Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 9/2009 "ΣΑΝΙΔΑ"

Αθήνα 29 Ιουνίου 2009
Αριθ. πρωτ. 2726
Αριθμ. Γνωμ. 9/2009
Προς Την Δ/νση Ασφαλείας Αττικής Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών, Τμήμα 5ο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Σε απάντηση του διαλαμβανομένου ερωτήματος στο έγγραφό σας με αριθμό πρωτ. 7011/ 5/ 79α/ 17-6-2009 σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα :
Α. Με το άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις των οποίων εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού, από τον οποίο πηγάζουν όλες οι εξουσίες (άρθρο 1), ενώ με το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια που απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.Περαιτέρω με το άρθρο 101Α του Συντάγματος ορίζεται ότι όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει, ενώ με τα άρθρα 6 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 και 20 παρ.1 του Συντάγματος ορίζονται τα ακόλουθα : «άρθρο 6 παρ. 1 : «Κανένας δεν συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα», άρθρο 19 παρ. 1 : «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», παρ. 2 : «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παρ. 1», άρθρο 20 παρ. 1 : «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει».Με το άρθρο 6 παρ. 1 στ' του άνω Νόμου 3115/2003, με τον οποίο συστήθηκε η εκ του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος προβλεπομένη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), ορίζεται ότι : «στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 2225/ 1994 η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμοδίων δικαστικών αρχών», ενώ με το άρθρο 9 του αυτού νόμου ορίζονται τα ακόλουθα : «Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών και Επικοινωνιών και γνώμη της Α.Δ.Α.Ε., ρυθμίζονται οι διαδικασίες καθώς και οι τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, όταν αυτή διατάσσεται από τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές και ειδικότερα ο καθορισμός των στοιχείων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση, η τεχνική μέθοδος πρόσβασης στα στοιχεία και το είδος του χρησιμοποιουμένου τεχνολογικού εξοπλισμού, οι υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών επικοινωνίας, η τεχνική μέθοδος λήψης, αναπαραγωγής και μεταβίβασης των στοιχείων, όπως και οι εγγυήσεις για τη χρήση και καταστροφή τους, η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών από άποψη τεχνική, από άποψη αρμοδίων εξουσιοδοτημένων προσώπων...καθώς και κάθε άλλο θέμα ειδικού, τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα, το οποίο άπτεται της εγγύησης και διασφάλισης της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών».Τέλος, με τα άρθρα 243 παρ. 1 και 2, 251 και 275 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα : «άρθρο 243 παρ. 1 και 2 : «Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα..Αν από την αναβολή απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, τότε όλοι οι κατά το άρθρο 33 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα.», άρθρο 251 : «Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι που αναφέρονται στο άρθρο 33, όταν λάβουν παραγγελία του εισαγγελέα και στις περιπτώσεις του άρθρο 243 παρ. 2 αυτεπαγγέλτως, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορούμενους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας..να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν ο,τιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος», άρθρο 275 παρ. 1 : «Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 33 καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του Κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον Εισαγγελέα».
Β. Από το γράμμα και το σκοπό των ανωτέρω διατάξεων, σε συνδυασμό μεταξύ τους, προκύπτουν τα ακόλουθα :
Η προστασία του απορρήτου αποσκοπεί στη διασφάλιση της ελεύθερης προσωπικής επικοινωνίας και προϋποθέτει δύο τουλάχιστον πρόσωπα, ήτοι τον αποστολέα και τον παραλήπτη. Βασικό στοιχείο της προσωπικής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας είναι η μυστικότητα του περιεχομένου, η εγγύηση δηλ. ότι το μήνυμα έφθασε στον παραλήπτη χωρίς να γνωστοποιηθεί σε τρίτους.
Το άρθρο 19 του Συντάγματος, προεκτείνoντας τη lato sensu προσωπική ελευθερία, καθιερώνει την προστασία της επικοινωνίας σε οικειότητα, ενώ το άρθρο 14 προστατεύει την επικοινωνία σε δημοσιότητα.
Το εκ του άρθρου 19 του Συντάγματος δικαίωμα έχει δύο συνιστώσες : Πρώτον, την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας μέσω επιστολών ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Δεύτερο, το απόρρητο όλων αυτών των μορφών επικοινωνίας, εφόσον όσοι επικοινωνούν θέλησαν να διατηρήσουν τη μυστικότητα και έλαβαν τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα π.χ. τοποθέτηση επιστολής σε κλειστό φάκελο. Αντιθέτως εάν ουδείς εκ των επικοινωνούντων θέλει τη μυστικότητα, τότε δεν τίθεται θέμα απορρήτου των ανταποκρίσεων αλλά ελευθερίας της έκφρασης. Αν τη θέλει ο ένας εκ των δύο τότε ως προστατευτέο αγαθό θα δύναται να θεωρηθεί ο ιδιωτικός βίος του επιθυμούντος τη μυστικότητα(Κ. Χρυσόγονος Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα εκδ. 2002, σελ. 238, Α. Μάνεσης Ατομικές Ελευθερίες εκδ. α΄ 1978 σελ. 164).Όπως προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. α' Συντ., το απόρρητο προστατεύεται για κάθε μέσο επικοινωνίας υπαρκτό ή μελλοντικό, εφόσον το μέσον αυτό είναι από τη φύση του κατάλληλο για τη διεξαγωγή της επικοινωνίας μέσα σε οικειότητα, έστω και υπό την προϋπόθεση ότι οι επικοινωνούντες έλαβαν ειδικά μέτρα για το σκοπό αυτό. Εκ τούτων παρέπεται ότι υπάρχει απόρρητο π.χ. στην επικοινωνία μέσω fax, όχι όμως και στην επικοινωνία μέσω του Internet αφού η τελευταία είναι εξ ορισμού επικοινωνία σε δημοσιότητα (Κ. Χρυ σόγονος ενθ' ανωτέρω σελ. 239, Απόστολος Παπακωνσταντίνου Το Συνταγματικό Δικαίωμα συμμέτοχος στην κοινωνία της πληροφορίας Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου 2006 σελ. 233 επ. και ιδία 242). Το διαδίκτυο είναι εξ ορισμού χώρος ελεύθερης έκφρασης και η δημιουργία ή άλλως κατασκευή ιστοσελίδας σ' αυτό είναι ελεύθερη σε οποιονδήποτε.Τούτο άλλωστε προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 5Α παρ. 2 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίζεται το ατομικό δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας και με την οποία ορίζονται τα ακόλουθα : «Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19». Είναι, βεβαίως, αυτονόητο ότι υπάρχει απόρρητο και στην επικοινωνία μέσω Internet εάν έχει χρησιμοποιηθεί ειδική διαδικασία διαφύλαξης του απορρήτου. Τούτο π.χ. ισχύει όταν μέσω της ιστοσελίδας έχει δημιουργήσει κάποιος ένα απόρρητο προφίλ στο οποίο θα έχει δικαίωμα πρόσβασης ο ίδιος και κάποιο ή κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα που έχει επιλέξει και έχουν τα απαραίτητα «κλειδιά». Εκ των ανωτέρω κατά λογική αναγκαιότητα παρέπεται ότι στην περίπτωση τελέσεως οποιουδήποτε εγκλήματος μέσω του διαδικτύου (Internet) και εν όψει του ότι τα συνθέτοντα αυτό (το έγκλημα) στοιχεία (δημοσίευμα υβριστικό, φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, απόφαση ή εκδήλωση βουλήσεως ανηλίκου για αυτοκτονία κ.λ.π.), έχουν καταστεί κοινά και προσιτά σε οποιονδήποτε χρήστη η διαχειριστή ιστοσελίδας, δεν απαιτείται άδεια οποιασδήποτε αρχής και προεχόντως της αρχής προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών προκειμένου να εξακριβωθεί και να εντοπισθεί τόσο το ηλεκτρονικό ίχνος της εγκληματικής πράξεως όσο και το πρόσωπο, το οποίο κρύπτεται πίσω από το ηλεκτρονικό ίχνος.
Συνεπώς, οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε περισσότερο τα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια, στα πλαίσια των ερευνών για τη διακρίβωση τελέσεως ενός εγκλήματος και του δράστη, δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας μέσω του Internet τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως, την ημεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρονικό ίχνος και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Τα τελευταία ισχύουν πολύ περισσότερο επί αυτοφώρων εγκλημάτων, εν όψει, αφ' ενός της δυνατότητας και του κινδύνου εξαφανίσεως ενός ηλεκτρονικού ίχνους ανά πάσα στιγμή και αφ' ετέρου των ρηθέντων δικαιωμάτων και καθηκόντων των εισαγγελικών, ανακριτικών, προανακριτικών αρχών αλλά και των αστυνομικών οργάνων επί αυτοφώρων εγκλημάτων (σύλληψη δραστών και εξασφάλιση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία να βεβαιώνεται η έκνομη συμπεριφορά τους).
Ούτε όμως περαιτέρω απαιτείται άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα καθόσον η εγκληματική συμπεριφορά του ατόμου ούτε εμπίπτει ούτε είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων, ούτε καλύπτεται από αυτήν.
Ούτε περαιτέρω η αποκάλυψη και επιβεβαίωση της εγκληματικής συμπεριφοράς και του δράστου είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας και παραβίαση των προσωπικών δεδομένων.
Τόσο η διάταξη του άρθρου 9Α του Συντάγματος όσο και πολύ περισσότερο οι διατάξεις του Ν. 2472/1997 δεν εκτείνονται στο πεδίο της ποινικής διαδικασίας και στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, όπως άλλωστε τούτο προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 7 Α παρ. 1 περιπτ. στ' του άνω νόμου που προστέθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3090/2002 (περί των ανωτέρω βλ. πλείονα στην υπ' αριθμ. 4450/ 06 Γνωμ., 14/2007 γνωμοδότησή μας). Αντίθετη εκδοχή θα οδηγεί στην υπόθαλψη των εγκληματιών και των εγκλημάτων, τα οποία τελούνται μέσω του διαδικτύου (Internet), το οποίο έτσι θα καθίσταται ο παράδεισος του ηλεκτρονικού εγκλήματος. Πέραν τούτου δημιουργεί και θα δημιουργεί προβλήματα στη συνεργασία, με αστυνομικές αρχές άλλων χωρών, οι οποίες (αστυνομικές αρχές) διαβιβάζουν μέσω της Interpol και της Europol αιτήματα που αφορούν υποθέσεις αδικημάτων τελουμένων ή τελεσθέντων μέσω του διαδικτύου στην ημεδαπή ή αλλοδαπή.Γ. Ι.
Συναφές με το ανωτέρω θέμα είναι και το θέμα της εκτάσεως του απορρήτου της επικοινωνίας. Κατά την έννοια και το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος το απόρρητο αφορά στο περιεχόμενο της επιστολής και των εν γένει ανταποκρίσεων και όχι στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, π.χ. τα στοιχεία του αποστολέα ή του αποδέκτη. Τούτο σημαίνει ότι είναι επιτρεπτή η αποκάλυψη των στοιχείων εκείνων που κάνουν π.χ. υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά τηλεφωνήματα και εν γένει διαπράττουν εγκλήματα μέσω οιουδήποτε μέσου επικοινωνίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται για παραβίαση του απορρήτου, αφού δεν υπάρχει βούληση των επικοινωνούντων, να παραμείνει η συνομιλία τους μυστική, το δε κύκλωμα παύει να είναι κλειστό ύστερα από αίτηση του ενός από τους ανταποκριτές [Μάνεσης, «Ατομικές Ελευθερίες», σελ. 167, Γ. Α. Μαγκάκης : «Περί της προστασίας του απορρήτου των τηλεφωνημάτων» Ποιν. Χρ. ΙΔ 10 επ., Γ. Καραμάνος «Το απόρρητο της τηλεφωνικής επικοινωνίας» ΝοΒ 20-21, 1137, Γνωμοδοτήσεις Εισ. ΑΠ 38/1959 (Σακελλαρίου) και 31/1952 (Κόλλιας) ΠΟΙΝ. ΧΡ. 1959, σελ.56 και 1952 σελ. 457]. Με την άνω ορθή αυτή θέση έχει στοιχηθεί και η Ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την υπ' αριθμ. 79/ 2002 Γνωμοδότησή της. Απαντώντας με την τελευταία σε έγγραφο τηλεφωνικής εταιρίας για το τι πρέπει η τελευταία να πράξει εάν της ζητείται με έγγραφο από Εισαγγελείς ή πολίτες η ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων συνδρομητών (ονοματεπώνυμο, αριθμός κλήσης, διεύθυνση κατοικίας κλπ.), καταλήγει μετά την απάντηση που δίνει επί του ερωτήματος, ως ακολούθως : «Είναι αυτονόητο ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν ως προς το εσωτερικό περιεχόμενο της τηλεφωνικής π.χ. συνομιλίας για την οποία έχει εφαρμογή το άρθρο 19 του Συντάγματος και όχι ο Ν. 2225/1994» (Ποιν. Δικ. 2003, 799). Δέχεται δηλ. ανενδοιάστως ότι όλα τ' άλλα στοιχεία δεν εμπίπτουν στο προστατευόμενο από το άρθρο 19 του Συντάγματος απόρρητο.
Τέλος, ο Άρειος Πάγος με την υπ' αριθμ. 570/2006 απόφασή του δέχθηκε ότι το συνταγματικό απόρρητο των επικοινωνιών καλύπτει μόνον το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και όχι τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών. Είναι προφανές, ενόψει των ανωτέρω, ότι η όποια αντίθετη θέση δεν δύναται να εύρει έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος.Πέραν όμως των ως άνω εκτεθέντων η μη αποδοχή των ανωτέρω θα είχε ως συνέπεια: 1. Την παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφού οι πολίτες οι οποίοι δέχονται π.χ. υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά τηλεφωνήματα ή έχουν εξαπατηθεί μέσω τηλεφωνημάτων, θα εστερούντο του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, αφού δεν θα ήταν εφικτή η αποκάλυψη των δραστών. Και δεν θα ήταν εφικτή διότι τα εγκλήματα κατά της τιμής αλλά και γενικότερα τα πλείστα των σε βαθμό πλημμελήματος διωκομένων καθώς και πολλά κακουργήματα δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των εγκλημάτων για τα οποία, σύμφωνα με το Ν. 2225/1994, είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. 2. Την παραβίαση της υπό της διατάξεως του άρθρου 25 του Συντάγματος καθιερωθείσα με την αναθεώρηση του 2001 αρχή της αναλογικότητας. Τούτο διότι το αυστηρό νομοθετικό καθεστώς των διατάξεων του Ν. 2225/1994, όσον αφορά το περιεχόμενο της επικοινωνίας, που αποτελεί τον πυρήνα του προστατευτέου δικαιώματος και ορθώς θεσπίσθηκε, θα επεκτεινόταν και σε στοιχεία της επικοινωνίας δευτερεύοντα, όπως είναι τα εξωτερικά στοιχεία, χωρίς μάλιστα αποχρώντα λόγο, με συνέπεια να καθίσταται έκδηλη η από πλευράς του νομοθέτη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Και όχι μόνον τούτο. Η θέση αυτή θα οδηγούσε στο ανέφικτο της διώξεως εγκληματιών που έχουν τελέσει εγκληματικές πράξεις, άλλες εκτός από εκείνες για τις οποίες είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου, σύμφωνα με το Ν. 2225/1994 και εντεύθεν στην (συγ)κάλυψη και υπόθαλψη εγκληματικών πράξεων και εγκληματιών, οι οποίοι θα ήταν δυνατόν να αποκαλυφθούν ευχερώς μέσω των εξωτερικών στοιχείων επικοινωνίας, περαιτέρω δε στην στέρηση του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας για τους παθόντες.Δ. Ι.
Τα ανωτέρω υπό στοιχεία Α και Β εκτεθέντα καθιστούν πρόδηλα τα ακόλουθα :
1) Οι διατάξεις του Π.Δ. 47/ 2005, εκδοθέντος κατ' εξουσιοδότηση των Ν. 2225/ 1994 και 3115/ 2003 (άρθρο 9) με τις οποίες επεκτείνεται το απόρρητο των επικοινωνιών α) στις επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (Internet) και β) στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (αριθμός κλήσεως, στοιχεία καλούντος και καλουμένου, ώρα κλήσεως κ.λ.π.) είναι ανίσχυρες διότι αα) έρχονται σε αντίθεση προς το άρθρο 19 του Συντάγματος, ββ) έχουν εκδοθεί καθ' υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, αφού ούτε από τις διατάξεις του Ν. 2225/ 1994 ούτε από τις διατάξεις του Ν. 3115/ 2003 παρέχεται εξουσιοδότηση να προσδιορισθεί με Π.Δ. η έκταση του απορρήτου της επικοινωνίας και τι αυτό καλύπτει, ενώ εξ άλλου με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων δεν ορίζεται ότι το απόρρητο της επικοινωνίας καλύπτει και τα εξωτερικά στοιχεία αυτής.
2) Η ψήφιση του Ν. 3471/ 2006 «προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τροποποίηση του Ν. 2472/ 1997», με τον οποίο ενσωματώθηκε η οδηγία 2002/ 58/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κατ' ουδέν επηρεάζει τα ως άνω εκτεθέντα, μολονότι στο απόρρητο των επικοινωνιών εντάσσει με το άρθρο 4 και τα δεδομένα κίνησης στα οποία περιλαμβάνονται και τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας. Τούτο διότι με την ανωτέρω διάταξη ορίζεται ότι «η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος». Όμως με το άρθρο 19 του Συντάγματος, όπως εξετέθη, δεν προστατεύονται τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, αλλά μόνον το περιεχόμενο της επικοινωνίας.
Η διάταξη, εξ άλλου, του άρθρου 19 του Συντάγματος υπερισχύει της διατάξεως του άρθρου 4 του έχοντος απλώς αυξημένη τυπική ισχύ Ν. 3471/ 2006 με την οποία ενσωματώθηκε η οδηγία 2002/ 58/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 2002. Εκ τούτου παρέπεται ότι θέμα άρσεως του απορρήτου μιας επικοινωνίας, ως προς τα εξωτερικά αυτής στοιχεία, με την υπό του Ν. 2225/ 1994 προβλεπομένη διαδικασία δεν δύναται να τεθεί, αφού αυτά δεν καλύπτονται από τη διάταξη του άρθρου 19 του Συντάγματος.
Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ένα εκβιαστικό, απειλητικό, υβριστικό ή παραπλανητικό τηλεφώνημα δεν συνιστά ιδιωτική συζήτηση, ώστε να προστατεύεται και ως προς το περιεχόμενό του και συνεπώς το θύμα, δηλ. ο καθού απευθύνονται π.χ. οι ύβρεις, οι απειλές κατά της ζωής του ή των μελών της οικογένειας ή του λειτουργήματος ή της επιχειρήσεώς του, έχει δικαίωμα, με βάση τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, να το μαγνητοφωνήσει και να χρησιμοποιήσει τη μαγνητοταινία ως αποδεικτικό μέσο (Κ. Χρυσόγονος ενθ' άνω σελ. 242).
Στην περίπτωση, εξ άλλου, κατά την οποία με τη χρήση ενός μέσου επικοινωνίας, π.χ. του τηλεφώνου, τελούνται υπό του χρήστη εγκλήματα (π.χ. υβριστικό, απειλητικό ή απατηλό τηλεφώνημα κ.λ.π.) δεν δύναται να υπάρξει προστασία ούτε με την επίκληση του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον όπως εξετέθη ανωτέρω (βλ. στοιχ. Β) η εγκληματική συμπεριφορά του ατόμου ούτε εμπίπτει ούτε είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια των προσωπικών δεδομένων και ούτε τέλος καλύπτεται από αυτήν.Ε. Ι.
Η δικαστική λειτουργία είναι μια των τριών συντεταγμένων εξουσιών, το πλαίσιο της λειτουργίας, της δικαιοδοσίας και των αρμοδιοτήτων της οποίας ορίζεται προεχόντως από το Σύνταγμα και δεν υπόκειται ούτε στις άλλες δύο εξουσίες (λειτουργίες) ούτε πολύ περισσότερο σε οποιαδήποτε από τις ανεξάρτητες αρχές. Αντιθέτως, οι ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται στη Δικαστική Λειτουργία, αφού οι αποφάσεις ελέγχονται από αυτή και προεχόντως από το Σ τ Ε. Την απόφαση της Δικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος και τον εκάστοτε ισχύοντα εκτελεστικό νόμο, και το εάν η άρση έγινε συννόμως, αρμόδια να κρίνει είναι μόνον η ίδια η δικαιοσύνη μέσω των οργάνων της (Εισαγγελέων, Ανακριτών, Δικαστικών Συμβουλίων, Δικαστηρίων). Η συσταθείσα με το Ν. 3115/2003 Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, ούτε νομιμοποιείται, ούτε δικαιούται να ελέγξει, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως το εάν η δικαιοσύνη δια των οργάνων άσκησε συννόμως ή μη το δικαίωμα άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, ενώ η θέσπιση τέτοιας διατάξεως θα ευρίσκεται εκτός της Συνταγματικής Τάξεως.ΙΙ. Εφ' όσον τα όργανα της Δικαστικής Λειτουργίας κρίνουν ότι συντρέχει λόγος άρσεως του απορρήτου της ελεύθερης επικοινωνίας και ζητούν σχετικά στοιχεία από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας (Ο.Τ.Ε., εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.) αυτοί οφείλουν να τα παραδίδουν χωρίς να δύνανται να αρνηθούν την παράδοση των στοιχείων, επειδή κατά την κρίση τους το αίτημα δεν είναι σύννομο. Η αρχή διασφαλίσεως του απορρήτου των επικοινωνιών δεν δικαιούται να ζητήσει εξηγήσεις από τους παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας (Ο.Τ.Ε., εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.) για την παράδοση των στοιχείων στα όργανα της Δικαιοσύνης, ούτε πολύ περισσότερο δικαιούται να ζητήσει να ελέγξει τι και ποια στοιχεία παρεδόθησαν στη Δικαιοσύνη. Θέσπιση τέτοιας διατάξεως θα ευρίσκεται εκτός της Συνταγματικής Τάξεως. Οι πάροχοι υπηρεσιών επικοινωνίας (Ο.Τ.Ε., εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.), σε περίπτωση αποστολής τέτοιου αιτήματος από την Αρχή, υποχρεούνται να απαντήσουν μόνο ότι τα στοιχεία παρεδόθησαν στα όργανα της Δικαιοσύνης κατόπιν αιτήματός τους, αναφέροντας απλώς και μόνον τους αριθμούς των διατάξεων ή βουλευμάτων, όπως άλλωστε τούτο προκύπτει σαφώς από το άρθρο 7 του Ν. 3674/2008 «Ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας». Η Αρχή, εξ άλλου, υποχρεούται και έχει καθήκον να σεβασθεί τ' ανωτέρω, εφ' όσον δε εμμένει στο αίτημά της και θέτει περαιτέρω με οποιονδήποτε τρόπο θέματα ευθύνης των παρόχων (Ο.Τ.Ε., εταιρίες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.), είναι προφανές ότι ενεργεί καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας της, ότι υπεισέρχεται σε θέματα που αποτελούν αντικείμενο της Δικαιοσύνης και ότι, συνεπώς, ευχερώς δύναται να τεθεί θέμα παραβάσεως καθήκοντος των μελών της.ΣΤ . Απ' όλα τα μέχρι τούδε εκτεθέντα συνάγονται αβιάστως τα ακόλουθα : 1) Το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει α) την επικοινωνία μέσω του διαδικτύου (Internet) και β) τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (ονοματεπώνυμα και λοιπά στοιχεία συνδρομητών, αριθμοί τηλεφώνων, χρόνος και τόπος κλήσεως, διάρκεια συνδιάλεξης κ.λ.π.)2) Οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, πολύ δε περισσότερο τα Δικαστικά Συμβούλια και τα Δικαστήρια, δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους των υπηρεσιών Επικοινωνίας, μέσω του διαδικτύου (Internet) τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως, την ημεροχρονολογία και τα στοιχεία του προσώπου στο οποίο αντιστοιχεί το ηλεκτρονικό ίχνος, από τους λοιπούς δε παρόχους των υπηρεσιών επικοινωνίας τα «εξωτερικά στοιχεία» της επικοινωνίας και ο πάροχος υποχρεούται να τα παραδίδει χωρίς να είναι αναγκαίο να προηγηθεί άδεια κάποιας Αρχής και ιδία της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.3) Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών αλλά και οποιαδήποτε άλλη Ανεξάρτητη Αρχή ούτε νομιμοποιείται ούτε δικαιούται να ελέγξει με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως, το εάν η περί άρσεως ή μη του απορρήτου απόφαση των οργάνων της Δικαιοσύνης είναι σύννομη ή όχι. Αυτό κρίνεται από τα ίδια τα όργανα της Δικαιοσύνης. Ούτε όμως περαιτέρω η ρηθείσα Αρχή μπορεί να ελέγξει τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας για τη, σε κάθε περίπτωση, συμμόρφωσή τους προς τις αποφάσεις των οργάνων της Δικαιοσύνης. Εάν πράξει τούτο ενεργεί καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας της.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σανιδάς
Κοινοποίηση : 1. Αξιότιμο κ. Υπουργό της Δικαιοσύνης
2. Αξιότιμο κ. Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης
3. κ.κ. Διευθύνοντες τις Εισαγγελίες Εφετών του Κράτους με την παράκληση να κοινοποιήσουν περαιτέρω την παρούσα στους εισαγγελικούς λειτουργούς της Υπηρεσίας που διευθύνουν και στους Εισαγγελικούς Λειτουργούς των Εισαγγελιών Πρωτοδικών της περιφερείας τους4. Πρόεδρο και Μέλη της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.)

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Απόστρατος κατά της ηγεσίας της Ένωσης Αποστράτων Ναυτικού

27.06.2013 | 00:24
“Χτυπήματα” από παντού δέχονται οι ηγεσίες των “θεσμικών ενώσεων”. Απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού , ο Παναγιώτης Σταμάτης με αναφορά του προς τον πρόεδρο του ΔΣ τηςΕΑΑΝ επισημαίνει ότι προηγούμενες αναφορές του για παρατυπίες στις εκλογές που έγιναν δεν έχουν παρανόμως εξεταστεί και επισημαίνει ότι αν δεν πάρει απάντηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα.

Γράφει ο κ.Σταμάτης στην τελευταία του αναφορά πριν προσφύγει στη Δικαιοσύνη:

“1. Σας αναφέρω ότι ακόμα δεν έχουν εξεταστεί νόμιμα οι από 27 Μαρτίου 2013 και 9 Απριλίου 2013 αναφορές μου.

2. Ως προς την από 27 Μαρτίου 2013 αναφορά μου, μη νόμιμα και αναρμοδίως απορρίφθηκε από τον Πρόεδρο της ΕΑΑΝ την, η δε αρνητική απάντηση είναι ανίσχυρη, ως εκδοθείσα από αναρμόδιο όργανο, αποκλειστικά αρμόδιο όργανο να αποφανθεί επί της βασιμότητας ή μη της αναφοράς μου είναι το ΔΣ/ΕΑΑΝ.

3. Η υποχρέωση του Προέδρου ήταν να την προωθήσετε ενώπιον του ΔΣ και εκείνο να αποφασίσει, γεγονός που δεν πράξατε και που πιθανόν να οδηγεί σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

4. Σύμφωνα με το καταστατικό της Ενώσεως Ν.Δ. 1171/72 αρθρ. 5 παρ.1 « Αι ενώσεις διοικούνται υπό Διοικητικών Συμβουλίων…».

5. Με βάση τα προεκτεθέντα, παρακαλώ για την ορθή τήρηση της διαδικασίας και την νόμιμη εξέταση της αναφοράς μου από το ΔΣ/ΕΑΑΝ, αμέσως μόλις συγκληθεί καθώς και την Ένορκη Διοικητική Εξέταση για τα πειθαρχικά παραπτώματα από μέλη της ΕΑΑΝ, κατά την διάρκεια των εκλογών.

6. Θεωρώ ότι έστω και για τελευταία φορά τα μέλη του ΔΣ της ΕΑΑΝ, πρέπει να προβούν στις κατά νόμο ενέργειες ώστε να μην κριθεί απαραίτητη η άχαρη επίκληση των άρθρων 254 ΠΚ, 259 ΠΚ, άλλως θα αναγκαστώ να αναφερθώ νόμιμα και αρμοδίως σε άλλα όργανα του Κράτους.

Επειδή οι παραλήψεις και οι μη νόμιμες πράξεις έχουν επιφέρει βλάβη σε προσωπικό μου έννομο συμφέρον.

Επειδή έχω έννομο προς τούτο συμφέρον και η παρούσα αναφορά είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΖΗΤΩ

Να εξετασθεί η Ένστασή μου από τη νέα σύνθεση του ΔΣ/ΕΑΑΝ, να διαταχθεί Ε.Δ.Ε. για τις καταγγελίες του Παραρτήματος της Πάτρας και των σταυρωμένων ψηφοδελτίων.

ΑΛΛΩΣ, ΣΑΣ ΔΗΛΩΝΩ ότι θα προβώ σε κάθε απαραίτητη κατά τον Νόμο ενέργεια προς προστασία των εννόμων δικαιωμάτων και συμφερόντων μου.

Παραγγέλλω όπως ο Διευθύνων Σύμβουλος κοινοποιήσει την παρούσα σε άπαντα τα μέλη του ΔΣ/ΕΑΑΝ, ώστε να λάβουν γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες.

Ο αναφέρων 

Ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκιδικής ΕΓΚΛΗΣΗ

Ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκιδικής
ΕΓΚΛΗΣΗ
Απόστολου Παπαγεωργίου του Μιχαήλ, κατοίκου Ιερισσού
ΚΑΤΑ
Του Χρήστου Πάχτα, Δημάρχου Αριστοτέλη Χαλκιδικής, που κατοικοεδρεύει στον Αριστοτέλη Χαλκιδικής, δημοτικό κατάστημα Αρναίας
Θεσσαλονίκη, 25 Ιουνίου 2013
Κύριε Εισαγγελέα,
Ο εγκαλών είμαι πολιτικός μηχανικός με μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία άνω των 40 ετών, μεσούσης της οποίας διετέλεσα και πρόεδρος των Διπλωματούχων Μηχανικών Θεσσαλονίκης, ενώ έχω υπηρετήσει τα κοινά με την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου στον πρώην Δήμο Σταγείρων-Ακάνθου την τετραετία 2007-2010.
Από αγάπη για τον τόπο μου, έχω αφιερώσει τη ζωή μου στον μη-βίαιο αγώνα ενάντια στις μεταλλευτικές δραστηριότητες για την ανάκτηση χρυσού σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα και κυρίως στην πατρίδα μου τη Χαλκιδική, ενώ είμαι ένας από τους πολίτες που προσέφυγαν κατ’ επανάληψη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των επενδύσεων εξόρυξης χρυσού και της καταστροφής των δασών της Β.Χαλκιδικής και δικαιώθηκαν από τις αποφάσεις του. Παράλληλα είμαι Πρόεδρος του γνωστού Σωματείου με τον διακριτικό τίτλο «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ», που λειτουργεί και το ομώνυμο ιστολόγιο με την ηλεκτρονική διεύθυνση http://antigoldgreece.wordpress.comΤο ιστολόγιο αυτό έχει ως αντικείμενο την καταγραφή περιβαλλοντικών παραβιάσεων, κινδύνων για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, ατυχημάτων και κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων από την ίδρυση και τη λειτουργία μεταλλείων χρυσού σε όλα τα μέρη του πλανήτη. Ο ιστότοπός μας λειτουργεί αδιάλειπτα, με καθημερινή συχνή ενημέρωση, από το έτος 2000, έχει δε κατά μέσο όρο 8000 επισκέψεις ημερησίως. Δημοσιεύει επιστημονικές μελέτες, άρθρα και ειδήσεις για τις μεταλλευτικές δραστηριότητες στην Ελλάδα και τον κόσμο και με τεκμηριωμένο τρόπο αντικρούει τα επιχειρήματα των εταιρειών που κατά καιρούς δραστηριοποιήθηκαν και δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, τη Θράκη, το Κιλκίς και αλλού στη Βόρεια Ελλάδα.
Η συνεπής δράση μου από το 1997 ενάντια σε αυτές τις καταστροφικές δραστηριότητες, ως άτομο και μέσω του Παρατηρητηρίου Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων το οποίο πρωτοστατεί στον αγώνα κατά του χρυσού στη Χαλκιδική, είναι ευρέως γνωστή, όπως ευρέως γνωστό είναι και το όνομά μου ως ενεργού πολίτη «επικίνδυνου» για τα συμφέροντα των εξορύξεων, ιδίως μετά την ευρωπαϊκή δικαστική επιτυχία του Παρατηρητηρίου στο θέμα της μεταβίβασης των μεταλλείων Κασσάνδρας στη Χαλκιδική.
Ο εγκαλούμενος είναι Δήμαρχος Αριστοτέλη, ενώ, με την ιδιότητά του ως υφυπουργός οικονομικών, υπέγραψε το 2003 την πράξη μεταβίβασης των Μεταλλείων Χαλκιδικής από το Ελληνικό Δημόσιο στην «Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.». Κατόπιν καταγγελίας του “Παρατηρητηρίου”, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η μεταβίβαση των μεταλλείων χωρίς ανοικτό διεθνή διαγωνισμό και σε τιμή χαμηλότερη της αξίας τους είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση προς την εταιρεία “Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.”, η δε Ελλάδα υποχρεώθηκε να ανακτήσει από την εταιρεία Ελληνικός Χρυσός το ποσό των 15,34 εκατομμυρίων ευρώ συν τους τόκους. (βλ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 23.02.2011 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ αριθ. C 48/2008 (πρώην NΝ 61/2008)
Την Κυριακή 12 Μαΐου 2013 ο εγκαλούμενος προέβη διά του τύπου στις ακόλουθες δηλώσεις, που προσβάλλουν βάναυσα την τιμή και την αξιοπρέπειά μου:
«Παρά τις επανειλημμένες αναφορές και προειδοποιήσεις μας διαπράττονται εντός της εδαφικής περιφέρειας του δήμου μας συνεχόμενα κακουργήματα από μια ολιγομελή εγκληματική οργάνωση που τρομοκρατεί τους δημότες και επιβάλλει με τη βία τη θέλησή της στην πλειοψηφία. Σήμερα άγνωστοι μέχρι στιγμής κακουργηματίες, που θέλουν να λέγονται πολίτες, πυροβόλησαν με κυνηγετικά όπλα εναντίον αστυνομικών, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τους. Το προηγούμενο διάστημα επιτέθηκαν στο δημοτικό συμβούλιο, πυρπόλησαν το αυτοκίνητο του Δημάρχου, κατέστρεψαν αυτοκίνητα του δήμου και δημοτικών συμβούλων, τραυμάτισαν σοβαρά δημότες μας, απείλησαν, εκβίασαν και εκβιάζουν εργαζομένους, ανθρώπους του μόχθου, κατέστρεψαν ιδιωτική και δημόσια περιουσία. Τοπικοί και Δημοτικοί Σύμβουλοι της προ του Άθω περιοχής υποχρεώνονται σε παραιτήσεις προκειμένου να προστατέψουν τις ζωές τους, τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους. Το Αστυνομικό Τμήμα Ιερισσού καταστράφηκε ολοσχερώς. Πολίτες που παρανομούν καθημερινά, ισχυρίζονται δημόσια ότι, με τη χρήση ωμής βίας εκ μέρους τους, θα αποτρέψουν την εφαρμογή των αποφάσεων της Πολιτείας σχετικά με την μεταλλευτική δραστηριότητα στην περιοχή του Δήμου μας. Οι αποφάσεις αυτές, εκτός από Νόμο του Κράτους, επικυρώθηκαν και με την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας (ΣτΕ αριθ. αποφ. 1492/2013). Εγκληματίες οπλοφορούν και αποδεικνύουν ότι δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους εναντίον όλων, ακόμα και απέναντι σε εργαζομένους της περιοχής και της Ελληνικής Αστυνομίας. Η απαράδεκτη κατάσταση που διαμορφώνεται είναι αδιανόητη για ευνομούμενη πολιτεία, επικίνδυνη για τη ζωή των δημοτών μας και απειλεί άμεσα κάθε υγιώς σκεπτόμενο άνθρωπο. Δεν αρκούν οι φραστικές καταδίκες. Οι ηθικοί αυτουργοί κυκλοφορούν ελεύθεροι και έχουν την ευχέρεια να απειλούν δημόσια και από τηλεοράσεως, τη ζωή του δημάρχου και των πολιτών και να διακηρύσσουν, ατιμώρητοι πάντα οι ίδιοι, το μίσος, τη βία και τη μισαλλοδοξία. Και αναφερόμαστε στον Απόστολο Παπαγεωργίου και αυτούς που έχει στρατολογήσει για να εξυπηρετούν τις δικές τους επιδιώξεις.»
Οι δηλώσεις αυτές αναμεταδόθηκαν ευρύτατα δια του τύπου και διαδικτυακά σε όλη την Ελλάδα, ενώ συνεχίζουν να είναι αναρτημένες στους ιστοτόπους:
Λόγω του πανελλήνιου αλλά και διεθνούς τεράστιου ενδιαφέροντος για το θέμα της επένδυσης χρυσού στη Χαλκιδική και της πρωτοφανούς καταστολής των αντιδράσεων των κατοίκων της περιοχής στην πραγματοποίησή της, τις δηλώσεις του εγκαλουμένου τις διάβασαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι ενώ η φήμη που διέσπειρε ο εγκαλούμενος διαδόθηκε ακόμα ευρύτερα.
Με τις ανωτέρω δηλώσεις του, ο εγκαλούμενος προέβη στη διάδοση ενώπιον του κοινού, σε εφημερίδες και ιστοσελίδες, του ψεύδους ότι δήθεν, ανήκοντας σε μια ολιγομελή τρομοκρατική οργάνωση που τρομοκρατεί τους δημότες και επιβάλλει με τη βία τη θέλησή της στην πλειοψηφία, είμαι ηθικός αυτουργός ανθρώπων που επιτέθηκαν στο δημοτικό συμβούλιο, πυρπόλησαν το αυτοκίνητο του Δημάρχου, κατέστρεψαν αυτοκίνητα του δήμου και δημοτικών συμβούλων, τραυμάτισαν σοβαρά δημότες του Δήμου Αριστοτέλη, απείλησαν, εκβίασαν και εκβιάζουν εργαζομένους, κατέστρεψαν ιδιωτική και δημόσια περιουσία, ότι δήθεν ανάγκασα Τοπικούς και Δημοτικούς Συμβούλους της προ του Άθω περιοχής σε παραιτήσεις προκειμένου να προστατέψουν τις ζωές τους, τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους, πως δήθεν είμαι ηθικός αυτουργός εγκληματιών που οπλοφορούν και δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους εναντίον όλων, ακόμα και απέναντι σε εργαζομένους της περιοχής και της Ελληνικής Αστυνομίας, έχοντας, μάλιστα απειλήσει την ίδια τη ζωή του Δημάρχου και έχοντας στρατολογήσει τους υπολοίπους προφανώς της εγκληματικής μου οργάνωσης.
Ο εγκαλούμενος, ωστόσο, γνώριζε και γνωρίζει πολύ καλά πως αυτά που είπε είναι ψευδή, καθώς δεν είμαι ηθικός αυτουργός καμίας από τις ενέργειες που περιγράφει ούτε απείλησα ποτέ τη ζωή του ή «στρατολόγησα» παρανόμους. Αντιθέτως, ο εγκαλούμενος γνωρίζει πολύ καλά πως ο αγώνας μου, όπως και ο αγώνας της πλειοψηφίας των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία, είναι μη βίαιος και στηρίζεται σε ΣΤΟΙΧΕΙΑ που αποδεικνύουν πως η βλάβη στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Χαλκιδικής και στις επόμενες γενιές από τη λειτουργία των μεταλλείων χρυσού, που με τόσο υπερβάλλοντα ζήλο –στο βαθμό της ζημίας των συμφερόντων του Δημοσίου, όπως έκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- ο ίδιος υποστηρίζει, θα είναι ανεπανόρθωτη και δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το όποιο δημοσιονομικό ή άλλο όφελος της ελληνικής οικονομίας. Τις δηλώσεις του, μάλιστα, αυτές, τις έκανε, χρησιμοποιώντας την αυθεντία του αξιώματός του, με αποτέλεσμα να έχουν ακόμα περισσότερη βαρύτητα, καθώς είναι αδιανόητο ένας δήμαρχος να διαδίδει τόσο εξωφρενικά ανυπόστατα ψεύδη.
Μετά τις ανωτέρω ψευδείς και συκοφαντικές δηλώσεις, έλαβα πολλά τηλεφωνήματα και ερωτήσεις από ανθρώπους του κοινωνικού μου περιβάλλοντος που αναρωτιόνταν αν είμαι όντως συμμέτοχος σε τέτοια οργανωμένη παράνομη συμμορία και ζητούσαν την δική μου εκδοχή της ιστορίας. Παρά τις εξηγήσεις που έδωσα σε όποιον με ρωτούσε, αρνούμενος τα ψεύδη του εγκαλουμένου, δεν έπαψαν να ίπτανται γύρω από το πρόσωπό μου στον κοινωνικό μου περίγυρο οι υποψίες πως μπορεί να είμαι συμμέτοχος των κακουργημάτων που περιέγραψε ο εγκαλούμενος.
Επειδή οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απολύτως ψευδείς και συκοφαντικοί και σπιλώνουν βάναυσα την ακεραιότητα και την προσφορά μου, και κατασκευάστηκαν από τον εγκαλούμενο, εν γνώσει του ψεύδους τους, προκειμένου να θίξει την τιμή και την υπόληψή μου, ο δε εγκαλούμενος διακατεχόταν από δυσφημιστικό δόλο, έχοντας σκοπό να με μειώσει προσωπικά και στην κοινωνική μου υπόσταση.
Επειδή η πράξη του εγκαλουμένου αποτελεί συκοφαντική μου δυσφήμηση, προβλέπεται δε και τιμωρείται από το νόμο, έχει δε εκτελεστεί δια του τύπου.
Για τους λόγους αυτούς:
ΖΗΤΩ την ποινική δίωξη και την νόμιμη τιμωρία του εγκαλουμένου καθώς και παντός άλλου υπευθύνου που πιθανόν θα προκύψει από την εισαγγελική έρευνα.
ΔΗΛΩΝΩ παράσταση πολιτικής αγωγής για τη χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που έχω υποστεί από τις πράξεις του εγκαλουμένου, ποσού ενός ευρώ, με επιφύλαξη για την διεκδίκηση του επιπλέον από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.
ΟΡΙΖΩ αντικλήτους και συνηγόρους πολιτικής αγωγής τη δικηγόρο και κάτοικο Θεσσαλονίκης Ελεάννα Ιωαννίδου (Δημοσθένους 5, 546 24 ΑΜΔΣΘ 4930) και τη δικηγόρο και κάτοικο Χαλκιδικής, Θεανώ Ζούνη (Αν. Πολυζωίδη αριθ. 4, Πολύγυρος)
Προτείνω ως μάρτυρες τους:
[...]
Με τιμή,
Ο εγκαλών

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Ρουπακιώτης:Διατηρούμε τα Αρχεία Δοσίλογων

Πολιτική
Ρουπακιώτης:Διατηρούμε τα Αρχεία Δοσίλογων
Ρουπακιώτης:Διατηρούμε τα Αρχεία Δοσίλογων 

Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους έχουν παραδοθεί τα Αρχεία Δοσίλογων και το Βιβλίο Εγκληματιών Πολέμου. Τα αρχεία αυτά τηρούνται, ως υπαγόμενα στα αρχεία διηνεκούς υπηρεσιακής χρησιμότητας, τα οποία, παρά την παλαιότητά τους, εξακολουθούν να έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα, όπως ενημέρωσε υπουργός Δικαιοσύνης, Αντώνης Ρουπακιώτης, με έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή, μετά από ερώτηση του ανεξάρτητου βουλευτή Πάρη Μουτσινά, σχετικά με τις διώξεις για εγκλήματα πολέμου.
Ο βουλευτής είχε ζητήσει να ενημερωθεί, σε ποιες ενέργειες έχει προβεί η Ελληνική Πολιτεία για την προώθηση 800 φακέλων βουλευμάτων. Η ερώτηση κατατέθηκε με αφορμή δημοσίευμα στον Τύπο, σύμφωνα με το οποίο συνελήφθη στη Γερμανία 93χρονος για συνέργεια σε φόνο την περίοδο που ήταν φύλακας στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Ο κ. Μουτσινάς είχε επισημάνει ότι εκτός από τις οικονομικές διεκδικήσεις για τις καταστροφές και λεηλασίες από τις ναζιστικές θηριωδίες, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την ανάγκη ποινικών και ηθικών διεκδικήσεων του λαού.
Όπως αναφέρει ο υπουργός Δικαιοσύνης, «η Ελληνική Πολιτεία, με την ψήφιση της διάταξης του άρθρου 22 του ν. 3849/1959 και το ΝΔ 4016/1959, έκανε ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της μη παραιτήσεως από το δικαίωμα της διώξεως εγκληματιών πολέμου και της άρσης της οποιαδήποτε αμφιβολίας σχετικά με τη διατήρηση του δικαιώματός της να διώκει και εκδίδει τους εγκληματίες πολέμου».
Ωστόσο, όπως τονίζει ο κ. Ρουπακιώτης, «από έγγραφα που έχουν περιέλθει σε γνώση του υπουργείου, τόσο από το Εφετείο Αθηνών και την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών όσο και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, προκύπτει ότι τα Αρχεία των Δοσιλόγων καθώς και το Βιβλίο Εγκληματιών Πολέμου, κατά τα έτη 2003 έως και 2007, παραδόθηκαν από το Εφετείο Αθηνών και την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Τα ως άνω αρχεία, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο Ν. 1946/1991, τηρούνται ως υπαγόμενα στα αρχεία διηνεκούς υπηρεσιακής χρησιμότητας που, παρά την παλαιότητά τους, εξακολουθούν να έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα. Επιπροσθέτως, η υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους η οποία αναλαμβάνει τη φύλαξη του αρχειακού υλικού αυτής της κατηγορίας, υποχρεούται να το θέτει στη διάθεση της ενδιαφερόμενης υπηρεσίας σε πρώτη ζήτηση και στο κοινό με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 1599/1986».
Πάντως, ο κ. Ρουπακιώτης επισημαίνει ότι το Σύνταγμα έχει κατοχυρώσει τη διάκριση των εξουσιών και ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν παρεμβαίνει στο έργο απονομής της Δικαιοσύνης. Οι δικαστικές αρχές ασκούν το έργο τους με ανεξαρτησία και είναι αποκλειστικά αρμόδιες για την εκτίμηση πληροφοριών και στοιχείων που περιέρχονται σε γνώση τους και την τυχόν αξιοποίησή τους για την έναρξη και εξέλιξη μιας ποινικής υπόθεσης.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Η ειδική περίπτωση τέλεσης δωροληψίας από υπουργό/υφυπουργό

Η ειδική περίπτωση τέλεσης δωροληψίας από υπουργό/υφυπουργό

Γιαννακέλου Ε.  Ιωάννη
Δικηγόρου
Μ.Δ.Ε. Ποινικών Επιστημών Α.Π.Θ.
υπ. ΜΔ Ιδιωτικού Δικαίου Δ.Π.Θ.


     Οι Υπουργοί, θεωρούνται κατ’ άρθρο 2 ν.3126/2003, υπάλληλοι κατά την έννοια του αρ. 13 περ. α’ ΠΚ[1]. Στην πολιτική επικαιρότητα έχουν έρθει περιπτώσεις δωροληψίας πολιτικών προσώπων και ειδικότερα πρώην υπουργών.
Την επιστήμη έχει απασχολήσει το κατά πόσο οι πράξεις αυτές υπάγονται στην ειδική διάταξη του αρ. 86 Συντ., η οποία καθιστά μόνη αρμόδια για τη δίωξη των σχετικών εγκλημάτων τη Βουλή, και καθιερώνει ειδική σύντομη αποσβεστική προθεσμία, μετά την παρέλευση της οποίας, η μόνη αρμόδια Βουλή απεκδύεται της αρμοδιότητάς της. Ειδικότερα, το αρ.86 παρ. 1 Συντ. ορίζει: «Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους[2], όπως νόμος ορίζει.[…]»[3]. Η συνταγματική αυτή διάταξη βάλει ευθέως κατά της αρχής της ισότητας (αρ. 4 παρ. 1 Συντ.) και ως προς τη μετάθεση της αρμοδιότητας που επιχειρεί, αλλά και ως προς την προσθήκη ειδικής αποσβεστικής προθεσμίας (αρ.3 παρ.2 ν.3126/2003). Επομένως, μέχρι να καταργηθεί, πρέπει να ερμηνεύεται εξαιρετικά συσταλτικά[4]. Συνεπώς, κατά την ορθή άποψη της επιστήμης[5], τα εγκλήματα δωροληψίας, που τελούνται από υπουργούς, μπορεί να πει κανείς ότι τελούνται «ενόψει» ή «εξαιτίας» ή «επ’ ευκαιρία» της άσκησης των καθηκόντων τους, αλλά θα ήταν απολύτως εσφαλμένο να πει κανείς ότι διαπράττονται «κατά» την τέλεση των καθηκόντων, που απαιτεί για την εφαρμογή του το αρ. 86 Συντ. Την ώρα που τυχόν ο Υπουργός δωροδοκείται, δεν ασκεί καθήκοντά του, αλλά αντίθετα λειτουργεί ως κοινός «εγκληματίας», απλώς εκμεταλλευόμενος τη θέση του. Όπως λέγεται μάλιστα, «κατά την άσκηση των καθηκόντων» είναι μόνο οι συνιστώσες ενάσκηση κατά νόμο αρμοδιότητας πράξεις καθώς και οι παραλείψεις ενασκήσεως κατά νόμο οφειλόμενων καθηκόντων[6]Για τα εγκλήματα δωροληψίας δεν φαίνεται να βρίσκει κάποιο νομιμοποιητικό έρεισμα η παρεμβολή της Βουλής. Η διάταξη αντίθετα ισχύει μόνο για πράξεις άσκησης πολιτικής, μέσω των οποίων ο υπουργός εκπληρώνει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, όπως π.χ. η σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου σε ιδιωτικές εταιρίες σε πολύ χαμηλές τιμές[7]. Δηλαδή το άρθρο 86 Συντ. αναφέρεται στα εγκλήματα εκείνα που πραγματώνονται με την ίδια την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων[8]. 
    Επομένως η τέλεση του εγκλήματος της δωροληψίας από υπουργούς πρέπει να εκδικάζεται με βάσει τις κοινές διατάξεις του ΚΠΔ και ισχύουν για αυτά οι κανόνες της παραγραφής του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα.





[1] Βλ. σχετική μνεία και σε ΣυμβΕιδΔικ 1/2011 (άρθρου 86 παρ. 4 Συντ.), ΠοινΔικ2011, σελ. 294  για υπόθεση «μονής Βατοπεδίου».
[2] Η υπογράμμιση δική μου.
[3] Βλ. και άρθρο 1 του ν.3126/2003. Βλ. και τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το ν. 3961/2011, όχι όμως ως προς τα ανωτέρω εξεταζόμενα ζητήματα που μας αφορούν.
[4] Βλ.  Μαργαρίτη Λ., Υπουργοί και υφυπουργοί: παθητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ΠοινΔικ2011, σελ. 491 και εκεί παραπομπή σε Πρόταση Χατζίκου Γ., στο ΣυμβΕφΑθ1440/2010, ΠοινΔικ2010, σελ. 825.
[5] Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των Υπουργών, ΠοινΔικ2011, σελ. 501.
[6] Βλ. Μαργαρίτη Λ., Υπουργοί και υφυπουργοί: παθητική δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ό.π., σελ. 492.
[7] Βλ. Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των Υπουργών, ό.π., σελ. 498, και εκεί παραπομπή σε Σοϊλεντάκη Ν., Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο(1821-2000), 2005, σελ. 206 επ.
[8] Βλ. πολύ εύστοχα Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Τα όρια εφαρμογής των ειδικών διατάξεων για την ποινική ευθύνη των Υπουργών, ό.π., σελ. 498.

Επιτρεπτή η χρήση μαγνητοφωνημένης ιδιωτικής συνομιλίας για την απόδειξη της αθωότητας

Επιτρεπτή η χρήση μαγνητοφωνημένης ιδιωτικής συνομιλίας για την απόδειξη της αθωότητας (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1323/2011)

Περίληψη: Αθωωτική απόφαση για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ΄ εξακολούθηση, λόγω αμφιβολιών. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά αθωωτικής απόφασης. Λόγοι. Υπέρβαση εξουσίας. Παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα (μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας). Απαγόρευση αποδεικτικής αξιολόγησής τους. Απόρρητο ελευθερίας της επικοινωνίας. Κάμψη του απορρήτου και χρήση του αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη της αθωότητας εφ΄ όσον αποτελεί το μόνο προτεινόμενο, προς απόδειξη της αθωότητας, αποδεικτικό μέσο. Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για να κρίνει για την κατ΄ εξαίρεση χρήση και λήψη υπ΄ όψιν του μέσου αυτού. Απορριπτέος ο λόγος. Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απόλυτη ακυρότητα. Εγγράφων ανάγνωση. Προσκόμιση εγγράφων το πρώτον στη δευτεροβάθμια δίκη. Μη προσδιορισμός της ταυτότητάς τους. Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 265/2010 απόφαση του Πεντ. Εφ. Λάρισας για τον ως άνω λόγο.
[...] Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ.α` του ΚΠΔ, ο "Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου κώδικα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνοι της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, της υπέρβασης εξουσίας καθώς και της ελλείψεως της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α`, Η` και Δ` ΚΠΔ). Προκειμένου δε για αθωωτική απόφαση, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία των αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά κι οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η` ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση να απαντήσει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Η διάταξη ενδεικτικά αναφέρει μερικές μόνο περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) έκρινε για την πολιτική αγωγή, δ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δε δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση. Η δε Επιστήμη και νομολογία έχουν δεχτεί ότι στην υπέρβαση εξουσίας υπάγονται και οι εξής περιπτώσεις: ήτοι, η μη έγκυρη έναρξη της κύριας διαδικασίας, η έκδοση απόφασης επί της ουσίας παρά την αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής, η περάτωση της δίκης παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 370, η αναρμοδιότητα καθ` ύλη ή κατά τόπο, η έρευνα κατ` ουσία χωρίς νόμιμη κλήτευση, η απόρριψη παρά το νόμο της έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης, καθώς και οι παραβάσεις οι σχετικές με το επεκτατικό αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου. Δεν ιδρύεται όμως λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση (θετική) εξουσίας όταν το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να αποφανθεί για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και παράνομο αποδεικτικό μέσο. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία και καθιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 370 Α του ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, δηλαδή πριν την αντικατάσταση του αρχικά με το άρθρο 12 παρ. 8 του ν. 3090/2002 και στη συνέχεια με το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3674/2008, "1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση. Η χρησιμοποίηση από το δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται και σ` αυτήν την περίπτωση. 3. Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπή σεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου. 4. Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ανακριτικής ή άλλης δημόσιας αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά και ιδίως σε ποινικό δικαστήριο για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και γενικά αν η χρήση έγινε για την εκπλήρωση καθήκοντος του κατηγορουμένου ή για τη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος". Κατά δε το άρθρο 177 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 2408/1996, ".. αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή την λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου...". Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β`, 9Α και 19 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική ζωή και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων, όπως ο νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, την δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων".
Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Η αποτυπώνουσα την ιδιωτική συνομιλία σχετική μαγνητοταινία είναι απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού. Κατ` εξαίρεση όμως, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη επιτρέπεται η λήψη τέτοιου αποδεικτικού μέσου εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό απόφαση δικαστηρίου που να αιτιολογεί ειδικά τους λόγους για τους οποίους επιβάλλεται η λήψη υπόψη του παράνομου αποδεικτικού μέσου και για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο (Πρβλ. Ολομ. ΑΠ 1/2001 Πολιτική) και επιτρέπεται η χρήση αυτών ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για την διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Ο νόμος, αναφερόμενος μόνο για την περίπτωση κηρύξεως της ενοχής ή της επιβολής ποινής, ουδέν διαλαμβάνει περί του επιτρεπτού η μη της μαγνητοταινίας ως αποδεικτικού μέσου για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου. Ενόψει, όμως, της θεμελιώδους συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 που ανάγει σε πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξίας, του γεγονότος ότι τα έννομα αγαθά της ζωής της τιμής και της ελευθερίας, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας (άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος), τίθενται σε διακινδύνευση στην περίπτωση μη απόδειξης της αθωότητας του κατηγορουμένου, κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητας του, υπό τον περιορισμό πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), εάν δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος, για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του. Επομένως, ενόψει του ότι συνταγματικά υπέρτερο αγαθό, από το αγαθό της ελευθερίας της επικοινωνίας, είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται από τις διατάξεις των άρθρων 5, 6,και 7 του Συντάγματος, το απόρρητο της ελευθερίας της επικοινωνίας κάμπτεται και επιτρέπεται η χρήση στο δικαστήριο του προϊόντος της αθέμιτης μαγνητοφώνησης ιδιωτικής συνομιλίας, προκειμένου να απαλλαγεί ένας αθώος και να αποφευχθεί μια άδικη βαρύτερη καταδίκη του κατηγορουμένου. Περί αυτών θα κρίνει ο δικαστής, ο οποίος σε καταφατική περίπτωση, θα συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παράνομου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα αυτό ως κατηγορούμενο (ΑΠ 1261/2009, ΑΠ 813/2008, ΑΠ 611/2006). Τέλος, μεταξύ των λόγων απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 του ΚΠΔ, η ύπαρξη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, (αρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ`). Είναι όμως προφανές ότι ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως έχει καθιερωθεί υπέρ του κατηγορουμένου και για την προάσπιση των δικαιωμάτων του και η απόλυτη ακυρότητα που τυχόν έλαβε χώρα, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να καταλήξει σε βάρος του (ΑΠ 1305/99). Συνεπώς, την ως άνω ακυρότητα σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου, δεν μπορεί να την προτείνει σε βάρος του ούτε ο Εισαγγελέας ούτε ο πολιτικώς ενάγων (ΑΠ 2041/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, που επιτρεπτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητας ή μη της ένδικης αίτησης του Εισαγγελέα προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη 265/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, αθωώθηκε ο κατηγορούμενος Χ. Ζ. για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ` εξακολούθηση, ενώ πρωτοδίκως είχε καταδικαστεί αυτός με την 505/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας σε κάθειρξη επτά (7) ετών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του, έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης ως άνω 265/2010 αθωωτικής απόφασης, και τις από 28-12-2004 και 13-7-2006 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκαν με τις 162/2004 και 464/2005 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχουν την απομαγνητοφώνηση της καταγραφείσας σε μαγνητοταινία συνομιλίας του κατηγορουμένου με τον πολιτικώς ενάγοντα Χ. Χ., την έκθεση της απομαγνητοφώνησης της ΔΕΕ Αθηνών, η οποία διενεργήθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος του πολιτικώς ενάγοντος, καθώς και τις από 24-1-2005 έκθεση Τεχνικού Συμβούλου Ι. Σ., έκθεση απομαγνητοφώνησης Τεχνικού Συμβούλου Κ. και Έκθεση απομαγνητοφώνησης Τεχνικού Συμβούλου Κ.. Δηλαδή, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, συνεκτιμώντας εκτός από άλλες αποδείξεις, και τις απομαγνητοφωνήσεις μαγνητοταινίας που προσκόμισε ο κατηγορούμενος, για την οποία, κατόπιν εκδόσεως των ως άνω 162/2004 και 464/2005 παρεμπιπτουσών αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είχαν διαταχθεί πραγματογνωμοσύ νες περί της γνησιότητας των συνομιλιών μεταξύ του πολιτικώς ενάγοντος και του κατηγορουμένου. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και της πρωτόδικης που αναγνώσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθώς και των παρεμπιπτουσών ως άνω αποφάσεων, ο πολιτικώς ενάγων, όχι μόνο δεν αντέλεξε, αλλά αντιθέτως, και οι δύο διάδικοι (κατηγορούμενος και πολιτικώς ενάγων), ζήτησαν την ανάγνωση της απομαγνητοφώνησης της παραπάνω συνομιλίας, πράγμα το οποίο και έγινε, ο δε πολιτικώς ενάγων αμφισβήτησε μόνο τη γνησιότητα της καταγραφής, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατόπιν σχετικού αιτήματος, με την 162/2004 απόφαση του, διέταξε πραγματογνωμοσύνη προς διαπίστωση της γνησιότητας της μαγνητοφωνήσεως. Στη συνέχεια το ίδιο δικαστήριο με την 464/2005 παρεμπίπτουσα απόφαση του διέταξε, κατόπιν παραδοχής σχετικού αιτήματος του πολιτικώς ενάγοντος, την εκ νέου διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την αρμόδια Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ (ΔΕΕ), η οποία και πάλι αποφάνθηκε υπέρ της γνησιότητας της μαγνητοφωνήσεως. Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την προαναφερθείσα 505/2006 απόφαση του, εκτίμησε και τις δύο εκθέσεις, την τελευταία μάλιστα των οποίων (ΔΕΕ) την προσκόμισε σ` αυτό ο πολιτικώς ενάγων και ζήτησε την ανάγνωσή της, χωρίς να πεισθεί από το περιεχόμενό τους για την αλήθεια του καταλυτικού της κατηγορίας ισχυρισμού του κατηγορουμένου και ακολούθως τον κήρυξε ένοχο και τον καταδίκασε για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Η ενέργεια αυτή του δικαστηρίου καταδεικνύει ότι η μαγνητοταινία και η απομαγνητοφώνηση του περιεχομένου της θεωρήθηκε από αυτό, στο οποίο για πρώτη φορά προσκομίστηκε και ζητήθηκε η ανάγνωσή του, ως το μόνο πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου αποδεικτικό μέσο, έστω και αν ο κατηγορούμενος πρότεινε και άλλα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες κλπ), διαφορετικά το δικαστήριο δεν θα το αναγίγνωσκε, ούτε θα διέτασσε πραγματογνωμοσύνη, προς διαπίστωση της αμφισβητηθείσας γνησιότητας της καταγραφής, η οποία και απομαγνητοφωνήθηκε. Όπως δε προαναφέρθηκε τις εκθέσεις της πραγματογνωμοσύνης και την εμπεριεχόμενη σ` αυτές απομαγνητοφώνηση της συνομιλίας του κατηγορουμένου με τον πολιτικώς ενάγοντα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ανέγνωσε και το Πενταμελές Εφετείο, χωρίς να προβληθεί αντίρρηση και πάλι από τον πολιτικώς ενάγοντα, και τις εκτίμησε μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων για να καταλήξει σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση, λόγω αμφιβολιών. Από όλα τα ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι, ανεξάρτητα του εάν το ληφθέν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ως άνω απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο ήταν ή όχι στη συγκεκριμένη περίπτωση το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου αποδεικτικό μέσο, η ενέργεια αυτή του δικαστηρίου δεν συνιστά υπέρβαση εξουσίας, κατά την προαναφερθείσα έννοια, αφού τούτο είχε κατά νόμο δικαιοδοσία να κρίνει περί της συνδρομής ή μη της άνω προϋποθέσεως για την κατ` εξαίρεση χρήση και λήψη υπόψη του απαγορευμένου τούτου αποδεικτικού μέσου. Συνεπώς ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` του ΚΠΔ για υπέρβαση (θετική) εξουσίας, εκ του ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη παράνομο αποδεικτικό μέσο, το οποίο δεν ήταν το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο, για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Αλλά, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι με το λόγο αυτό αναίρεση προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο επειδή το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το ως άνω παράνομο αποδεικτικό μέσο, και πάλι ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο λόγος αυτός βάλλει κατά της κρίσεως του δικαστηρίου για αθώωση του κατηγορουμένου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προταθεί σε βάρος αυτού από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ` του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου εγγράφων που δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι αποστερείται ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια ή ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη, προς δε σε ποιο έγγραφο στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, χωρίς βέβαια τα στοιχεία αυτά να απαιτείται να συμπίπτουν με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητος του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να υποβάλει τις παρατηρήσεις και εξηγήσεις του, ως προς το περιεχόμενο του, ο προσδιορισμός δε αυτός είναι ανεξάρτητος από την πληρότητα ή μη του τίτλου του. ?λλως, αν, δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια και αναμφίβολα παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις, που επιβάλλουν την ανάγνωση των εγγράφων στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου υπάρχει απόλυτη ακυρότητα. Όμως, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της αποφάσεως ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ` αυτό την κρίση του, τότε δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 343/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας για την κρίση του περί της αθωότητας του κατηγορουμένου έλαβε υπόψη του μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και τα έγγραφα (που αναγνώσθηκαν). Μεταξύ δε των αναγνωσθέντων εγγράφων, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι και "τα προσκομιζόμενα και συραμμένα σε φάκελο με διάφανο εξώφυλλο", χωρίς άλλη αυτών εξειδίκευση. Τα έγγραφα αυτά δεν φέρονται ως αναγνωστέα κατά την πρωτόδικη δίκη, όπως αυτό προκύπτει από τα πρακτικά αυτής. Προσκομίστηκαν επομένως για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Όμως, η ταυτότητα των εγγράφων αυτών δεν προσδιορίζεται επακριβώς κατά τα γενικά χαρακτηριστικά τους, αλλά όλως αορίστως αναφέρεται η ταυτότητα αυτών, ως αναγνωστέων εγγράφων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ασάφεια από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, για το εάν το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα αυτά και αν στήριξε ή όχι και σε αυτά την κρίση του για την αθώωση του κατηγορουμένου. Επομένως, εκ του λόγου αυτού υπάρχει, κατά τα προεκτεθέντα, έλλειψη της κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας επιβαλλόμενης ειδικής εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει γι` αυτό να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 265/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos
Δικηγορικό Γραφείο "Δημήτριος Χ. Καραγιάννης", Θεσσαλονίκη - Αθήνα