Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Ναύσταθμος Κρήτης - Ιστορικό


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Η επιλογή του λιμανιού της Σούδας ως το πλέον κατάλληλο για την ανάπτυξη της δεύτερης μεγάλης πολεμικής ναυτικής βάσης της Ελλάδας δεν υπήρξε τυχαία. Η εξαίρετη γεωπολιτική και στρατηγική θέση του όρμου αξιολογούμενη κάτω από το πρίσμα των εμπειριών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και οι διαφαινόμενες δυνατότητες του να καλύψει τις νέες εθνικές αμυντικές ναυτικές απαιτήσεις -καθώς επίσης και η επιθυμία των συμμάχων να εξασφαλίσουν σε φίλιες χώρες ισχυρές και ασφαλείς ναυτικές και στρατιωτικές ευκολίες, έδινε στο λιμάνι της Σούδας ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα και στην Ελλάδα ένα ισχυρό στοιχείο στην πλάστιγγα της διεθνούς αξιολόγησής της.
Ο Ναύσταθμος Κρήτης έχει καταξιωθεί σήμερα, σαν ένας από τους θεμελιοδέστερους και αναντικατάστατους αμυντικούς σχηματισμούς της χώρας. Οι υψηλού επιπέδου επισκευαστικές, εφοδιαστικές και διοικητικής μέριμνας υπηρεσίες που προσφέρει, όχι μόνο στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά και στις συμμαχικές, έχουν τύχει της ανάλογης αναγνώρισης.
Το έργο αυτό συντελέστηκε με γνώμονα την αρμονική συνεργασία μεταξύ του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού σε όλους τους τομείς της παραγωγικής και επισκευαστικής διαδικασίας, την προστασία των φυσικών περιβαλλοντικών και ιστορικών παραμέτρων της περιοχής και την ανάπτυξη στενής συνεργασίας με τους τοπικούς φορείς για την αντιμετώπιση των ειδικοτέρων προβλημάτων της περιοχής.
Η αξιολόγηση της Κρήτης (κυρίως μετά τον 15ο αιώνα) από τις υπερδυνάμεις της εποχής ως ιδιαίτερα σημαντικής από στρατιωτικής απόψεως νήσου, οφειλόταν εν πολλοίς στην ύπαρξη του λιμανιού της Σούδας. Αυτού δηλαδή του μεγάλου αδιέξοδου υδάτινου καναλιού που η ίδια η λέξη "Σούδα" μαρτυρεί. Το λιμάνι που έγινε η αιτία για έντονους διεθνής ανταγωνισμούς αλλά και επιπλέον θυσίες από τους Κρήτες στους αγώνες για την απελευθέρωσή τους.
Οι Βενετσιάνοι την αποκαλούσαν «το μάτι του Βασιλείου της Κρήτης». Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το λιμάνι της Σούδας βοήθησε σημαντικά τον Ιμπραήμ. Η ιδέα για την δημιουργία μονίμων ναυτικών εγκαταστάσεων στην περιοχή έρχεται από τον Μωχάμετ Άλι. Το 1868 και ενώ η αιματηρότερη των κρητικών επαναστάσεων που ήδη είχε αρχίσει πριν από δύο χρόνια δεν εννοούσε να υποχωρήσει, ο αρχιστράτηγος της Κρήτης Χουσείν Αβνή πασάς αποφάσισε να δημιουργήσει ναυτική βάση στον όρμο της Σούδας. Η ανάγκη γρήγορης ολοκλήρωσης του προγράμματος υποχρέωσε την Τουρκία να μεταφέρει από την Μικρά Ασία και την Συρία χιλιάδες εργάτες. Η επιλογή της θέσης, η εκπόνηση των σχεδίων και η επίβλεψη του όλου έργου ανέγερσης του Ναυστάθμου έγινε από τον Σκοτσέζο στρατιωτικό μηχανικό Λιντς.
Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το 1872 με όλη τη μεγαλοπρέπεια που επέβαλε η παρουσία αυτού του ίδιου του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Δύο χρόνια μετά την έναρξη ανεγέρσεως του Ναυστάθμου άρχισαν να υλοποιούνται από τον  Ρεούφ Πασά με την συνδρομή και την επίβλεψη  Γερμανών μηχανικών τα σχέδια για την οχύρωση του υψώματος Καλαμίου και την ανάπτυξη ισχυρής επάκτιας πυροβολαρχίας. Το έργο τέλειωσε σύντομα και ονομάστηκε προς τιμήν του γιου του Σουλτάνου «Ιτζεδίν».Η σημερινή μορφή του οχυρού έχει διαφοροποιηθεί με μεταγενέστερες προσθήκες.
Το 1913 έγινε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Μετά το 1923 εγκαθίσταται στο χώρο του Ναυστάθμου η επανελθούσα από τη Μικρά Ασία Μοίρα Πυροβολικού και παραμένει σ' αυτόν μέχρι και το Β΄ Π.Π. Το 1929 ο χώρος σύμφωνα με ψηφισθέντα νόμο περιέρχεται στο ΤΕΘΑ.
Το Πολεμικό Ναυτικό κάνει ουσιαστικά την εμφάνισή του στην Κρήτη το 1929 όταν ως Υπουργείο Ναυτικών δημιουργεί Ναυτικό Κλιμάκιο με επικεφαλής  τον σημαιοφόρο τηλεγραφητή Χ. Βάρφη και μερικούς ναύτες προκειμένου να ενεργοποιήσουν τον ραδιοτηλεγραφικό σταθμό Χανίων που είχε εγκατασταθεί στο κτήμα του Μεχμέτ Χαμίτ Μπέη - Βεϊζαδέ στις Μουρνιές Χανίων. Το 1935 με βασιλικό διάταγμα οι ακτές του κράτους κατανεμήθηκαν σε 6 «Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές». Η Ν.Α.Π.-2 Κρήτης είχε έδρα τα Χανιά. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται ο ΑΝ 376/36 «περί μέτρων ασφαλείας οχυρών θέσεων».
Στις 30 Οκτωβρίου 1940 (τρίτη μέρα του πολέμου) με εντολή του Ναυτικού Συμβουλίου διετάχθη η ίδρυση / εγκατάσταση της Ναυτικής Διοίκησης Κρήτης υπό τον Έφεδρο εκ μονίμων Πλοίαρχο Πελία Ιωαννίδη που έδρευε στην Χαλέπα Χανίων. Η Κρήτη τίθεται υπό αγγλική στρατιωτική αμυντική προστασία. Αποφασίζεται εσπευσμένα η ενίσχυση της άμυνας του λιμένα της Σούδας με περιορισμένης ισχύος αντιαεροπορικό σύστημα, πόντιση φράγματος για τον έλεγχο της εισόδου, και κατασκευή μικρού αριθμού δεξαμενών καυσίμων στο χώρο του σημερινού εξωτερικού χώρου στάθμευσης του ΝΚ. Στη διάρκεια του πολέμου και της προσπάθειας για την κατάληψη της Κρήτης το λιμάνι της Σούδας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο και συνέβαλε στην ενίσχυση του αγωνιζόμενου στρατού με εφόδια και εφεδρείες. Ο βομβαρδισμός από την ιταλική και γερμανική αεροπορία υπήρξε σφοδρός. Καμιά άλλη περιοχή της Ελλάδας δεν εδέχθη για τόσο μεγάλο διάστημα τόση σφοδρότητα πυρός. Παρά ταύτα, στην κτιριακή υποδομή του Ναυστάθμου δεν υπήρξαν ουσιαστικές ζημιές γιατί στόχος των επιτιθεμένων ήταν κυρίως τα ορμούντα πολεμικά και εμπορικά πλοία και οι αποθήκες καυσίμων.
Το 1950 η τότε ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού που αποτελείτο από Κυβερνήτες πλοίων του Στόλου με δράση στις ναυμαχίες της Μεσογείου και με το δόγμα της διασποράς των μάχιμων δυνάμεων αποφάσισε με κύριο εισηγητή τον τότε Πλοίαρχο (και μετέπειτα Αρχηγό ΓΕΝ) Κωνσταντίνο Τσάτσο την κατασκευή στη Σούδα του δεύτερου μετά τη Σαλαμίνα Ναυστάθμου. Για την υλοποίηση της απόφασης αυτής πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα από επιτροπή που την αποτελούσαν οι Πλοίαρχοι Παν. Αθανασόπουλος, Αρχιεπιστολέας της Γενικής Επιθεώρησης Π.Ν., Παν. Παπαχρήστος, Διευθυντής Πυροβολικού Ναυστάθμου Σαλαμίνος, ο Πλωτάρχης Εμμ. Μακρής, της Διευθύνσεως Επιχειρήσεων ΓΕΝ και ο Στέλιος Ναουμίδης, Μηχανικός της Διευθύνσεως Ναυτικών Έργων.
Η εισήγηση της επιτροπής υπήρξε θετική γι' αυτό και διετάχθη η σχεδίαση ενός γενικού σχεδίου το οποίο θα περιελάμβανε κατ' αρχάς, λόγω της φτωχής εθνικής οικονομίας, τις απαραίτητες και στοιχειώδης απαιτήσεις για ανεφοδιασμό και επισκευή μονάδων του στόλου μας αλλά θα είχε όμως και προβλέψεις για μια μελλοντική ανάπτυξης της ναυτικής βάσης σε Ναύσταθμο με σύγχρονες ευκολίες ελλιμενισμού, αποθήκες εφοδιασμού, με παντοειδές υλικό Στόλου και συνεργεία επισκευών των πολεμικών πλοίων.
Το 1951 και μετά από την υπ' αριθμόν του Ε 010376/51 από 15/3/51 Διαταγή Αρχιστρατήγου «περί ιδρύσεως Ν.Δ. Κρήτης και Ν.Β. Σούδας» μεταβιβάστηκε ουσιαστικά  «το εν Σούδας Κρήτης τέως στρατόπεδο Πυροβολικού της V Μεραρχίας» ιδιοκτησίας ΤΕΘΑ στο Π.Ν. Τυπικά το θέμα δεν είχε περατωθεί και σήμερα ο συγκεκριμένος χώρος εξακολουθεί να φέρεται στο Εθνικό Κτηματολόγιο ως ιδιοκτησίας ΤΕΘΑ.
Οι πρώτες εργασίες και η στελέχωση σε εργοστασιακό και ανθρώπινο δυναμικό της νέας Ν.Βάσης άρχισαν κάτω από το περιορισμένο οικονομικό πρόγραμμα της εθνικής ανασυγκρότησης που ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει η Ελλάδα μετά τον Β΄ Π.Π. και τον εμφύλιο πόλεμο. Το 1953 όμως, με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ο Ναύσταθμος της Σούδας τοποθετείται από την ανωτέρα διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων της Ευρώπης στα έργα Ναυτικής υποδομής πρώτης προτεραιότητας λόγω κυρίως της ανάγκης της παρουσίας του 6ου Αμερικανικού Στόλου στη Μεσόγειο. Ως άμεσο αποτέλεσμα υπήρξαν οι μεγάλες χρηματοδοτήσεις που υπερκάλυψαν τις ανάγκες των προγραμματισθέντων στη Σούδα έργων.
Η πολυδιάστατη αναπτυξιακή πορεία του ΝΚ δεν μπορεί να αποτιμηθεί σήμερα με καθαρά τεχνικοοικονομικά κριτήρια ή να συγκριθεί με μοντέλα παραγωγής βιομηχανικών μονάδων. Ακόμη και από στρατιωτικής απόψεως η αξιολόγηση του δεν είναι ευχερής αφού αυτό κρίνεται μόνο εκ του αποτελέσματος σε περίοδο πολέμου. Βέβαια από συμμαχικής απόψεως η αξιολόγηση τόσο της ποιότητος των έργων υποδομής του Ναυστάθμου της Σούδας όσο και των παρεχομένων υπηρεσιών υπήρξε πάντα ιδιαίτερα υψηλή και χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένως ως σημείο αναφοράς για άλλες συμμαχικές μονάδες.
Ο Ναύσταθμος και το έργο του μπορεί να φανεί και από μια άλλη οπτική γωνία, αυτήν των επιμέρους παραμέτρων που του έδωσαν ζωή και χάραξαν την μέχρι σήμερα πορεία του μέσα στην τοπική κοινωνία και τον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας. Αυτούς τους παράγοντες μπορούμε να τους περιγράψουμε εν συντομία ως ακολούθως:
1.  Έμψυχο δυναμικό:
Σαν πρώτοι πυρήνες χρησιμοποιήθηκαν έμπειροι εργατοτεχνίτες του Ν.Σ. που αποσπάσθηκαν στη Σούδα ειδικά για αυτό. Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι προσλήψεις και από τεχνίτες της περιοχής, ειδικευμένους και μη, που πλαισιώνοντας τους πρώτους άρχισαν να στελεχώνουν τις διάφορες θέσεις εργασίας συνεργείων και γραφείων. Η αριθμητική αύξηση του εργατοτεχικού και υπαλληλικού προσωπικού που υπήρξε ραγδαία κατά περιόδους δε ξεπέρασε τα 1.250 άτομα, χωρίς σ' αυτά να υπολογίζεται ο αριθμός του στρατιωτικού προσωπικού που υπηρετούσε σ' αυτόν. Συνολικά, από της ιδρύσεως του ΝΚ μέχρι σήμερα έχουν εργασθεί σε αυτόν περισσότεροι από 9.400 εργαζόμενοι χωρίς να υπολογίζεται ο αριθμός αυτών που εργάσθηκαν με διάφορες ειδικότητες σε Ιδιωτικούς Φορείς. Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν τον Ναύσταθμο σε ένα από τα μεγαλύτερα, από απόψεως ανθρωπίνου δυναμικού, βιομηχανικά συγκροτήματα της Ελλάδος.
2. Χωροταξικός επεκτατισμός:
Ο πρώτος χώρος εγκατάστασης του ΝΚ ήταν το τέως στρατόπεδο Πυροβολικού δηλαδή η περιμανδρωμένη περιοχή που παραλήφθηκε σε απαξιωτική κατάσταση. Σχεδόν αμέσως ακολούθησε η κατάληψη της νησίδας της Σούδας και του χώρου που σήμερα έχουν αναπτυχθεί το Διοικητήριο και οι εθνικές αποθήκες πυρομαχικών της ΔΝΟ/ΝΚ. Με αλληλοδιαδοχικές πράξεις απαλλοτριώσεων όπου χρειαζόταν ή παραχωρήσεων όπου το ιδιοκτησιακό καθεστώς επέβαλε, επεκτείνεται στον Οικισμό, στην περιοχή της λίμνης Μινώα, και στο χώρο των εγκαταστάσεων της ΔΚ/ΝΑΤΟ, όπως επίσης και στον τομέα ΔΝΟ/ΝΑΤΟ στην περιοχή Τσιφτέ-Μοναστήρι. Με περισσότερες από 80 διαφορετικές διακατοχικές πράξεις το Πολεμικό Ναυτικό έχει υπό τον έλεγχο του σήμερα μόνο στην περιοχή της Σούδας περισσότερα από 5 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα εδάφους.
3. Δημιουργία έργων υποδομής:
Εκτός από τους προβλήτες και τα κρηπιδώματα που και σήμερα η ανάπτυξη τους είναι σε εξέλιξη, ο Ναύσταθμος Σούδας μετά τον πρώτο συνεργειακό εξοπλισμό που εξασφάλισε από την εξάρμωση του πλωτού συνεργείου Ήφαιστος και του Σακίπη, εφοδιάστηκε με σύγχρονες εργαλειομηχανές και δημιούργησε έργα υποδομής όπως πχ. η Μόνιμη Δεξαμενή κατασκευής 1970-75, οι υπόγειες πετρελαιοδεξαμενές της ΔΚ/ΝΑΤΟ στο Μαράθι το 1952-57,  οι εξαιρετικής ποιότητος αποθήκες πυρομαχικών της ΔΝΟ/ΝΚ, το ανεξάρτητο δίκτυο ύδρευσης από τις πηγές Καλαμίου το 1956,  το Ναυτικό Νοσοκομείο1964-69, οι χώροι ενδιαίτησης του μονίμου στρατιωτικού προσωπικού, η Πλαζ, ο βιολογικός καθαρισμός κτλ.
4. Αμυντικός σχεδιασμός της ναυτικής περιμέτρου:
Πέρα από την συνεργειακή και διοικητική ανάπτυξη του ο Ναύσταθμος Σούδας επιμελήθηκε ευθύς εξαρχής για την εξασφάλιση της εγγύς άμυνας του από ξηράς και θαλάσσης. Στην πρώτη περίπτωση διασφάλισε τις απαγορευμένες ζώνες με συρματοπερίφραξη, πυκνό κατά περίπτωση σύστημα ελέγχου φυλακίων και δημιουργία καταλλήλου υποδομής για την επάνδρωση και ενεργοποίηση περιμετρικά της ζώνης ελέγχου του Α/Α πυροβολαρχιών. Στην δεύτερη περίπτωση, με την πόντιση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης (υδρόφωνα), φράγματος στην είσοδο του λιμένα και περιπολιών επιφανείας κατά περίπτωση. Όλα αυτά τα συστήματα αναθεωρούνται και αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τις αμυντικές απαιτήσεις και την τεχνολογική εξέλιξη των οπλικών συστημάτων.
5. Προστασία του περιβάλλοντος: 
Όλες οι μέχρι σήμερα διοικήσεις του ΝΚ μέσα από τις ειδικότερες κατευθύνσεις του ΓΕΝ  έχουν δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία όχι μόνο στην προστασία αλλά και στην αναβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Από τα πρώτα χρόνια της στελέχωσης του επιδόθηκε σε εκτεταμένες δενδροφυτεύσεις σε όλες τις περιοχές που είχε υπό τον έλεγχο του και που η επιχειρησιακή χρήση τους το επέτρεπε. Είναι δεκάδες χιλιάδες τα δένδρα που φυτεύτηκαν στις νησίδες και στο Νότιο τομέα. Παράλληλα διατηρεί στενή συνεργασία με όλα τα ειδικά ιδρύματα για την φυτοπροστασία όπως το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων, το Ινστιτούτο Υποτροπικών και Ελιάς και το ΙΘΑΒΙΚ.
6. Πολιτιστική κληρονομιά:
Ο Ναύσταθμος κληρονόμησε και εγκαταστάθηκε πάνω σε ένα χώρο με πολλά ιστορικά μνημεία όπως το Ιντζεδίν, η Φορτέζα της Νησίδας, οι Ι. Ναοί Αγίου Νικολάου στη νησίδα, Γεωργίου, Παναγίας και Αντωνίου στο Μαράθι, Νικολάου και Παρασκευής στη ΔΝΟ, Παντελεήμονος στη ΔΔ, ο μινωικός πύργος στην Λ. Μινώα, ο Πύργος Βεντουρί Νότια του οικισμού. Όλα αυτά και τα προστάτευσε και επεδίωξε την αναβάθμιση τους. Ακόμη όμως φρόντισε για την προβολή και άλλων σημαντικών προσώπων ή γεγονότων με τη δημιουργία νέων μνημείων όπως π.χ. του Αφανούς Ναύτη, Του Ναύτη Πυροβολητή, του Νεάρχου του Κρητός, του ποιητή Καβαδία , του Πλωτάρχη Μαριδάκη, του Πλοιάρχου Βώκου και των ηρώων Κωνσταντινουπόλεως.
7. Σχέσεις με τον κοινωνικό περίγυρο:
Ο Ναύσταθμος Κρήτης έχει καταφέρει με την πολιτική του και με το πνεύμα αντιμετώπισης του πολίτη να έχει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Παρά το ότι ο τομέας ελέγχου που η πολιτεία τον έχει επιφορτίσει να παρακολουθεί εκτείνεται σε περισσότερο από 110 τετραγωνικά χιλιόμετρα (χωρίς να αναφέρουμε την περιοχή του ακρωτηρίου Δρέπανο) και οι πολίτες οι οποίοι διαβιούν σε αυτόν και εκ του νόμου υποχρεούνται να έχουν σχέση με το Ναύσταθμο ξεπερνούν τις 20.000, η διεκπεραίωση των θεμάτων τους γίνεται με μεγάλη ταχύτητα εξυπηρέτησης. Στα γενικότερα θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού και βιομηχανικής ανάπτυξης που αφορούν επίσης τον τομέα ευθύνης του έχει καλή συνεργασία με τους οικείους δήμους και τοπικούς φορείς και οι θέσεις του έχουν γίνει ευμενώς αποδεκτές.
 ΠΗΓΗ ΓΕΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: