Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Όταν οι Αρεοπαγίτες συγκρούονται πάνω από την αλήθεια

ΔΙΚΗ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Το 2000 ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου κος Τζίφρας, συνταξιοδοτούμενος ήδη από τα δικαστικά του καθήκοντα συνέγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Η αθωωτική μου ψήφος για τον Ανδρέα Παπανδρέου». Το βιβλίο αυτό είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση για τον τρόπο που περηφανευόταν μέσα από τις σελίδες του ο πρώην Αρεοπαγίτης, πως αυτός ήταν η κύρια αιτία που αθωώθηκε ο πρώην πρωθυπουργός. Στον αντίποδα των ισχυρισμών αυτού του βιβλίου πριν από λίγες μέρες ο συνταξιοδοτηθείς Αρεοπαγίτης Σπύρος Σπύρου εξέδωσε ένα βιβλίο με 622 σελίδες όπου επισημαίνει σελίδα προς σελίδα τις «αστοχίες» του συναδέλφου του. Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν μελετηθεί από κάποιον με την προσήκουσα προσοχή προκειμένου να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα.
Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας πλέον Σπύρος Σπύρου μεταξύ άλλων αναφέρει «Με τον κ. Τζίφρα συνυπηρετήσαμε για κάποια χρόνια στο Πρωτοδικείο και στο Εφετείο Αθηνών και δυό περίπου χρόνια στον Άρειο Πάγο. Δεν θυμάμαι αν είχαμε συνεργασθεί σε κάποια πολιτική ή ποινική υπόθεση των δικαστηρίων αυτών. Από όσα άκουγα γι’ αυτόν στις αίθουσες των δικαστών και στους διαδρόμους των δικαστηρίων που συνυπηρετούσαμε, σχημάτισα την γνώμη ότι ήταν άνθρωπος προσηνής και ευπροσήγορος με πολύ χιούμορ, το οποίο, όμως, δεν ξεπερνούσε τα όρια της σοβαρότητας την οποία επέβαλλε το λειτούργημά του ως δικαστή. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από το βιβλίο του, για το οποίο γίνεται λόγος πιο κάτω.
    Στο βιβλίο αυτό αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι, λόγω της άρτιας επιστημονικής καταρτίσεώς του, και του εξαίρετου δικαστικού ήθους του, είχε λαμπρή εξέλιξη στο δικαστικό κλάδο, προαγόμενος πάντοτε κατ’ απόλυτη εκλογή. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ούτε την επιστημονική κατάρτιση, ούτε το δικαστικό ήθος αυτού, τοσούτω δε μάλλον καθ’ όσον, όπως γράφει ο ίδιος στην σελίδα 295 του πιο πάνω βιβλίου του, ο Ε. Γιαννόπουλος, σημαίνον στέλεχος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που διατέλεσε και Υπουργός σε Κυβερνήσεις του κόμματος αυτού, έγραψε στο ΒΗΜΑ της 2-8-1998 και είπε κατ΄ επανάληψη στον τηλεοπτικό σταθμό του Γ. Κουρή μετά την έκδοση της αθωωτικής για τον Α. Παπανδρέου αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, ότι «Ο Παρμενίων Τζίφρας… ήταν μεγάλος νομικός. Συγγραφέας πολλών νομικών συγγραμμάτων και πραγματειών. Υπήρξε δάσκαλος των δικαστών και άνθρωπος εξαιρέτου ήθους».
    Είναι αλήθεια ότι ο κ. Τζίφρας, όταν ήταν δικαστής, έγραψε πολλά βιβλία, νομικά και μή. Από τα βιβλία αυτά, έχω διαβάσει, εκτός από αυτό, για το οποίο γίνεται λόγος πιο κάτω, το περί Ασφαλιστικών Μέτρων, το οποίο και χρησιμοποίησα κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων μου. Είναι αρκετά καλό, αλλά, όπως τα περισσότερα νομικά συγγράμματα που κυκλοφορούν σήμερα, είναι κι αυτό εράνισμα άλλων νομικών βιβλίων και δικαστικών αποφάσεων, και δεν αποτελεί πρωτότυπη εργασία, σαν τα νομικά συγγράμματα που έγραψαν οι σοφοί καθηγητές της Νομικής Σχολής Γ. Μπαλής, Γ. Μαριδάκης και άλλοι υψηλού κύρους νομικοί συγγραφείς.
    Τέτοια βιβλία και πραγματείες νομικές γράφουν πολλοί δικαστές, γιατί λαμβάνονται υπόψη από τους επιθεωρητές αυτών αρεοπαγίτες κατά την σύνταξη των σχετικών εκθέσεών του. Έν’όψει, όμως, του τεραστίου φόρτου εργασίας που έχουν οι δικαστές γενικώς, όσοι από αυτούς ασχολούνται και με εξωδικαστικές υποθέσεις, όπως είναι η συγγραφή βιβλίων και πραγματειών, είναι φυσικό να παραμελούν τα δικαστικά τους καθήκοντα, που αποτελούν την κύρια απασχόλησή τους. Γι’ αυτό και μερικοί από αυτούς βγάζουν «τηλεγραφικές» αποφάσεις και «όποιον πάρει ο Χάρος».
    Δεν ξέρω καμιά απόφαση του κ. Τζίφρα. Είναι αλήθεια ότι ένα βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, στο οποίο προήδρευσε ο κ. Τζίφρας ως Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σχολιάστηκε δυσμενώς από κάποιους δημοσιογράφους, γιατί είχε γενικότερο ενδιαφέρον λόγω της τεράστιας οικονομικής επιφάνειας του κατηγορουμένου που απαλλάχθηκε με το βούλευμα αυτό (βλ. το βιβλίο του Τάκη Κωνσταντινόπουλου «Η Δικαιοσύνη στο σκαμνί» σελ. 119-120). Όμως, όπως γράφει και ο κ. Τζίφρας στο πιο πάνω βιβλίο του, αυτοί που σχολιάζουν δυσμενώς κάποια δικαστική απόφαση, μη γνωρίζοντες τα στοιχεία της σχετικής δικογραφίας, δεν είναι περισσότερο αξιόπιστοι από τους δικαστές που βγάζουν την απόφαση αυτή γνωρίζοντες τα στοιχεία αυτά. Το ίδιο ισχύει και για τον Α. Παπανδρέου, ο οποίος, όπως αναφέρει ο Γ. Λιάνης στο βιβλίο του, που έγραψε γι’ αυτόν, είπε ότι ο Νιάρχος δολοφόνησε τις δύο γυναίκες του, παρά το ότι για την μία από αυτές είχε εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς (βλ. το βιβλίο του Γ. Λιάνη, «Α. Παπανδρέου – Ο τελευταίος Αρχηγός», σελ. 272).
    Ο κ. Τζίφρας ήταν ο αρχαιότερος, κατά την επετηρίδα, δικαστής (Αρεοπαγίτης) από αυτούς που κληρώθηκαν από τον Πρόεδρο της Βουλής Α. Τσαλδάρη για να μετάσχουν στην σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου, που θα δίκαζε σύμφωνα με την από 27-9-1989 απόφαση της Βουλής, τον πρώην Πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου και ορισμένους πρώην Υπουργούς της Κυβερνήσεως αυτού. Ο γράφων το παρόν βιβλίο ήταν, από άποψη σειράς αρχαιότητας, ο προτελευταίος δικαστής (Πρόεδρος Εφετών), που θα μετείχε στην σύνθεση του εν λόγω Δικαστηρίου.
    Μετά την κλήρωση από τον πιο πάνω Πρόεδρο της Βουλής των δικαστών που θα μετείχαν στην σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού, ο Πρόεδρος αυτός έστειλε στον τότε Πρόεδρο του Αρείου Πάγου κ. Ι. Γρίβα την σχετική δικογραφία για τα περαιτέρω. Αυθημερόν, ο κ. Γρίβας με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε να αναλάβω την κυρία ανάκριση της υποθέσεως κατά το άρθρο 24 του τότε ισχύοντος Ν.Δ. 802/1971. Απόρησα γιατί επέλεξε εμένα για ένα τόσο βαρύ και σπουδαίο έργο, ενώ, μεταξύ των κληρωθέντων δικαστών, υπήρχαν άλλοι αρχαιότεροι και περισσότερο από εμένα πεπειραμένοι δικαστές. Μου είπε ότι προτιμούσε εμένα για κάποιο λόγο, τον οποίο δεν θυμάμαι, όπως δεν θυμάμαι για ποιο λόγο δεν επέλεξε κάποιον από τους αρχαιοτέρους μου δικαστές, εκτός από τον κ. Τζίφρα, για τον οποίο μου είπε ότι «αυτός μιλάει», κάτι το οποίο μπορεί να είχε και άλλη έννοια και πάντως δεν συμβιβαζόταν με την σοβαρότητα που απαιτούσε η άσκηση των σχετικών καθηκόντων.
    Την ίδια μέρα, ο κ. Γρίβας εξέδωσε και μου κοινοποίησε την υπ’ αριθμ. 764-10-1989 πράξη του, με την οποία διόρισε εμένα τακτικό Ανακριτή της εν λόγω υποθέσεως και, καθ’ υπόδειξή μου, αναπληρωτή Ανακριτή τον νεότερό μου Πρόεδρο Εφετών κ. Γεώργιο Μακρή. Μαζί με την πιο πάνω πράξη, ο κ. Γρίβας παρέδωσε τότε σ’ εμένα και την ογκώδη δικογραφία, που είχε σχηματίσει η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, αποτελουμένην από σαράντα χιλιάδες (40.000) περίπου σελίδες. Μόλις είδα την εν λόγω δικογραφία, θορυβήθηκα, γιατί, κατά το άρθρο 27 του Ν.Δ. 802/1971, έπρεπε να τελειώσω την ανάκριση μέσα σε ένα μήνα, ενώ μόνη η μελέτη της δικογραφίας αυτής, πριν από την έναρξη της ανακρίσεως, θα απαιτούσε χρόνο μεγαλύτερο των δυό μηνών. Ο κ. Γρίβας, όμως, με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι δεν ήταν δύσκολο να περατωθεί εμπροθέσμως η εν λόγω ανάκριση. Τελικώς, η ανάκριση αυτή διήρκησε μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 1990, δεδομένου ότι, η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία αυτής παρατάθηκε μέχρι τότε με επανειλημμένες αποφάσεις του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 25 του Ν.Δ. 802/71.
    Ο κ. Τζίφρας, για να επανέλθω σ’ αυτόν, καθ’ όλη την διάρκεια της ανακρίσεως, φαινόταν σαν να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Με επισκέφθηκε στο ανακριτικό γραφείο μου μόνο μια φορά, για να μου ζητήσει ένα – δυο φακέλους ντοσιέ, από εκείνους που είχα αγοράσει εξ ιδίων μου για τις ανάγκες της ανακρίσεως, προτού να με εφοδιάσει με τέτοιους φακέλους ο διαχειριστής του Αρείου Πάγου. Το ίδιο αδιάφορος φάνηκε ο κ. Τζίφρας και κατά την διάρκεια της δίκης στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου, στην οποία, όπως και ο ίδιος γράφει στο βιβλίο του, για το οποίο πρόκειται, δεν έκανε ερωτήσεις προς τους μάρτυρες και τους παρόντες κατηγορουμένους. Σαν να είχε, δηλαδή, πάρει την απόφαση για την ψήφο του από την στιγμή που κληρώθηκε για να μετάσχει στην εν λόγω δίκη. Θυμάμαι μόνο ότι, κατά την διάρκεια της δίκης αυτής, με συνάντησε στο διάδρομο του τρίτου ορόφου του δικαστικού μεγάρου του Αρείου Πάγου και μου είπε ότι γράφω πολλά σε μια παρεμπίπτουσα απόφαση, που αφορούσε τον κατηγορούμενο πρώην Υπουργό κ. Γεώργιο Πέτσο, κι αυτό το έκανε προτού να απαγγελθεί η απόφαση αυτή στο ακροατήριο. Όλες, σχεδόν τις αποφάσεις στην δίκη εκείνη, μετά από την σχετική διάσκεψη των δικαστών, τις συνέτασσα σε σχέδιο εγώ και τις παρέδιδα στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, που τότε ήταν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Β. Κόκκινος, για να τις δημοσιεύσει στο ακροατήριο. Από την πιο πάνω παρατήρηση του κ. Τζίφρα φαίνεται ότι αυτός παρακολουθούσε τις ενέργειές μου, για να επέμβει όταν θα το έκρινε αναγκαίο.
    Στην διάσκεψη για την έκδοση της οριστικής αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, που κράτησε όλη την ημέρα της 16ης Ιανουαρίου 1992 και όλη την νύχτα αυτής προς τη 17η Ιανουαρίου 1992, ο κ. Τζίφρας δεν είπε τίποτε από αυτά που γράφει τώρα στο εν λόγω βιβλίο του. Παρενέβαινε μόνο και διέκοπτε τους δικαστές που διατύπωναν μία άποψη δυσμενή για κάποιον κατηγορούμενο, ή δεν άφηνε αυτούς να κριτικάρουν την ευμενή για κάποιον κατηγορούμενο άποψη του ιδίου ή άλλου δικαστή. Φαινόταν σαν να θεωρεί ειλημμένη την αθωωτική απόφαση για όλους τους κατηγορουμένους και να βιάζεται να πάει στο σπίτι του ή στο ξενοδοχείο «ΧΙΛΤΟΝ», στο οποίο, όπως γράφει στο σχολιαζόμενο βιβλίο του, συναντούσε εξωδικαστικούς παράγοντες και συζητούσε μαζί τους την πορεία της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο. Και πράγματι, αυτός και ορισμένοι άλλοι δικαστές ψήφισαν να αθωωθούν όλοι οι κατηγορούμενοι για όλες τις πράξεις που τους αποδίδονταν, παρά το ότι ορισμένες από τις πράξεις αυτές αποδεικνύονταν πλήρης, όχι μόνο από μαρτυρικές καταθέσεις, αλλά και από έγγραφα αναμφισβήτητου κύρους.
    Ύστερα από δέκα σχεδόν χρόνια, ο κ. Τζίφρας συνταξιούχος πλέον Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, έγραψε το σχολιαζόμενο βιβλίο με τίτλο «Η ΑΘΩΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΨΗΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ», το οποίο εκδόθηκε και διαφημίστηκε πολύ από τον Εκδοτικό Οίκο «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, του οποίου ο ιδρυτής κ. Αντώνης Λιβάνης ήταν επιστήθιος και εξ απορρήτων φίλος του κατηγορουμένου Α. Παπανδρέου.
    Σχολιάζοντας το εν λόγω βιβλίο του κ. Τζίφρα, παρατηρούμε όσα, με κάθε δυνατή αντικειμενικότητα, γράφονται πιο κάτω στην παρούσα εργασία, χωρίς να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με την ορθότητα της πιο πάνω αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, πέραν της παραθέσεως στην εργασία αυτή των σκεπτικών της αθωωτικής πλειοψηφίας των επτά δικαστών και της καταδικαστικής μειοψηφίας των έξι δικαστών του Δικαστηρίου αυτού, που αφορούν μια μόνο πράξη του Α. Παπανδρέου, για την οποία παραθέτει και ο κ. Τζίφρας στο σχολιαζόμενο βιβλίο του συντομότερα σκεπτικά των δικαστών αυτών, για να εκτιμήσει ο αναγνώστης του βιβλίου αυτού, την ορθότητα της αθωωτικής υπέρ του εν λόγω κατηγορουμένου ψήφου του.
    Διαβάζοντας, από την αρχή μέχρι το τέλος, το πιο πάνω βιβλίο του κ. Τζίφρα, γεννάται το ερώτημα σε τι απέβλεπε με αυτό ο συγγραφέας του, δεδομένου ότι ο κ. Τζίφρας, αν και είναι πεπειραμένος δικαστής, γράφοντας το βιβλίο αυτό για να δικαιολογήσει την αθωωτική υπέρ του Α. Παπανδρέου ψήφο που έδωσε αυτός στην σχετική διάσκεψη του Ειδικού Δικαστηρίου, δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου με τα νομικά και πραγματικά επιχειρήματα που δικαιολογούν μία τέτοια δικαστική ψήφο, αλλά επικαλείται κατ’ επανάληψη πολιτικούς, κομματικούς και διπλωματικούς λόγους, που δικαιολογούν την εν λόγω ψήφο του, και προσθέτει ότι, για να δώσει την ψήφο του αυτή, σκέφθηκε και την «επόμενη μέρα», κατά την οποία υπέθετε ότι οι κομματικοί οπαδοί του πιο πάνω κατηγορουμένου θα αιματοκύλιζαν και θα κατέστρεφαν την χώρα.
    Η μόνη λογική και επιεικής εξήγηση, για την απόφαση του κ. Τζίφρα να συγγράψει το πιο πάνω βιβλίο, είναι ότι, με το βιβλίο αυτό, ο κ. Τζίφρας ήθελε να πείσει την κοινή γνώμη για την σκοπιμότητα της αθωωτικής υπέρ του Α. Παπανδρέου ψήφου του, δεδομένου ότι, η πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν είχε πεισθεί για την ορθότητα της ψήφου του αυτής, γεγονός το οποίο προκύπτει και από τον σχολιαζόμενο βιβλίο του, όπως πιο κάτω.
    Ασφαλώς, η συγγραφή του εν λόγω βιβλίου, όπως και η αθωωτική υπέρ του Α. Παπανδρέου ψήφος του κ. Τζίφρα, δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός ότι όπως, διαδιδόταν μεταξύ των δικαστών του Αρείου Πάγου, κατά την διάρκεια της δίκης στο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο ο Α. Παπανδρέου κατηγορείτο για συμμετοχή του στην αξιόποινη πράξη της απιστίας, ή λίγο μετά την δίκη αυτή, ο γιός του κ. Τζίφρα, Ν. Τζίφρας, δικηγόρος ών, υπερασπιζόταν σε άλλα δικαστήρια στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και τούτο γιατί δεν αμφισβητώ ότι ο κ. Τζίφρας είχε εξαίρετο δικαστικό ήθος, το οποίο, όπως αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω, βεβαίωσε δημοσίως και ο Ε. Γιαννόπουλος, ο οποίος, σημειωτέον είχε συνήγορό του τον Ν. Τζίφρα σε μεταγενέστερες της δίκης του Ειδικού Δικαστηρίου, ποινικές δίκες, άσχετες με την δίκη αυτή.
    Στο σχολιαζόμενο βιβλίο του, ο κ. Τζίφρας επαναλαμβάνει πολλές φορές ορισμένα θέματα σε διάφορα κεφάλαια του βιβλίου αυτού με τίτλους άσχετους με τα θέματα αυτά. Επειδή δεν είχα τον χρόνο και το κουράγιο, λόγω της μεγάλης ηλικίας μου, να κωδικοποιήσω τα θέματα αυτά και να δώσω μία απάντηση για καθένα από αυτά, αναγκάστηκα κι εγώ να δώσω κατ’ επανάληψη την απάντηση αυτή κάθε φορά που αντιμετώπιζα το ίδιο θέμα. Γι’ αυτό ζητώ την κατανόηση των αναγνωστών του παρόντος βιβλίου μου.
ΠΗΓΗ: ΚΑΥΤΗ ΠΕΝΑ

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Χωρίς αιδώ οι παραβιάσεις του Συντάγματος και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας -του Γιώργου Κασιμάτη

Share on Facebook504Tweet about this on Twitter1Share on Google+0Pin on Pinterest0
kasimatis-george
Η ιστορία του Μάη της τετραετίας συνεχίζεται πανομοιότυπα. Η περίφημη (παράνομη και απάνθρωπη) «Συμφωνία» και πάλιδεν επικυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων –ούτε καν τέθηκε σε ψηφοφορία. Η ανεξάντλητη, όμως, ευρηματικότητα των παρανόμων όλων των εποχών βρήκε ένα νέο και πρωτοφανές εύρημα για τη «δημοκρατική» διακήρυξη της «επιβολής» της: Φορέθηκε η «Συμφωνία» «δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως» επίσημο «καπέλο» στο κεφάλι της Λαϊκής Αντιπροσωπείας, που αποτελεί το ύπατο όργανο αντιπροσώπευσης της Λαϊκής Κυριαρχίας –που δεν υπάρχει πια- και του Προέδρου της Δημοκρατίας, που αποτελεί το ύπατο όργανο έκδοσης και δημοσίευσης των νόμων –που δεν αποφασίζει πια η Ελλάδα. Ποιο ήταν το εύρημα; Στην Ολομέλεια δεν τέθηκε η «Συμφωνία» για επικύρωση κατά το Σύνταγμα, γιατί είχε δηλώσει η ΑΝ.ΕΛ ότι δε θα την ψηφίσει και όλοι οι άλλοι δε θέλανε, προφανώς, να αναλάβουν επίσημα την –όχι μόνο πολιτική- ευθύνη μιας τέτοιας πράξης που θίγει την εθνική κυριαρχία και τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Έτσι, τη βάλανε στην πρώτη σελίδα της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΦΕΚ, Α, 80/16/7/20150), ως το γρανιτένιο πίνακα του Όρους Σινά με τις εντολές της Υπέρτατης Θέλησης, χωρίς υπογραφές θνητώνπάνω από το νόμο που ψήφισε η «κυρίαρχη» Βουλή των Ελλήνων και πάνω από τον τίτλο του Αρχηγού του Κράτους («Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας») που, κατά το Σύνταγμα, εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους  της «κυρίαρχης» Νομοθετικής Εξουσίας. Το κείμενο, μάλιστα είναι στα αγγλικά και στα ελληνικά για να μην υπάρξει και καμία ερμηνεία αντίθετη με την ξένη θεία βούληση…
Το  νέο εύρημα μας άφησε άναυδους. Ρώτησα συναδέλφους μου, αν είδα καλά και αν εκείνοι έχουν ξαναδεί τέτοιο περιεχόμενο σε Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μου απάντησαν ότι ναι, καλά είδα, και ότι δεν έχουν ξαναδεί. Μπορεί να κάνομε όλοι λάθος και να έχει ξανασυμβεί, αλλά σίγουρα μόνο παράνομα και από παράνομο καθεστώς θα έχει γίνει. Είναι γνωστό ότι στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης δημοσιεύονται οι νόμοι που ψηφίζει η Βουλή (στο Τεύχος Α΄) και άλλες πράξεις της Εκτελεστικής Εξουσίας, πάντοτε με την υπογραφή των αρμόδιων οργάνων της ή κρίσιμες για τη χώρα «αποφάσεις κυβερνήσεως» οι οποίες, με βάση την κοινοβουλευτική αρχή της δημοκρατίας συνηθίζεται να υποβάλλονται στην Ολομέλεια για έγκριση. Αλλά και σ’ αυτή τη σπάνια περίπτωση, πρέπει να εγκριθούν με ψηφοφορία της Βουλής και να είναι υπογεγραμμένες από την Κυβέρνηση.
Επίσης, ούτε ως αιτιολογική ή εισηγητική έκθεση, που προβλέπει το Σύνταγμα, ούτε ως οποιαδήποτε άλλη μορφή δημόσιου εγγράφου μπορεί να θεωρηθεί χωρίς υπογραφή. Απλά, δημοσιεύεται ένα ξένο κείμενο, χωρίς υπογραφή εκπροσώπου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως ανεύθυνη διατύπωση θέσφατης για την Ελλάδα Βούλησης.
Ποια άλλη επίσημη ομολογία κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας και επιβολής κατοχής  θέλομε;
Κύθηρα, 18.7.2015