίειται ο υπάλληλος όταν φεύγει από την υπηρεσία ) ηθική αυτουργία σε απιστία στην υπηρεσία από υπάλληλο στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται ο προσδιορισμός και η είσπραξη φόρων με ιδιαίτερα τεχνάσματα και ποσό άνω των 120000Ευρω με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστων (άρθρα 46παρ.1εδ.α’ , 256β’και γ’ΠΚ εν συνδ με αρθρο 1ν. 1608/1950) 4)  δεδομένων των προανακριτικών αρμοδιοτήτων του ΣΔΟΕ ερευνητέον εαν διεπράχθη ηθική αυτουργία σε κατάχρηση εξουσίας δια παραλείψεως διώξεως υπαιτίων κατά συρροήν ,δοθέντος ότι δεν εσχηματίσθησαν δι’εκάστην περίπτωσην δικογραφίες και δεν διεβιβάσθησαν στον Εισαγγελέα (άρθρο 239στ β’ΠΚ εν συνδ .46παρ1 εδ’α’ΠΚ)5) άμεση συνέργεια σε φοροδιαφυγή (άρθρα 46 παρ.1 εδ β’ ΠΚ  17 και 18 ν.2523/1997 εν συνδ με άρθρο 2 ν..3943/2011) 6) παραβίαση προσωπικών δεδομένων με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους (άρθρο 22 παρ.4 και6 ν2472/1997 ίδετε την φράση <<έγινε το cd μαρουλόφυλλα και μοιραζόταν σε εκδότες>> ) 7)παραβίαση του άρθρου 2παρ.2 στ.β’ εν συνδ .αρθρο 45παρ.1 ν.3691/2008 ήτοι απόκρυψη -συγκάλυψη της φύσεως προελεύσεως [.....]του τόπου όπου ευρίσκονται έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότα εν γνώσει της προελέυσεως αυτών προκύπτουσα εκ των περιστάσεων 8) δωροληψία υπαλληλου 235ΠΚ  εν συνδ με το άρθρο 1ν.1608/1950 9) εκβίαση σε βάρος τινών εκ των αναφερομένων στην ως άνω λίστα (άρθρο 385 ΠΚ ) Ο καθορισμός στις προτάσεις των κομμάτων για την διεξαγωγή προκαταρκτικής εξετασης των αδικημάτων δεν είναι για λόγους που προεξετέθησαν δεσμευτικός  και δεν εμποδίζει την διερεύνηση οποιουδήποτε πιθανώς διαπραχθέντος αδικήματος από οποιονδήποτε υπουργό κατά το παρόν διαδικαστικό στάδιο. Επομένως η τυχόν αρνητική στάση του εμπλεκομένου έναντι της συστάσεως της επιτροπής  ισοδυναμεί όχι με το αίτημα να μή διωχθεί ,που είναι ανθρωπίνως κατανοητόν άλλα με την αξίωση να μην ελεγχθεί . Η απαίτηση τούτη πέραν πάσης άλλης αξιολογήσεως φέρει εν αυτή μέγα  απαξιακό φορτίο . Ο μέσος χρηστός άνθρωπος όχι μόνον επιθυμεί αλλά και επιδιώκει τον  έλεγχο για να αποκαταστήσει την τιμή του και να αποδοθεί πάλλευκος στην  κοινωνία .  
Δ) Δεν είναι νοητη η δημόσια συνεδρίαση επιτροπής που διεξάγει προκαταρκτική εξέταση , ουδέ δια επεμβάσεως του νομοθέτου διότι η μυστικότητα της προδικαστικής διαδικασίας σκοπεί στην καταπολέμηση του εγκλήματος , σκοπός που είναι συνταγματικής περιωπής (άρθρο 96 παρ.1Σ) , το δε διότι η δημοσιότητα θίγει την αξιοπρέπεια υπόπτων και κατηγορουμένων και παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη που εγγυώνται το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ (άρθρα 2παρ.1 και 20 παρ.1 Σ και 6 παρ.1 και2 ΕΣΔΑ )  Επιτρεπτώς όμως θα μπορούσε να ανατεθεί η διενέργεια ανακριτικών πράξεων ως η εξέταση μαρτύρων σε Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή Εφετών σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ.4 ΚτΒ. Έτσι θα απεφεύγετο το άτοπο να εξετάζει τους μάρτυρες υπόδικος βουλευτής ενώ συγχρόνως είναι βέβαιον ότι η παρουσία και το κύρος του  Εισαγγελέως Εφετών ενισχύει την υπευθυνότητα των μαρτύρων λειτουργούσα αυτοχρήμα και ως άτυπη και σιωπηρή υπόμνηση των κυρώσεων που τους επιφυλασσονται επι μη προσηκούσης εκπληρώσεως του καθήκοντος μαρτυρίας
Ε) Δεν τίθεται θέμα απαγόρευσης αποδεικτικής αξιοποίησεως της λίστας Λαγκαρντ με την επίκληση της απολύτου αποδεικτικής απαγορεύσεως που εισάγει το άρθρο 19παρ3Σ  διότι επί συγκρούσεως συνταγματικών δικαιωμάτων ως του δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο  με την ανάγκη προστασίας των θυμάτων του εγκλήματος ως και του κρατικού συμφέροντος για δίωξη των εγκλημάτων (άρθρα 20 παρ.1 και 96 παρ.1 Σ) αυτή επιλύεται υπό του δικαστού επί τη βάσει των αρχών της πρακτικής αρμονίας και της σταθμίσεως . Η δε τελευταία επιχειρείται με γνώμονα την αρχή της  αναλογικότητας (25 παρ.1 εδ δ’ Σ ) Απόλυτη απαγόρευση εκτεινόμενη και σε εμμέσως δια αξιοποίνων πράξεων κτηθείσες αποδείξεις γνωρίζει το Συνταγμα μόνον μία ,ήτοι όταν οι αποδείξεις είναι προιόν βασανιστηρίων (άρθρα 2 παρ.1 και 7 παρ.2 Σ και άρθρα 137Α και 137Δ ΠΚ) Η δυνατότητα του δικαστή να επιλύει τη σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων ουδόλως εθίγη από την κατάργηση της παρ.2 του άρθρου 177ΚΠΔ  με τον.3674/2008   Ο τελευταίος υπήρξε απόρροια της ούτω καλουμένης <<υποθέσεως Ζαχόπουλου>>.(ίδετε περί του θέματος των παρανόμων αποδεικτικών μέσων ενδεικτικώς Τριανταφύλλου Γ. Αρχή της αναλογικότητας και αποδεικτικές απαγορεύσεις Ποινικά Χρονικα 2007 σ.295επ. και Σατλάνη Χ. Σκέψεις προς αποσαφήνιση του επιτρεπτού ή μη της αποδεικτικής αξιοποίησης της μαγνητοταινίας και της βιντεοταινίας Ποινικη Δικαιοσύνη 2012 σ.626 επ. ως και Φράγκο Κ . Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Ερμηνεία και πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου 2011 άρθρο 177 ιδία δε σ.474 επ. όπου και αναφορά σε συναφή νομολογία του ΕΔΔΑ) Στην προκειμένη περίπτωση ακόμη και αν υποτεθεί -πράγμα λίαν αμφίβολον- ότι το αποδεικτικό μέσο της Λίστας Λαγκάρντ είναι παράνομον, επιτρεπτώς αξιοποιείται λόγω υπερτέρου συμφέροντος κατά τα ανωτέρω .Εξάλλου τούτο -τον μη αποκλεισμό της στάθμισης εκ μέρους του Δικαστή εκ της εισαγομένης στην παρ.3 του άρθρου 19Σ απαγορεύσεως- εδέχθη και ο εισηγητής της πλειοψηφίας κατά την αναθεώρηση του 2001 (ίδετε Βενιζέλο Ε Το Σχέδιο Αναθεώρησης του Συντάγματος  Η γενικη εισήγηση της πλειοψηφίας προς την Ζ’Αναθεωρητικη Βουλή 2000σ.30-31) Παρατηρητέον ότι ούτε δουλεια του υπουργου είναι η αξιολόγηση της πιστότητας και του επιτρεπτού των αποδεικτικών μέσων ούτε παντός ετέρου υπαλλήλου .Ούτω ο προανακριτικός υπάλληλος λ,χ . του ΣΔΟΕ οφείλει να διαβιβάσει αμεληττί το σχετικό ηλεκτρονικό αρχείο στον Εισαγγελέα αναμένων τις οδηγίες του . Μόνον ο εποπτεύων εισαγγελεύς και το Δικαστήριο είναι όργανα αρμόδια να κρίνουν το ζήτημα . Ο Υπουργός ουδένα λόγον έχει στην ανακριτική δραστηριότητα , αφού τα καθηκοντά του είναι αυστηρώς διοικητικά . Τυχόν οδηγία ή εντολή του Υπουργού δεν απαλλασσει τον υπάλληλο αλλά αντίθετα εμπλέκει και επιβαρύνει τον Υπουργό  Η φράση <<δεν έλαβα ή ανέμενα εντολές >> μπορεί να εκληφθεί ως λεκτικώς ισοδύναμη της φράσης <<Κατά πάγια πρακτική ή κατ’εντολή του Υπουργού ουδεν εγένετο ανευ της ενημερωσεώς του>>  όπερ  εστί αξιόποινον δι’αμφοτέρους και για τον υπουργό και για τον έτερο  υπαλληλο .Για την αλήθεια δε παντός προβαλλομένου ισχυρισμού συνεκτιμητέα είναι και η νομική ιδιότητα των προσωπων ,η σταθερότητα ή μη προβολής του , οι αντιφάσεις και η αλληλοεπίρριψη ευθυνών  που συχνα απαντώνται στην πράξη .
Στ) Αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής  που καθιερούται στο β’εδ .της παρ.3 του άρθρου 86 Σ  λεκτέον ότι κατ’ορθή γνώμη υπάγονται σε αυτήν μόνον αδικήματα που ετελέσθησαν από τον Υπουργό κατά την άσκηση των καθηκόντων του ήτοι δια πράξεων που ανάγονται στα καθηκοντά του και συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας όπως είναι παραδειγματολογικώς η έκδοση διοικητικών πράξεων και η υπογραφή διοικητικών συμβάσεων .Εκ της φύσεως άλλωστε των τελουμένων αδικημάτων δύναται να δικαιολογηθεί και η συμμετοχή 6 ανώτατων διοικητικών δικαστών (Συμβούλων Επικρατείας ) σε ένα ποινικό δικαστήριο όπως αυτό του άρθρου 86 Σ  Δεν υπάγονται λοιπόν στην κατηγορία των προκειμένων αδικημάτων εκείνα που απλώς τελουνται εξ’αφορμής, επ’ευκαιρία και καθ’εκμετάλλευση της υπουργικής ιδιότητας, καθ’’όν χρόνον αυτή διαρκεί .Έτσι τα αδικήματα που άπτονται της Λίστας Λαγκαρντ ανήκουν στην δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων στα οποία και πρέπει να διαβιβασθεί η δικογραφία (Βλ.Ε.Συμεωνίδου -Καστανίδου Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των Υπουργών Ποινική Δικαιοσύνη 2011σ.496επ.). Τυχόν άλλη θεώρηση θα συνεπήγετο ότι η προκείμενη διάταξη ευθέως αντιβαίνει  προς το άρθρο 4Σ (αρχή της ισότητας) καθιστώσα αδύνατη τη συνυπαρξή τους εντός του Συντάγματος με δεδομένο και το θεμελιώδη χαρακτήρα του άρθρου 4Σ ,που εντάσσεται στις μη υποκείμενες σε αναθεώρηση διατάξεις (άρθρο 110 παρ.1 Σ) Ακόμη όμως και υπό την αντίθετη μη ορθή και εναντιούμενη προς τη σκοποθεσία του Συντάγματος εκδοχή θα ανέκυπτε ζήτημα τιμωρήσεως για άμεση συνέργεια σε φοροδιαφυγή και τούτο διότι το έγκλημα είναι διαρκές και επομένως η παραγραφή αυτού διατηρουμένης της παρανόμου καταστάσεως υπάγεται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 2ν.3943/2011. Επομένως μη εισέτι αρχομένης της παραγραφής της κυρίας πράξεως δεν είναι δυνατόν να παραγραφεί η πράξη συμμετόχου ήτοι αμέσου συνεργού αφού και αυτή εκκινεί από της τελέσεως της κυρίας πράξεως (ίδετε  Κονταξή Αθ Ποινικός Κώδικας 2000 τ.Α’ υπό τα άρθρα 17 και 111ΠΚ )
Όμως  δι’έτερον λόγον-και δη συνταγματικής τάξεως - υφ’οιανδήποτε εκδοχή και αν υιοθετηθεί-, εμποδίζεται η παραγραφή πάντων των  αδικημάτων που διαπράττονται υπό μελών της Κυβέρνησης  από του χρόνου ισχύος του πρώτου Μνημονίου και μέχρις της πλήρους αποδεσμεύσεως της χώρας από το παρόν καθεστώς .Ως είναι παγκοίνως γνωστόν οι σχετικές συμβάσεις με την ΕΕ και το ΔΝΤ  δεν εκυρώθησαν με νόμο από τη Βουλή ,όρος απαραίτητος προκειμένου να εισαχθούν οι ρυθμίσεις τους στο εσωτερικό δίκαιο και να προσκτηθούν αυτές τυπική νομιμότητα (ίδετε άρθρα 28 παρ.2 και 36 παρ.2 Σ  ,κύρωση με τυπικό νόμο ψηφισθέντα από τα 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών ) . Προεβλέπετο μάλιστα δυνατότητα του Υπουργού Οικονομικών άνευ εμπλοκής της Βουλής να τροποποίει τη σχετική συμφωνία (ίδετε σχετικώς  Κασιμάτη Γ. οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδος με την ΕΕ και το ΔΝΤ εκδ .ΔΣΑ 2010) Πέραν όμως αυτού κι αν έτι συνέτρεχον οι όροι της τυπικής όψεως της νομιμότητος θα ανέκυπτε ζήτημα ουσιαστικής τοιαύτης λόγω της έκτασης των αναληφθεισών δεσμεύσεων που υπερβαίνουν τα όρια του Σύνταγματος και άγουν όχι σε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας χάριν υπερτέρου συμφέροντος αλλά σε κατάλυση αυτής . Τούτο ισχυει βεβαίως εις το πολλαπλάσιον λόγω επεκτάσεως των δεσμέσεων με τα Μνημονια ΙΙ και  ΙΙΙ  Έτσι ήδη από της συνάψεως του Α’ Μνημονίου έχει διαπραχθεί το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας τελεσθέν δια σφετερισμού της ιδιότητος τινός ως οργάνου του Κράτους (άρθρο 134 παρ.2α ΠΚ γ’τρόπος τέλεσης ) .Το αδίκημα τούτο είναι διαρκές και η ευθύνη βαρύνει βεβαίως τόσο όσους συνηψαν την αρχική συμφωνία του 2010 όσο και εκείνους που συνήψαν  τις κατοπινές που κατ’ουσίαν συνιστούν επέκταση επί το δυσμενέστερον της αρχικής καθώς και όσους άσκησαν ή ασκούν εξουσία εις εκτέλεση αυτών . Το γεγονός ότι έχει επέλθει αλλοίωση του πολιτεύματος πιστοποίειται και από τη διαρκή προσφυγή στην έκτακτη διαδικασία της έκδοσης Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου αλλα ιδίως από το ότι επί εξάμηνον ήσκησε εξουσία η δοτή Κυβερνηση Παπαδήμου καίτοι κατά σαφή ορισμό του Συντάγματος επί παραιτήσεως Κυβερνήσεως απολαυούσης της απολύτου πλειοψηφίας της Βουλής σχηματίζεται Κυβερνηση είτε από όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου είτε εν αδυναμία  τοιαύτη με επικεφαλής εναν εκ των προέδρων  των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων με αποκλειστικό αντικείμενο -και στις δύο περιπτώσεις-  την διεξαγωγή εκλογών εντός ενός μηνός  (υπηρεσιακή ). Κυβέρνηση μεταβατική ή ειδικού σκοπού ή άλλως πως ονομαζομένη δεν γνωρίζει το Σύνταγμα .(βλ.38 παρ.1 εδ’β και 37 παρ.3 εδγ’Σ)  Η παραβίαση αυτή του Συντάγματος επισημάνθηκε από τους Συνταγματολόγους  Κασιμάτη και Χρυσόγονο  ( βλ. ενδεικτ. Κασιμάτη Γ. Δήλωση σε <<Εφημερίδα  Αυγή >> 16.11.2011 και άρθρο Χρυσόγονου Κ. Συνταγματικοί Ακροβατισμοί σε <<Ελευθεροτυπία >> 18.11.2011 .
Ούτω σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ.3 Σ : Ο σφετερισμός με οποιονδήποτε τρόπο της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία ,οπότε και αρχίζει η παραγραφή του εγκλήματος . Η ρύθμιση αυτή βεβαίως για την ταυτότητα του νομικού λόγου καταλαμβάνει πλήν του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας και τα διαπραττόμενα υπό κρατικών οργάνων κατά την αυτή περίοδο αδικήματα  και ιδίως  τα στρεφομένα κατά των ατομικών ελευθεριών και  του συλλογικού αγαθού της δημόσιας περιουσίας .Προς αντίκρουση τυχόν προβληθείσης αντιρρήσεως ερειδομένης επί του γεγονότος ότι το  Πρωτο Μνημόνιο ως και ο ν.3857/2010 που εξειδίκευσε τα δημοσιονομικά μέτρα εις εκτέλεσιν αυτού, εκρίθησαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως μη αντιβαίνοντα στο Σύνταγμα σημειώνω τα εξης :Πρώτον η ΣτΕ Ολ668/2012 αντιπαρήλθε εν τάχει το ζήτημα της συνταγματικής νομιμότητας της αφορώσης εις το καθεστώς σύναψης των διεθνών συμβάσεων και επικεντρώθηκε στη συνταγματικότητα ιδίως των δημοσιονομικών μέτρων ,την οποία όμως απεδέχθη υπό όρους και ιδίως αυτούς της προσωρινότητας της αναλογικής κατανομής και βεβαίως με τη ρητή παραδοχή ότι η περαιτέρω λήψη μέτρων θα ήγαγε κατά τις περιστάσεις σε προσβολή του δικαιώματος αξιοπρεπούς διαβιώσεως .Είναι φανερόν ότι τα τεθέντα όρια έχουν υπερκερασθεί από τις κατοπινές εξελίξεις .Δεύτερον αποσιωπάται η ύπαρξη στην ως άνω απόφαση πολυάριθμης μειοψηφίας ,η γνώμη της οποίας θεμελιούται επί μακράς και λίαν ποιοτικής αιτιολογίας . Τρίτον παροράται το γεγονός ότι στα τέλη του 2011 διεβιβάσθη στη Βουλή σχηματισθείσα δικογραφία η οποία διήλθε του ελέγχου της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ,επί μηνύσεως για εσχάτη προδοσία σε βάρος μελών της Κυβέρνησης και του Προέδρου της Δημοκρατίας . Ειδικώτερα η εισαγγελέας πλημμελειοδικών(Καπαμά Χ) που εχειρίσθη τη μήνυση ,έδεχθη ότι τα ιστορούμενα υπό των μηνυτών (ιατρού ογκολόγου Αντωνίου Δ..και λοιπών ) είναι πλήρως αληθή ,εξέφρασε ωστόσο αμφιβολίες για την πλήρωση της νομοτυπικής υπόστασης ιδία κατά την υποκειμενική αυτής πλευρά και αρχειοθέτησε .Η επιληφθείσα εισαγγελέας εφετών(Καλουτά Α.) , έχουσα ετέρα γνώμη επί της νομικης βασιμότητος έκρινε ότι η δικογραφία είναι διαβιβαστέα στη Βουλή ,όπερ και εγένετο δια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Μέχρι δε σήμερα έχουν διαβιβασθεί και έτερες δικογραφίες αφορώσες στην αλλοίωση των στοιχείων της  Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας περί του ύψους του ελλείμματος , στα λεγόμενα ασφάλιστρα κινδύνου χρεωκοπίας κ.λ.π Τέταρτον ,κατά  τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας δια δύο αποφασεών του το 1968 και το1973 ο Άρειος Πάγος εδέχθη τη νομιμότητα των ψευδοσυνταγμάτων και τη γνησιότητα των ψευδοδημοψηφισμάτων . Τούτο όμως κατ’ουδένα τρόπο εμπόδισε τη μεταγενέστερη τιμωρία των πρωταιτίων του πραξικοπήματος .Δεν είναι δε  τυχαίο ότι οι καταστροφείς της χώρας εγείρουν ζήτημα <<αναθεώρησης>> Συντάγματος -πέραν των ορίων του άρθρου 110Σ- ως δήθεν κτώμενοι πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν την ατιμωρησία. Σκοπείται μετά τη de facto και η de jure κατάλυση του Καταστατικού Χάρτου της Πολιτείας .
Ζ) Η υιοθέτηση της θέσεως αυτής (περί αναστολής της παραγραφής ) ιδιαιτέρα σημασία έχει και για τη διαφύλαξη -της με ευρεία έννοια -δημόσιας περιουσίας   εν η περιλαμβάνονται ιδίως οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας , οι δημόσιες υποδομές με κοινωφελή χαρακτήρα ως και οι σχετιζόμενες με τη διασφάλιση της αμυντικής θωράκισης της χώρας καθώς και τα προσοδοφόρα ακίνητα όπως και τα κρατικά  πιστωτικά ιδρύματα , δια των οποίων ασκείται η και από το άρθρο 106 παρ..1 Σ επιτασσόμενη  κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της ελευθέρας οικονομίας ,προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Όπως δε προκύπτει από την δευτέρα παράγραφο αυτού ,το άρθρο 106 Σ συνιστά εξειδίκευση στο οικονομικό πεδίο της επιταγής του άρθρου 2 παρ.1 Σ για σεβασμό της Αξίας του Ανθρώπου και δεν υπόκειται σε αναθεώρηση.
Η) Ανεξαρτήτως όμως της θέσεως αυτής (υπόΖ) έκαστος των πολιτών ως συνιδιοκτήτης του δημοσίου πλούτου και απάντων των κοινωνικών αγαθών έχει δυνατότητα και καθήκον να προσφεύγει στην εισαγγελική αρχή ώστε να ελέγχεται ουχί μόνον η τυπική αλλά και η ουσιαστική νομιμότητα των πράξεων εκποίησεως της δημόσιας -εν ευρεία εννοία περιουσίας- Η ιδία δε η εισαγγελική αρχή πρέπει να είναι ευαίσθητος δέκτης τέτοιων μηνυμάτων προερχομένων είτε από πολίτες είτε από τον Τύπο . Ιδιαίτερο δε ρόλο θα πρέπει προς τούτο να διαδραματίσουν συλλογικοί φορείς (π.χ δικηγορικοί σύλλογοι ,σωματεία εργαζομένων ) οίτινες λόγω θέσεως και εγγύτητος δύνανται να συνδράμουν τις διωκτικές αρχές με προσκόμιση στοιχείων. Ενδεικτικά παραδείγματα του πεδίου διερευνητικής δραστηριότητας είναι οι κυβερνητικές αποφάσεις ως και αυτές του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητος περί διαχωρισμού της Αγροτικής σε <<καλή >>και <<κακή>> τράπεζα δια επιβαρύνσεως του Δημοσίου με το παθητικό και τις επισφαλείς απαιτήσεις και δια εκχωρήσεως του ενεργητικού εν τω οποίω περιλαμβάνεται και μέγα μέρος των αγροτικών γαιών που βαρύνεται με υποθήκη προς διασφάλιση απαιτήσεων, (70% του συνόλου αυτών ) έναντι 95 εκ .ευρώ ενώ συμφώνως προς εκτιμήσεις ειδημόνων (Βλ. άρθρο Κερασίνας Ραυτοπούλου , εκπροσώπου Συνταξιούχων ΑΤΕ στην Αυγή 13-10-2012 ) ανέρχεται -ευλόγως- σε δισ.ευρώ .Το αυτο ισχύει και για το Ταχυδρομικόν Ταμιευτήριον . Επιπλέον εύλογα ερωτήματα εγείρονται με την δια νόμου απαλλαγή μελών του ΤΑΙΠΕΔ(Ταμείο Αξιοποίησεως Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου )από αστική ευθύνη και βεβαίως από την έκδοση πράξεως νομοθετικού περιεχομένου(της 18ης .12.2012)  δια της οποίας δίδεται η δυνατότητα σε εταιρείες που αναλαμβάνουν δημόσια έργα ως και  σε   άλλα νομικά πρόσωπα να εισπράξουν οφειλομενα εκ του Δημοσίου και αν έτι οφείλουν πολλαπλασια εις αυτό και δεν έχουν δικαίωμα εκδόσεως φορολογικής ενημερότητος. Τελευταίως δε ανέκυψε και το θέμα των Μεταλλείων Χρυσού στην Χαλκιδική όπου 317.000 στρέμματα και συνοδευτικές εγκαταστάσεις επωλήθησαν στον Όμιλο Μπόμπολα το 2003 έναντι 11 εκατ.Ευρώ και ο τελευταίος μετεβίβασε μέρος των περιουσιακών αυτών στοιχείων σε καναδική εταιρεία στην οποία κατέστη μέτοχος έναντι 95 εκ.Ευρώ ,το  δε εξαχθησόμενο χρυσό ανέρχεται κατ’εκτίμηση σε 12 δισ.Ευρώ(ίδετε σχετικώς <<Εφημερίδα των Συντακτών >> Ρεπορτάζ Ερευνα Γεωργίου Αυγεροπούλου 02-12-2012 καθώς και την ιστοσελίδα της διεθνώς βραβευμένης εκπομπής Εξάντας και του γαλλικου κρατικού τηλεοπτικού διαύλουFrance 2). Οι κάτοικοι δικαίως διαμαρτύρονται για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αντί δε να ερευνηθεί το σκάνδαλο ακούεται ότι κάτοπιν μηνυτήριας αναφοράς του Δημάρχου Πάχτα που ως υπουργός υπέγραψε τη λεόντιο σε βάρος του δημοσίου σύμβαση ,θα ανατεθεί σε εφέτη ανακριτή η διερεύνηση της νομιμότητος των αντιδράσεων των κατοίκων. Εσχάτως δε εξ ‘αφορμής υποθέσεως εμπρησμού , κάτοικοι απάγονται από μασκοφόρα αστυνομικά όργανα και υποχρεώνονται δε σε δόση δείγματος  DNA, .χωρίς να τους απαγγελθεί κατηγορία ,σύμφωνα με τις καταγγελίες του οικείου δικηγορικού συλλόγου(ίδετε Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 23-02-2013 Ρεπορτάζ Σ.Αποστολάκη καθώς και Εφημερίδα των Συντακτών της αυτής ημέρας) . Προ των αυτονοητως διαπραττομένων υπό των αστυνομικών αρχών αδικημάτων -εάν έτσι έχουν τα πράγματα - (άρθρα 326 και 137Απαρ.3 ΠΚ ) η αρμόδια αρχή κωφεύει . Σημειούται δε ότι τη ανοχή ή και καθ’υποκατάστασιν της αστυνομίας κατά των κατοίκων χρησιμοποίειται ιδιωτική εταιρεία ασφαλείας ,τούτου συνιστώντος τον ορισμό της παρακρατικής δραστηριότητος .
Δεδομένης μάλιστα της μονομέρειας που κρατεί στην ενημέρωση των πολιτών λόγω του καθεστώτος  ιδιοκτησίας ΜΜΕ ,για το οποίο  εφημερίδες της  αλλοδαπής όπως ο Guardian μας παραλληλίζουν με την Κίνα και τη Ρωσία ληπτέα υπόψη είναι και δημοσιοεύματα της αλλοδαπής (ως λ.χ του πρακτορείου Reuters της 11.10.2012  περί σχέσεως εξαρτήσεως και υπέρογκης αμοιβής του διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος από την Πειραιώς ,η εκχώρηση της ΑΤΕ στην οποία,κατά αναπαραγωγή και υιοθέτηση σχετικού χαρακτηρισμού , υπό των αρθρογράφων Νικολάου Λεοντοπούλου και Στεφεν Γκρέι , καλείται ληστεία του αιώνος) .Τέλος δε συμφώνως προς πρόσφατη καταγγελία που απησχόλησε και το Κοινοβούλιο (ίδετε Εφημερίδα των Συντακτών 07-02-2013)  δημοσιογράφος ο οποίος κατήγγειλε λαθρεμπόριο πετρελαίου από εταιρεία (Αegean Oil ) εδέχθη-κατά τον ισχυρισμό του - απειλητικά τηλεφωνήματα από τον ιδιοκτήτη της ως άνω εταιρείας. Εταιρεία δε κοινών συμφερόντων με την ως άνω ενδιαφέρεται να αγοράσει τον ΟΠΑΠ σε τιμή αντιστοιχούσα σε κέρδη 3 ετών του ως άνω οργανισμού !!!
Θ) Η Εισαγγελία ως φρουρός του νόμου και των Δικαιωμάτων των πολιτών θα πρέπει παραχρήμα να παρεμβαίνει σε ύποπτες υποθέσεις ,μη υιοθετούσα τη θεωρία περί επιλογών που άπτονται της πολιτικής διαχείρισης και κείνται πέραν ή εκτός ποινικού δικαίου  Άλλωστε πολιτικές επιλογές και αντιπαραθέσεις νοούνται επί υπάρξεως περισσοτέρων νομίμων επιλογών , με γνώμονα την επιλογή της προσφορότερης . Για όλα τα άλλα το λόγο έχει ο Εισαγγελεύς και μόνον αυτός . Μία τέτοια παρεμβατική δραστηριότητα θα λειτουργήσει ενθαρρυντικά για τους πολίτες και ενδέχεται να <<τραβηχτεί η κλωστή ,που θα ξηλώσει όλο το πουλόβερ της διαφθοράς >> Να υπενθυμίσω δε ότι στην Αθηναϊκή Δημοκρατία ,την οποία όλοι επικαλουνται ως πρότυπο πολιτειακής συγκρότησης , η ενασχόληση με τα κοινά, λόγω του θεσμού της λογοδοσίας, συνεπήγετο μείζονες κινδύνους για την φυσική και πολλω δε μάλλον την πολιτική υπόσταση του φορέως αξιώματος και από αυτήν ακόμη τη συμμετοχή του σε πολεμική εκστρατεία ( ίδετε σχετ. το εισαγωγικό κεφάλαιο - ιστορική αναδρομή που περιέχεται στο έργο του Επιτίμου Εισαγγελέως Αρείου Πάγου κ.Π.Δημόπουλου υπό τον τίτλον <<Η εισαγγελία >> β’εκδ 2004 ) 
Ι) Μία τέτοια οπτική θα διασώσει τη χώρα και θα επιτρέψει και την ανάκτηση του δημοσίου πλούτου που εκποίηθηκε .Σε αντίθεση δε με τους ισχυρισμούς απάντων των Ελληνικών πολιτικών κομμάτων,αληθώς  μοναδική οδός ανάκτησης εκποιηθέντων είναι η απόδειξη ότι οι σχετικές  συμβάσεις υπήρξαν προιόν απιστίας , δωροδοκίας και εν γένει διαφθοράς κρατικών λειτουργών
ΙΑ) Με δεδομένο ότι η λύση του δράματος σε περιπτώσεις όπως της χώρας μας επέρχεται δια της τιμωρίας των υπαιτίων , αυτή δεν πρέπει να βραδύνει  ,διότι αν το σχέδιο ολοκληρωθεί  με βάση και  την εφαρμογή του σε άλλες χώρες ,ευχερώς δυναμεθα να προβλέψουμε τη μετατροπή της Ελλάδος σε χώρα υπό διαρκή ξένη επικυριαρχία και με  ανύπαρκτη  δημόσια υποδομή όπου θα  ανθεί η πορνεία και το οργανωμένο έγκλημα  κατα το πρότυπο κρατών της Βαλκανικής  και της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης κατά τη περίοδο μετά την πτώση του κομμουνισμού, οπότε η απόληξη είναι η αιματοχυσία .
ΙΒ) Πρέπει να υπομνηστεί ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον Πατριωτισμό των Ελλήνων δικαιουμένων και υποχρεουμένων εις την δια παντός μέσου αντίστασιν έναντι οιουδήποτε επιχειρούντος την κατάλυσιν αυτού (άρθρο 120 παρ.4 Σ)  Η αναφορά του Σ στον όρον <<βιαίαν κατάλυσιν >> εκφράζει το συνηθώς συμβαίνον ανταποκρίνεται δε  στην ιστορική εμπειρία . Ισχύει επόμένως το ως άνω καθήκον επί πάσης και δια παντός τρόπου, ( αποπείρας) καταλύσεως , όπως τούτο άλλωστε προκύπτει και εκ της τυποποίησεως του οικείου εγκλήματος στον ποινικό νόμο . Μάλιστα παρά την ανελαστικότητα της προβλεπομένης ποινής ,μετ’ασφαλείας θα ηδύνατο τις να ισχυρισθεί ότι η εκ των έσω κατάλυση ,μείζονα ενέχει απαξία ,λόγω της θέσεως του υποκειμένου του εγκλήματος ως εγγυητού του πολιτεύματος αλλά και λόγω της -ένεκα ταύτης-μείζονος ευχέρειας προσβολής του  έννομου αγαθού  Πατριωτισμός σημαίνει προσέτι,   να υποστούμε εν ανάγκη στερήσεις και δεινά μείζονα των σημερινών  προς διάσωση της εθνικής αξιοπρέπειας   και των δημοσίων αγαθών επί τη βάσει των οποίων η επόμενη γενεά  θα προχωρήσει σε ανοικοδόμηση . Άλλωστε κατ ‘ουδενα λόγο δυνάμεθα να αναμένουμε σωτηρίαν από ευρισκομένους σε λίστες δεκαζομένων υπό αλλοδαπών πολυεθνικών εταιρειών πολιτικούς, (Βλ.Αναφορές Αικ .Τσακάλου σε Επιτροπή της Βουλής για τη Ζίμενς ,η οποία απαντώσα σε ερώτηση του Βουλευτή Αιβαλιώτη εδήλωσε ότι το πολλάκις αναφερόμενον στο ημερολογιόν της όνομα <<Σαμαράς >> αντιστοιχεί στον γνωστο πολιτικό σχετ .Εφημερίδα Βήμα 23-4-2010 και Αυγή 24-04-2010Ωσαύτως οι σύναψαντες συμφωνία με τη γερμανική Εισαγγελία στο πλαίσιο των εν Γερμανία ισχυουσών δικονομικών συμφωνίων -διευθετήσεων κκ.Κουτσενρόιτερ και Σίκατσεκ-κατηγορουμενοι για την υπόθεση Ζίμενς - ρητώς ομολόγησαν ότι εδωροδοκήθησαν Έλληνες Υπουργοί και αξιωματούχοι με ιδιαιτέρα αναφορά στους σχετιζομένους με την διοργάνωση και ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων .Καθόλη δε την επίμαχη περίοδο Υπουργός αρμόδιος για τους Ολυμπιακούς ;Αγώνες ήτο ο δεύτερος των νυν συγκυβερνώντων Βενιζέλος. Iδετε πληθώρα άρθρων και ερευνών Αριστέας Μπουγάτσου στον ιστοτόπο  της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία ), οίτινες είναι δεκτικοί εκβιάσεων και λοιπών πιέσεων .
ΙΓ) Επιλογικώς  επιθυμώ ως έκφραση σεβασμού να αφιερώσω το παρον σημείωμα στους πειθαρχικώς διωκομένους εισαγγελείς κκ. Πενταγιώτη και Μαρσιώνη οι οποίοι διώκονται διότι εξέφρασαν επωνύμως και ελευθέρως το πατριωτικό τους φρόνημα
Η πολιτική ουδετερότητα του δικαστή που ασφαλως αποτελεί προαπαιτούμενο της ορθής ενασκήσεως των καθηκόντων του ,όχι μόνον δεν θίγεται αλλά τουναντίον υπηρετείται δια της σθεναράς λόγω και έργω αντιστάσεως στην παραβίαση του Συντάγματος . Άλλωστε οι δικαστικοί λειτουργοί είναι -μετά τον Κυρίαρχο Λαό - οι μόνοι τους οποίους το Σύνταγμα ρητώς αναγορεύει σε εγγυητές της ισχύος και τηρησής του(άρθρα 87 παρ.2 και 93 παρ.4 Σ ) και οι μόνοι εκ των φορέων των τριών κρατικών λειτουργιών που αντλούν τη νομιμοποίησή τους απευθείας εκ του Συντάγματος ,άνευ εκλογής υφ’ ετέρου οργάνου ή μετ’αυτού συμπράξεως(τη εξαιρέσει της συμπράξεως  μετά  λαϊκών μελών στα μικτά ορκωτά Δικαστήρια)    Είναι δε δίδαγμα της κοινής πείρας ότι όσοι δημόσιοι λειτουργοί δεν διστάζουν να εκφράζουν επωνύμως και ευθαρσώς τις απόψεις τους  είναι κατά τεκμήριο επαρκείς και ιδίως έντιμοι , καθ’οτι οι ανεπαρκείς ή/και διεφθαρμένοι  είτε σιωπούν , φοβούμενοι τον έλεγχο, είτε και επικροτούν τα κακώς κείμενα αναζητώντας παντοειδή στηρίγματα

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

“Άραγε η βλακεία οδηγεί στην κακία ή η κακία οδηγεί στην βλακεία;

-Ούτε το ένα ούτε το άλλο .. Και τα δυο δεν είναι παρά συμπτώματα. Η βαθύτερη αιτία είναι η δυσανεξία απέναντι σε ένα Απύθμενο εσωτερικό κενό… 

Ο Βλάξ το Υποψιάζεται , αλλά καθώς αδυνατεί να το παραδεχτεί, το Απωθεί. Το παραγεμίζει είτε σωματικά -λαιμαργία-είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο : Με κακία. Προσπαθώντας να Επιβάλλει την εξουσία του ελπίζει να ξεχάσει την εσωτερική του κενότητα. Αλλά εκείνη επιστρέφει τα βραδιά καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί… ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος κύκλος."        Μπέρτολτ Μπρέχτ