Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 44 §1 Σ)

Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 44 §1 Σ)

   vouli20γράφει ο Αργυρόπουλος Γιώργος
O ορισμός της κανονιστικής εξουσιοδότησης από τη γενική θεωρία της οποίας πηγάζει η πρακτική των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου είναι η εξής: «Κανονιστική εξουσιοδότηση είναι η παρεχόμενη προς τη διοίκηση, από το συντακτικό ή τον κοινόνομοθέτη, εξουσιοδότηση για την έκδοση κανόνων δικαίου με τη μορφή κανονιστικών πράξεων, με σκοπό τη διευκόλυνση του νομοθετικού έργου ή την αντιμετώπιση έκτακτων περιπτώσεων ή και κινδύνων[1]». Όπως γίνεται αντιληπτό, ο συντακτικός ή ο κοινός νομοθέτης είναι στην προκειμένη περίπτωση το εξουσιοδοτούν όργανο ενώ η διοίκηση, που προσωποποιείται είτε μέσω κάποιου μονοπρόσωπου είτε μέσω κάποιου σύνθετου οργάνου της (συνήθως πρόκειται για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από κοινού με το Υπουργικό Συμβούλιο), είναι το εξουσιοδοτούμενο όργανο. Η κανονιστική εξουσιοδότηση αποκλίνει από την ομαλή ή «φυσική» λειτουργία του πολιτεύματος, καθώς το μόνο αρμόδιο όργανο για την έκδοση κανόνων δικαίου αποτελεί το νομοθετικό όργανο, δηλαδή η Βουλή. Συνεπώς, έχει εξαιρετικό χαρακτήρα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την γραμματολογική -και όχι μόνο- ερμηνεία του άρθρου 44 § 1 εδ. α΄ ο συντακτικός νομοθέτης, θέλοντας να αποτρέψει τυχόν αυθαιρεσίες της διοίκησης μέσω της παροχής προς αυτήν υπερεξουσιών, αναφέρει ότι ο εκδιδόμενος κανόνας δικαίου έχει τη μορφή της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου, δηλαδή περιέχει μεν νομοθετικές ρυθμίσεις (ρυθμίσεις που εισάγουν, «θέτουν», κανόνες δικαίου), αλλά αυτές δεν παύουν να εντάσσονται στις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, κατηγορία κανόνων δικαίου που ιεραρχικά έπεται των (τυπικών) νόμων.
Σύντομη Ιστορική Ανασκόπηση
   Ο θεσμός της κανονιστικής εξουσιοδότησης κρίνεται απαραίτητος για την διεκπεραίωση του νομοθετικού έργου της Βουλής. Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση για την εξακρίβωση των λόγων που οδήγησαν στο θεσμό αυτό καθώς και μια σύντομη ιστορική αναδρομή της συνταγματοποίησής του.
   Κατ’ αρχάς, η θέσπιση πρωτευόντων κανόνων δικαίου από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας είναι θεσμός γνώριμος στην ελληνική έννομη τάξη πολύ πριν το Σύνταγμα του 1975. Το φαινόμενο άσκησης νομοθετικής αρμοδιότητας από διοικητικά όργανα εκδηλώθηκε στη χώρα μας είτε μέσω του θεσμού της νομοθετικής εξουσιοδότησης είτε κατ’ επίκληση του λεγόμενου δικαίου της ανάγκης είτε και δυνάμει ρητής συνταγματικής διάταξης (άρθρο 77 του Συντάγματος του 1927 και 35 § 2 του Συντάγματος του 1952) που επέτρεπε την σε συνταγματικό πλαίσιο έκδοση διαταγμάτων από τη διοίκηση.
    Διόλου σπάνια, επιπλέον, εκδίδονταν, χωρίς την απαιτούμενη τήρηση των κανόνων του Συντάγματος περί της αρμοδιότητας του νομοθετικού οργάνου, οι λεγόμενες Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.). Αυτές σε καμία περίπτωση δεν συνδέονταν με νομοθετική εξουσιοδότηση· παρ’ όλα αυτά περιείχαν πρωτογενή νομοθετική ρύθμιση και υποβάλλονταν αργότερα στη Βουλή ώστε να κυρωθούν αναδρομικά «διά τήν κάλυψιν τῆς τοιαύτης ἀντισυνταγματικότητος[2]». Αυτή ακριβώς η διαδικασία της μετέπειτα κύρωσης (έγκρισης) των Π.Υ.Σ. από τη Βουλή, πολλάκις επαναλαμβανόμενη και χρονοβόρα όντας, ανέδειξε την ανάγκη εισαγωγής νέας, ειδικής και ταχείας ρύθμισης για την νομοθετική αντιμετώπιση εξαιρετικά επειγόντων ζητημάτων όχι μόνο όταν η Βουλή ήταν απούσα (αυτή η περίπτωση, άλλωστε, υπαγόταν στο άρθρο 35 § 2 του Συντάγματος του 1952) αλλά εξίσου και όταν η Βουλή βρισκόταν σε σύνοδο. Έτσι, με το νέο θεσμό της κανονιστικής εξουσιοδότησης, έγινε μεταξύ της Βουλής και της διοίκησης μια απόπειρα κατανομής της νομοθετικής αρμοδιότητας, η οποία κατά τα «προστάγματα» του φιλελεύθερου αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού ανήκει στη νομοθετική εξουσία, δηλαδή τη Βουλή.
Οι διακρίσεις της κανονιστικής εξουσιοδότησης
Στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος κανονιστικής εξουσιοδότησης, και με διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια διάκρισης, μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής είδη:
Α. Με κριτήριο το εξουσιοδοτούν όργανο:
Α1: Άμεση ή συνταγματική: Η κανονιστική αρμοδιότητα παρέχεται στη διοίκηση απευθείας από το Σύνταγμα και παρακάμπτεται ο κοινός νομοθέτης.
Α2: Έμμεση ή νομοθετική: Η κανονιστική αρμοδιότητα παρέχεται από τον κοινό νομοθέτη με τυπικό νόμο. Πρόκειται για δευτερογενή εξουσιοδότηση που αποτελεί τον κανόνα, σε αντίθεση με την άμεση-πρωτογενή που αποτελεί την εξαίρεση[3].
Β. Με κριτήριο το περιεχόμενο της εξουσιοδότησης:
Β1: Ειδική: Βασίζεται στην επιταγή του συνταγματικού προς τον κοινό νομοθέτη να εξειδικεύει το αντικείμενο της εξουσιοδότησης.
Β2: Γενική: Ο κοινός νομοθέτης μπορεί να παράσχει γενικού περιεχομένου εξουσιοδότηση προς τα διοικητικά όργανα. Πρόκειται για την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 43, η οποία ρυθμίζει τη γενική εξουσιοδότηση που παρέχεται με νόμο-πλαίσιο.
 Γ. Με κριτήριο τον κύκλο των θεμάτων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της  εξουσιοδότησης:
Γ1: Ευρεία (όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερος περιορισμός του θέματος).
Γ2: Περιορισμένη (άρθρα 43 § 3και § 4).
Δ. Με κριτήριο τις συνταγματικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες παρέχεται η εξουσιοδότηση[4]:
Δ1: Τακτική: Η εξουσιοδότηση παρέχεται σε ομαλές συνταγματικοπολιτικές συνθήκες για την υποβοήθηση του νομοθετικού έργου της Βουλής και προβλέπεται από το άρθρο 43 του Συντάγματος 1975/1986/2001. Αναλυτικά: Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 43 αναφέρεται στα εκτελεστικά διατάγματα. Περιλαμβάνει είτε κανονιστικές είτε ατομικές πράξεις, δηλαδή δευτερεύοντες κανόνες δικαίου. Για την έκδοσή τους δεν απαιτείται μεσολάβηση νόμου (συνταγματική εξουσιοδότηση). Το πρώτο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου ρυθμίζει τα κανονιστικά-προεδρικά διατάγματα. Οι κανόνες που εισάγουν είναι πρωτεύοντες και αποτελούν τις σπουδαιότερες κανονιστικές πράξεις της διοίκησης. Η εξουσιοδότηση που ρυθμίζεται εδώ, είναι νομοθετική και ειδική. Το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αφορά στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται από άλλα όργανα της διοίκησης, όταν πρόκειται για ειδικότερα θέματα, ή θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, ή τεχνικού, ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. (δευτερογενής εξουσιοδότηση). Η τέταρτη παράγραφος ρυθμίζει τη γενική εξουσιοδότηση που παρέχεται με νόμο-πλαίσιο ,δηλαδή νόμο που χαράζει τις γενικές αρχές και κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρόκειται να ακολουθηθεί. Πρόκειται για νομοθετική – γενική εξουσιοδότηση.
Δ2: Έκτακτη: Η έκτακτη εξουσιοδότηση προβλέπεται από το άρθρο 44 §1 του Συντάγματος 1975/1986/2001. Πρόκειται για εξουσιοδότηση συνταγματική και ευρεία που παρέχεται σε ομαλές συνταγματικοπολιτικές συνθήκες και προβλέπει την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου από τον Πρόεδρο της δημοκρατίας μετά, από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών.
Δ3: Εξαιρετική: Η εξαιρετική εξουσιοδότηση προβλέπεται από το άρθρο 48 του Συντάγματος και παρέχεται σε μη ομαλές περιπτώσεις για την αντιμετώπιση επειγουσών, εξαιρετικών αναγκών που προκύπτουν από εσωτερικούς ή εξωτερικούς κινδύνους. Προϋπόθεση είναι να έχουν τεθεί σε εφαρμογή τα μέτρα κατάστασης ανάγκης. Αφότου ισχύσουν τα έκτακτα μέτρα του άρθρου 48, ο Πρόεδρος, ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης, μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Πρόκειται για άμεση (συνταγματική) εξουσιοδότηση που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των επειγουσών αναγκών ή στην ταχύτερη αποκατάσταση της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών.
 Η κανονιστική εξουσιοδότηση ως φαινόμενο διασταύρωσης των εξουσιών
Είναι γεγονός ότι με το θεσμό της κανονιστικής εξουσιοδότησης τίθεται θέμα καταστρατήγησης του άρθρου 26 του Συντάγματος, στο οποίο καθιερώνεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού ορίζεται ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στην δεύτερη παράγραφο του οικείου άρθρου ορίζεται ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ωστόσο, με το θεσμό αυτό, που προβλέπεται πάραυτα στο Σύνταγμα, φαίνεται κατ’ αρχήν να διασταυρώνονται οι δύο αυτές εξουσίες, αφού η εκτελεστική ασκεί αρμοδιότητες που de constitutione ανήκουν στην νομοθετική εξουσία. Πώς είναι δυνατή, όμως, η καταστρατήγηση του Συντάγματος από το ίδιο το Σύνταγμα; Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές από την αρχή για την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι ότι η έκδοση π.ν.π. από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας γίνεται από αυτά ως τέτοια και όχι ως νομοθετικά όργανα. Για το λόγο αυτό, οι κανόνες δικαίου που εκδίδονται από αυτά επενδύονται την μορφή των κανονιστικών πράξεων της διοίκησης και όχι των τυπικών νόμων, γι’ αυτό και έπονται των τυπικών νόμων στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου[5]. Συνεπώς, οι δύο εξουσίες εξακολουθούν όχι μόνο να είναι διακριτές αλλά και να τελούν σε σχέση ιεραρχίας, με ανώτερη την νομοθετική.
Οι προϋποθέσεις έκδοσης των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου
   Σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 44 του Συντάγματος 1975/1986/2001,σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης[6] ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 § 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες, ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής. Το άρθρο 44 § 1 προβλέπει την παροχή εξουσιοδότησης στη διοίκηση για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Πρόκειται για συνταγματική (άμεση) και ευρεία, ως προς το περιεχόμενο, εξουσιοδότηση που παρέχεται από το συντακτικό νομοθέτη (εξουσιοδοτούν όργανο) σ΄ ένα σύνθετο όργανο αποτελούμενο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το υπουργικό συμβούλιο (εξουσιοδοτούμενο όργανο). Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και στοχεύουν στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών στο πλαίσιο ομαλών συνταγματικοπολιτικών συνθηκών.
   Για την έγκυρη έκδοσης πράξης νομοθετικού περιεχομένου πρέπει ειδικότερα να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
 Ι. Έκτακτες περιπτώσεις: Η έκτακτη κανονιστική εξουσιοδότηση έχει ευρύτερη αποστολή από εκείνη της υποβοήθησης του νομοθετικού έργου του κοινοβουλίου. Ναι μεν παρέχεται, όπως και η τακτική εξουσιοδότηση, σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, προβλέπεται όμως για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Τις έκτακτες περιπτώσεις προσδιορίζει ο συντακτικός νομοθέτης ως περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Αντίθετα, από τον Π. Παραρά υποστηρίζεται ότι, ο όρος αναφέρεται στον τρόπο άσκησης της αρμοδιότητας και όχι στη ρυθμιστέα ύλη. Οι έκτακτες περιπτώσεις καθορίζουν το βαθμό εντάσεως στον οποίο η Κυβέρνηση μπορεί να προσφεύγει στην εξαιρετική διαδικασία του άρθρου 44 § 1. Εφόσον σε ομαλές συνθήκες λειτουργεί η κανονική νομοθετική διαδικασία, ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται σε συνταγματικό δικαίωμα του οποίου σπανίως πρέπει να γίνεται χρήση.
 ΙΙ. Εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη: Εξαιρετικά επείγουσα είναι η ανάγκη που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, αλλιώς εγκυμονεί κινδύνους. Η φύση του θέματος που ανέκυψε πρέπει να είναι τέτοια, που να επιβάλλει ταχύτατη νομοθετική αντιμετώπιση. Η έκδοση πράξης είναι θεμιτή, όταν η συγκεκριμένη ανάγκη πρέπει να αντιμετωπιστεί με ειδικούς για την περίσταση, νέους κανόνες δικαίου, χωρίς να επιδέχεται αναβολή. Κατά τον Π. Παραρά, η «ανάγκη» είναι ακαθόριστη νομική έννοια αλλά παράλληλα αποτελεί προϋπόθεση πλήρως αντικειμενικής εξακρίβωσης που σχετίζεται με τη φύση του ρυθμιστέου θέματος ή της κατάστασης που ανέκυψε. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι, η εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη νομοθέτησης δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο και ο βαθμός είναι που θα καθορίσει, όχι μόνο αν θα τεθεί κανόνας δικαίου, αλλά και με ποια ενδεχομένως διαδικασία θα τεθεί. Στην περίπτωση του άρθρου 44, δεν έχουμε τις κλασικές προϋποθέσεις του δικαίου της ανάγκης, αλλά περίπτωση αδυναμίας της Βουλής να αντιμετωπίσει άμεσα το θέμα που ανέκυψε. Πρόκειται για κατάσταση «νομοθετικής» ή «πολιτικής» (και όχι πολιτειακής) ανάγκης, κάτω υπό την οποία η εκτελεστική εξουσία νομιμοποιείται να ασκήσει εξαιρετικά νομοθετικές αρμοδιότητες. Η κρίση ως προς το έκτακτο των περιπτώσεων και το εξαιρετικώς επείγον και απρόβλεπτο της ανάγκης δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, διότι συνδέεται με την εκτίμηση της ανάγκης του μέτρου, η οποία ανάγεται στη σφαίρα της πολιτικής ευθύνης των οργάνων της νομοθετικής εξουσίας.
ΙΙΙ. Απρόβλεπτη ανάγκη: Το στοιχείο του απρόβλεπτου συντρέχει όταν, κατά την ομαλή εξέλιξη της κοινωνικής ζωής δεν μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια η έλευση ορισμένου γεγονότος που να χρειάζεται νομική κάλυψη, το οποίο όμως, επήλθε. Με άλλα λόγια, αιφνίδια διαμορφώθηκε ορισμένη πραγματική κατάσταση της οποίας η έλευση να μην θεωρείτο βέβαια ή πιθανή, με βάση των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, για να ασκηθεί η έκτακτη αυτή νομοθετική αρμοδιότητα κατά παρέκκλιση της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας θα πρέπει:
• Να πρόκειται για ύλη που δε ρυθμίζεται ήδη από την έννομη τάξη, ή για άμεση ανάγκη ουσιώδους μεταβολής προϋφισταμένου ειδικού νομικού καθεστώτος συναφούς με το θέμα που ανέκυψε και
• Να μην εκκρεμεί συναφές νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου στη βουλή.
 ΙV. Πρόταση του υπουργικού συμβουλίου: Το Υπουργικό Συμβούλιο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενεργούν σαν ένα σύνθετο διοικητικό όργανο δηλαδή, αν και διατηρούν την οργανική ανεξαρτησία τους οφείλουν να συμπράξουν για την τελείωση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου. Η Κυβέρνηση θα εκτιμήσει αν συντρέχουν ή όχι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις προσφυγής στο άρθρο 44 §1 και αν κριθεί ότι όντως συντρέχουν, έχει διακριτική εξουσία να ακολουθήσει την κανονική νομοθετική οδό ή να προσφύγει στο άρθρο 44.
 V. Προσυπογραφή από το Υπουργικό συμβούλιο και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: Η πράξη, φέροντας την υπογραφή του Προέδρου της δημοκρατίας καθώς και των μελών του υπουργικού συμβουλίου, – χωρίς το κείμενο να έχει ψηφιστεί από τη βουλή-, δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς φέρει τον τύπο του προεδρικού διατάγματος ως προς τα εξωτερικά της στοιχεία. Η δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως προκύπτει από την πάγια νομολογία του ΣτΕ και από τη ρητή διάταξη της §1 του άρθρου 35.
 Η κύρωση των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου
   Μετά την δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αρχίζει το στάδιο της διαδικασίας για την κύρωσή της από τη Βουλή. Η κύρωση υλοποιεί τη σύμπραξη του κοινοβουλίου η οποία, σε αντίθεση με την τακτική εξουσιοδότηση, έπεται της σύμπραξης της διοίκησης. Μετά την έκδοση – δημοσίευση της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, η Κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να καταρτίσει σχετικό νομοσχέδιο και να το καταθέσει στη Βουλή. Η υποβολή του νομοσχεδίου στη Βουλή προς κύρωση, γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 § 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή, ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της βουλής σε σύνοδο.
   Από το εδάφιο β΄ της § 1 του άρθρου 44 συνάγεται ότι:
• Αν η πράξη δημοσιευτεί κατά τη διάρκεια των εργασιών της Βουλής, η Κυβέρνηση μέσα σε προθεσμία 40 ημερών από την επομένη της δημοσίευσης της πράξης, οφείλει να καταθέσει στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο.
• Αν η πράξη δημοσιευτεί μετά τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα έναρξης της νέας βουλευτικής συνόδου σύμφωνα με το άρθρο 64 § 1.
• Εάν η πράξη δημοσιευτεί μετά τη διάλυση της Βουλής, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα έναρξης των εργασιών της πρώτης τακτικής συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι, το νομοσχέδιο δεν μπορεί να εισαχθεί σε Τμήμα της Βουλής ούτε στο Τμήμα Διακοπών παρά μόνο στην Ολομέλεια.
Αν η παραπάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ή αν η πράξη δεν εγκριθεί (ρητά ή σιωπηρά) από τη Βουλή εντός τριών μηνών από την υποβολή της, χάνει την ισχύ της ex nunc και όχι ex tunc, δηλαδή παύει αυτόματα να ισχύει για τον εφεξής χρόνο και όχι αναδρομικά. Το Σύνταγμα εκφράζεται ρητά και αποκλείει την ανατροπή των νομικών και πραγματικών καταστάσεων που είχαν δημιουργηθεί. Με την κύρωση, οι ρυθμίσεις της πράξης νομοθετικού περιεχομένου καθίστανται ρυθμίσεις νόμου με αναδρομική ισχύ . Αν δηλαδή κυρωθούν, εξακολουθούν να ισχύουν και στον εφεξής χρόνο, σαν να υπήρξαν εξαρχής τυπικοί νόμοι. Αν δεν κυρωθούν, μετατρέπονται σε κρατικές πράξεις τύπου διοικητικού.
Παραδείγματα Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου από τη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα
     Το 1977, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε ο τύπος της πράξης νομοθετικού περιεχομένου για το πάγωμα των ενοικίων των κατοικιών. Επίσης, το 1985 για την εφαρμογή μέτρων οικονομικής πολιτικής. Το 1999 πάλι με πράξη νομοθετικού περιεχομένου επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί η καταχρηστική κατάληψη των σχολικών κτιρίων από τους μαθητές και η επακόλουθη παρακώλυση της διδασκαλίας· «όποιος καθ’ οιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει, διαταράσσει ή διακόπτει την ομαλή λειτουργία των δημόσιων σχολείων πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή παρανόμως παραμένει στους χώρους λειτουργίας αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών. Η ποινική δίωξη των υπαιτίων ασκείται αυτεπαγγέλτως». Αυτά προέβλεπε η από 4 Δεκέμβρη 1999 π.ν.π. «Ομαλή λειτουργία δημοσίων σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» που ψηφίστηκε με σκοπό την καταστολή του μαθητικού κινήματος. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει το 2007 για την καταβολή ποσών σε πυρόπληκτους, εν μέσω προεκλογικής περιόδου (Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 29.8.2007 – ΦΕΚ 205/Α’/29.8.2007 Κοινωνικές παροχές και οικονομικές ενισχύσεις στους πληγέντες από τις πυρκαγιές). Το 2009, εκδόθηκε πράξη νομοθετικού περιεχομένου για την αντιμετώπιση ορισμένων θεμάτων που είχαν μείνει μετέωρα λόγω της πρόωρης διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης εκλογών. Τα θέματα αυτά ήταν η απόσυρση των ΙΧ, η αναστολή των πλειστηριασμών για χρέη κάτω των 200.000 ευρώ, οι μετατάξεις και οι συνταξιοδοτήσεις 4.500 εργαζομένων στην Ολυμπιακή, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι αναθέσεις δημοσίων έργων (αυτοχρηματοδοτούμενα, ΣΔΙΤ), η ρύθμιση των θεμάτων που αφορούσαν τους ημιυπαίθριους χώρους και η πληρωμή του ΦΠΑ σε δόσεις. Η Πράξη αυτή, ωστόσο, δεν εγκρίθηκε από την επόμενη Βουλή, η οποία θεώρησε αυτά τα μέτρα “προεκλογικές παροχές”. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει κάτι σε νομικό επίπεδο, πολιτικά ήταν αξιοπερίεργο, αν όχι πρωτόγνωρο, να ακυρωθεί πράξη του ΠτΔ.
    Συμπερασματικά, σε όλες τις περιπτώσεις θα μπορούσε η αντιμετώπιση της ανάγκης να χαρακτηριστεί εξαιρετικά επείγουσα. Είναι, όμως, αμφίβολο αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και απρόβλεπτη –πλην της περίπτωσης καταβολής κοινωνικής παροχής στους πυρόπληκτους του 2007. Αυτό, γεννά σκέψεις για το πόσο “ευάλωτη” απέναντι στην πολιτική σκοπιμότητα είναι η τήρηση του άρθρου 44 § 1 του Συντάγματος, η οποία κατά κάποιον τρόπο επαφίεται στην πολιτική εντιμότητα των εφαρμοστών του δικαίου, που και αν ακόμα εφαρμόσουν καταχρηστικά το συγκεκριμένο άρθρο , η μόνη ευθύνη που υπέχουν είναι πολιτικής φύσεως.

Βιβλιογραφία
Δαγτόγλου Π.Δ., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκτη έκδοση 2012
Μαυριάς Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005
Χρυσανθάκης Χ., Γαλάνη Ε., Πανταζόπουλος Π., Εισηγήσεις Συνταγματικού Δικαίου, Θεσμοί Δημοσίου Δικαίου
Δημητρόπουλος Ανδρέας, Γενική Συνταγματική Θεωρία
Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη έκδοση 2008
Παραράς Πέτρος, Αι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου του Πρόεδρου της Δημοκρατίας.


[1] Δημητρόπουλου, Γενική Συνταγματική Θεωρία, σελ. 413.
[2] Παραράς, Αἱ πράξεις νομοθετικοῦ περιεχομένου τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας.
[3] Χρυσανθάκης Χ., Γαλάνη Ε., Πανταζόπουλος Π., Εισηγήσεις Συνταγματικού Δικαίου, Θεσμοί Δημοσίου δικαίου, σελ. 28, Δαγτόγλου, ό.π., σελ.82.
[4] Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 82, §§ 179-185.
[5] Δημητρόπουλου, ό.π., σελ. 414.
[6] Χρυσανθάκη Χ., Γαλάνη Ε., Πανταζόπουλου Π., ό.π., σελ. 27.

Άρθρο δημοσιευμένο στο ψηφιακό νομικό περιοδικό Θέμις (τεύχος Μαρτίου)
Νομική τεκμηρίωση – νομικός

Δεν υπάρχουν σχόλια: