ΣΧΕΔΙΟ ΑΓΩΓΗΣ
λάβαμε και δημοσιεύουμε το ακόλουθο mail
Σου στέλνω το ακόλουθο κείμενο, που αποτελεί τμήμα της αγωγής την οποία πρόκειται να καταθέσουμε σύντομα, σε συνεννόηση ελπίζω με την Ένωση. Το κείμενο είναι προς επεξεργασία και δεν είναι τελικό, αλλά προς ενημέρωση και αντίκρουση απόψεων που συνεχώς γράφουν ανώνυμοι στο blog σου, προτείνω να το δημοσιεύσεις.
Ι.Στο άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια . Οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού λαού». Περαιτέρω, στο μεν άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία», στο δε άρθρο 88 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι», στην δε επομένη παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους».
Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, συναρτώμενες προς την σπουδαιότητα του λειτουργήματος, την ιδιαίτερη κατάσταση, τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς των λειτουργών αυτών, σε σχέση προς την ανάγκη της απροσκόπτου απονομής της δικαιοσύνης, ως βασικής λειτουργίας του Κράτους, από πρόσωπα, τα οποία απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και καλύπτονται από το θεσμό της ισοβιότητος, πρέπει να είναι ανάλογες προς το κύρος της ανεξαρτήτου δικαστικής λειτουργίας, ως μίας από τις τρεις συντεταγμένες λειτουργίες. Προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, η οποία αποτελεί και το κύριο στοιχείο, το οποίο την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες, το Σύνταγμα αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές και εξαρτά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση προς εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής, το Σύνταγμα θεωρεί και την ιδιαιτέρα μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως. Συνεπώς, οι αποδοχές αυτές πρέπει να είναι διακεκριμένες, καθοριζόμενες από τη νομοθετική λειτουργία αυτοτελώς, για τους δικαστικούς λειτουργούς, σε επίπεδο ανώτερο έναντι όχι απλώς των διοικητικών υπαλλήλων, αλλά έναντι όλων των άλλων λειτουργών και αξιωματούχων του δημοσίου τομέως, ανεξαρτήτως της νομικής σχέσεώς τους προς το Δημόσιο ή της νομικής μορφής της υπηρεσίας τους ως διοικητικής, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, ανωνύμου εταιρείας, δημοσίας επιχειρήσεως κ.λ.π.(ΟλΣτΕ 162-166/2010,ΝΟΜΟΣ). Ειδικό μισθολόγιο, κατά την έννοια του άρθρου 88 παρ.2 Συντ σημαίνει όμως και ότι οι αποδοχές των δικαστών δεν μπορούν να μειωθούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, διότι κάθε τέτοια μείωση, ανεξαρτήτως του ύψους της, προσβάλλει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών. Αυτό, διότι ο συνταγματικός νομοθέτης θεσπίζει ειδικό μισθολόγιο ειδικά και μόνο για τους δικαστές όχι προκειμένου να προστατέψει αυτό καθεαυτό το βιοτικό επίπεδο του κάθε ενός δικαστή, αλλά διότι θεωρεί ότι οι αποδοχές των δικαστών, οι οποίες πάντως πρέπει να του εξασφαλίζουν ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο ανάλογο του κύρους του θεσμού τον οποίο υπηρετούν, πρέπει επιπλέον όχι μόνο να είναι διακεκριμένες και ανάλογες του λειτουργήματός τους, αλλά και να μην μπορούν να μειωθούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους, αφού συνδέονται ευθέως με τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή. Αυτό προκύπτει ευθέως(αν και δεν καθιερώνεται με ρητή διάταξη) από το άρθρο 88 παρ.2 Συντ, το οποίο ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 87 παρ.1(διατάξεις οι οποίες σύμφωνα με την ορθότερη γνώμη είναι μη αναθεωρητέες διότι συνδέονται με το άρθρο 26 του Συντ, που καθιερώνει τη θεμελιώδη για κάθε κράτος δικαίου αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ή εξουσιών, διάταξη η οποία καθιερώνεται ευθέως ως μη αναθεωρητέα κατ’άρθρο 110 παρ.1 Συντ βλ. Αργυρό, Οι μισθοί των δικαστών η νομολογία του μισθοδικείου και η συνταγματική αναθεώρηση,ΕΕργΔ 2007,769 επ.). Προκύπτει επίσης: 1)από το άρθρο 94 παρ.12 της Πρότασης της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, διατάξη σύμφωνα με την οποία η αποζημίωση των δικαστών πρέπει να καθιερώνεται και να εγγυάται από το νόμο(Principle I.2b.ii), να είναι ισόμετρη με το κύρος της ιδιότητάς τους και των καθηκόντων τους(Principle III.1.b), 2)από τα πρακτικά της Επιτροπής της Βενετίας κατά τα οποία «η αποζημίωση των δικαστών πρέπει να ανταποκρίνεται στο κύρος της ιδιότητάς τους και η ανάλογη αυτή αποζημίωση είναι απολύτως απαραίτητη για να προστατέψει τους δικαστές από ακατάλληλες εξωτερικές παρεμβάσεις[...]. Το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να καθορίζεται υπό το φως των κοινωνικών συνθηκών της χώρας και να συγκρίνεται με το επίπεδο ανωτάτων κρατικών λειτουργών. Η αποζημίωση πρέπει να βασίζεται σε ένα σταθερό πρότυπο και να στηρίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια»,3) από το άρθρο 13 της Διεθνούς Χάρτας Δικαστών (Universal Charter of the Judges, υιοθετήθηκε από την International Association of Judges το 1999) που ορίζει ρητώς ότι: «Ο δικαστής πρέπει να απολαμβάνει επαρκούς αποζημίωσης έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πραγματική οικονομική του ανεξαρτησία. Η αποζημίωση δεν μπορεί να εξαρτάται από τα αποτελέσματα της εργασίας του δικαστή και δεν μπορεί να μειωθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του(Article 13),το δε άρθρο 2 ορίζει ότι «ο δικαστής, ως φορέας δικαστικής εξουσίας, πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί τις δικαστικές εκουσίες του ελεύθερος από κοινωνική, πολιτική και οικονομική πίεση...» 4)από το άρθρο 8 της European Charter on the Status of Judges, διάταξη η οποία ορίζει ότι: «οι δικαστικές αποδοχές πρέπει να είναι επαρκείς προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι ο δικαστής θα έχει πραγματική οικονομική ανεξαρτησία και δεν μπορεί να μειωθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της θητείας του δικαστή(βλ. και Judges Charter in Europe,1993,para , 5) από τις παραδοχές του Συμβουλευτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών του Συμβουλίου της Ευρώπης(C.C.J.E.) σύμφωνα με το οποίο «Ενώ ορισμένα συστήματα(των χωρών της Βόρειας Ευρώπης)ανταποκρίνονται κυρίως με παραδοσιακούς μηχανισμούς χωρίς τη θέσπιση τυπικών νομικών κανόνων, το C.C.J.E. θεωρεί ότι είναι γενικώς σημαντικό και ειδικά σε σχέση με τις νέες δημοκρατίες (ενν.της Ευρώπης)να κάνει συγκεκριμένη νομική πρόταση που να εγγυάται τις δικαστικές αποδοχές απέναντι σε οποιαδήποτε μείωσή τους και να εξασφαλίζει τουλάχιστον de facto πρόταση για αυξήσεις των αποδοχών των δικαστών σε αρμονία με το κόστος ζωής(para 62,Opinion No.1), 5)τέλος προκύπτει από τις παραδοχές της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ(U.N. Human Rights Committee) κατά τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα που να εγγυώνται τη δικαστική ανεξαρτησία και να προστατεύουν τους δικαστές από οποιαδήποτε μορφή πολιτικής επιρροής κατά τη διαδικασία σχηματισμού της δικανικής τους πεποίθησης, μεταξύ άλλων, καθιερώνοντας (ενν.εγγυημένες)δικαστικές αποδοχές(International Covenant on Civil and Political Rights,Article 14,General Comment No 32, para 19). Σε αρκετές χώρες η ανωτέρω αρχή της απαγόρευσης μείωσης των δικαστικών αποδοχών κατά τη διάρκεια της θητείας τους είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Αυτό ισχύει για τις μισές περίπου από τις 54 χώρες του Κοινοδικαίου(Common Law),όπως λ.χ. καθιερώνεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ(Art.3, Sec.I)του Μαλάουι(άρθρο 114), της Μεγάλης Βρεταννίας, όπου ελλείψει γραπτού Συντάγματος υφίσταται αντίστοιχη συνταγματική αρχή με βάση την οποία απαγορεύεται η μείωση του μισθού των δικαστών κατά τη διάρκεια της θητείας τους σε τέτοιο βαθμό μάλιστα έτσι ώστε να μην γίνονται παρακρατήσεις υπέρ του Ταμείου Συντάξεων διότι κάτι τέτοιο θεωρείται έμμεση μείωση των αποδοχών τους, της Ιρλανδίας(άρθρο 134 παρ.5),της Νέας Ζηλανδίας, της Ζιμπάμπουε, της Μαλαισίας, της Κένυας(βλ.Mary Ang’awa,Judicial Independence Abroad:The Struggles Continue,A View from Kenya,Human Rights,Vol.36,No 1) της Ινδίας(βλ.http://theconstitutionofindia.blogspot.com/ 2011/01/union-judiciary-supreme-court.html),των Φιλλιπινών(Art.8,Sec.9 βλ. Supreme Court GR No L-6355-56, 31.8.1953, Pastor M.Endencia and Fernando Jugo v.Saturnino David),της Ιαπωνίας(άρθρο 79 βλ.J.M.Ramseyer/E.Rasmusen,Measuring judicial independence:the political economy of judging in Japan,2003,38).Σε ορισμένες, μάλιστα, χώρες οι αποδοχές των δικαστών δεν υπόκεινται καν σε παρακρατήσεις φόρων, διότι και αυτές(οι παρακρατήσεις)θεωρούνται έμμεση απαγορευμένη μείωση των αποδοχών των δικαστών(βλ.http://allafrica.com/stories/201108221662.html. Για τη σχετική συζήτηση στην Ιρλανδία βλ. http://www.justice.ie/en/JELR/Pages/SP11000180). Από τα Συντάγματα των Ευρωπαϊκών Χωρών ανάλογη διάταξη υπάρχει εξάλλου και στο Σύνταγμα της Αλβανίας(άρθρο 138). Η απαγόρευση μείωσης των αποδοχών των δικαστών έχει γίνει δεκτή και από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας(απόφαση της 18.2.2004 βλ.http://www.trybunal.gov.pl/eng/summaries/documents/K_12_03_GB.pdf), το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λιθουανίας(απόφαση της 6.12.1995 κατά την οποία οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης των αποδοχών των δικαστών ή των κοινωνικών εγγυήσεων που τις συνοδεύουν ή μείωσης του προϋπολογισμού των δικαστηρίων εν γένει πρέπει να θεωρείται ως προσβολή της δικαστικής ανεξαρτησίας), το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας[απόφαση της 15.9.1999 κατά την οποία o δικαστής έχει αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα σε αποδοχές που δεν μπορούν να μειωθούν(unreduced salary) καθώς και η απόφαση της 14.7.2005 βλ. Constitutional Court of the Czech Republic in the case Pl. US 34/04] και τέλος το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβενίας(απόφαση της 7.12.2006 κατά την οποία «προστασία έναντι της μείωσης των αποδοχών του κάθε ενός δικαστή, αν τέτοια εννοείται η εξασφάλιση της σταθερότητας και συνεπώς της δικαστικής ανεξαρτησίας, πρέπει δηλαδή να εννοείται ως προστασία εναντίον κάθε είδους παρέμβαση η οποία θα προκαλούνταν από μία μείωση των αποδοχών του, τις οποίες ο δικαστής δικαίως προσδοκούσε κατά την είσοδό του στο δικαστικό σώμα).
ΙΙ.II. Με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα "πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ. ΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ` αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή(AΠ 72/2011,ΝΟΜΟΣ). Ακόμη και αν δεχτεί κανείς, ότι σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες επιτρέπεται να μειωθεί ο μισθός των δικαστών, οποιαδήποτε μείωση πρέπει να μην έρχεται σε αντίθεση με την ανωτέρω συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή. Βέβαιο είναι, ότι μειώσεις 38,5% επί του συνόλου των αποδοχών που έχουν υποστεί μέχρι στιγμής οι δικαστές εμφανίζουν πρόβλημα συνταγματικότητας και υπό την εκδοχή αυτή. Συγκεκριμένα, το δημοσιονομικό έλλειμα ανήλθε το έτος 2009 σε 15,4%(36 δις ευρώ), το έτος 2010 σε 10,5%(πρώτο έτος εφαρμογής του μνημονίου) και το έτος 2011 σε 8,5%(18,69 δις ευρώ) για φέτος δε υπολογίζεται να κλείσει σε 9,2%. Το Δημόσιο χρέος, αντίθετα, το οποίο το έτος 2009 ανέρχονταν σε 298.000.000.000 ευρώ(126,8% του ΑΕΠ), ανέρχεται σήμερα και μετά το λεγόμενο κούρεμα που έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2012 σε 303.000.000 ευρώ με αυξητικές τάσεις. Το συνολικό ποσό μισθοδοσίας των (περίπου 4.200 εν ενεργεία) δικαστών για το έτος 2010 ανήλθε σε 457.000.000 ευρώ και το έτος 2012 σε 313.000.000 ευρώ, ενώ οι συνολικές δαπάνες του Προϋπολογισμού του έτους 2010 ανήλθαν σε 47.600.000.000 ευρώ(βλ.προσχέδιο Προϋπολογισμού 2011 στην ιστοσελίδαhttp://www.minfin.gr/contentapi/f/binaryChannel/minfin/datastore/e5/f1/82/e5f18274998812322e482acb794d2bb2c6bf1424/application/pdf/prosxediο +2011-1.pdf) ανήλθαν δηλαδή σε 0,96% του Προϋπολογισμού. Με αυτά τα δεδομένα, από τη μείωση ύψους 38,5% προκύπτει ελάχιστο έως ασήμαντο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και δημιουργεί και ενισχύει την πεποίθηση ότι εφόσον αφορά ελάχιστους λειτουργούς του Δημοσίου, γίνεται μόνο για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και όχι δημοσιονομικούς,ερχόμενο σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει ακριβώς το μέσο(μείωση μισθού) που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης να είναι ανάλογο με το σκοπό που θέλει να εξυπηρετήσει(μείωση δημοσίου χρέους και ελλείματος του προϋπολογισμού).
Χ.Δ.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου