Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΕφΠειραιά 4/2013 – Αγγλικό Δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως

Το Αγγλικό Δίκαιο της ναυτικής ασφαλίσεως περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί Θαλάσσιας ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 [Marine Insurance Act 1906] οι διατάξεις του οποίου, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων [case Law] και τους Άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου [Αuthoritieς] ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου [ΜΙΑ 1906] έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφαλίσεως πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και υπό εντύπων κωδικοποιημένων όρων ασφαλίσεως, εκπονημένων κατά κανόνα από το συλλογικό φορέα των ΄Αγγλων Ασφαλιστών, που εδρεύει στο Λονδίνο, με την επωνυμία Ινστιτούτου Ασφαλίστρων του Λονδίνου [Institute of London Underwriters]. Σε περίπτωση συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η οποία διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφαλίσεως νόμου, του κοινού δικαίου και της Αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε όρους ασφαλίσεως του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Εξ άλλου, βασική και θεμελιώδης αρχή του δικαίου της ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί η αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως [uberrima Fides], η οποία θεσπίζεται στο άρθρο 17 του ως άνω Νόμου [ΜΙΑ 1906], που ορίζει ότι : «Μία σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως είναι σύμβαση βασιζόμενη στην υπέρτατη καλή πίστη [the utmost good Faith], και εάν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθή υφ’ οιουδήποτε συμβαλλομένου, δύναται ν’ ακυρωθή υπό του άλλου συμβαλλομένου μέρους». Με την άνω διάταξη θεσπίζεται ρητά, η αμοιβαία υποχρέωση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για την επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως εντός των πλαισίων της μεταξύ των συναλλαγής, από του σταδίου των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως μέχρι και μετά την λήξη αυτής, περιλαμβανομένου του σταδίου της υποβολής απαιτήσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου. Ο ασφαλισμένος έχει το καθήκον να αποκαλύψει όχι μόνον όλα τα ουσιώδη περιστατικά προ της καταρτίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως, αλλά και κάθε νέο ουσιώδες περιστατικό σε κάθε επόμενη ανανέωση του ασφαλιστηρίου. Περιστατικά, τα οποία αντικειμενικά, έχουν την τάση να οδηγούν σε επίταση του κινδύνου ή σε επαύξηση της ευθύνης του ασφαλιστού, σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιζομένου κινδύνου, είναι ουσιώδη και ενδιαφέρουν τον ασφαλιστή, εφ’ όσον θα ληφθούν σοβαρά υπόψη από αυτόν, κατά τη διαμόρφωση της αποφάσεώς του να αναλάβει ή όχι τον κίνδυνο, και κυρίαρχα για τον προσδιορισμό του ύψους της παροχής του ασφαλισμένου, δηλαδή του ασφαλίστρου. Η συνέπεια της μη τηρήσεως εκ μέρους οιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών του καθήκοντος επιδείξεως της υπέρτατης καλής πίστεως ορίζεται από το Νόμο [ΜΙΑ 1906], ο οποίος δίνει το δικαίωμα στο έτερο συμβαλλόμενο μέρος, να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση. Καθίσταται, δηλαδή αυτή ακυρώσιμη κατ’ επιλογή του βλαπτόμενου μέρους. Το δικαίωμα ακυρώσεως δύναται ν’ ασκηθεί κατά πάνα χρόνο, ακόμη μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, εφόσον όμως ασκηθεί έχει αναδρομική ισχύ, με την έννοια ότι, η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ως μη γενομένη εξ αρχής [ab initio]. Στην περίπτωση όμως απαλλαγής του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του, λόγω παραβίασης της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης από τον ασφαλισμένο είτε επειδή ο τελευταίος απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία, όσον αφορά το αντικείμενο της ασφάλισης, είτε προέβη σε ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με αυτό, το βάρος αποδείξεως της αποκρύψεως (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων βαρύνει τον ασφαλιστή, ο οποίος, πρέπει να αποδείξει ότι α) το ουσιώδες στοιχείο υπήρχε κατά την περίοδο της συνάψεως της συμβάσεως, β) το γνώριζε ο ασφαλισμένος, γ) το εν λόγω στοιχείο απορρίφθηκε και δ) η απόκρυψη του στοιχείου λειτούργησε παρελκυστικά και παρέσυρε τον ασφαλιστή στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως με τους συμφωνημένους συγκεκριμένους όρους. Επίσης, ο ασφαλιστής, κατά τα προεκτεθέντα, φέρει το βάρος αποδείξεως για ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου και τον παρέσυραν στη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως .

Δεν υπάρχουν σχόλια: