Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΑΑΝ

Αριθμός απόφασης 14456/2017

ΓΑΚ 4767/2016

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

Τμήμα 29ο Τριμελές

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2016 με δικαστές τους Γεώργιο Τσεκούρα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Στυλιανή Μάλλιου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και Αθηνά Σπαή Πάρεδρο Δ.Δ. (εισηγήτρια), και γραμματέα τη Χριστίνα Μπακούλα, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την ένσταση με χρονολογία κατάθεσης 28.3.2016 (Γ.Α.Κ 4767/2016),

τ ο υ Παναγιώτη Σταμάτη, κατοίκου, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως,

κ α τ ά του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (Ε.Α.Α.Ν)», νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του, ο οποίος και παραστάθηκε στο ακροατήριο από κοινού με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Αθανασόπουλο, τον οποίο διόρισε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο.

Εξάλλου, άσκησε παρέμβαση υπέρ του ενιστάμενου ο Ιωάννης Βιδάκης, κάτοικος, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο
.


1. Επειδή, με την κρινόμενη ένσταση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ.σχετ. το 1402904/12.5.2016 Σειράς Α΄ ειδικό έντυπο παραβόλου του Ελληνικού Δημοσίου), ο ενιστάμενος πλωτάρχης ε.α του Πολεμικού Ναυτικού και υποψήφιος για το Διοικητικό Συμβούλιο του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟΥ (ΕΑΑΝ)» κατά τις εκλογές της 20ης Μαρτίου 2016, ζητά κατ’ εκτίμηση του δικογράφου την ακύρωση : α) του από 20.3.2016 και με αριθμ. πρωτ. εισερχομένων στην Ε.Α.Α.Ν 135/22.3.2016 Πρακτικού της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής για την Διεξαγωγή των εκλογών της 20ης Μαρτίου 2016 για την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου της Ε.Α.Α.Ν, με το οποίο εξήχθησαν τα αρχικά αποτελέσματα των εν λόγω εκλογών με τους σταυρούς προτίμησης που έλαβε ο κάθε υποψήφιος και την εκλογή του ή μη στο Διοικητικό Συμβούλιο της προαναφερθείσας Ένωσης, β) του υπ’ αριθμ. 141/27.1.2016 Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Α.Α.Ν, με το οποίο απορρίφθηκε η από 19.1.2016 ένστασή του, με την οποία ο ενιστάμενος στρεφόταν κατά της απόφασης ανακήρυξης των υποψηφίων, γ) του υπ’ αριθμ. 149/17.3.2016 Πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Α.Α.Ν, με το οποίο απορρίφθηκε η από 16.3.2016 ένστασή του, με την οποία διαμαρτύρονταν για την μη διαγραφή από τα ψηφοδέλτια υποψηφίων που είχαν υποβάλει παραίτηση, την μη εκτύπωση νέων ψηφοδελτίων, την μη ανάρτηση των εκλογικών καταλόγων, την μη εφαρμογή της επιστολικής ψήφου, την, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, πρόβλεψη από το νόμο μικρού αριθμού σταυρών προτίμησης για την κατηγορία (Ε), την υπέρμετρη σπουδή για την διενέργεια των εκλογών και την μη αναβολή τους. Εξάλλου, πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης εκδόθηκε το από 24.3.2016 και με αριθμ.141Α/24.3.2016 Τελικό Πρακτικό της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής Εξετάσεων Ενστάσεων επί αποτελεσμάτων εκλογών της 20ης Μαρτίου 2016 για εκλογή νέου Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Α.Α.Ν κατόπιν υποβολής ενστάσεων, με το οποίο εξήχθησαν τα τελικά αποτελέσματα, οι σταυροί προτίμησης που έλαβε ο κάθε υποψήφιος και η ανάδειξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 267 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 269 του Κ.Δ.Δ., στο οποίο ορίζεται ότι η ένσταση ασκείται κατά των πράξεων με τις οποίες εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες, αποτελεί τη μοναδική παραδεκτώς, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου (βλ. ΣτΕ 3084/2007), προσβαλλόμενη πράξη. Η ένσταση με το ανωτέρω περιεχόμενο έχει ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, κατ’ ουσία.

2. Επειδή, ο Ιωάννης Βιδάκης, αρχιπλοίαρχος ε.α του Πολεμικού Ναυτικού και υποψήφιος για το Δ.Σ. της Ε.Α.Α.Ν κατά τις εκλογές της 20ης Μαρτίου 2016, με το από 10.5.2016 δικόγραφο (Γ.Α.Κ 7454/2016) παρεμβαίνει υπέρ του ενιστάμενου επιδιώκοντας την ακύρωση των εκλογών για την ανάδειξη των υποψηφίων για τις θέσεις Προέδρου και Αντιπροέδρου. Δεδομένου όμως, ότι όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η παρέμβασή του δεν επιδόθηκε στο καθ’ ού, ενώ περαιτέρω, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, το καθ’ ού η ένταση αντέλεξε ως προς τη νομιμότητα της παρέμβασης λόγω της μη κοινοποίησής της, κατά το άρθρο 255 του Κ.Δ.Δ., η εν λόγω παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

3. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α΄182) προβλέπεται ότι : «1. Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σε αυτή. 2. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : α) … ζ) το κύρος των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών, καθώς και των αρχαιρεσιών για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. η)…» Εξάλλου, στο άρθρο 267 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), προβλέπεται ότι : « Στις, υπό το ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΙΤΛΟ ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες προβλέπονται από το νόμο ως διοικητικές διαφορές ουσίας», και στο άρθρο 269, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 33 του Ν. 3659/2008 (ΦΕΚ Α΄ 77) ότι : «1. Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 267 ασκείται ένσταση. 2. Η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, ένσταση ασκείται κατά των πράξεων με τις οποίες, σύμφωνα με την ισχύουσα για τα επί μέρους νομικά πρόσωπα νομοθεσία, εξάγεται το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύσσονται οι επιτυχόντες, που αποτελούν ή συγκροτούν το αιρετό όργανο, καθώς και οι τυχόν επιλαχόντες. 3. Η ένσταση ασκείται παραδεκτώς κατά των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου, έστω και αν κατ’ αυτών προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Αν, όμως, ασκηθεί η ενδικοφανής προσφυγή η ένσταση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της απόφασης που εκδίδεται γι’ αυτήν ή της τεκμαιρόμενης, από την πάροδο άπρακτου 8ημέρου, απόρριψή της», και στο άρθρο 272 του ιδίου Κώδικα ότι : «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι, υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ, διατάξεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου και, περαιτέρω, οι γενικές διατάξεις του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ». Περαιτέρω, στο άρθρο 249 του πρώτου τίτλου του Δεύτερου Τμήματος του εν λόγω Κώδικα, που αφορά την εκλογική διαδικασία στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και εφαρμόζεται ανάλογα, ορίζεται ότι : «Λόγοι.1. Λόγους ένστασης μπορούν να θεμελιώσουν : α) οι παραβάσεις του νόμου κατά τη διεξαγωγή της εκλογής ή κατά την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος ή κατά την ανακήρυξη των υποψηφίων συνδυασμών ή κατά την ανακήρυξη των επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών και των προσώπων που ανήκουν σε αυτούς, ή β) …γ) η ακυρότητα ή η εσφαλμένη αρίθμηση των ψηφοδελτίων. 2. …» και στο άρθρο 258 ότι : «Παρεπίμπτων έλεγχος. Κατά την εκδίκαση της ένστασης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει παρεπιμπτόντως ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα των προηγούμενων πράξεων, οι οποίες αναφέρονται στην παρ.2 του άρθρου 246, καθώς και των προπαρασκευαστικών της εκλογής πράξεων (εγγραφή, μετεγγραφή ή διαγραφή εκλογέα στους, ή από τους εκλογικούς καταλόγους, διόρθωση στοιχείων του που περιλαμβάνονται σ’ αυτούς κ.τ.τ.), εφόσον, σε κάθε περίπτωση, η νομιμότητα αυτή δεν έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου», και στο άρθρο 259 ότι : «1. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση του νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες : α) κατά τη διεξαγωγή της εκλογής, β) κατά την ανακήρυξη των συνδυασμών των υποψηφίων που έχουν δηλωθεί ή γ) κατά την ανακήρυξη των επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών …ακυρώνει ή τροποποιεί, κατά περίπτωση, την πράξη με την οποία εξάγεται το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης εκλογής ή την πράξη με την οποία γίνεται η σχετική ανακήρυξη. Στην ακύρωση της πράξης προβαίνει το δικαστήριο μόνο αν η νομική ή ουσιαστική πλημμέλεια αυτή είναι δυνατόν να ασκήσει επιρροή στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η ακύρωση μπορεί να αφορά ολόκληρη την εκλογή ή μόνο την αρχική …».

4. Επειδή, στο άρθρο 4 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι : «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. » και στο άρθρο 5 ότι : «1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» στο άρθρο 12 παρ.1, 2, 3 ότι : «1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας του νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο», στο άρθρο 23 ότι : «1.Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. 2. …», στο άρθρο 25 παρ.1 και 2 ότι : «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη. 3. …», και στο άρθρο 116 παρ. 2 ότι : «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Περαιτέρω, στο άρθρο 11 παρ.1 και 2 της Συμβάσεως της Ρώμης «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», που έχει υπογραφεί στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το 9 παρ.1 του ν.δ 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α΄) εχούσης υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος), ορίζεται ότι : «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του. 2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπόμενων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρο δεν απαγορεύει την επιβολή νόμιμων περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους» και στο άρθρο 14 ότι : « Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Σύμβασει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσία, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».

5. Επειδή, από τον συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται ότι: Με τα άρθρα 12 παρ.1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, επί των οποίων ερείδεται και η γενικότερης σημασίας συνταγματική αρχή της ελευθέρας κοινωνικής ομαδοποιήσεως, κατοχυρώνεται το δικαίωμα ή η ελευθερία της συνενώσεως (του συνεταιρίζεσθαι κατά την ορολογία των προισχυσάντων Συνταγμάτων), οι φορείς του οποίου έχουν το δικαίωμα συστάσεως ενώσεως ή σωματείου, που αποβλέπει σε μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Το ατομικό αυτό δικαίωμα περιλαμβανόμενο στα δικαιώματα συλλογικής δράσεως με προέχον χαρακτηριστικό γνώρισμα το συλλογικό στοιχείο, παρέχεται αδιακρίτως, σε όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή επαγγελματικής τάξεως. Περαιτέρω του ατομικού δικαιώματος της συνενώσεως απολαμβάνουν, αδιακρίτως, όλοι οι Έλληνες πολίτες, μεταξύ δε αυτών, όπως πρόσφατα έχει κριθεί (βλ. ΑΠ Ολομέλεια 3/2012) και οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, οι οποίοι τελούν σε ηθελημένη ειδική σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος και σε ειδικό καθεστώς πειθαρχίας, μη συναγομένου του αντιθέτου ούτε εκ του γράμματος, ούτε εκ του πνεύματος των άνω συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ. Εντούτοις, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις του άρθρου 12 παρ.1 του Συντάγματος και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί, με ειδική νομοθετική ρύθμιση, να θέσει περιορισμούς στους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσεως εξουσίας προς το κράτος, ως προς την άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων τους, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα συστάσεως ενώσεων, εφόσον οι εν λόγω περιορισμοί δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσεως τους με το κράτος και των συναφών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη σχέση αυτή. Οι περιορισμοί αυτοί, πάντως, ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, και, σε κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται, κατ’ εφαρμογή της αρχής του απροσβλήτου του πυρήνος των θιγομένων ατομικών δικαιωμάτων, να αναιρούν, στην ουσία τους, τα ως άνω δικαιώματα (πρβλ. ΣτΕ 888/2008, 1560, 573/2005, 3356/2004 και βλ. ΑΠ Ολομέλεια 3/2012). Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. Le Compte, Van Leuven και De Meyere κατά Βελγίου, 23.6.1981, παρ. 64-66, Chassagnou κατά Γαλλίας 29.4.1999, Herman κατά Γερμανίας, 20.1.2011 και Mytilinaioς και Kostakis κατά Ελλάδας, 4.12.2015 παρ.39-45), τα κριτήρια προκειμένου να καθοριστεί αν ένα σωματείο πρέπει να θεωρείται ιδιωτικό ή δημόσιο, και συνεπώς να εφαρμόζεται ή μη και σε αυτά το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, είναι τα ακόλουθα : α) ίδρυση από ιδιώτες ή από τον νομοθέτη, β) ένταξη ή μη στις δομές του Κράτους, γ) ύπαρξη ή μη διοικητικών, κανονιστικών και πειθαρχικών προνομίων και δ) επιδίωξη ή μη ενός σκοπού γενικού συμφέροντος.

6. Επειδή, εξάλλου, στο ΝΔ 1171/1972, «Περί Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων» (ΦΕΚ Α΄ 82), όπως αυτό ισχύει κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται στο άρθρο 1 ότι : «Η Ένωσις Ελλήνων Αποστράτων Αξιωματικών’, ο ‘Σύνδεσμος Αποστράτων Αξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού’…νομικά πρόσωπα λειτουργούντα κατά τας μέχρι τούδε ισχυούσας διατάξεις, αποτελούν εφεξής Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου,…υπό τας ονομασίας, αντιστοίχως … ‘Ένωσις Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού’…υπαγόμενα υπό την εποπτείαν του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, ασκουμένην δια των Αρχηγείων …Ναυτικού….», και στο άρθρο 2 ότι : «1.Σκοπός των Ενώσεων είναι : α. Η σύσφιγξις των υφισταμένων δεσμών συναδελφότητας μεταξύ των μελών των. β. Η διατήρησις των σχέσεων μετά των εν ενεργεία συναδέλφων των. γ. Η επιμέλεια των συμφερόντων και η παρακολούθησις και διεκπεραίωσις των γενικών ζητημάτων των μελών των. δ. Η εν πνεύματι αλληλεγγύης παροχή βοηθείας και περιθάλψεως κατά τα δι’ αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστης Ενώσεως καθοριζόμενα. (1) Εις τα λόγω εκτάκτων περιστατικών έχοντα ανάγκην μέλη των. (2) Εις τα έχοντα αρίστην επίδοσιν εν ταις σπουδαίς των τέκνα των οικονομικών ασθενεστέρων μελών. ε. Η μέριμνα δια τη διατήρησιν και βελτίωσιν της κοινωνικής αυτών θέσεως. ζ. Η διατήρησις αμειώτου του Εθνικού φρονήματος των μελών των, ως και των μελών των οικογενειών τούτων και η συνέχισις των προς την Πατρίδα προσφορών των με γνώμονα το εθνικόν συμφέρον», και στο άρθρο 3 ότι : «1.Τακτικά Μέλη των Ενώσεων καθίστανται υποχρεωτικώς οι εν αποστρατεία Αξιωματικοί και Ανθυπασπισταί των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Χωροφυλακής και Λιμενικού, οι λαμβάνοντες μέρισμα εκ τινος των Μετοχικών Ταμείων των Ενόπλων Δυνάμεων εξαιρέσει : α) Των υπαγομένων εις τας πολεμικάς εν γένει καταστάσεις β)… 2. Προαιρετικώς δύνανται να καταστούν Μέλη των Ενώσεων οι ορφανικαί οικογένειαι των εν τη προηγούμενη παραγράφω μελών ή δικαιουμένων όπως καταστούν τοιαύτα, οι λαμβάνουσαι μέρισμα εκ των, ως άνω, Ταμείων, οι μη λαμβάνοντες μέρισμα εν αποστρατεία, ως άνω, Αξιωματικοί και Ανθυπασπισταί, ως και οι ορφανικοί αυτών οικογένειαι…», στο άρθρο 4 με τίτλο «Πόροι των Ενώσεων» ότι : «1. Οι Πόροι των Ενώσεων προέρχονται : α. Εκ των μηνιαίων συνδρομών των μελών, καθοριζομένων εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, κατόπιν προτάσεων των Διοικητικών Συμβουλίων, εις ποσοστό επί τοις εκατόν επί του παρ’ εκάστου δικαιουμένου μερίσματος, μη δυναμένων να υπερβούν το ένα επί τοις εκατόν (1%) τούτου. [β. Εκ των ετησίων εισφορών των εν ενεργεία αξιωματικών και ανθυπασπιστών, καθοριζομένων, εκάστοτε, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Δημοσίας Τάξεως και Ναυτιλίας – Μεταφορών και Επικοινωνιών, εις ποσοστόν του βασικού μισθού, μη δυνάμενον να υπερβή τα δύο (2) τοις εκατόν τούτου. (η περίπτωση β καταργήθηκε με το άρθρο 43 παρ.8 του Ν. 3943/2011 ΦΕΚ Α΄66, και οι εναπομείνασες περιπτώσεις α΄,γ΄, δ΄, ε΄ αναριθμήθηκαν σε α΄β΄,γ΄ και δ΄)] β. Εκ των πάσης φύσεως προσόδων της περιουσίας των Ενώσεων. γ. Εκ των προς τας Ενώσεις δωρεών, κληρονομιών, κληροδοτημάτων. δ. Εκ των εισφορών των προαιρετικών μελών, και παντός είδους προσφορών …2. Οι πόροι της υποπαραγράφου 1α εισπράττονται, υποχρεωτικώς, υπό των Μετοχικών Ταμείων …Ναυτικού…και αποδίδονται εις τας αντιστοίχους Ενώσεις εντός του πρώτου δεκαημέρου του μηνός, ανεξαρτήτως του χρόνου πληρωμής εκάστου μερίσματος,…». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ιδίου νομοθετικού διατάγματος, με τίτλο «Διοίκησις των Ενώσεων» ορίζεται ότι : «1. Οι Ενώσεις Αποστράτων Αξιωματικών διοικούνται από εντεκαμελή διοικητικά συμβούλια, τα μέλη των οποίων αποτελούν οι πλειοψηφήσαντες ύστερα από διενέργεια μυστικής ψηφοφορίας. Η θητεία των τακτικών και αναπληρωματικών μελών των συμβούλων είναι τριετής, δύνανται δε αυτά να επανεκλέγονται. 2. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου είναι ανώτατοι αξιωματικοί βαθμών αντιστρατήγου ή υποστρατήγου και αντιστοίχων των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Σε περίπτωση, μη υποβολής υποψηφιότητας από αξιωματικούς αυτών των βαθμών, εκλέγονται αντίστοιχα οι πλειοψηφήσαντες εκ των λοιπών υποψηφίων ταξιάρχων ή ανώτερων αξιωματικών. Κάθε διοικητικό συμβούλιο εκλέγει με μυστική ψηφοφορία από τα μέλη του το διευθύνοντα σύμβουλο. 3. Τα ειδικότερα θέματα, που αφορούν τις διαδικασίες εκλογής των μελών, την υποβολή των υποψηφιοτήτων, τη σύνθεση των συμβουλίων, το χρόνο διενέργειας των εκλογών, την απαρτία, την αμοιβή των μελών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Αρχηγού του οικείου κλάδου», στο άρθρο 7 ότι : «1. Ο Πρόεδρος επιμελείται της εκπληρώσεως των εν γένει σκοπών της Ενώσεως και εκπροσωπεί ταύτην ενώπιον παντός Δικαστηρίου και πάσης αρχής…», στο άρθρο 8 με τίτλο «Οικονομική Υπηρεσία των Ενώσεων» ότι : «1. …2. …3. …4. Ο έλεγχος των Οικονομικών Υπηρεσιών εκάστης Ενώσεως ανάγεται εις την αρμοδιότητα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, όστις δια των οικονομικών οργάνων των Αρχηγείων…Ναυτικού…αντιστοίχως, ενεργεί τακτικάς ή εκτάκτους επιθεωρήσεις. 5. Καθ’ έκαστον έτος, συντάσσεται προϋπολογισμός εσόδων – εξόδων, ως και ισολογισμός – απολογισμός των Ενώσεων, οίτινες υποβάλλονται, μέσω του οικείου Αρχηγείου, προς έγκρισιν, εις Υπουργόν Εθνικής Αμύνης, εντός των υπό του Νόμου τασσομένων προθεσμιών» και στο άρθρο 12 ότι : «Δι’ αποφάσεως των Διοικητικών Συμβουλίων εγκρινομένης υπό του Υπουργού Εθνικής Αμύνης παν μέλος διαγράφεται : α. Εάν καταδικασθή επι κακουργήματι ή…β. …γ. …δ. …ε. …Εάν δρα αντιεθνικώς και στρέφεται κατά του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος. ζ. …». Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.3 του Ν.Δ 1171/1972 αρχικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 932/9/1991 (ΦΕΚ Β΄465) Κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών με τίτλο : «Ρύθμιση των ειδικότερων θεμάτων που αφορούν στην εκλογή του Διοικητικού Συμβουλίου της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού (ΕΑΑΝ)», και εν συνεχεία η υπ’ αριθμ. 932/2/93 (ΦΕΚ Β΄216) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, στην οποία προβλέπεται ότι : «Τροποποιούμε ως ακολούθως τη σχετική (γ) [αναφέρεται στην προαναφερθείσα ΚΥΑ] απόφαση : α. Σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου (1) Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος είναι Ανώτατοι Αξιωματικοί του ΠΝ, ανεξαρτήτως ειδικότητας, Βαθμού Αντιναυάρχου ή Υποναυάρχου και σε περίπτωση μη υποβολής υποψηφιότητος απ’ αυτούς, Βαθμού Αρχιπλοιάρχου. (2) Από τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δύο (2) προέρχονται από τους Μαχίμους – Δασκάλους, ένα (1) από τους Μηχανικούς – Χημικούς, ένα (1) από τους Οικονομικούς, ένα (1) από τους Λιμενικούς, ένα (1) από τους Ιατρούς και τρία (3) από τους Πληρωμάτων Στόλου. …β. Διαδικασία εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου (1) Δικαίωμα ψήφου έχουν τα τακτικά μέλη της ΕΑΑΝ και σε περίπτωση θανάτου, ο εκάστοτε δικαιούχος της συντάξεως και του μερίσματός τους, εφόσον διατηρεί την ιδιότητα του τακτικού μέλους. (2) Κατά τη ψηφοφορία, χρησιμοποιείται ενιαίο ψηφοδέλτιο που αναφέρει χωριστά τις θέσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και κάτω από αυτές τα ονόματα των υποψηφίων κατά ειδικότητα, όπου απαιτείται ήτοι: … (7) Για την ανάδειξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των σταυρών προτιμήσεως που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι. Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις του Προέδρου και Αντιπροέδρου που καταλαμβάνονται αντίστοιχα από τον πρώτο και δεύτερο πλειοψηφίσαντα υποψήφιο για τις θέσεις αυτές. … γ. Υποβολή υποψηφιοτήτων (1) Δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας έχουν όλοι οι αναγραφόμενοι στην υποπαρα.2β (1) της παρούσης. Αν ο υποψήφιος προέρχεται από την οικογένεια του αποστράτου, εντάσσεται στην ίδια κατηγορία Αξιωματικών που ανήκε και ο εκλιπών. (2) …(4) Η υποβολή υποψηφιότητας για τις θέσεις του Προέδρου και Αντιπροέδρου δεν κωλύει την ταυτόχρονη υποβολή υποψηφιότητας για τη θέση μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, και ειδικότερα για την κατηγορία Αξιωματικών στην οποία ανήκει ο υποψήφιος. δ. …η. Έναρξη και λήξη της θητείας του Διοικητικού Συμβουλίου : (1) Η έναρξη της θητείας του νέου Διοικητικού Συμβουλίου γίνεται με απόφαση του ΥΕΘΑ για τη συγκρότησή του. Για της έκδοσή της η ΕΑΑΝ υποχρεούται να υποβάλει στο ΓΕΝ/Β3, επίσημο πρακτικό των εκλογών, αμέσως μετά την διενέργειά τους (2) …». Ακολούθως, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. Φ932/2/210138/Σ.138/24.2.2016 (ΦΕΚ Β΄445) Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας – Οικονομικών, με την οποία τροποποιήθηκε η προαναφερόμενη ΚΥΑ, στην οποία ορίστηκε μεταξύ άλλων στο άρθρο 1, Διαδικασία εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΑΑΝ, ότι : «Το εδάφιο β της παραγράφου 2 της από 18-2-1993 κοινής απόφασης Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών (Β΄216) τροποποιείται ως εξής : «β. Διαδικασία εκλογής του Διοικητικού Συμβουλίου (1) Δικαίωμα ψήφου έχουν τα τακτικά μέλη της ΕΑΑΝ και σε περίπτωση θανάτου, ο εκάστοτε δικαιούχος της συντάξεως και του μερίσματος, εφόσον διατηρεί την ιδιότητα του τακτικού μέλους. (2) Κατά την ψηφοφορία, χρησιμοποιείται ενιαίος σε είδος…και ενιαίο ψηφοδέλτιο που αναγράφει χωριστά τις θέσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και κάτω απ’ αυτές τα ονόματα των υποψηφίων κατά ειδικότητα, όπου απαιτείται, δηλαδή : (α) ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ … (4) Το εκλογικό δικαίωμα ασκείται με αυτοπρόσωπη ή επιστολική ψήφο… (8) Για την ανάδειξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός αριθμός των σταυρών προτιμήσεως που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι. Το ίδιο ισχύει και για τις θέσεις του Προέδρου και Αντιπροέδρου που καταλαμβάνονται αντίστοιχα από τον πρώτο και δεύτερο πλειοψηφήσαντα υποψήφιο για τις θέσεις αυτές».

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα : Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού, το οποίο είναι βάσει νόμου υπεύθυνο για την προκήρυξη και διοργάνωση των εκλογών, με το υπ’ αριθμ. 127/22.10.2015 πρακτικό του όρισε τη διενέργεια των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του την Κυριακή 20.3.2016, τον τόπο ψηφοφορίας καθώς και τη δημοσίευση των σχετικών οδηγιών για την διεξαγωγή τους καθώς και για τον τρόπο υποβολής υποψηφιοτήτων, στα σχετικά έντυπα. Εξάλλου, με την με αριθμ.πρωτ. 489/15.12.2015 αίτησή του, ο ήδη ενιστάμενος, υπέβαλε υποψηφιότητα για τις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, καθώς και για τη θέση Μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, όμως, με το με το υπ’ αριθμ. 139/14.1.2016 Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης δεν έγινε δεκτή η υποψηφιότητα του ενιστάμενου για τη θέση του Προέδρου – Αντιπροέδρου, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.2 του ΝΔ 1171/1972, όπως ισχύει, δικαίωμα ανακήρυξης σε υποψηφίους Προέδρους – Αντιπροέδρους και εκλογής έχουν οι Αντιπλοίαρχοι και οι Ανώτεροι Αξιωματικοί, μόνο εάν δεν υπάρχουν υποψήφιοι βαθμού Αντιναυάρχου και Υποναυάρχου, στην προκείμενη δε περίπτωση υπήρχαν ήδη 6 υποψήφιοι με τον προαναφερθέντα βαθμό, και συνεπώς δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση για εκλογή Αρχιπλοιάρχων ή άλλων ανωτέρω στο βαθμό αυτό. Ακολούθως ο ήδη ενιστάμενος, κατέθεσε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης την με αριθμ. πρωτ. 36/19.1.2016 Ένσταση – Αναφορά βάσει του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 10 του Συντάγματος, με την οποία προέβαλε ότι το άρθρο 5 παρ.2 του ΝΔ 1171/1972 είναι ανίσχυρο και μη εφαρμοστέο, καθόσον παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 2παρ.1, 4 παρ.1, 5 παρ.1, 12 παρ.1, και 3 και 25 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, ενώ είναι αντίθετο και με τα άρθρα 11 και 14 της ΕΣΔΑ, διότι εισάγει αθέμιτο περιορισμό στο συνταγματικό δικαίωμα της συνενώσεως, της ανάπτυξης της προσωπικότητας, της αναλογικότητας και της ισότητας, αφού τίθεται ανεπίτρεπτος φραγμός για τις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, καθώς και ότι στην κατηγορία που ανακηρύχθηκε υποψήφιος δεν υπήρχε ποσόστωση 1/3 υπέρ των γυναικών, ζήτησε δε την ανακήρυξη του ως υποψηφίου για τη θέση του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, καθώς και την συμπλήρωση της κατηγορίας στην οποία και ανακηρύχθηκε υποψήφιος, με το απαιτούμενο ποσοστό του αντίθετου φύλου. Με το υπ’ αριθμ. 141/27.1.2016 Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, απορρίφθηκε η ένσταση – αναφορά του ήδη ενιστάμενου, με την αιτιολογία ότι οι προβαλλόμενοι με την ένσταση λόγοι έχουν κριθεί οριστικά και αμετάκλητα από τα Ελληνικά Δικαστήρια, δεδομένου ότι οι ίδιες ενστάσεις είχαν υποβληθεί και στις εκλογές τις 25ης Νοεμβρίου 2012 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την 2/2013 απόφασή του απέρριψε την ένσταση και τον ισχυρισμό ότι η νομοθετική πρόβλεψη βάσει της Φ932/2/93/18.2.1993 ΥΕΘΑ/ΓΕΝ (Β΄216) ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ./ΕΑΑΝ πρέπει να έχουν ελάχιστο βαθμό Αντιναυάρχου, Υποναυάρχου ή Αντιπλοιάρχου αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.1, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, για το λόγο ότι αφενός ο εν λόγω ισχυρισμός προβλήθηκε απαραδέκτως με το υπόμνημα, σε κάθε δε περίπτωση είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να οργανώνει τον τρόπο ανάδειξης των οργάνων της διοίκησης των Ν.Π.Δ.Δ., αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του οικείου κλάδου των εκπροσωπούμενων μελών του, ενώ με το ίδιο σκεπτικό απορρίφθηκε και ο λόγος για την μη υποχρεωτική συμμετοχή στις ανωτέρω εκλογές υποψηφίων γυναικών σε ορισμένο ποσοστό. Περαιτέρω, η αίτηση αναίρεσης της εν λόγω απόφασης, απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 2908/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, για λόγους απαραδέκτου άσκησής της. Ακολούθως,κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθμ. Φ932/2/210138/Σ.138/15.2.2016 Κοινής Υπουργικής Απόφασης του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, με την οποία προβλέφθηκε η ψηφοφορία και δια επιστολικής ψήφου, ο ήδη ενιστάμενος υπέβαλε την από 16.3.2016 ένστασή του προς την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή, με την οποία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι δεν επετράπη η ψηφοφορία με επιστολική ψήφο, και ότι, στα ψηφοδέλτια αναγράφονταν ονόματα υποψηφίων που είχαν ήδη παραιτηθεί. Με το υπ’ αριθμ. 149/17.3.2016 Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης, απορρίφθηκε και η εν λόγω ένσταση, με την αιτιολογία ότι ο ήδη ενιστάμενος δεν είχε έννομο συμφέρον για τη μη διαγραφή του ενός εκ των δύο υποψηφίων από τα ψηφοδέλτια, δεδομένου ότι αυτός δεν ανακηρύχθηκε υποψήφιος για την κατηγορία Προέδρου/Αντιπροέδρου, ενώ η διαγραφή των υποψηφίων αυτών και η επανεκτύπωση ψηφοδελτίων θα δημιουργούσε σε κάθε περίπτωση σύγχυση, δεδομένου ότι είχαν ήδη αποσταλεί ψηφοδέλτια στα παραρτήματα. Ακολούθως, κατόπιν διενέργειας των σχετικών αρχαιρεσιών, η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή κατήρτισε το με αριθμό εισερχομένων στην Ε.Α.Α.Ν 135/22.3.2016 Πρακτικό επί διεξαγωγής εκλογών 20ης Μαρτίου 2016, με το οποίο και έγιναν γνωστά τα πρώτα αποτελέσματα των εκλογών, κατά τα οποία, ο ήδη ενιστάμενος έλαβε, στην κατηγορία των ειδικοτήτων, 229 σταυρούς, και δεν εκλέχθηκε, ενώ ο τελευταίος εκλεχθείς στην ίδια κατηγορία, είχε λάβει 671 σταυρούς. Μετά την υποβολή ενστάσεων, εκδόθηκε από την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή το από 24.3.2016 και με αριθμό εισερχομένων στην Ε.Α.Α.Ν 141Α/24.3.2016 Τελικό Πρακτικό της εν λόγω Επιτροπής Εξετάσεως Ενστάσεων επί Αποτελεσμάτων των Εκλογών της 20ης Μαρτίου 2016 για την εκλογή νέου Δ.Σ. της Ε.Α.Α.Ν, σύμφωνα με το οποίο ο ήδη ενιστάμενος έλαβε 227 σταυρούς και δεν εκλέχθηκε, ενώ στην ίδια κατηγορία, ο τελευταίος εκλεχθείς έλαβε 666 σταυρούς. Εξάλλου, το προαναφερόμενο Πρακτικό, με το οποίο εξήχθησαν τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών και ανακηρύχθηκαν οι επιτυχόντες, εστάλη, στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, ο οποίος με την Φ.932/ 12/213817/Σ.3817/17.6.2016 (Τεύχος Υ.Ο.Δ.Δ. Αρ. Φύλλου 356/8.7.2016) απόφασή του συγκρότησε σε σώμα το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης.

8. Επειδή, με την κατατεθείσα στην Ε.Α.Α.Ν από 24.3.2016 κρινόμενη ένσταση, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28.3.2016, όπως η νομική της βάση περιορίστηκε με τη δήλωση στο ακροατήριο του ήδη ενιστάμενου αναφορικά με την μη εφαρμογή της δυνατότητας επιστολικής ψήφου στις εν λόγω εκλογές καθώς και την αναγραφή στα ψηφοδέλτια υποψηφίων που είχαν ήδη παραιτηθεί, και με το νομίμως κατατεθέν από 17.10.2016 υπόμνημά του, ο ήδη ενιστάμενος προβάλλει ότι η μη ανακήρυξή του σε υποψήφιο για τις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Ε.Α.Α.Ν, καθώς και η απόρριψη της σχετικής ένστασής του, κατ’ επίκληση του άρθρου 5 παρ.2 του Ν.Δ. 11711/1972, στο οποίο ορίζεται ότι Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ανώτατοι αξιωματικοί βαθμών αντιστρατήγου ή υποστρατήγου και αντιστοίχων των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και ότι σε περίπτωση μη υποβολής υποψηφιότητας από αξιωματικούς αυτών των βαθμών εκλέγονται αντίστοιχα οι πλειοψηφήσαντες εκ των λοιπών υποψηφίων ταξίαρχοι ή ανώτεροι αξιωματικοί, είναι παράνομη, διότι η προαναφερόμενη διάταξη αντίκειται στο Σύνταγμα καθώς εισάγει υπέρμετρο περιορισμό στο συνταγματικό δικαίωμα της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 του Συντάγματος), καθόσον τίθεται περιορισμός στην ανάπτυξη της προσωπικότητας στα εκλογικά δρώμενα, της αναλογικότητας (άρθρο 25), της ισότητας (άρθρο 4), αλλά και του άρθρου 12 του Συντάγματος, που καθιερώνει το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την συνδικαλιστική ελευθερία, αλλά και τα, υπέρτερης τυπικής ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, άρθρα 11 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με τα οποία κατοχυρώνεται αντίστοιχα η ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, καθώς και η απαγόρευση των διακρίσεων. Ειδικότερα, προβάλλει ότι, η Ε.Α.Α.Ν αποτελεί, σύμφωνα και με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 2 του Ν.Δ 1171/1972 Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, στην οποία μετέχουν υποχρεωτικώς όλοι οι απόστρατοι αξιωματικοί του ναυτικού, προκειμένου δε οι απόστρατοι αξιωματικοί να περιβληθούν από τις εγγυήσεις που είναι αναγκαίες για την εύρυθμη λειτουργία των Ενώσεων, και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που έγκεινται στην καλύτερη οργάνωσή της, ο ίδιος ο νομοθέτης προέβλεψε ότι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Εντούτοις, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενιστάμενου, η εν λόγω Ένωση έχει διφυή υπόσταση, ήτοι διαθέτει και σωματειακό χαρακτήρα, χαρακτηρισμός που συνάγεται από τους γενικότερους σκοπούς της, (πέραν της προαγωγής και της συνέχισης των προς την Πατρίδα προσφορών των μελών της και της διατήρησης του εθνικού φρονήματος στους εν λόγω σκοπούς εντάσσεται και η προάσπιση των συμφερόντων των μελών της και ιδίως η παροχή βοήθειας και περίθαλψης των εχόντων ανάγκη μελών) αλλά και από την πρόβλεψη εκλογών για την ανάδειξη των μελών της. Η οργάνωση σε ν.π.δ.δ. και η υποχρεωτική συμμετοχή σε αυτά, δεν είναι ασύμβατες προς το Σύνταγμα, υπό τον όρο όμως ότι θα συνοδεύονται από ορισμένες αντισταθμιστικές εγγυήσεις, αναφερόμενες κυρίως στην εκλογή της διοίκησης του νομικού προσώπου από τα μέλη του, και στη φύση και στο εύρος των καθοριζομένων από το νόμο αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 5 και 12 του Συντάγματος. Εξάλλου, με το άρθρο 12 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, δεν κατοχυρώνεται απλά το δικαίωμα σύστασης ενώσεων αλλά και η ελευθερία της δράσης τους, οι τιθέμενοι δε περιορισμοί πρέπει να προβλέπονται από το νόμο ρητώς και να ερμηνεύονται στενά, ως δε κανόνες δημοσίας τάξης που πρέπει να τηρούν τα εν λόγω σωματεία κατά την δράση τους, δεν μπορούν να εννοηθούν οι ειδικοί κανόνες για τη δύναμη της ψήφου των μελών του ή της εκπροσώπησής τους στο διοικητικό συμβούλιο με κριτήριο τη βαθμολογική κατάσταση που έφεραν οι υποψήφιοι όταν τελούσαν στην ενεργεία, αλλά οι διατάξεις εκείνες του αναγκαστικού δικαίου που συγκροτούν τα θεμέλια του κρατικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματός της χώρας. Περαιτέρω, το ατομικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 12 του Συντάγματος αποτελεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενιστάμενου, καθολικό δικαίωμα όλων των Ελλήνων, και δεδομένου ότι από το ίδιο το Σύνταγμα δεν υφίσταται εξαίρεση κάποιας κατηγορίας πολιτών από την απόλαυσή του, παρά μόνο δυνατότητα επιβολής θεμιτών περιορισμών, η πρόβλεψη από το νομοθέτη της εξαίρεσης των αποστράτων αξιωματικών, οι οποίοι δεν αποτελούν, ειδικά μετά την αποστρατεία τους ειδική κατηγορία πολιτών, από την απόλαυση του συγκεκριμένου δικαιώματος, θα παραβίαζε και την αρχή της ισότητας, όπως αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Συντάγματος. Εξάλλου, δεδομένης της εκλογής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Α.Α.Ν με ψηφοφορία, και του κύριο σκοπού της, που είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών της, η Ε.Α.Α.Ν, αποτελεί, όπως και πρόσφατα αποφάνθηκε, κατά τους ισχυρισμούς του ενιστάμενου, το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 2192/2014 απόφαση της Ολομέλειάς του, συνδικαλιστικό όργανο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι, κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 παρ.2, 5 παρ.1 και 116 παρ.2, και του άρθρου 35 παρ. 6 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που εφαρμόζεται αναλόγως, κατά την διαδικασία κατάρτισης των ψηφοδελτίων για την κατηγορία των ειδικοτήτων, στην οποία και τελικά συμμετείχε ως υποψήφιος ο ενιστάμενος, δεν διασφαλίστηκε η υποχρεωτική κατ’ ελάχιστο στο 1/3 συμμετοχή των γυναικών γεγονός, που σύμφωνα με την νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, επιφέρει την ακύρωση της εκλογικής διαδικασίας, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί ότι η εν λόγω νομική πλημμέλεια θα ήταν δυνατόν να ασκήσει επιρροή στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα.

9. Επειδή, η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού με τις με αριθμ. πρωτ. 25495/10.5.2016 απόψεις της, και τα νομίμως κατατεθέντα από 17.10.2016 και 19.10.2016 υπομνήματά της, προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι ο λόγος περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5 παρ. 2 του ΝΔ 117/1972 είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να οργανώνει τον τρόπο ανάδειξης των οργάνων της διοίκησης των Ν.Π.Δ.Δ., αποβλέποντας, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του οικείου κλάδου των εκπροσωπούμενων μελών του. Άλλωστε, τον ίδιο λόγο, για την παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 παρ.1, 25 παρ. 1 και 3, έχει ήδη απορρίψει το παρόν Δικαστήριο με την 2/2013 απόφασή του, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2908/16.9.2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, αναφορικά με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση ένστασης, περί έλλειψης της απαραίτητης ποσόστωσης (1/3) υποψηφίων γυναικών στο ψηφοδέλτιο στην κατηγορία (Ε), υποστηρίζει ότι αφενός η εν λόγω απαίτηση δεν μπορεί πρακτικά να υλοποιηθεί, αφού η υποψηφιότητα είναι εθελοντική και ατομική, μη εντασσόμενη σε σχηματισμούς ή κόμματα, οπότε περιλαμβάνονται στα σχετικά ψηφοδέλτια όσες γυναίκες επιθυμούν, άλλωστε δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες στο σώμα, αφετέρου ο εν λόγω ισχυρισμός, ο οποίος είχε προβληθεί και στις προηγούμενες εκλογές, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την υπ’ αριθμ. 2/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την ίδια αιτιολογία περί ελευθερίας του νομοθέτη να οργανώνει τον τρόπο ανάδειξης των οργάνων της διοίκησης των Ν.Π.Δ.Δ., αποβλέποντας στη βέλτιστη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών του οικείου κλάδου. Εξάλλου, με το κατατεθέν, μετά την συζήτηση από 17.10.2016 υπόμνημά της η εν λόγω Ένωση ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω αρχαιρεσίες με την ανάδειξη των τελικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, επικυρώνονταν πάντα, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 25 παρ.1 (γ) του ν. 2292/1995, από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, χωρίς να έχει τεθεί ποτέ θέμα αντισυνταγματικότητας, η πρόβλεψη για την κατάληψη των θέσεων του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Δ.Σ από ανωτάτους ε.α. αξιωματικούς, αποτελεί εύλογη απόρροια της ιεραρχικής δομής του χώρου των αξιωματικών, δεδομένου ότι σε περίπτωση ανάκλησης τους στην υπηρεσία ή επιστράτευσης αναβιώνει η ιεραρχία, ενώ η αυξημένη διοικητική εμπειρία των ε.α ανωτάτων αξιωματικών και η ανάγκη πρόσδοσης αυξημένου κύρους δικαιολογεί από μόνη της τον εν λόγω περιορισμό. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές ανάδειξης του Δ.Σ της Ε.Α.Α.Ν έχουν εγκριθεί από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και έχει ήδη συγκροτηθεί σε Σώμα το Δ.Σ με την με αρ. Φ932/12/213817/Σ.3817/17.6.2016 απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας που έχει δημοσιευθεί στο αριθμ. 356/8.7.2016 ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ..

10. Επειδή, ενόψει των διατάξεων που προεκτέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν, και λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη ότι ναι μεν η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, έχει δηλαδή συσταθεί από τον νομοθέτη και όχι κατόπιν ιδιωτικής βούλησης, είναι δε περαιτέρω υποχρεωτική η συμμετοχή όλων των απόστρατων αξιωματικών με την άμεση παρακράτηση ποσοστού 1% επί του μερίσματος που αυτοί λαμβάνουν από το μετοχικό τους ταμείο για την οικονομική της ενίσχυση, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, και αποβλέπει μεταξύ άλλων στην διατήρηση αμείωτου του εθνικού φρονήματος, ωστόσο δεν απολαμβάνει ιδιαίτερα διοικητικά, κανονιστικά ή πειθαρχικά προνόμια, πέραν της υποχρεωτικής οικονομικής ενίσχυσης από τα μέλη της με την προαναφερόμενη παρακράτηση ποσοστού επί του καταβαλλόμενου σε αυτά μερίσματος και της αδυναμίας διάλυσης της με βούληση των μερών, ενώ περαιτέρω κύριος σκοπός της εν λόγω Ένωσης είναι η επιμέλεια των συμφερόντων των μελών της και η παρακολούθηση και διεκπεραίωση των γενικών ζητημάτων αυτών, με ειδικότερη εκδήλωση την παροχή βοήθειας και περίθαλψης στα μέλη της, την οικονομική ενίσχυση των τέκνων των μελών της με άριστη επίδοση και την μέριμνα για την σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι και στην εν λόγω ένωση εφαρμόζεται το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, καθώς και το άρθρο 12 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΠ Ολομέλεια 3/2012, ΣτΕ 3356/2004). Περαιτέρω, και οι εν ενεργεία στρατιωτικοί, οι οποίοι τελούν σε ηθελημένη ειδική σχέση εξουσιάσεως με το Κράτος απολαμβάνουν το ατομικό δικαίωμα της συνενώσεως (πρβλ. ΑΠ ΟΛΟΜ 3/2012, ΣτΕ 3356/2004), στο οποίο ο κοινός νομοθέτης μπορεί, με ειδική νομοθετική ρύθμιση να θέσει περιορισμούς, οι οποίοι αφενός δικαιολογούνται από τη προαναφερόμενη σχέση τους με το Κράτος και τις συναφείς υποχρεώσεις τους προς αυτό, αφετέρου, ωστόσο, οι εν λόγω περιορισμοί ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να είναι περαιτέρω δυνατό, σύμφωνα με την αρχή του απροσβλήτου των θιγόμενων ατομικών δικαιωμάτων να οδηγήσουν στην αναίρεση του δικαιώματος. Τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν από το νομοθέτη και κατά την οργάνωση του τρόπου ανάδειξης των οργάνων της διοίκησης της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού. Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τιθέμενος περιορισμός με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν.Δ. 1171/1972, σύμφωνα με τον οποίο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι ανώτατοι αξιωματικοί βαθμών αντιστρατήγου ή υποστρατήγου και αντιστοίχων των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και σε περίπτωση μη υποβολής υποψηφιότητας από αξιωματικούς αυτών των βαθμών, οι πλειοψηφήσαντες εκ των λοιπών υποψηφίων ταξιαρχών ή ανωτέρω αξιωματικών, δεν παραβιάζει τα προαναφερθέντα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, ούτε την αρχή της ισότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την αρχή της ελευθερίας του εκλέγεσθαι, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 5 του Συντάγματος, και δεν εισάγει, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, που προβλέπεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος, υπέρμετρο περιορισμό των προαναφερθέντων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι ο εν λόγω περιορισμός δικαιολογείται από την ανάγκη εξυπηρέτησης κατά τον βέλτιστο τρόπο των συμφερόντων της Ένωσης, με εκλογή στη θέση του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της προσώπων, που κατά τεκμήριο διαθέτουν, λόγω της αυξημένης διοικητικής τους εμπειρίας κατά την ενεργό θητεία τους και του αυξημένου κύρους του κατεχόμενου βαθμού τους, υψηλότερη ικανότητα στη διοίκηση και εκπροσώπηση της Ένωσης, ενώ πρόσθετο επιχείρημα σαφώς προσφέρει το γεγονός ότι, σε περίπτωση επιστράτευσης, η ιεραρχική σχέση των αποστράτων αναβιώνει. Περαιτέρω, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 23 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η συνδικαλιστική ελευθερία, δεδομένου ότι οι απόστρατοι αξιωματικοί έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί. Εξάλλου, δεδομένου ότι η συμμετοχή ανδρών και γυναικών στις εν λόγω εκλογές με την κατάρτιση ενιαίου ψηφοδελτίου και την απουσία συνδυασμών είναι ελεύθερη η δε εκλογή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου γίνεται βάση τις ψήφους που λαμβάνει κάθε υποψήφιος, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 4 παρ. 2 , 5 παρ. 1 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, το δε άρθρο 35 παρ.6 του Κ.Δ.Κ., δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω αναλόγως, καθόσον δεν υφίσταται λόγος χορήγησης στις γυναίκες - μέλη της Ένωσης ιδιαίτερων προνομίων κατά την υποβολή υποψηφιοτήτων σε σχέση με τους άνδρες – μέλη της Ένωσης.

11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη ένσταση πρέπει να απορριφθεί, να απορριφθεί και η παρέμβαση, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το καταβληθέν παράβολο ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 277 παρ.9 του Κ.Δ.Δ., να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 εδ. ε΄, ο ενιστάμενος από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ού.


ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την ένσταση.

Απορρίπτει την παρέμβαση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παράβολου, ποσού 100 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Απαλλάσσει τον ενιστάμενο από τα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του.

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στις 27.3.2017 και στις 19.5.2017.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 28.8.2017 σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με την συμμετοχή στην σύνθεση της Πρωτοδίκη Δ.Δ Ευανθίας Κουλουρίδου, αντί της εισηγήτριας της υποθέσεως Παρέδρου Δ.Δ. Σπαή Αθηνάς, λόγω της προαγωγής αυτής σε Πρωτοδίκη Δ.Δ. και της τοποθετήσεώς της στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κορίνθου.

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΣ

                                                                                            Γ2017/2632

 


                                                                       ΕΝΩΠΙΟΝ
                                Του κ. EΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

                                                           ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α, κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αριθμ. 48. ΑΔΤ:150921/22/2/2012 Τ.Α. ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ                                                                         (panos_stamatis@yahoo.gr)

                                                              ΚΑΤΑ

1.     ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμετόχου και εμπλεκομένου, διά κοινής δράσης και κοινού δόλου, αρμοδίου υπηρεσιακού παράγοντος και εξωθεσμικού τοιούτου συναυτουργού ή ηθικού  αυτουργού, κατ’ άρθρα 45-49 ΠΚ.

2.     Και κάθε άλλου προσώπου ως προς το οποίο προκύπτουν αποχρώσες    ενδείξεις ενοχής.  



I. Εισαγωγή

Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ,

Εκθέτω στην κρίση Σας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που πραγματώνουν την τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, αυτεπαγγέλτως διωκόμενα (244 ΠΚ, 259 ΠΚ), εις βάρος των συνταξιούχων των ΕΔ, Σ.Α, κ.α. και συστοίχως εις βάρος μου και αιτούμαι τα κατά το νόμο.  

Τα κρίσιμα περιστατικά και οι σύστοιχες συμπεριφορές πραγματώθηκαν από υπαλλήλους του ΓΛΚ, (ενδεικτικά από 10.5.2017 έως και σήμερα και αφορούν την  
κράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης του Ν.3865/2010 (ΕΑΣ),  καθώς είναι αντίθετη με τα αρθ. 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ 1 και 4 του Συντάγματος και από τις από αυτά απορρέουσες αρχές, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύτηκε την 10/2/2017.

Αναφέρομαι σε Εσάς κ. Εισαγγελεύ ζητώντας τη συνδρομή σας, προκειμένου να διερευνηθεί από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης αυτή η κατάφωρη αδικία εις βάρος μας, που πέρα των αντισυνταγματικών περικοπών των συντάξεώς μας, δεν  επιτρέπουν στον συνταξιούχο, να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή.  (βλ. ΟλΣτΕ 734/2016, 2287,8,9,90/2015, απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010,-1 BvL1/09-,-1BvL3/09-,-1BvL4/09-,ιδίωςRn.135).

II. Τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά.

1.-Πρόσφατα περιήλθε εις γνώση μου το πλήρες περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. 244/2017 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύτηκε την 10/2/2017, όπου κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ως αντισυνταγματική η κράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης του Ν.3865/2010, , καθώς είναι αντίθετη με τα αρθ. 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ 1 και 4 του Συντάγματος και από τις από αυτά απορρέουσες αρχές,  που επιβλήθηκε με τους  ν. 3863/10, 3865/10, 3986/11, 4002/11,στους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα και των «ειδικών μισθολογίων, με το σκεπτικό ότι τελικός αποδέκτης των εισφορών δεν είναι το Δημόσιο, από το οποίο συνταξιοδοτούνται οι δημόσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, αλλά οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν υπάγονται στο Δημόσιο και από τους οποίους δεν έχουν απολαβές οι συνταξιούχοι του Δημοσίου. Η ίδια ως άνω απόφαση απεφάνθη περαιτέρω ότι οι τυχόν απαιτήσεις για επιστροφή των αχρεωστήτως παρακρατηθέντων ποσών της εισφοράς αυτής, αρχίζουν από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης, ήτοι την 9-2-2017.
2-Πρέπει να σημειωθεί ότι η υπ’ αριθμ. ΟλΕλΣυν 244/2017 απόφαση αναφέρεται αποκλειστικά στην εισφορά αλληλεγγύης του Ν.3865/2010, που επιβλήθηκε σε όλους τους συνταξιούχους. Ωστόσο συντρέχουν οι ίδιοι νομικοί λόγοι για επιστροφή της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης του Ν.4002/2011.
3- Κατόπιν όλων αυτών, διαμαρτυρήθηκα στον προϊστάμενο της γενικής διευθύνσεως του ΓΛΚ, κ. Σπυρίδωνα Ντάνο, με την από 10.5.2017. εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία,  για την διακοπή της παρακράτησης υπέρ ΕΑΣ καθώς και την επιστροφή των μη νομίμως παρακρατηθέντων από 10-2-2017.   (ΣΧΕΤ. 1)
4- Με το υπ.αριθ. 107040/2017/24-5-2017, έγγραφο ΓΛΚ, μου απάντησε ότι έχει ενημερωθεί ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και αναμένονται σχετικές οδηγίες, αναγνωρίζοντας ότι η κράτηση της εισφοράς της ΕΑΣ είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου η είσπραξή της είναι παράνομη   (ΣΧΕΤ. 2).
5- Σύμφωνα με το άρθρο 103, παρ. 1 του Συντ. ορίζει ότι : «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό. Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα».
Ομοίως το άρθρο 24 του ΥΚ ορίζει ότι : «Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του κράτους, ορίζει υπηρετεί μόνο το λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 25, παρ. 1 του ΥΚ : «Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών».
6- Με το ενημερωτικό της Συντάξεως μου, Αυγούστου 2017, διαπίστωσα ότι συνεχίζεται η παράνομη είσπραξη της ΕΑΣ.                                                  (ΣΧΕΤ. 3)
7-Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως ότι, με τα υφιστάμενα δεδομένα η συνεχιζόμενη είσπραξη της ΕΑΣ είναι παράνομη,  έχει δε επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωση υμών και εμού προσωπικά, γεγονός που καθιστά ελεγκτέο τόσο πειθαρχικά όσο και ποινικά τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΓΛΚ, δια τις ανωτέρω ενέργειες και παραλείψεις τους.

III. Νομική θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς.

1.     Οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27 Π.Κ προσδιορίζουν την έννοια της υπαιτιότητας και του δόλου, που συνιστούν προϋπόθεση του ποινικού κολασμού των κακουργηματικών πράξεων.

2.     Κατά το άρθρο 46 παρ. 1β` του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα ή διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. 

3.     Κατά τη διάταξη του  άρθρου 244 ΠΚ, "υπάλληλος που εν γνώσει εισπράττει φόρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά έξοδα, ή οποιαδήποτε δικαιώματα που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από την διάταξη προκύπτει, ότι δια την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, το οποίον είναι γνήσιο, ιδιαίτερο, εφ`όσον αυτουργός πρέπει να είναι υπάλληλος, κατά την έννοιαν του άρθρου 13α Π.Κ.,απαιτείται η είσπραξη, υπό μορφή φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων, μ οφειλομένων καθ` ολοκληριαν ή κατά ποσόν που εισεπράχθη. Σκοπός δε της διατάξεως είναι η προστασία του πολίτη κατά πράξεων των αρμοδίων οργάνων, επιφορτισμένων με βεβαίωση και είσπραξη των κατά νόμον προσδιωρισμένον. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ήτοι γνώση ότι το ποσόν το οποίον ζητείται δεν οφείλεται ή ότι το φερόμενο ως οφειλόμενο είναι μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου και εκδήλωση βουλήσεως να ενεργήσει παρανόμως. Η θέληση του αυτουργού συνάπτεται προς το σύνολον των υλικών ενεργειών και ερευνάται σε σχέση με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Ο δόλος περιλαμβάνει και τη γνώση της μη οφειλής (ΑΠ 1311/94 ΠΧ ΜΔ 148).
4.     Η και άλλως, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ¨υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη¨. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Πρόκειται για έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' ΠΚ, στον οποίον έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, συνεπώς και οι υπάλληλοι του ΓΛΚ. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούληση του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., σ. 2278-2279, με παραπομπές σε νομολογία και περαιτέρω ΑΠ 727/2000, ΑΠ 1035/2003, ΑΠ 1591/2007,   ΑΠ 1153/2010,   ΑΠ 549/2011, ΑΠ 298/2011, ΑΠ 28/2012 και ΑΠ 137/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ,   Τόμος   Β',   2000,   σ.   2288-2289,   ΑΠ   727/2000,   ΠοινΧρον2001,   σ.   63   και ΑΠ1153/2010, ό.π.).
Στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος υπάρχει, όταν ο υπάλληλος παραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και τον γενικότερο ή ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από το νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δράση. Στο μέτρο που διακριτική ευχέρεια δεν σημαίνει απόλυτη ελευθερία δράσης εκ μέρους του υπαλλήλου, αλλά κρίση στο πλαίσιο μιας νομοθετικές, εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και να ληφθεί υπόψη η απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβαση εκ μέρους του υπαλλήλου της δοθείσας από το νόμο εξουσιοδότησης, είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (βλ Μπιτζιλέκη Τα υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 48-49). Η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση αυτής, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό, στην οποία απέβλεψε ο νόμος, όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου (ΑΠ 208/12 ΠοινΔ 2012, 1042. Γνωμ. ΕισΑΠ 3/10 ΠΧ ΞΑ 472).
Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Για να συντρέχει δε σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή  στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού του οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος,  πάντως πρέπει να  είναι  ο πρόσφορος  τρόπος περιποίησης του  σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος, ο δράστης δε πρέπει να τελεί σε γνώση της εν λόγω προσφορότητας (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, ό.π., ΑΠ 28/2012, ΑΠ 1153/2010,  ΑΠ 1035/2003, ό.π.).  Συνιστά επίσης παράβαση καθήκοντος (εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του α. 259 ΠΚ), όταν ο υπάλληλος (ή δικαστής ή εισαγγελέας): α) δεν λαμβάνει υπόψη του έγγραφα που του προσκομίζονται (Δικ Αγωγών Κακοδ. 3/64 ΝοΒ 13.10, Φ. Αγγελής, ΝοΒ 13.97), γ) δίδει στα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική αξία διαφορετική από αυτή που ορίζει ο νόμος, δ) λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτα στοιχεία, ε) δεν αιτιολογεί την κρίση του (16/95 ΔιατΕισεφΠατρ. ΤΝΠ 156880).

     Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και εξαιρετικής φύσης.

     Επειδή, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η αξιοπρεπής διαβίωση καθώς και η περιουσία, επιβάλλεται η ανίχνευση και εν συνεχεία η τεκμηρίωση των καταγγελλομένων.

     Επειδή, τα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση.

     Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.K. και των ειδικών νόμων.

     Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ' ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).

     Επειδή, Σας είναι γνωστό, ότι δια την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αρκετή και η απλή πιθανότητα τελέσεως αξιόποινων πράξεων καθώς και ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρωμένο, το οποίο επιβάλει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπαιτίων, η ύπαρξη απλής και μόνο πιθανότητας τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου ως δράστη αυτής καθιστά υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Η προκαταρκτική εξέταση»,σελ,.257,274). Η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι διάδικος αλλά αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης και κατά την κυρία και βασική λειτουργία της ανήκει στη δικαστική, με ευρεία έννοια, λειτουργία, και η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (κατ΄άρθρα 27, 43 Κ.Π.Δ.) συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Ο Εισαγγελικός Θεσμός» Ποιν. Χρον. Λ΄ σελίς 609 επομ.) και όχι απλή έκφραση γνώμης.

     Επειδή, η δικαιοσύνη αποτελεί σ’ αυτούς τους πραγματικά δύσκολους καιρούς την υπέρτατη προσδοκία και ελπίδα του πολίτη.

     Επειδή, ο Ελληνικός λαός προσβλέπει σ’ Εσάς για την ευθυδικία, την τήρηση της νομιμότητας και στην εν λόγω περίπτωση.

     Επειδή, οι νόμοι του κράτους μας υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όχι να παραμένουν ανενεργοί, σαν «ακάλυπτες νομικές επιταγές».

     Επειδή, οι υπαίτιοι εγκληματικών πράξεων πρέπει να ανευρίσκονται και να τιμωρούνται αναλόγως.

     Επειδή, όλως ενδεικτικά, οι εν λόγω πράξεις έχουν τελεστεί από 10-5-2017, μέχρι  και σήμερα.

      Με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τους μηνυόμενους, αλλά υποβάλλω αυτή επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν  διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως αξιωματικός έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά, καθώς  αφενός μεν με όλα αυτά μειώθηκε επικίνδυνα το επί δικαίου αίσθημα και αφετέρου βλάφτηκα προσωπικά από τις περιγραφόμενες πράξεις και παραλείψεις των υπαλλήλων του ΓΛΚ.


Η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως πολίτης Δημοκρατικού Κράτους και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού εν εφεδρεία.

                                                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
                                                              ΑΥΤΟΥΣ 
                         
Παρακαλώ για τις δικές Σας ενέργειες προκειμένου να διερευνήσετε, αν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων, καθώς επίσης και τα πρόσωπα, τα οποία τα τέλεσαν, αποκαθιστώντας, έτσι, τη νομιμότητα.

Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλα τα αδικήματα που συρρέουν από τα μηνυόμενα, για την υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 1681, ΑΠ 344/03).

Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, προσάγω και επικαλούμαι: (3)αντίγραφα

1.     Την από 10.5.2017. εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία μου                   (ΣΧΕΤ. 1)
2.     Το υπ.αριθ. 107040/2017/24-5-2017, έγγραφο ΓΛΚ                         (ΣΧΕΤ. 2)
3.     Το ενημερωτικό της Συντάξεως μου, Αυγούστου 2017                      (ΣΧΕΤ. 3)

                                                                                                               Αθήνα, 9.8.2017

                                      Ο υποβάλλων τη μηνυτήρια αναφορά
                                                Παναγιώτης Σταμάτης
                                                  Πλωτάρχης Π.Ν. ε.α.