Το Σύνταγμα και οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Του Ταγματάρχου (ΣΣΝΣ) Χ. Κοσμόπουλου
Προϋπόθεση ύπαρξης της στρατιωτικής οργάνωσης, της
λειτουργικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο ειρήνης αλλά και της
επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας σε περίοδο πολέμου αποτελεί η στρατιωτική
πειθαρχία.
Πρόκειται για την υποχρέωση υπακοής που σε ό,τι αφορά τον
πυρήνα της έννοιας είναι δεδομένος και σαφώς οριοθετημένος, σε ό,τι αφορά όμως
την περιφέρεια της έννοιας, το περιεχόμενο είναι μεταβλητό, καθώς με αυτή
επιδιώκεται να τηρηθούν και άλλοι κανόνες συμπεριφοράς, που όπως είναι φυσικό
επηρεάζονται και συνεπώς μεταβάλλονται από τις γενικότερες αντιλήψεις και
τάσεις που επικρατούν στην ευρύτερη κοινωνία.
Η υποχρέωση τήρησης της στρατιωτικής πειθαρχίας από κάθε
στρατιωτικό ενδέχεται και συνήθως έτσι γίνεται να επιβάλλει κάποιους
περιορισμούς των ατομικών του δικαιωμάτων.
Τα ερωτήματα λοιπόν που αυτομάτως τίθενται είναι:
Εάν οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να θεωρούνται «αυτονόητοι»
και
Ποια είναι η έκταση που μπορούν να λάβουν.
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, στο κατά πόσο δηλαδή οι
περιορισμοί θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών είναι
αυτονόητοι ή όχι, αποτελεί και τη βάση η οποία θα καθορίσει την προσέγγιση όλων
των υπολοίπων ζητημάτων και ερωτημάτων που ανακύπτουν για τη συνταγματική θέση
του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο περιορισμός καταρχήν των συνταγματικών δικαιωμάτων των
στρατιωτικών είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός που συνέβαινε και συμβαίνει σε όλα
τα μήκη και πλάτη της Γης, ανεξάρτητα από την προοδευτικότητα ή το συντηρητισμό
του κάθε εθνικού Συντάγματος.
Για την περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος πλέον θα πρέπει να
επιλέξουμε καταρχήν μεταξύ δυο βασικών αξόνων/ φιλοσοφιών :
Η μια κατεύθυνση είναι να θεωρήσουμε ότι εξαιτίας των
περιορισμών που επιβάλλει η οργάνωση και η αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά
και τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του προσωπικού, οδηγούμαστε στο να
συγκροτούν οι στρατιωτικοί μια ειδική κατηγορία πολιτών [1], η οποία έχει
αποκλειστικά τα θεμελιώδη δικαιώματα που ρητά τους αναγνωρίζονται και συνεπώς
κατά τεκμήριο διαφοροποιούνται από τους υπολοίπους.
Αντιθέτως, η άλλη κατεύθυνση έχει ως αφετηρία ότι το
προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων έχει καταρχήν ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους
πολίτες και οι κάθε είδους περιορισμοί είναι θεμιτοί μόνο κατ’ εξαίρεση και
εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας τους επιβάλλουν.
Το μοντέλο οργάνωσης και στελέχωσης των Ε.Δ. του προηγούμενου
αιώνα ήταν σαφώς πλησιέστερα στην πρώτη κατεύθυνση, αφού επεδίωκε να οργανώσει
όχι μόνο την υπηρεσιακή αλλά και την ιδιωτική ζωή των στρατιωτικών σύμφωνα με
μια αυστηρή και σε κάθε περίπτωση αποκλίνουσα από το μέσο όρο κλίμακα που
βεβαίως η τήρησή της διευκολυνόταν σημαντικά από την αποκλειστική σχεδόν
προέλευση των Αξιωματικών από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Το άνοιγμα των
Ε.Δ. μετά κυρίως των Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες αλλά
κυρίως στις ηθικές αξίες που τη δεδομένη περίοδο χαρακτήριζαν την κοινωνία,
οδήγησαν σταδιακά σε ρήγμα στο «συμπαγή τοίχο» που περιχαράκωνε την «ειδική
κατηγορία» των στρατιωτικών.
Η όλη αυτή δομή και οργάνωση όπως είναι φυσικό υποστηριζόταν
και από ένα αντίστοιχο θεσμικό - νομικό πλαίσιο, υπολείμματα του οποίου
επέζησαν μέχρι και πριν από λίγα χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η
απαίτηση για άδεια γάμου που βέβαια καταργήθηκε και τυπικά με απόφαση της
ολομέλειας του ΣτΕ το 1988 [2].
Σύμφωνα με τη θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων,
ευμενέστερη ή δυσμενέστερη μεταχείριση μιας κατηγορίας πολιτών με βάση την
ιδιότητά τους και μόνο είναι επιτρεπτή μόνο εφόσον υπάρχει συνταγματική
πρόβλεψη [3]. Αυτό σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να εισάγει
γενικές εξαιρέσεις εφόσον το Σύνταγμα δεν διακρίνει ή απλώς σιωπά.
Το αντίθετο θα σήμαινε κατάφωρη παραβίαση της συνταγματικής
τάξης αλλά και εισαγωγή αυθαίρετων διακρίσεων που στα πλαίσια μιας δημοκρατικής
και ευνομούμενης πολιτείας είναι ανεπίτρεπτα.
Το ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει είτε άμεσα [4] είτε έμμεσα,
σειρά συνταγματικών δικαιωμάτων που περιορίζονται για τους στρατιωτικούς. Αυτές
οι συνταγματικές επιταγές είναι και το πλαίσιο πέραν του οποίου κανένας
περιορισμός και ουδεμία διάκριση δεν μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο με
κανονιστικές πράξεις αλλά ούτε δια νόμου χωρίς να υπόκειται σε δικαστικό
έλεγχο.
Ενδεχομένως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπαγωγή σε ένα
καθεστώς αυστηρότερων περιορισμών των ατομικών δικαιωμάτων πέρα από τα όρια του
συνταγματικού πλαισίου γίνεται ηθελημένα και κατόπιν προσωπικής επιλογής του
κάθε ενός προσωπικά τόσο κατά τη φάση της κατάταξης στις Ε.Δ. όσο και καθ΄ όλη
τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, εφόσον έχει τη δυνατότητα να μην αποδεχτεί
τους περιορισμούς και να αποστρατευθεί. Το επιχείρημα αυτό δεν στέκει, καθώς η
παραίτηση για το μέλλον από ένα ατομικό δικαίωμα είναι «ανίσχυρη, έστω και εάν
είναι ρητή και αναμφισβήτητη, γιατί μετατρέπει τον άνθρωπο από υποκείμενο σε
αντικείμενο δικαίου και επομένως αντίκειται στην αξία του ανθρώπου [5] που
είναι αναπαλλοτρίωτη» [6].
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι περιορισμοί ορισμένων από τα
συνταγματικά δικαιώματα του προσωπικού των Ε.Δ. πέρα από αυτά που ρητά
προβλέπονται στο Σύνταγμα, είναι καταρχήν θεμιτοί, όχι ως γενική εξαίρεση που
πηγάζει από αυτή και μόνο την ιδιότητα του στρατιωτικού, αλλά μόνο εφόσον έχουν
ανατεθεί συγκεκριμένα καθήκοντα, η φύση των οποίων ειδικά και σαφώς απαιτούν
τους συγκεκριμένους περιορισμούς και βέβαια μόνο για το χρονικό διάστημα που
ασκούνται τα συγκεκριμένα καθήκοντα.
Η άποψη αυτή πέρα του ότι αποτελεί την κρατούσα άποψη στη
διεθνή βιβλιογραφία, έχει γίνει αποδεκτή σε νομοθεσίες πολλών χωρών.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας, όπου ήδη από το έτος 1956 ο
Στρατιωτικός Κανονισμός (Soldatengesetz) αναφέρει: «Der Soldat hat die gleichen
Staatsbürge rlichen Rechtewie jederandere Staatsbürger» [7]. Το ίδιο αυτό
νομικό καθεστώς επιβάλλει και το Σύνταγμα της χώρας μας, όπου η αφετηρία των
συνταγματικών εγγυήσεων τόσο για κάθε πολίτη όσο και για τον ένστολο πολίτη
είναι κοινή χωρίς a priori περιορισμούς.
Προχωρώντας λοιπόν στο δεύτερο ερώτημα που αρχικά τέθηκε, στο
ποια έκταση μπορούν να λάβουν αυτοί οι περιορισμοί, θα πρέπει να ξεκαθαριστούν
τα εξής:
Με βάση απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου
(Bundesver fassung sgericht) τρεις είναι οι βασικές προϋποθέσεις που θα πρέπει
να υφίστανται ώστε να δικαιολογείται ο περιορισμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων:
Επιδίωξη δημόσιου συμφέροντος αναγνωρισμένου από το Σύνταγμα
ή το Διεθνές Δίκαιο,
Περιορισμοί που είναι αναγκαίοι για την επίτευξη του
σκοπούμενου δημόσιου συμφέροντος και
Περιορισμοί ανάλογοι προς τη σημασία του σκοπούμενου δημόσιου
συμφέροντος [8].
Είναι φανερό ότι ο «κατάλογος» των περιορίσιμων ατομικών
δικαιωμάτων του προσωπικού των Ε.Δ. δεν είναι κατά το δοκούν επεκτάσιμος, αλλά
κρίνεται κατά περίπτωση και οροθετείται αυστηρά με γνώμονα τις τρεις ανωτέρω
προϋποθέσεις, ως προς την επιδίωξη και διατήρηση της μαχητικής ικανότητας αλλά
και λειτουργικότητας των Ε.Δ., και βέβαια ένα μέρος των συνταγματικών
δικαιωμάτων, ο σκληρός πυρήνας τους, δεν είναι σε καμία περίπτωση περιορίσιμα.
Το γερμανικό Σύνταγμα (Grund gesetz)με το Άρθρο 17a καθορίζει
καταρχήν ότι περιορίσιμα για τους στρατιωτικούς είναι μόνο τα ακόλουθα
δικαιώματα:
Ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης γνώμης.
Του συνέρχεσθαι και εν μέρει του αναφέρεσθαι (ως προς τις
κοινές αναφορές).
Ασφαλώς, με αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου έχουν
γίνει αποδεκτοί και άλλοι περιορισμοί που βέβαια επιβάλλονται από συγκεκριμένα
καθήκοντα. Ανάλογους περιορισμούς ελαφρώς διευρυμένους προβλέπει και το
ελληνικό Σύνταγμα [9].
Η στάθμιση των επιβαλλόμενων περιορισμών εν όψει
συγκεκριμένων καθηκόντων που τους επιβάλλουν, αποτελούν συστηματικά αντικείμενο
και των εθνικών δικαστηρίων που όπως προκύπτει από τις αποφάσεις αξιολογούν
καταρχήν με βάση τις ακόλουθες αρχές:
Την αρχή του Απρόσβλητου του πυρήνα των θιγομένων
δικαιωμάτων. Ότι δηλαδή οι πρόσθετοι περιορισμοί δεν είναι επιτρεπτό να
εξαφανίζουν τα «στοιχειώδη» συστατικά, του ουσιαστικό περιεχόμενο κάποιου
δικαιώματος που κατά τεκμήριο ισχύει και μάλιστα με αυξημένη ισχύ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτή την περίπτωση είναι το δικαίωμα της ζωής. Οι
στρατιωτικοί εκ της φύσεως του επαγγέλματός τους και εκ του προορισμού των Ε.Δ.
προορίζονται για να διακινδυνεύουν τη ζωή τους σε δεδομένες στιγμές
επιχειρήσεων. Αυτό είναι ένας θεμιτός περιορισμός του δικαιώματος στη ζωή. Δεν
είναι όμως θεμιτό και θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος η οργάνωση στα πλαίσια
των στρατιωτικών καθηκόντων επιχειρήσεων αυτοκτονίας.
Την αρχή της Αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει οι περιορισμοί
να ανταποκρίνονται προς το σκοπό για τον οποίο έχουν τεθεί και να μην
υπερβαίνουν το αναγκαίο κάθε φορά μέτρο [10]. Η επίκληση λοιπόν γενικών και
αορίστων εννοιών, π.χ. η στρατιωτική οργάνωση, η πειθαρχία, δεν αρκούν για να
δικαιολογήσουν περιορισμούς αλλά θα πρέπει να εξειδικεύονται επαρκώς στις
συγκεκριμένες κάθε φορά περιστάσεις με συνεκτίμηση του τόπου, του χρόνου και με
ειδική αναφορά στις υποχρεώσεις των συγκεκριμένων στρατιωτικών δικαιώματα των
οποίων περιορίζονται αλλά και στο πρόσφορο και αναγκαίο του μέτρου [11].
Την αρχή της Ισότητας, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονται οι
αυθαίρετες διακρίσεις και διαφορετική αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων με
αφορμή το φύλο, τη θρησκεία, το χρώμα ή και για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Ο τομέας των συνταγματικών δικαιωμάτων αποτελεί έναν
ευαίσθητο τομέα, τόσο για το ίδιο το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, αφού συχνά
δικαιολογημένοι και καθ΄ όλα νόμιμοι περιορισμοί, του δημιουργούν λόγω ελλιπούς
ενημέρωσης την αίσθηση του αδίκου ή του υπερβολικά αυστηρού, όσο και για τη
διοίκηση, αφού περιορισμοί που παραδοσιακά επιβάλλονται ή διαφοροποιούν το
προσωπικό των Ε.Δ. είτε μεταξύ τους (στους διαφορετικούς κλάδους ή ακόμα και
στον ίδιο κλάδο π.χ. μεταξύ ανδρών και γυναικών), είτε με τους υπόλοιπους
πολίτες, οδηγούν συχνά σε δικαστικές διαμάχες.
Ο σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων, η επικαιροποίηση
κανονισμών και διαταγών στο πνεύμα της σύγχρονης νομολογίας και γενικότερα η
αρχή της χρηστής διοίκησης αποτελούν τη μόνη ασφαλή οδό για να πειστεί και ο
πλέον «δύσπιστος» ένστολος ότι θεματοφύλακας των συνταγματικών του δικαιωμάτων
είναι πρώτα απ’ όλα οι ίδιες οι Ένοπλες Δυνάμεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ν. Αλιβιζάτος, Η συνταγματική θέση των Ενόπλων Δυνάμεων,
Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, σελ.136
ΣτΕ (Ολ.) 867/1988, Εφαρμογές, 1988, σελ.194-196
Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, τομ.
Β΄ σελ.1053
Ελληνικό Σύνταγμα Άρθ.29 παρ.3, Άρθ.56 παρ.1,3,4, Άρθ.96
παρ.5
Ελληνικό Σύνταγμα Άρθ. 2 παρ.1
Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, τομ.
Α΄ σελ.169
SG Art.6, « Ο στρατιωτικός έχει τα ίδια ατομικά και κοινωνικά
δικαιώματα όπως κάθε άλλος πολίτης».
BVerfG 14.3.1972, NJW, 1972, S.811ff
Βλ. υποσημείωση 4
Ευ. Βενιζέλος, Το γενικό συμφέρον και περιορισμοί των
συνταγματικών δικαιωμάτων. Κριτική προσέγγιση των τάσεων της νομολογίας,
Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990, σελ. 250
Ν. Αλιβιζάτος, Η συνταγματική θέση των Ενόπλων Δυνάμεων,
Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, σελ. 174
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση», τεύχος 578,
σ. 55, Εκδ.ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΣΕΠ-ΝΟΕ 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου