Οταν το ίδιο το Eπιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής,αναγνωρίζει οτι με την κατάργηση της προστασίας του αφορολογήτου επέρχεται απώλεια πολλαπλών συνταγματικών – και θεμελιωδών μάλιστα !!! – δικαιώματων, καθώς ο πολίτης μένει απροστάτευτος απέναντι στα επιβαλλόμενα οικονομικά βάρη (πάσης φύσεως και ονομασίας), τοτε πραγματικά αναρωτιέται κανείς τι κάνουμε σε αυτή την χώρα.
Το μόνο σίγουρο είναι οτι δεν χρειάζεται να ψαξει κάνεις περισσότερο. Το συμβούλιο μας δίνει όλους τους βασικούς λόγους τους οποίους μπορεί κάνεις να επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων για την ad hoc (μερική) η γενικευμένη ακύρωση του νόμου που καταργεί το αφορολόγητο, και κάθε σχετικού ανάλογου νόμου που εκθέτει τον πολίτη σε μια υπερχρέωση:
α) τρομακτικά δυσανάλογη των ετησίων εισοδημάτων του(ιδία δε στην περίπτωση των υποαπασχολούμενων ελευθέρων επαγγελματίων που σηκώνουν μόνοι τους μακράν τα περισσότερα οικονομικά βάρη!) και
β) που τον εξαναγκάζει στην εξαθλίωση, καλώντας τον να ζησει με πόρους κατώτερους των απαιτουμένων για την απλή – ουτε καν αξιοπρεπή – διαβίωση!
Aναφέρει λοιπόν το συμβούλιο, συγκεκριμένα :
Για την κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος ή τη θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου, η έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου υπογραμμίζει ότι «ενδεχομένως δεν είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας ».
- Για τον προσδιορισμό της έννοιας του φορολογητέου εισοδήματος και την καθιέρωση του συστήματος των χωριστών κατηγοριών εισοδήματος που φορολογούνται, στην έκθεση αναφέρεται ότι «ανακύπτει ζήτημα ως προς το εάν η εφαρμογή διαφορετικής κλίμακας φορολογικών συντελεστών ανά κατηγορία εισοδήματος συνάδει προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, υπό την έννοια ότι αυτό το σύστημα φορολογίας, υπό προϋποθέσεις, άγει σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση εισοδημάτων ιδίου ύψους αναλόγως της πηγής  από την οποία προέρχονται, καθώς επίσης και σε βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση φορολογουμένων με μικρότερο εισόδημα προερχόμενο από μια πηγή εν σχέσει προς άλλους με μεγαλύτερο εισόδημα το οποίο προέρχεται από περισσότερες πηγές». 

Ενστάσεις από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής για διατάξεις του πολυνομοσχεδίου
Τις ενστάσεις του για μια σειρά διατάξεων του πολυνομοσχεδίου διατυπώνει στην έκθεσή του το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής. Μεταξύ αυτών για ζητήματα που αφορούν στην διαθεσιμότητα, στην κινητικότητα, στους ΟΤΑ, στην φορολογία εισοδήματος κλπ.
Πάντως η πλειοψηφία απέρριψε το αίτημα αντισυνταγματικότητας που υπέβαλλαν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και υποστηρίχθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έκανε λόγο για «πρωτοφανή περιφρόνηση του Συντάγματος» και για «καθεστώς δικτατορίας με διάτρητο κοινοβουλευτικό μανδύα».
Όσον αφορά τις επισημάνσεις του Επιστημονικού Συμβουλίου αξίζει αναφερθούν τα εξής:
- Για την διαθεσιμότητα, στην έκθεση τονίζεται ότι δεν στοιχειοθετείται το ορισμένο των εξουσιοδοτήσεων που παρέχονται στους υπουργούς Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό «να προβαίνουν σε κατάργηση ή σύσταση θέσεων ανά κατηγορία ή ειδικότητα σε υπουργεία, αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, αποκεντρωμένες διοικήσεις, ΟΤΑ» κλπ. Μάλιστα, το Επιστημονικό Συμβούλιο παρατηρεί ότι η θέσπιση δυνατότητας σύστασης και κατάργησης οργανικών θέσεων σε ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού με κοινές υπουργικές αποφάσεις συνιστά περιορισμό ή κάμψη της διοικητικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ.
- Για την κινητικότητα, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής υπενθυμίζει τους «προβληματισμούς» που έχει διατυπώσει και στο παρελθόν «σχετικώς με το εάν μέσω της κινητικότητας παύει να εφαρμόζεται ο θεσμός της μετάθεσης του υπαλλήλου, ο οποίος συνοδεύεται από σειρά συνταγματικών εγγυήσεων διότι ενδέχεται να περικλείει κινδύνους για τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα βιοτικά συμφέροντα του υπαλλήλου». Και επισημαίνει ότι ο προβληματισμός αυτός «ισχύει και εν προκειμένω.
- Για το Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας των ΟΤΑ, το οποίο μάλιστα θα παρέχει γνώμη επί των σχεδίων προϋπολογισμών των ΟΤΑ, στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου, διατυπώνονται ενστάσεις καθώς θεωρείται ότι το πλέγμα αρμοδιοτήτων και παρεμβάσεων που θεσμοθετείται με την προτεινόμενη ρύθμιση «εγείρει προβληματισμό ως προς το εάν οδηγεί σε περιορισμό ή κάμψη της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ οι οποίες εμπίπτουν στο συνταγματικό ρυθμιστικό πεδίο.
- Για τους συντελεστές επιβολής φόρου στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, υπογραμμίζεται ότι δεν περιλαμβάνουν αφορολόγητο κλιμάκιο εισοδήματος για καμία κατηγορία εισοδήματος, ενώ ειδικώς για εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες μέχρι 42.000 ευρώ αντί της θέσπισης αφορολόγητου ποσού εισοδήματος, προβλέπεται μείωσή του βάσει της προτεινόμενης κλίμακας αναλογούντος φόρου, αντιστρόφως ανάλογη του ύψους του εισοδήματος αυτού.
Για την κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος ή τη θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου, η έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου υπογραμμίζει ότι «ενδεχομένως δεν είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας».
- Για τον προσδιορισμό της έννοιας του φορολογητέου εισοδήματος και την καθιέρωση του συστήματος των χωριστών κατηγοριών εισοδήματος που φορολογούνται, στην έκθεση αναφέρεται ότι «ανακύπτει ζήτημα ως προς το εάν η εφαρμογή διαφορετικής κλίμακας φορολογικών συντελεστών ανά κατηγορία εισοδήματος συνάδει προς τις αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, υπό την έννοια ότι αυτό το σύστημα φορολογίας, υπό προϋποθέσεις, άγει σε διαφορετική φορολογική επιβάρυνση εισοδημάτων ιδίου ύψους αναλόγως της πηγής  από την οποία προέρχονται, καθώς επίσης και σε βαρύτερη φορολογική επιβάρυνση φορολογουμένων με μικρότερο εισόδημα προερχόμενο από μια πηγή εν σχέσει προς άλλους με μεγαλύτερο εισόδημα το οποίο προέρχεται από περισσότερες πηγές».  

Ακολουθει η εξοχη ανάλυση του συναδελφου Χρήστου Κλείωση για την αυτονόητη σημασία του αφορολόγητου ορίου ως όρου αναπόσπαστου με τη δημοκρατία.

Το αφορολόγητο όριο ως τεκμήριο και ως όριο σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας

30 Δεκεμβρίου 2012
Χρήστος Κλειώσης
image
Στο Σύλλογο “Έλληνες Φορολογούμενοι”, έχουμε επί μακρόν προβληματισθεί και ασχοληθεί με το ζήτημα του “αφορολόγητου ορίου εισοδήματος”. Τόσο σαν στοιχείο προσδιορισμού του ελάχιστου ορίου εισοδήματος που επιτρέπει σε ένα άτομο να διαβιώνει με μία στοιχειώδη αξιοπρέπεια, όσο και σαν βασικό στοιχείο προσδιορισμού της φορολογικής πολιτικής ενός Κράτους.
Οι συχνές μεταβολές στην πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών γύρω από το “αφορολόγητο όριο εισοδήματος” που συμβαίνουν στα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αποτελούν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παλινδρομήσεων της φορολογικής πολιτικής, ενώ οι μετατοπίσεις από το ένα άκρο (με το υψηλό -καθαρό- αφορολόγητο των 12.000 ευρώ) στο άλλο (με την πλήρη κατάργησή του για τους ελεύθερους επαγγελματίες) συνιστούν μία από τις βαρύτερες αδικίες του νέου φορολογικού νομοσχεδίου, που, σα νόμος, θα ισχύσει από το 2013.
Εφ’ όσον τελικά υπάρξει η κατάργηση του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος για μία ομάδα πολιτών (το νομοσχέδιο θα συζητηθεί και θα ψηφιστεί στο α’ δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου 2013), ο Σύλλογος “Έλληνες Φορολογούμενοι” προετοιμάζεται να προσφύγει εναντίον των σχετικών αποφάσεων, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και σε ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Το παρακάτω κείμενο, αποτελεί την παρουσίαση του δικηγόρου και μέλους του Δ.Σ. του Συλλόγου, κ. Χρήστου Κλειώση, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2012, με θέμα “Το φορολογικό πρόβλημα της Ελλάδας”.
Το αφορολόγητο όριο ως τεκμήριο και ως όριο σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
Στις μέρες προ μνημονίου, όταν η δανεική ευημερία των πλαστογραφημένων δημόσιων οικονομικών επέτρεπε την συνεχή αύξηση του αφορολογήτου ορίου, η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε το αφορολόγητο όριο  σαν έναν ακόμη οικονομικό θεσμό που αφορούσε τους λογιστές που συμπλήρωναν την φορολογική δήλωση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα λεφτά υπήρχαν και το αφορολόγητο δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία.
Ειδικά οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι δεν είχαν και μεγάλο ενδιαφέρον για τον θεσμό αυτό, αφού συνήθως είχαν πληρώσει ήδη τον φόρο εισοδήματος και μόνο επιστροφή μπορεί να περίμεναν.
Σήμερα όμως βλέπουμε από τα δημοσιεύματα που καθημερινά βομβαρδίζουν την εύθραυστη ψυχική ηρεμία των Ελλήνων πως το αφορολόγητο έχει αναδειχθεί στο απόλυτο πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ κοινωνίας και Τρόικας.
Αυτή όμως η σύγκρουση μας επιτρέπει να αντιληφθούμε και την βαθύτερη δικαιοπολιτική φύση του θεσμού του αφορολόγητου.
Ι. Το αφορολόγητο  όριο ως τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας
Το αφορολόγητο εισόδημα είναι το εισόδημα που το ίδιο το κράτος έχει κρίνει δια του αρμοδίου οργάνου του, δηλαδή του φορολογικού νομοθέτη,  ως αρκετά ισχνό για να το απαλλάξει από την συνταγματική υποχρέωση κοινής συνεισφοράς στις κρατικές δαπάνες. Πρόκειται δηλαδή για μια έκφραση της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη  αλλά και της αρχής του κοινωνικού κράτους, με την έννοια ότι το κράτος έχει λάβει μια απόφαση σε επίπεδο συντάγματος:  Να  αποφεύγει να επιβαρύνει οικονομικά με φόρους τα πρόσωπα τα οποία είναι οικονομικά ασθενή.
Συγκεκριμένα, από την  μη υπέρβαση του εκάστοτε θεσπισμένου αφορολόγητου ορίου τεκμαίρεται ότι δεν υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Μέσω δηλαδή του θεσμού του αφορολόγητου ορίου, το κράτος κάνει μια διάκριση μεταξύ των νοικοκυριών που έχουν την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν στις κρατικές δαπάνες και των νοικοκυριών που δεν μπορούν να συνεισφέρουν  σε αυτές χωρίς να υποβαθμίσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ουσιαστικά το αφορολόγητο όριο είναι το πρωταρχικό τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας: όποιος το ξεπερνά θεωρείται ότι αντέχει να υποστεί οικονομική θυσία υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού. Το αφορολόγητο όριο είναι το τεκμήριο ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας.
Όμως όπως όλα τα τεκμήρια, έτσι και αυτό το τεκμήριο ύπαρξης φοροδοτικής ικανότητας δεν μπορεί παρά να  είναι μαχητό, δηλαδή να υπάρχει δυνατότητα ανταπόδειξης από τον θιγόμενο φορολογούμενο, διαφορετικά είναι αντισυνταγματικό, μια και τα αμάχητα τεκμήρια απαγορεύονται.
Πράγματι, δεν μπορεί  να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας φορολογούμενος του οποίου το εισόδημα ξεπερνά το όριο του αφορολόγητου εισοδήματος να στερείται πλήρως της φοροδοτικής ικανότητας για λόγους που δεν έχουν προβλεφθεί από τον φορολογικό νομοθέτη:
Π.χ. θα ήταν λογικό να ισχυριστούμε ότι ένας καρκινοπαθής με εισόδημα 15.000 ευρώ ετησίως και δαπάνες για την υγεία του 12.000 ετησίως  (δεδομένου του κόστους της ιατρικης του περίθαλψης που δεν καλύπτεται από  δημόσιο ταμείο) έχει φοροδοτική ικανότητα μόνο και μόνο επειδή η ονομαστική αξία του εισοδήματός του ξεπερνά το όριο του αφορολόγητου;  Ή μήπως ένας κάτοικος μιας ορεινής περιοχής με εισόδημα 10.000 ετησίως ο οποίος ξοδεύει σε θέρμανση και μετακινήσεις πάνω από το μισό εισόδημά του, θα πρέπει να καταβάλλει φόρο επειδή η ονομαστική αξία του εισοδήματός του ξεπερνά το αφορολόγητο όριο;
Τα προβλήματα αυτά μέχρι τώρα δεν είχαν αντιμετωπιστεί για δυο λόγους: αφενός τα «λεφτά υπήρχαν», αφετέρου δε δεν είχε αναπτυχθεί η ιδέα της αμφισβήτησης του αφορολογήτου ορίου που έθετε ο νόμος.
Κατά την άποψή μου θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι σε θέση ο φορολογούμενος που αισθάνεται εξαντλημένες τις οικονομικές του δυνάμεις,  να αποδείξει ότι η προσωπική του φοροδοτική ικανότητα δεν υφίσταται ή είναι μικρότερη από αυτή που προσδιόρισε η φορολογική αρχή, παρά το γεγονός ότι η ονομαστική αξία του εισοδήματος του ξεπερνά το αφορολόγητο όριο που έχει θεσπίσει ο νόμος. Ίσως αν τεθεί ενώπιον κάποιου δικαστηρίου το παραπάνω αίτημα, να κριθεί ότι υφίσταται ήδη η δυνατότητα του φορολογούμενου να αποδεικνύει ότι δεν έχει φοροδοτική ικανότητα παρά το γεγονός ότι η ονομαστική αξία το εισοδήματός του υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου. Έως τότε όμως καλό θα ήταν να είχε προβλεφθεί σχετική διαδικασία ενώπιον των φορολογικών αρχών.
Χρειάζεται δηλαδή ένας διορθωτικός θεσμός ο  οποίος να ελέγχει την φοροδοτική ικανότητα κάθε πολίτη στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουνειδικές συνθήκες που συγχωρούν την προσωπική αναθεώρηση του αφορολόγητου ορίου προς τα πάνω, παρακάμπτοντας το γενικό αφορολόγητο όριο. Φυσικά όμως, επειδή στην Ελλάδα υπάρχει έντονη η τάση κατάχρησης των θεσμών που θεσπίστηκαν για συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες, θα πρέπει ο θεσμός αυτός  να  χρησιμοποιηθεί υπεύθυνα γιατί τα φαινόμενα των τυφλών της Ζακύνθου θα εμφανιστούν και στον χώρο της φορολογίας εισοδήματος.  Κάθε πολιτική άλλωστε εξαρτάται από το ήθος του εφαρμοστή της, γιατί από μόνη της δεν είναι παρά μια θεωρητική προσέγγιση των πραγμάτων
ΙΙ. Το αφορολόγητο όριο και τα ακατάσχετα κινητά
Η κορυφαία συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει τα εξής: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας». Η αρχή αυτή η οποία  διέπει αναρίθμητες πτυχές των σχέσεων πολίτη κράτους, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις οικονομικές σχέσεις φορολογούμενου και κράτους
Η πρώτη εκδήλωση αυτής της επιταγής σεβασμού στην ανθρώπινη αξία αφορά στην φοροδοτική ικανότητα:
Η  φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η  λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να  καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1 του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάσει κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων στο εισόδημα ή στην περιουσία, και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική,  οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (βλ. Πρακτικά Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σελ. 396)
Όμως υπάρχει και μια άλλη εκδήλωση αυτής της συνταγματικής επιταγής και έχει να κάνει με την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση πλειστηριασμό κλπ) κατά του οφειλέτη του δημοσίου: Το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι η συνταγματική βάση, του θεσμού των ακατάσχετων κινητών τα οποία είναι αναγκαία στην διαβίωση ενός ανθρώπου.  Ας σημειωθεί ότι ως κινητά πράγματα θεωρεί η νομοθεσία και τα χρηματικά ποσά.
Πράγματι το άρθρο 17 του Κώδικα εισπράξεως δημοσίων Εσόδων (νδ 356/1974) ορίζει
Της κατασχέσεως εξαιρούνται : α) πράγματα της προσωπικής χρήσεως του οφειλέτου και της οικογενείας αυτού και ιδίως ενδύματα, κλινοστρωμναί, έπιπλα, εφ` όσον τα πράγματα ταύτα είναι απαραίτητα διά τας στοιχειώδεις ανάγκας της διαβιώσεως αυτών, β) τρόφιμα και καύσιμος ύλη απαραίτητα εις τον οφειλέτην και την οικογένειαν αυτού διά τρεις μήνας, γ) τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, αι επιστολαί, τα οικογενειακά έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία, δ) τα προοριζόμενα διά την επιστημονικήν ή καλλιτεχνικήν και γενικώτερον πνευματικήν μόρφωσιν και ανάπτυξιν του οφειλέτου ή της οικογενείας αυτού βιβλία, μουσικά όργανα, εργαλεία τέχνης.
2. Επί πλέον των εν παραγρ. 1 περιουσιακών στοιχείων εξαιρούνται της κατασχέσεως επί προσώπων τα οποία πορίζονται τα προς το ζην διά καταβολής προσωπικής εργασίας, τα απαραίτητα διά την εργασίαν αυτών εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα,…
Επίσης στο άρθρο 31 παρ. ζ του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής:
Δεν επιτρέπεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδι­κά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των χιλίων (1.000) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ενός τετάρτου (1/4) αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων (1.000) ευρώ.
Είναι προφανές λοιπόν ότι ο φορολογικός νομοθέτης δεν αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με τον ίδιο τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο νομοθέτης που όρισε τι είναι ακατάσχετο από το δημόσιο. Εντούτοις η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παραμένει η ίδια και δεν είναι ανεκτή από την συνταγματική μας τάξη να επιβάλλεται σε ένα νοικοκυριό μια φορολογική οφειλή της οποίας η είσπραξη με μέτρα κατάσχεσης απαγορεύεται γιατί  προσβάλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν μπορεί να είναι νόμιμη η επιβολή ενός φόρου του οποίου απαγορεύεται η είσπραξη από την ίδια την νομοθεσία επειδή προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Το γεγονός ότι υφίστανται δυο μέτρα και δυο σταθμά ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο φορολογικός νομοθέτης και ο κοινός νομοθέτης την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνιστά ένα φαινόμενο θεσμικής πτώχευσης και ένδειξη υποταγής της νομιμότητας στην σκοπιμότητα και θα πρέπει να μας προβληματίζει όλους
Χρήστος Κλειώσης Δικηγόρος Αθηνών
Μέλος Δ.Σ. του Συλλόγου “Έλληνες Φορολογούμενοι”