Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Τι ήταν η πατρίδα μας και πως την κατάντησαν !!!

Τι ήταν η πατρίδα μας και πως την κατάντησαν 
Η εμφάνιση των φαινομένων Δραγώνα, Ρεπούση, Κουλούρη, Βερέμη και των άλλων δεν είναι και τόσο νέο γεγονός στη ζοφερή νεοελληνική ιστορία, που στήθηκε πάνω σε ψεύδη. Θέμα Μακεδονίας δεν έθεσαν πρώτοι οι ξένοι. Λίγο πριν από την Επανάσταση του ’21, ο καταγόμενος από την ελληνική Ρωμυλία Ν. Πίκολος έγραψε ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Ο Θάνατος του Δημοσθένους». Σε αυτό ο συγγραφέας επαινεί το αντιμακεδονικό μένος του αρχαίου ρήτορα και ψέγει τον βάρβαρο και μη Έλληνα Φίλιππο, που ήθελε να σκλαβώσει την
Ελλάδα. Είναι τουλάχιστον απρέπεια να παραλληλίζεται σαν τύραννος ο Φίλλιπος προς τον σουλτάνο. Αν το έργο δεν είχε παρασταθεί στη σκηνή του Βουκουρεστίου, όπου τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας είχαν οργανώσει τις θεατρικές παραστάσεις για να ενισχύσουν το φρόνημα της ελευθερίας, θα ήταν αδιάφορες οι απόψεις περί Μακεδόνων του Πίκολου. Οι ελληνικές φωνές που αντιμάχονται τον ελληνισμό δεν μας έλειψαν ποτέ.

Τι γράφει η Δραγώνα και τι ισχύει
Στο διαδίκτυο κυκλοφόρησαν «αποσπάσματα» από μια ένωση αποστράτων, τα οποία κατά λέξη δεν ανταποκρίνονται στα γραφόμενα. Ούτε, όμως, και στο νόημά τους ανταποκρίνονται. Τα γραφόμενα από την Θάλεια Δραγώνα είναι ακόμα χειρότερα. Στην εισαγωγή, που έχουν γράψει οι δύο επιμελήτριες της έκδοσης, Θάλεια Δραγώνα και Άννα Φραγουδάκη, στην επίμαχη σελίδα 16, γράφουν: «Ο λόγος των σχολικών βιβλίων για το έθνος, την κουλτούρα, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική συνέχεια από την αρχαιότητα εμφανίζεται να παραμένει εγκλωβισμένος στους μύθους και τις αντιφάσεις ενός εθνικισμού του 19ου αιώνα». Δηλαδή, η αντίληψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα με έμφαση στην πολιτισμική ομοιογένεια (τη λέξη «κουλτούρα» οι συγγραφείς μάλλον την χρησιμοποίησαν γιατί τους άρεσε και πίστεψαν ότι θα εντυπωσιάσουν το «πόπολο») είναι ένα μύθος που κατασκευάστηκε το 19ον αιώνα. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους πιο πάνω υιοθετούν δύο αποσπάσματα από βιβλία άλλων συγγραφέων. Το πρώτο απόσπασμα είναι του Βελουδή (Αθήνα 1982, 84), που γράφει: «Στην ελληνική περίπτωση πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η “αναζήτηση” της “νεοελληνικής ταυτότητας” υπήρξε μια μακρά διαδικασία συγκρότησης επιχειρημάτων, που οδήγησε σε έναν ορισμό του “ελληνισμού” με κριτήρια ταυτόχρονα ανθρωπολογικά - φυλετικά και ιστορικά - πολιτισμικά». Η γραφή των λέξεων αναζήτηση νεοελληνικής ταυτότητας και ελληνισμός εντός εισαγωγικών άρει και το ουσιαστικό περιεχόμενων των λέξεων αυτών και παραπέμπει σαφώς σε καταχρηστική ονομασία μας ως Έλληνες, που δεν έχουμε το δικαίωμα να επικαλούμαστε τη συνέχεια του εθνικού βίου μας. Αμέσως μετά παραθέτουν ένα απόσπασμα της Σκοπετεάς (1988), που ισχυρίζεται: «Έτσι στη συγκυρία του 19ου αιώνα, που διεξαγόταν η πάλη για την οριστικοποίηση των εθνικών συνόρων σε μια εποχή επεκτατισμών, αποικιοκρατίας και των αντίστοιχων ιδεολογιών που νομιμοποιούσαν αυτές τις πολιτικές, η ελληνική ταυτότητα θεωρήθηκε ανεπαρκής και κατώτερη σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων προγόνων». Το βασικό ερώτημα είναι από ποιους θεωρήθηκε κατώτερη και ποιοι την κατάντησαν χειρότερη.

Ξηλώνοντας το πλεκτό του εθνομηδενισμού
Ας δούμε, όμως, πρώτα τι συνέβαινε τον 19ον αιώνα. Λίγο πολύ τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν σχηματιστεί και παραμένουν αμφισβητούμενες, κυρίως από Γερμανούς, κάποιες μικρές περιοχές, όπως είναι η Σουδητία στην τότε Τσεχοσλαβακία και η περιοχή του Ρουρ που την διεκδικούσε η Γαλλία. Όσο για τις αποικίες τους, τα ευρωπαϊκά κράτη θεωρούσαν εαυτούς επικυρίαρχους και τις διοικούσαν με αρμοστές, ουδέποτε όμως ισχυρίστηκαν ότι τις ενσωμάτωσαν στο εθνικό κράτος τους. Μπορεί οι Μεγάλες Δυνάμεις να ευνόησαν το σχηματισμό νέων κρατών, κυρίως στη χερσόνησο του Αίμου, με βάση τα συμφέροντά τους, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη και την εθνική ταυτότητα των νέων κρατών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν συμπαγείς εθνικοί πληθυσμοί που διαιρέθηκαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σχηματισμός του τουρκικού κράτους, που αποτελεί συνονθύλευμα εθνοτήτων. Ως εκ τούτου, στο χώρο αυτό αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος εθνικισμός, η επιβολή δια της βίας μιας ψευδούς εθνικής ταυτότητας, που δεν είχε ιστορικά και πολιτισμικά ερείσματα και επεβλήθη δια της βίας (εκσλαβισμός και εκτουρκισμός). Αντίθετα, οι υπηρετούντες τα συμφέροντα, τότε, των Μεγάλων Δυνάμεων (σήμερα της παγκοσμιοποίησης) ονόμασαν (και ονομάζουν) "ελληνικό εθνικισμό" το όραμα απελευθέρωσης και ενσωμάτωσης ελληνικών εδαφών με ισχυρές ελληνικές κοινότητες (Μικρά Ασία, Πόντος, Ανατολική Ρωμυλία, Νότια Σκόπια, που την υπάρχουσα τότε πολυπληθή ελληνική κοινότητα εξυπηρετούσε το προξενείο Βιτολίων, σημερινό Μοναστήρι, Βόρειος Ήπειρος, νησιά του Αιγαίου, Κρήτη και Κύπρος). Πρόκειται για περιοχές που οι έχοντες τη συνείδηση της ελληνικής καταγωγής κάτοικοί τους προσέφεραν το αίμα τους για τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, ακόμα κι όταν μητρική γλώσσα τους δεν ήταν η ελληνική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, ότι τόσο η Θάλεια Δραγώνα όσο και πολλοί από τους υποστηρικτές τους έχουν υπογράψει το κείμενο υπέρ της αποδοχής του εκτρώματος Ανάν, που ο κυπριακός ελληνισμός στη συντριπτική πλειοψηφία του απέρριψε. Όπως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εν σπέρματι ο εθνομηδενισμός διατυπώθηκε από τους διανοούμενους της Αριστεράς, ασχέτως αν σήμερα εξυπηρετείται και από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς και του Κέντρου.

Ουδέποτε αναζήτησαν οι Έλληνες εθνική ταυτότητα
Στην πραγματικότητα οι Έλληνες δεν αναζήτησαν εθνική ταυτότητα. Ήταν πάντα σίγουροι για την καταγωγή τους. Απλά για δικούς τους λόγους κάποιοι άλλοι τους την αρνούνται. Και συμβαίνει το εξής περίεργο: ενώ δίνουν το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ακόμα και όσοι δεν έχουν τα ιστορικά εχέγγυα, στερούν σε μας το δικαίωμα να ονομαζόμαστε Έλληνες με συνεχή εθνική παρουσία. Πολλά είναι τα ιστορικά στοιχεία που συνηγορούν στο δίκαιο δικαίωμά μας. Είναι αλήθεια ότι ο τόπος εγνώρισε πολλαπλές κατοχές. Όμως, οι Έλληνες διετήρησαν την ταυτότητά τους. Καταρχάς, επί Ρωμαιοκρατίας οι Έλληνες, εξαιτίας κυρίως του πολιτιστικού παρελθόντος, όχι μόνον διετήρησαν την ταυτότητά τους, αλλά τους είχε παρασχεθεί και αυτονομία, ατέλεια φόρων, και οι παλαιές πόλεις-κράτη είχαν το δικαίωμα να διατηρούν δικό τους στρατό. Οι πόλεμοι Σπαρτιατών και Μεσσηνίων εσταμάτησαν μόλις τον 3ο μ.Χ. αιώνα, ενώ την ίδια εποχή ο αθηναϊκός στρατός εμψυχώθηκε από το σοφιστή Δεξίλεω και απέκρουσε τους Έρουλους (σκυθικό φύλο) επιδρομείς. 
Τα μεγάλα προβλήματα του ελληνισμού αρχίζουν με το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε δυτική και ανατολική και τη βίαιη επιβολή του χριστιανισμού σαν της μόνης επίσημης θρησκείας. Η κυρίως Ελλάδα αποτελούσε το Ελλαδικό θέμα και οι κάτοικοί του απεκαλούντο σκωπτικά «κατωτικοί», όχι τόσο σαν προσδιορισμός γεωγραφικός, δηλαδή αυτοί που κατοικούν προς τα κάτω, προς το Νότο, αλλά περισσότερο σαν προσδιορισμός περιφρόνησης. Η βία και οι διωγμοί, οι καταστροφές των ναών, των αγαλμάτων και των βιβλιοθηκών δεν έκαμψαν το φρόνημα των Ελλήνων, που επέζησαν και υπηρετούσαν τους θεούς τους, πότε κρυφά και πότε φανερά. Το αποδεικνύουν οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, οι αφορισμοί που περιέχονται στο Συνοδικό, καθώς και η νομοθεσία (περισσότερα για τους διωγμούς των Ελλήνων στο άρθρο μας «Η διαχρονικότητα της λαϊκής πίστης των Ελλήνων», ΟΡΙΟΝ, τ. 9, Ιούνιος 2009). Είναι χαρακτηριστικές οι διατάξεις της τελευταίας συλλογής νόμων, της Εξάβιβλου του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, που δημοσιεύτηκε το 1350, δηλαδή 100 χρόνια πριν από την Άλωση. Σε αυτή προβλέπεται ότι όσοι έχουν δεχθεί το άγιο βάπτισμα και πάλι ελληνίζουν να υπόκεινται εις την εσχάτη των ποινών ή όσοι συνεχίζουν να προσφέρουν θυσίες στους παλαιούς θεούς, αλλά και όσοι γνωρίζουν τις ιεροπραξίες και όσοι βοηθούν να θανατώνονται και αυτοί. Διέσωσαν το απαγορευμένο τραγούδι, τους απαγορευμένους χορούς, το απαγορευμένο θέατρο. Διέσωσαν ακόμη και τους απαγορευμένους αθλητικούς αγώνες. Και δεν διέσωσαν την πολιτιστική παράδοση μόνον οι λόγιοι. Το Δημοτικό τραγούδι (ιδιαίτερα οι Παραλογές), όπως απέδειξε ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Στίλπων Κυριακιδης, είναι γνήσιο τέκνο της αρχαίας τραγωδίας. Τα κλεφτόπουλα επάνω στα βουνά παράβγαιναν στο τρέξιμο, στο πάλεμα, στο ρίξιμο του λιθαριού και στη σκοποβολή. Χόρευαν τον συρτό, που πρωτονομάζεται "συρτός" σε στήλη του 1ου π.Χ. αιώνα και βρέθηκε στον Ορχομενό Βοιωτίας. Επέβαλαν στο τυπικό της χριστιανικής λατρείας μέρος του τυπικού της αρχαίας λατρείας. Η προσφορά σταριού και κόκκων ροδιού στους νεκρούς, το άναμμα κεριών στα εικονίσματα, ήταν απαγορευμένα επί ποινή θανάτου. Το φαινόμενο του Πλήθωνα δεν προήλθε από παρθενογένεση και δεν οφείλεται στην παραξενιά του.
Η συνείδηση της εθνικής συνέχειας στα νεώτερα χρόνια
Δύο είναι οι αιτίες που αναθερμάνθηκε η εθνική συνείδηση των Ελλήνων. Η πρώτη είναι η αναβίωση των αρχαίων ελληνικών επιστημών στην Δύση και η περιστολή της κεντρικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης. Η Αναγέννηση δεν είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε στο 15ον και 16ον αιώνα. Η αναγέννηση των αρχαίων ελληνικών επιστημών είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος συντελεστεί μέχρι τον 13ο αιώνα από μεταφράσεις αραβικών συγγραμμάτων, που τις είχαν διασώσει. Μέχρι το 1200 είχαν ιδρυθεί τα περιώνυμα πανεπιστήμια της Οξφόρδης, του Καίμπριτζ, της Σορβόνης και άλλων λιγώτερο διασήμων. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστική η επιστολή του πάπα Ινοκέντιου Γ΄, που έστειλε στους αρχηγούς των Σταυροφόρων και κατέλαβαν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 1204, οπότε τους επεσήμαινε ότι πρέπει να δείξουν ευγενική συμπεριφορά προς τους Έλληνες, γιατί η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού.

Μετά τη μάχη του Μάντζικερτ, το 1071, είχε αρχίσει η σταδιακή εξάπλωση των Τούρκων στα εδάφη της Μ. Ασίας και του Πόντου. Ενώ με την κατάληψη της αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, το 1204, η αυτοκρατορία είχε περιοριστεί στη μισή σχεδόν Πελοπόννησο και τα εδάφη της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Πριν μάλιστα από την Άλωση, την κατ’ όνομα πλέον αυτοκρατορία αποτελούσαν λίγα χιλιόμετρα γύρω από την Κωνσταντινούπολη και το Δεσποτάτο του Μυστρά, φόρου υποτελή στο σουλτάνο και σπαρασσόμενη από τις εσωτερικές έριδες «ενωτικών» και «ανθενωτικών». Τότε οι άρχοντες έκαναν στροφή προς τον ελληνικό πληθυσμό, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσαν ότι τον αποτελούσαν πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Η αρχή έγινε με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, που έγραψε στον πάπα Γρηγόριο Θ΄: «Οι γενάρχαι της βασιλείας μου, οι από του γένους των Δουκών και Κομνηνών, ίνα μη τους άλλους λέγω, τους από γενών Ελληνικών άρξαντας (1) επί πολλάς εκατοστύας ετών την αρχήν κατέσχον της Κωνσταντινουπόλεως , ούς και η της Ρώμης εκκλησία και οι ιεράρχαι προσηγόρευον Ρωμαίων αυτοκράτορας». Ο τελευταίος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ονόμασε, κατά τον ιστορικό Φραντζή, την Κωνσταντινούπολη «χαρά των Ελλήνων». Παρά την αντίδραση της εκκλησίας (δεν πρέπει να ξεχνάμε το κάψιμο των «Νόμων» του Πλήθωνα από τον Σχολάριο και την παραίνεσή του προς τον Ραούλ του Οισή, διοικητού της Λακωνίας, να θανατώνει τους ελληνίζοντες), οι αυτοκράτορες επέτρεψαν στον Πλήθωνα να ιδρύσει τη σχολή του στον Μυστρά, την δεύτερη διοικητική έδρα, και να ασκεί ελεύθερα την λατρεία του προς τον Δία και τους άλλους αρχαίους θεούς με τους μαθητές του.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την παράδοση του Μυστρά στον Μωάμεθ από τον Θωμά Παλαιολόγο, οι διαφυγόντες στην Δύση λόγιοι, ανάμεσά τους και οι μαθητές του Πλήθωνα, συνετέλεσαν στην ανάπτυξη ενός φιλελληνικού κινήματος που προέβλεπε τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους στα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Όλες οι προσπάθειες για την οργάνωση μιας νέας σταυροφορίας δεν κατέτειναν στην απελευθέρωση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά στη δημιουργία ελληνικού κράτους. Για τον λόγο αυτόν ο πάπας Κλήμης Ζ΄ έστειλε τον Ιανό Λάσκαρη στην αυλή του Καρόλου Ε΄ της Γερμανίας, για να τον πείσει να ηγηθεί της σταυροφορίας. Στον λόγο του προς τον αυτοκράτορα ο Λάσκαρης παραλείπει το Βυζάντιο (δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού στην Δύση το ακολουθούσε η κατηγορία του αιρετικού, όπως η ίδια κατηγορία συνόδευε την Δύση από τους Βυζαντινούς) και συνδέει την αρχαία Ελλάδα με τον χριστιανισμό, ανακατεύοντας τα ονόματα των αρχαίων ηρώων με αυτά των πατέρων της εκκλησίας. Από μία άποψη αυτή είναι η πρώτη επίσημη προσπάθεια καθιέρωσης του ελληνοχριστιανικού μορφώματος.

Η εθνική συνείδηση κατά την Τουρκοκρατία
Τους χρόνους της Αναγέννησης σημάδευσε η ανακάλυψη από τον Γουτεμβέργιο των κινητών τυπογραφικών στοιχείων, που έδωσε μεγάλη ώθηση στην διάδοση της γνώσης. Τα βιβλία πλέον δεν είχαν υψηλό κόστος παραγωγής κι έγιναν προσιτά σε πολλούς περισσότερους αναγνώστες. Αμέσως οι Έλληνες της Δύσης άδραξαν την ευκαιρία και άρχισαν τις εκδόσεις έργων των αρχαίων Ελλήνων σοφών. Επίκεντρο ήταν το ευρισκόμενο στη Βενετία τυπογραφείο του φιλέλληνα Άλδου Μανούτιου. Με την εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στην Ελλάδα, πολλοί από τους λόγιους εγκατέλειψαν τη Δύση, γύρισαν στον τόπο καταγωγής τους και ίδρυσαν σχολεία. Τότε άρχισαν να αποστέλλονται σωρηδόν στα σχολεία αυτά τα αντίτυπα των έργων των Ελλήνων σοφών. Ο μύθος του «Κρυφού Σχολειού» πρέπει κάποτε να σταματήσει. Στην κυριολεξία κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα είχαμε έναν εκπαιδευτικό οργασμό, που απέναντί του στάθηκε το Πατριαρχείο. Είναι φρικιαστική η περιγραφή που κάνει ο μεγάλος δάσκαλος του γένους Μεθόδιος Ανθρακίτης του καψίματος των βιβλίων του στην αυλή του Πατριαρχείου. Κύρια αντίδραση της Εκκλησίας απέναντι στην αναβίωση της εθνικής συνείδησης ήταν η επιμονή να αποκαλούν τους Έλληνες "Ρωμιούς" (δηλαδή Ρωμαίους). Ο φωτισμένος δάσκαλος Ευγένιος Βούλγαρης, στα μέσα του 18ου αιώνα, έλεγε ότι το σωστό είναι να ονομαζόμαστε Έλληνες ή το πολύ Γραικοί, γιατί αυτή ήταν η πρώτη ονομασία της χώρας, κατ’ ουδένα όμως λόγο πρέπει να ονομαζόμαστε Ρωμιοί. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπ’ όψη ότι ο αρχιμανδρίτης Βούλγαρης κυνηγήθηκε βιαίως από την Αθωνιάδα Σχολή, γιατί τόλμησε να διδάξει Λογική, και κατέφυγε στη Ρωσία, όπου και πέθανε. Έχουμε το 1819 την εγκύκλιο του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, που συνιστούσε στους ιερείς να μην βαπτίζουν τα παιδιά με ονόματα αρχαίων Ελλήνων, αλλά με ονόματα που περιέχονται στην Αγία Γραφή. Το σιγίλιο αυτό δημοσιεύτηκε αυτούσιο στο περιοδικό της Βιέννης «Καλλιόπη». Όμως, ο ιερομόναχος Χριστόφορος, νωρίτερα, παρακινούσε τους πιστούς να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα αρχαίων ηρώων, «γιατί έτσι θέλουν ομοιάσει προς αυτούς». Οι Έλληνες επαναστάτες είχαν πλήρη συνείδηση της ελληνικής καταγωγής τους και για την απελευθέρωση της Ελλάδας αγωνίστηκαν.
Γλώσσα και DNA διαψεύδουν την ιέρεια της εθνικής ασυνέχειας
Σε ένα γράμμα του προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο ο Πλήθων του γράφει: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ήτε η φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες…». Ο «εθνικιστής» και «ρατσιστής», κατά την Δραγώνα και τους συν αυτή, ούτε λίγο ούτε πολύ, γράφει στον αυτοκράτορα ότι βασιλεύει σε κατοίκους ελληνικού γένους, όμως, η μητρική τους γλώσσα και η παιδεία μαρτυρεί. Κατά κύριο λόγο οι Έλληνες κατοικούν στην Πελοπόννησο και στην προέκταση της ευρωπαϊκής ξηράς, καθώς και τα νησιά που βρίσκονται κοντά της. Και υποδηλώνει ότι στη χώρα αυτή ανέκαθεν κατοικούσαν Έλληνες. Είναι φανερό ότι ο Πλήθων αναφέρεται στο Ελλαδικό βυζαντινό θέμα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζει τις υπόλοιπες εστίες του ελληνισμού. Απλά, είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσει τη διοικητική διαίρεση της εξουσίας.

Ωστόσο, η ίδια διαπίστωση του Πλήθωνος για τη γλώσσα ισχύει ακόμα και σήμερα, όχι μόνον για την ελληνική αλλά και πολλές ξένες (δες άρθρο μας στο 1ο τεύχος του περιοδικού με τίτλο «Γλώσσα, πανάρχαια, ελληνική και συνδετικός κρίκος των λαών). Λέμε σήμερα λωποδύτης. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι η λέξη «λώπος» είναι ομηρική και σημαίνει το θυλάκιο των ρούχων, όπου βάζουμε τα λεφτά μας ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Άρα, ο λωποδύτης είναι αυτός που καταδύεται στο θυλάκιό μας και κλέβει αυτά που θέλουμε να διαφυλάξουμε. Πολύ κοινή είναι και η λέξη «απηύδησα». Οι δάσκαλοι, όμως, δεν μας έχουν εξηγήσει ότι «αυδή» στον Όμηρο σημαίνει φωνή και το απηύδησα σημαίνει βγήκα από τη φωνή μου, έμεινα χωρίς φωνή, έμεινα άναυδος. Αλλά δεν είναι μόνον η γλώσσα και το πολιτισμικό στοιχείο των θρησκευτικών τελετών που αποδεικνύει τη γενετική συνέχειά μας. Ήλθε η επιστήμη της Βιολογίας να επιβεβαιώσει κατά τον πιο αδιάψευστο τρόπο, με την ανάγνωση του γενετικού κώδικα (DNA), ότι κατά 95,5% είμαστε καυκάσιο (όπως θέλουν να το λένε) φύλο, στέλνοντας έτσι στο καλάθι των αχρήστων τον Φαλμεράυερ και τους σύγχρονους αρνητές της εθνολογικής συνέχειας των Ελλήνων (αναλυτικά στοιχεία υπάρχουν στο 2ο τεύχος του περιοδικού στο άρθρο με τον τίτλο «Είμαστε πάντα Έλληνες). Με βάση την έρευνα που έκαναν ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια (συμμετείχε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) αποδείχθηκε ότι ο σύγχρονος Έλληνας κληρονόμησε το 70% του μιτοχονδριακού γονιδίου των προγόνων του, που έζησαν στη χώρα μας από το 36000 π.Χ. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη ότι η πατρότητα αναγνωρίζεται μόνον με το 12%, καταλαβαίνουμε το μέγεθος της κληρονομικότητας.

Οι «Δραγώνοι» του εθνομηδενισμού ξεσπαθώνουν

Βέβαια, αυτά δεν μπορεί να είναι άγνωστα στον Ευάγγελο Κωφό, σύμβουλο επί βαλκανικών θεμάτων στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, που γράφει: «Το νεοελληνικό έθνος είναι προϊόν μια ιστορικής μετάλλαξης. Δεν θα υπήρχαμε ως έθνος, αν δεν είχε γίνει μέσα στο 19οαιώνα με υβριδική αναγέννηση. Πρώτος ο Κοραής και μετά ο Παπαρρηγόπουλος διαμόρφωσαν τη νεοελληνική ταυτότητα ως αδιάσπαστη πολιτισμική ενότητα από τα αρχαία χρόνια και τα βυζαντινά ως σήμερα» (στο πάντα φιλόξενο σε τέτοιες απόψεις «Βήμα» - «Βήμα Ιδεών», στις 7/12/2007). Όπως είδαμε, ο Κοραής δεν είναι ο πρώτος που μίλησε για την πολιτισμική συνέχεια των Ελλήνων, αλλά είναι γέννημα αυτού του ιδεολογικού κινήματος. Απλά και μόνον θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στη χορεία των «Δραγώνων» του εθνομηδενισμού και αυτούς που αποφάσισαν να αλλοιώσουν το πιο κύριο πολιτιστικό εθνικό χαρακτηριστικό, την γλώσσα. Στο προηγούμενο τεύχος παρουσιάσαμε κάποιους από τους σύγχρονους εθνομηδενιστές και κάποια από τα κέντρα που χρηματοδοτούν τέτοιες προσπάθειες. Όμως, δεν τελειώνουμε εδώ. Έχουμε ακόμα πολλά να πούμε για το βιβλίο «Τι είναι η πατρίδα μας;». Η μάχη μόλις τώρα αρχίζει. 
Του Θανάση Κουκοβίστα

Δεν υπάρχουν σχόλια: