Δίκη facebook: Σχολιασμός της υπ’ αριθμ 10053/2013 απόφασης του ΜΠ Αθηνών που απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με αίτημα την απενεργοποίηση των λειτουργιών «last active» στις φορητές συσκευές και «seen» στα μηνύματα
I. Οι αιτούντες (δικηγόροι, Θανάσης Αλαμπάσης και Σπυρίδων Αδάμ) ζητήσαμε να γίνει δεκτή η από 19-3-2013 αίτησή μας ασφαλιστικών μέτρων, της οποίας η συζήτηση προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 12ης Ιουλίου 2013. Ειδικότερα, με την υπό κρίση αίτησή μας ισχυριστήκαμε ότι από τις λειτουργίες «last active» και «seen» τις οποίες η καθ ης έχει ενεργοποιήσει στους λογαριασμούς μας, προσβάλλεται το δικαίωμα μας επί της προσωπικότητάς μας, διότι δεν μας δίνει τη δυνατότητα απενεργοποίησής τους, με αποτέλεσμα να κοινοποιούνται σε τρίτους, προσωπικά μας δεδομένα σχετικά με τον ακριβή χρόνο χρήσης της υπηρεσίας από τα κινητά μας τηλέφωνα, καθώς και τον ακριβή χρόνο ανάγνωσης των άμεσων ηλεκτρονικών μηνυμάτων που λαμβάνουμε από άλλους χρήστες μέσω της υπηρεσίας της καθ ης (περισσότερα για τις λειτουργίες “last active” και “seen”, εδώ). Ζητήσαμε για τους λόγους αυτούς, να διατάξει το Δικαστήριο ως ασφαλιστικό μέτρο την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, ήτοι να υποχρεωθεί προσωρινά η καθ' ης να απενεργοποιήσει τις ως άνω λειτουργίες στους λογαριασμούς που διατηρούμε στην υπηρεσία.
II. Η Διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, θεμελιώθηκε (σύμφωνα με την αίτηση), στο άρθρο 22 ν. 2472/1997 για την "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" που προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ` αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες, σε συνδυασμό με την ειδική δωσιδικία "του δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός" που συντρέχει και ως προς τις ενοχές από αδικοπραξία κατά το άρθρο 5 σημ. 3 της Συμβάσεως του Λουγκάνο που κυρώθηκε από την Ιρλανδία και την Ελλάδα, πρόσθετα δε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 26 του ΑΚ και 5 ΠΚ.
Βασικός ισχυρισμός που προβλήθηκε με την αίτηση και αναπτύχτηκε (και) κατά την επ' ακροατηριω διαδικασία, ήταν ότι η έννοια της ενοχής από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, καθορίζεται με αυτόνομα (κοινοτικά) κριτήρια και περιλαμβάνει κάθε απαίτηση, με την οποία τίθεται ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά "διαφορές από σύμβαση" κατά την έννοια του άρθρου 5 σημ. 1 της Συμβάσεως. Επίσης, ότι στην έννοια της αδικοπραξίας εμπίπτουν διάφοροι τύποι αδικημάτων, όπως η προσβολή του γενικού δικαιώματος της προσωπικότητας [711/2011 ΑΠ], όχι μόνον κατ` αυτού ο οποίος προξένησε τη ζημία, αλλά και εναντίον παντός άλλου αστικώς υπευθύνου για παράνομη πράξη τρίτου. Κατά την κύρια δε βάση της αίτησης, ζητήθηκε η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, κατά το άρθρο 14 Ν 2472/1997 (Προστασία ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), με αίτημα άμεσης αναστολής ή μη εφαρμογής πράξης που θίγει το υποκείμενο, την οποία έχει λάβει πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου αποκλειστικά με αυτοματοποιημένη επεξεργασία στοιχείων, που αποβλέπει στην εν γένει αξιολόγηση της συμπεριφοράς του.
III. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της από το οικείο έκθεμα, οι αιτούντες αναπτύξαμε τους ισχυρισμούς μας και ζητήσαμε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στο σημείωμα που καταθέσαμε. Η καθ' ης αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "FACEBOOK Ireland Limited", δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος και κατά συνέπεια δικάστηκε ερήμην, αν και αποδείχθηκε, ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης στην Ελληνική γλώσσα και σε μετάφραση στην Αγγλική Γλώσσα, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα την 16-4-2013 στην καθ' ης η αίτηση αλλοδαπή εταιρεία κατά το Ιρλανδικό Δίκαιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, εκλήθη και εξετάστηκε ως μάρτυρας, ειδικός πραγματογνώμονας Μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής και Εξεταστής Ψηφιακών Πειστηρίων, Ηλεκτρονικών Η/Υ, Εικόνας και Βίντεο, ο οποίος είναι ειδικός πραγματογνώμονας επί θεμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών εγγεγραμμένος στον κατάλογο του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά την εξέτασή του από το δικαστήριο ο ως άνω ειδικός έδωσε μεθοδικά και επιστημονικά απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και διαφώτισε το Δικαστήριο παρέχοντας εξειδικευμένες πληροφορίες, το περιεχόμενο των οποίων απέδειξε πέρα από κάθε λογική αμφιβολία το σύνολο των στο ιστορικό της αίτησης αναφερόμενων ισχυρισμών.
IV. Η σχολιαζόμενη απόφαση είπε, ότι “Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διεθνής δικαιοδοσία των Δικαστηρίων των κρατών μελών σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσης διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο Κανονισμός αυτός, όμως, περιέχει μόνο μία διάταξη ειδικά για τη δικαιοδοσία στα ασφαλιστικά μέτρα, το άρθρο 31 αυτού, το οποίο προβλέπει ότι «τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης». […]
Όσον αφορά την ίδια τη διάταξη του άρθρου 31 του Κανονισμού, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την ευρεία διατύπωση της το ΔΕΚ περιόρισε με τη νομολογία του σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της. Στην απόφαση του στην υπόθεση Van Uden, απεφάνθη ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα «πραγματικό συνδετικό στοιχείο» ανάμεσα στο αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων και την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (ΔΕΚ, 17-11-1998, Van Uden Maritime BV, C 0-391/95, σκέψη 40), και περαιτέρω προσδιόρισε, στην περίπτωση προσωρινής επιδίκασης απαίτησης, απεφάνθη ότι το ασφαλιστικό μέτρο πρέπει να αφορά μόνο συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου που βρίσκονται ή πρέπει να βρίσκονται εντός του πεδίου της κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστή (Van Uden, οπ.π. σκέψη 47 και Mietz, οπ. π., σκέψη 42). Με βάση τη νομολογία αυτή είναι πλέον απολύτως κρατούσα η άποψη ότι στην περίπτωση της θεμελίωσης της διεθνούς δικαιοδοσίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων στο άρθρο 31 του Κανονισμού 44/2001 τίθεται ως προϋπόθεση να είναι δυνατό να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα στη χώρα έκδοσης της σχετικής απόφασης”.
Με βάση τα ανωτέρω, είπε ότι “η αίτηση αυτή απαραδέκτως κατατέθηκε και εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της, αφού δεν έχει τοιαύτη ούτε για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης, ούτε ειδικώς μόνο για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατ' άρθρο 31 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επίσης, “μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στο διαδίκτυο (κατά το ισχύον στα ασφαλιστικά μέσα ανακριτικό σύστημα, άρθρο 691 ΚΠολΔ), και σύμφωνα και με το άρθρο 26 § 1 του ως άνω Κανονισμού, ότι μεταξύ των διαδίκων ως χρηστών των υπηρεσιών «facebook» και της καθ' ης έχει καταρτιστεί σύμβαση, η οποία περιέχει μεταξύ άλλων ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των Δικαστηρίων της Ιρλανδίας σχετικά με «οποιαδήποτε αξίωση, άσκηση αγωγής ή διαφορά (διεκδίκηση) που προκύπτει μεταξύ μας και απορρέει από ή σχετίζεται με την παρούσα Δήλωση ή τον ιστότοπο facebook...» για τους χρήστες που κατοικούν στην Ευρώπη, και των Δικαστηρίων της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. στις λοιπές περιπτώσεις (πρόκειται για τους όρους με αριθμούς 16.1 και 19.1 της δήλωσης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που βρίσκεται αναρτημένη στον ιστότοπο ………………….., και αποτελεί τους γενικούς όρους συναλλαγών της υπηρεσίας που αποδέχονται όλοι οι χρήστες). Η συμφωνία αυτή, ως διαβιβαζόμενη στους υπολογιστές των χρηστών διά της ηλεκτρονικής οδού κατά την πρόσβαση στην ιστοσελίδα αυτή με επιτρεπόμενη και τη μεταγενέστερη πρόσβαση, αποτελεί γραπτή συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 23 § 1 του ως άνω Κανονισμού 44/2001, και θεμελιώνει κατά την § 1 του ίδιου άρθρου αποκλειστική αρμοδιότητα των Ιρλανδικών Δικαστηρίων για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης.
Περαιτέρω, σχετικά με τον ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο “οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται στη δωσιδικία του τόπου τέλεσης ποινικού αδικήματος” , είπε ότι “δεν στρέφονται καν κατά φυσικού προσώπου ως ποινικώς υπευθύνου, ούτε και κατά της καθ' ης ως υπόχρεης προς αποζημίωση, και συνεπώς τόσο η αίτηση όσο και η αγωγή δεν στηρίζονται κατά την ιστορική και νομική βάση τους, που θεμελιώνουν τα αιτήματα αυτών, σε ποινικό αδίκημα (ομοίως και αν πρόκειται και για απλή αδικοπραξία, αν και κατά την κρίση του Δικαστηρίου θα έπρεπε αυτή να ενταχθεί στις διαφορές που προέκυψαν από «τον ιστότοπο “facebook” που περιλαμβάνονται στη ρήτρα παρέκτασης)”.
Είπε τέλος, ότι “δεν μπορεί να θεμελιωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ούτε στη διάταξη του άρθρου 31 του Κανονισμού 44/2001, αφού, όπως εξετέθη στη μείζονα πρόταση της απόφασης, στην περίπτωση αυτή τίθεται ως προϋπόθεση να είναι δυνατό να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα στη χώρα έκδοσης της σχετικής απόφασης, εν προκειμένω, δε, η εκτέλεση της απόφασης θα πρέπει να γίνει στην Ιρλανδία, όπου εδρεύει η καθ' ης, ως αγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου για να υποχρεωθεί σε πράξη”.
V. Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διεθνής δικαιοδοσία των Δικαστηρίων των κρατών μελών σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσης διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Κατά το άρθρο 23 του κανονισμού “1. Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί: […]”.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 26, σημεία 1 και 2 του κανονισμού, “1. Όταν πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και δεν παρίσταται, το δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, αν η δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού”.
Στην προκείμενη ωστόσο περίπτωση, οι όροι του κανονισμού για την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αν δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού, βάσει των οποίων –σύμφωνα με την σχολιαζόμενη- το δικαστήριο διαπίστωσε αυτεπάγγελτα την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, δεν προβλέπουν ειδικά, για τον ιστότοπο facebook, την περίπτωση ρήτρας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των Δικαστηρίων της Ιρλανδίας σχετικά με οποιαδήποτε αξίωση, άσκηση αγωγής ή διαφορά (διεκδίκηση) που προκύπτει μεταξύ των χρηστών και της καθ ης και απορρέει από ή σχετίζεται με την σχετική Δήλωση ή τον ιστότοπο facebook για τους χρήστες που κατοικούν στην Ευρώπη… Η αυτεπάγγελτη συνεπώς έρευνα στην οποία προέβη το Δικαστήριο στο διαδίκτυο [“κατά το ισχύον στα ασφαλιστικά μέσα ανακριτικό σύστημα, άρθρο 691 ΚπολΔ” (!)] και συγκεκριμένα “στους όρους με αριθμούς 16.1 και 19.1 της δήλωσης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που βρίσκεται αναρτημένη στον ιστότοπο της facebook, και αποτελεί τους γενικούς όρους συναλλαγών της υπηρεσίας facebook που αποδέχονται όλοι οι χρήστες”, εκφεύγει εμφανώς των ορίων που η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 θέτει κατά την αυτεπάγγελτη διαπίστωση από το Δικαστήριο της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του, διότι η περίπτωση αυτή δεν προβλέπεται στον κανονισμό, ως ορος επιτρεπτής «αυτεπάγγελτης διαπίστωσης της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του, που δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού».
Περαιτέρω, σε περίπτωση εκδίκασης της υπόθεσης χωρίς κλήτευση του αντιδίκου (687 παρ 1) ή απουσίας του διαδίκου που έχει κλητευθεί δεν υφίσταται κατά το ισχύον στα ασφαλιστικά μέσα ανακριτικό σύστημα, δυνατότητα του δικαστηρίου να λάβει υπόψη του ισχυρισμό που στηρίζει ένσταση, ο όποιος δεν έχει προταθεί (Βαθρακοκοίλης αρθρ. 691/ 90, αλλιώς Μπέης, αρθρ. 691/102-103). Η αυτεπάγγελτη δυνατότητα του δικαστηρίου δεν είναι απεριόριστη και δεν εκτείνεται και έως τη χρησιμοποίηση των ιδιωτικών γνώσεών του, η οποία θα προσέκρουε στην αρχή της ισότητας των μερών και την αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης [ΑΠ 1509/82 Δνη 24/450].
VI. Κατά το άρθρο 5, σημεία 1 και 3,4 του κανονισμού, πρόσωπο που κατοικεί εντός κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί εντός άλλου κράτους μέλους:
«1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή
β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: [...]
3) ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».
4) σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης ή αγωγής αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ενώπιον του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιό του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής.
Κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΚ, η έννοια της «ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά το άρθρο 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, καλύπτει οποιαδήποτε αξίωση θέτει ζήτημα ευθύνης του εναγομένου και δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού [βλ., όσον αφορά την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, 189/87, Καλφέλης, Συλλογή 1988, σ. 5565, σκέψη 18, της 26ης Μαρτίου 1992, C-261/90, Reichert και Kockler, Συλλογή 1992, σ. I 2149, σκέψη 16, της 27ης Οκτωβρίου 1998, C 51/97, Réunion européenne κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I-6511, σκέψη 22, καθώς και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C 334/00, Tacconi, Συλλογή 2002, σ. I 7357, σκέψη 21, ομοίως και ÖFAB, Östergötlands Fastigheter AB κατά Frank Koot, Evergreen Investments BV, υπόθεση C 147/12, σκέψη 32].
Kατά την πάγια επίσης νομολογία του ΔΕΚ, ευθύνη εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας δύναται να στοιχειοθετηθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδειχθεί αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του γεγονότος από το οποίο απορρέει η ζημία αυτή [βλ., όσον αφορά την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1976, 21/76, Bier, γνωστή ως «Ορυχεία ανθρακικού καλίου της Αλσατίας», Συλλογή τόμος 1976, σ. 613, σκέψη 16, καθώς και απόφαση Zuid-Chemie, σκέψη 28 και 34 ÖFAB, Östergötlands Fastigheter AB κατά Frank Koot, Evergreen Investments BV, υπόθεση C 147/12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
Περαιτέρω, υπενθυμίζεται, ότι κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, ο κανόνας ειδικής δικαιοδοσίας τον οποίο προβλέπει, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της κατοικίας του εναγομένου, το άρθρο 5, σημείο 3 και 4, του κανονισμού 44/2001, στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, συνδέσμου ο οποίος δικαιολογεί την απονομή διεθνούς δικαιοδοσίας στο τελευταίο για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης [βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις eDate Advertising και Martinez, προμνησθείσα, σκέψη 40, καθώς και της 25ης Οκτωβρίου 2012, C 133/11, Folien Fischer και Fofitec, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ομοίως και ÖFAB, Östergötlands Fastigheter AB κατά Frank Koot, Evergreen Investments BV, υπόθεση C 147/12, σκέψη 49].
Πράγματι, στις ενοχές εξ αδικοπραξίας, ο δικαστής του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός είναι κατά κανόνα ο πλέον κατάλληλος να αποφανθεί, ιδίως για λόγους εγγύτητας με τη διαφορά και εύκολης διεξαγωγής των αποδείξεων [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Folien Fischer και Fofitec, προμνησθείσα, σκέψεις 38 και 50 ÖFAB, Östergötlands Fastigheter AB κατά Frank Koot, Evergreen Investments BV, υπόθεση C 147/12 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
Τέλος, η φράση «τόπο[ς] όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός» του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001 αφορά και τον τόπο επελεύσεως της ζημίας και τον τόπο όπου συνέβη το γενεσιουργό της ζημίας γεγονός, οπότε ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί, κατ’ επιλογή του ενάγοντος, ενώπιον του δικαστηρίου του ενός ή του άλλου από τους δύο αυτούς τόπους [βλ. απόφαση Folien Fischer και Fofitec, προμνησθείσα, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Οι δύο αυτοί τόποι μπορούν, από απόψεως διεθνούς δικαιοδοσίας, να αποτελέσουν σημαντικά συνδετικά στοιχεία της διαφοράς με το δικάζον δικαστήριο, δεδομένου ότι έκαστος των τόπων αυτών είναι ικανός, αναλόγως των περιστάσεων, να παράσχει ιδιαιτέρως χρήσιμα στοιχεία όσον αφορά τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας και την οργάνωση της δίκης [απόφαση eDate Advertising κ.λπ. ομοίως και ÖFAB, Östergötlands Fastigheter AB κατά Frank Koot, Evergreen Investments BV, υπόθεση C 147/12, σκέψεις 51 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
VII. Σχετικά με την κρίση του Δικαστηρίου «και αν πρόκειται για απλή αδικοπραξία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου θα έπρεπε αυτή να ενταχθεί στις διαφορές που προέκυψαν από «τον ιστότοπο “facebook” που περιλαμβάνονται στη ρήτρα παρέκτασης», λεκτέο ότι, μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως αδικοπραξία κατά την έννοια του παραπάνω άρθρου. Είναι όμως δυνατόν μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή καθευατή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον, πολλώ δε μάλλον όταν η ενέργεια συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, που η ενέργεια συνιστά παραβίαση του κανόνα του άρθρου 22 ν. 2472/1997 για την "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" που προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ` αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες (πρβλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 25/1998 NoB 47.390, ΕφΑΘ 9671/1998 ΕλλΔνη 41.533).
Επίσης, αναφορικά με το ότι “οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται στη δωσιδικία του τόπου τέλεσης ποινικού αδικήματος”, πλην όμως “δεν στρέφονται καν κατά φυσικού προσώπου ως ποινικώς υπευθύνου, ούτε και κατά της καθ' ης ως υπόχρεης προς αποζημίωση, και συνεπώς τόσο η αίτηση όσο και η αγωγή δεν στηρίζονται κατά την ιστορική και νομική βάση τους, που θεμελιώνουν τα αιτήματα αυτών, σε ποινικό αδίκημα”, λεκτέο ότι, από τον συνδυασµό των διατάξεων 71, 63, 67 ΑΚ συνάγεται ότι οι νόµιµες υποχρεώσεις γενικώς των νοµικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους, έπειτα ότι σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νοµικού προσώπου, το νομικό πρόσωπο έχει ικανότητα για αδικοπραξία και ως εκ τούτου δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιµέρους αρµοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου µέλους της διοικήσεως για την κατ' αρχήν θεµελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζηµίωση του βλαβέντος εκ του αδικήµατος (ΑΠ 627/ 2009 , ΑΠ 628/2009 ,ΝοΒ 2010, σελίδα 660 , Ελλ∆νη 2011, σελίδα 485)
VIII. Σε κατακλείδα, στην περίπτωση που ο αιτών υποβάλλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του δικαστηρίου που έχει την αρμοδιότητα για την ουσία της διαφοράς, δεν απαιτείται η προσφυγή του δικαστηρίου αυτού στο άρθρο 31 του Κανονισμού, προκειμένου να θεμελιώσει τη διεθνή του δικαιοδοσία [Βλ. απόφαση Mietz, της 27.4.1999, C-99/96, σκέψη 40 που επαναλαμβάνει τη σκέψη 19 της απόφασης Van Uden]. Αντλεί τη διεθνή δικαιοδοσία του για τα ασφαλιστικά μέτρα απευθείας από τη Σύμβαση και συνεπώς, μπορεί να τα διατάξει ακόμη και αν δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά το εσωτερικό του δίκαιο [Βλ. ΚΑΪΣΗ, όπ. αν., σ. 292].
Να σημειωθεί επίσης, ότι τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα που θα έχουν διασυνοριακή επενέργεια (extraterritorialite), που θα εκτελεστούν δηλαδή σε άλλο κράτος μέλος. Η απονομή, κατά τον κανονισμό, διεθνούς δικαιοδοσίας για την ουσία επαρκεί για τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας για τα ασφαλιστικά μέτρα ανεξάρτητα από τον τόπο εκτέλεσής τους [Βλ. Έκθεση ΕΥΡΥΓΕΝΗ/ΚΕΡΑΜΕΩΣ, αρίθ. 70, σ. 19, ΤΑΜΑΜΙΔΗ Αν., Διεθνής Δικαιοδοσία στην περίπτωση της Παυλιανής Αγωγής κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, Διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 1998, δημ. στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, σ. 274, ΚΑΪΣΗ, όπ. αν., σ. 293, GAUDEMET/TALLON, Les conventions d Bruxelles et de Lugano, 1993, αριθμ. 267, σ. 185, GOTHOT/HOLLEAX. La convention de Bruxelles du 27 Septembre 1968, competence judiciaire et effets des jugements dans la CEE, Paris 1985, αρίθ. 202, σ. 114, Διδ. διατρ., Χ. Ζουμπούλη].
Θα ήταν ασφαλώς αντιφατικό να έχει ένα δικαστήριο δικαιοδοσία για την κύρια διαφορά και να μην έχει για τα ασφαλιστικά μέτρα [γίνεται δεκτό, ότι η ύπαρξη της αρμοδιότητας για την ουσία της υποθέσεως σε ένα δικαστήριο αποτελεί έναν επαρκή σύνδεσμο (lien suffisante ou raisonable, minimum contact, ), ο οποίος απαιτείται και από τους κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου (για την επιρροή των κανόνων του δημοσίου διεθνούς δικαίου στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, βλ. MAYER/HEUZE, Droit international prive, 8e ed., 2004, σ. 17-20) προκειμένου ένα δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα για την ουσία να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα που θα εκτελεστούν σε ένα άλλο κράτος. Παρά το γεγονός ότι στα πλαίσια της δογματικής του δημοσίου διεθνούς δικαίου δε διευκρινίζεται το ακριβές περιεχόμενο του συνδέσμου αυτού και ως εκ τούτου στα πλαίσια αυτά δε βρίσκουμε σαφή οριοθέτηση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων ενός κράτους για να διατάσσουν αποφάσεις που θα εκτελεστούν σε αλλοδαπό forum, εντούτοις αναγνωρίζεται γενικά -στα πλαίσια πάντα του δημοσίου διεθνούς δικαίου- ένας κεντρικός ρόλος στην εγγύτητα του συνδέσμου ανάμεσα στο forum του δικαστηρίου στο οποίο ζητείται το μέτρο από την μία πλευρά και στο αντικείμενο του αιτουμένου μέτρου. Στα πλαίσια βέβαια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου αναπτύχθηκαν διάφορα κριτήρια που προσδιορίζουν τον σύνδεσμο αυτό. Βλ.την πλήρη ανάπτυξη των σχετικών θεμάτων σε GERHARD, La competence du juge d' appui pour prononcer des mesures provisoires extraterritoriales, SZIER/99, σ. 97-141 (115-118), Διδ. διατρ., Χ. Ζουμπούλη].
Άλλωστε, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ουσίας να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα, γίνεται δεκτή από τα δίκαια πολλών κρατών-μελών και ταυτόχρονα βαίνει παράλληλα προς τις διεθνείς τάσεις [ Βλ. ΚΕΡΑΜΕΑ, Ασφαλιστικά μέτρα σε διεθνείς διαφορές ιδιωτικού δικαίου, ΔΕΕ 6 (1996), σ. 563? βλ. επίσης τη λύση η οποία υιοθετήθηκε από τον International Law Association στα πλαίσια του67ου Συνεδρίου του στο Ελσίνκι (12-17 Αυγούστου 1996), η οποία δημοσιεύθηκε στο Journal de droit enternational (JDI) 1997, σ. 110-114 και παρουσιάζεται από τους KΕSSEDJIAN Cath., Mesures provisoires et conservatoires, A propos d' une resolution adoptee par l' Association de droit international, JDI 1997, σ. 103-114 και NYGH, Provisional and Protective Measures in International Litigation: The Helsinki Principles, RabelsZ, 1998, σ. 115-122, Διδ. διατρ., Χ. Ζουμπούλη] που προσνέμουν αρμοδιότητα για τα ασφαλιστικά μέτρα πρώτιστα στο δικαστήριο της κύριας υπόθεσης, με βάση τη γενικότερη αρχή που επικρατεί στις διεθνείς συναλλαγές, ότι το "προσωρινό ακολουθεί το κύριο".
Πρέπει τέλος να τονιστεί, ότι το δικαστήριο που έχει κατά τον Κανονισμό διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως, μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα και πριν ακόμη η διαφορά καταστεί εκκρεμής ενώπιόν του [Βλ. την ανάπτυξη του ΚΑΪΣΗ, όπ. αν., σ. 293.].
-----------------------
Το κείμενο της υπ’ αριθμ. 10053/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δημοσιεύεται εδώ.
Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δημοσιεύεται εδώ και για κατέβασμα εδώ. Η πραγματογνωμοσύνη εδώ και για κατέβασμα εδώ.
Το δικόγραφο μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα δημοσιεύεται εδώ (τη μετάφραση έκανε ο δικηγόρος Σπυρίδων Αδάμ).
Το σημείωμα με τα σχετικά έγγραφα δημοσιεύεται εδώ και για απευθείας download από εδώ (το σημείωμα συνέταξε ο Σπυρίδων Αδάμ).
Η Καταγγελία προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής από τη FACEBOOK εδώ και για download εδώ.
Upd 06/09/2013
Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση φερόμενης προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας μέσω πληροφοριών που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, το πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται έχει την ευχέρεια να ασκήσει αγωγή με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του φορέα μεταδόσεως των επίμαχων πληροφοριών είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του θιγομένου. Το πρόσωπο αυτό έχει επίσης τη δυνατότητα, αντί της αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως για το σύνολο της προκληθείσας βλάβης, να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες (σ.σ που προσβάλουν το δικαίωμα στην προσωπικότητα) που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο. Τα εν λόγω δικαστήρια είναι αρμόδια να επιδικάσουν χρηματική ικανοποίηση αποκλειστικά και μόνον για τη βλάβη που επήλθε στο έδαφος του κράτους μέλους όπου έχουν την έδρα τους (πρβλ. απόφαση eDate Advertising κ.λπ. σκέψη 52).
Ο τόπος όπου ένα πρόσωπο έχει το κέντρο των συμφερόντων του συμπίπτει, κατά γενικό κανόνα, με τον τόπο της συνήθους διαμονής του. Ωστόσο, ένα πρόσωπο μπορεί να έχει το κέντρο των συμφερόντων του και σε κράτος μέλος στο οποίο δεν διαμένει συνήθως, κατά το μέτρο που η ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού δεσμού με το κράτος μέλος αυτό μπορεί να αποδειχθεί με τη συνδρομή άλλων ενδεικτικών στοιχείων (βλ. απόφαση eDate Advertising κ.λπ. σκέψη 49).
Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου όπου το φερόμενο θύμα έχει το κέντρο των συμφερόντων του συνάδει με τον σκοπό της προβλεψιμότητας των κανόνων περί απονομής αρμοδιότητας (βλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2011, C-144/10, BVG, που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33) και από πλευράς του εναγομένου, δεδομένου ότι ο φορέας μετάδοσης περιεχομένου πληροφοριών (σ.σ που προσβάλουν το δικαίωμα στην προσωπικότητα) είναι σε θέση, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως των επίμαχων πληροφοριών στο διαδίκτυο, να γνωρίζει τα κέντρα συμφερόντων των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο του δημοσιεύματος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το κριτήριο του κέντρου συμφερόντων παρέχει ταυτόχρονα στον μεν ενάγοντα τη δυνατότητα να προσδιορίζει ευχερώς το δικαστήριο στο οποίο μπορεί να ασκήσει αγωγή, στον δε εναγόμενο τη δυνατότητα να προβλέπει ευλόγως το δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να εναχθεί (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C 533/07, Falco Privatstiftung και Rabitsch, Συλλογή 2009, σ. I 3327, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου