Στο ΣτΕ οι περικοπές των ειδικών μισθολογίων - Εισηγήσεις
Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας πρόκειται να συζητηθούν αύριο συνολικά δώδεκα (12) υποθέσεις σχετικές με τη μείωση των αποδοχών των προσώπων που εντάσσονται στα ειδικά μισθολόγια, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4093/2012
Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας πρόκειται να συζητηθούν αύριο συνολικά δώδεκα (12) υποθέσεις (πιν. 5, 6, 7, 8, 9, 22, 23, 24, 25, 26, 27 και 28) σχετικές με τη μείωση των αποδοχών των προσώπων που εντάσσονται στα ειδικά μισθολόγια, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4093/2012 (Μνημόνιο III).
Ειδικότερα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν προσφύγει συνολικά περίπου 700 φυσικά και νομικά πρόσωπα ζητώντας την ακύρωση της υπ. αριθμ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012».
Αναφορικά με το παραδεκτό των αιτήσεων ακυρώσεως, οι δύο Εισηγητές, κ.κ. Ι. Μαντζουράνης και Ηρ. Τσακόπουλος, στις σχετικές εκθέσεις τους, επισημαίνουν ότι τίθεται ζήτημα ως προς τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε σχέση με το Ειδικό Δικαστήριο καθώς, όπως προβλέπεται στο αρθρ. 88 παρ. 2 Σ «Οι αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των Δικαστικών Λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 99». Σύμφωνα μάλιστα με το αρθρ. 4 του Ν. 3038/2002 («Επίλυση Διαφορών Ευρύτερου Ενδιαφέροντος Σχετικών με τις Αποδοχές και τις Συντάξεις των Δικαστικών Λειτουργών») προβλέπεται ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των Δικαστικών Λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων» ενώ με το αρθρ. 5 παρ. 2 ορίζεται ότι «Το τακτικό διοικητικό Δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό Δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το Ειδικό Δικαστήριο».
Οι δύο Εισηγητές κάνουν εκτενή αναφορά σε νομολογία τόσο του ΣτΕ όσο και του Ειδικού Δικαστηρίου για το υπό εξέταση ζήτημα της δικαιοδοσίας των δύο Δικαστηρίων, από την οποία προκύπτει ότι σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του νόμου, στο Ειδικό Δικαστήριο υπάγονται μόνο διαφορές της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στη δικαιοδοσία του ΣτΕ, όπως οι διαφορές από κανονιστικές πράξεις. Ο μεν κ. Μαντζουράνης αναφέρει [PDF] ότι «υπό την εκδοχή ότι οι επίδικες διαφορές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του ΣτΕ αλλά του Ειδικού Δικαστηρίου του αρθρ. 88 παρ. 2 του Συντάγματος, τίθεται, περαιτέρω, το ζήτημα, εάν δύνανται να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αρθρ. 5 παρ. 2 του Ν. 3038/2002» ενώ ο κ. Τσακόπουλος δεν προτείνει [PDF] συγκεκριμένη λύση αλλά υπό τα ανωτέρω δεδομένα, θεωρεί υποστηρίξιμες και τις δύο εκδοχές επισημαίνοντας όμως ότι οι κρινόμενες αιτήσεις ακυρώσεως ανήκουν στη δικαιοδοσία του ΣτΕ, εφόσον όμως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης με τις αιτήσεις κανονιστικής πράξης, σκόπιμο είναι να αναβληθεί η εκδίκαση των αιτήσεων μέχρις ότου αποφανθεί επί της συναφούς αιτήσεως το Ειδικό Δικαστήριο.
Ως προς το βάσιμο των αιτήσεων, οι Εισηγητές σημειώνουν ότι σύμφωνα με τους προβαλλόμενους στα δικόγραφα λόγους, τίθενται ζητήματα αντιθέσεως στα αρθρ. 17, 26, 87 και 88 Σ., στο αρθρ. 14 της ΕΣΔΑ και στο αρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ καθώς, όπως υποστηρίζεται, οι περικοπές των Δικαστικών Λειτουργών δεν είναι αντίστοιχες με αυτές των Βουλευτών κατά παράβαση της καθιερωμένης από το Σύνταγμα ισοτιμίας των τριών λειτουργιών του Κράτους. Αναφέρεται δε, ότι οι διατάξεις του Ν. 4093/2012 δεν αφορούν μόνο Δικαστικούς λειτουργούς αλλά και άλλα πρόσωπα, οι αποδοχές των οποίων εντάσσονται στα ειδικά μισθολόγια. Επίσης, διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας. Τέλος, στις αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν Δικαστικούς τονίζεται ότι υπέστησαν διακριτική και άνιση μεταχείριση στη μισθολογική τους κατάσταση, επωμιζόμενοι ένα υπερβολικό και αδικαιολόγητο βάρος στην περιουσία τους σε σχέση με άλλες κατηγορίες αμειβομένων από το Δημόσιο Ταμείο ενώ δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι οι επίδικες περικοπές θα συμβάλλουν στη βιώσιμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης.
Ειδικότερα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας έχουν προσφύγει συνολικά περίπου 700 φυσικά και νομικά πρόσωπα ζητώντας την ακύρωση της υπ. αριθμ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφασης του υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012».
Αναφορικά με το παραδεκτό των αιτήσεων ακυρώσεως, οι δύο Εισηγητές, κ.κ. Ι. Μαντζουράνης και Ηρ. Τσακόπουλος, στις σχετικές εκθέσεις τους, επισημαίνουν ότι τίθεται ζήτημα ως προς τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σε σχέση με το Ειδικό Δικαστήριο καθώς, όπως προβλέπεται στο αρθρ. 88 παρ. 2 Σ «Οι αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των Δικαστικών Λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 99». Σύμφωνα μάλιστα με το αρθρ. 4 του Ν. 3038/2002 («Επίλυση Διαφορών Ευρύτερου Ενδιαφέροντος Σχετικών με τις Αποδοχές και τις Συντάξεις των Δικαστικών Λειτουργών») προβλέπεται ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των Δικαστικών Λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων» ενώ με το αρθρ. 5 παρ. 2 ορίζεται ότι «Το τακτικό διοικητικό Δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα, η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό Δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το Ειδικό Δικαστήριο».
Οι δύο Εισηγητές κάνουν εκτενή αναφορά σε νομολογία τόσο του ΣτΕ όσο και του Ειδικού Δικαστηρίου για το υπό εξέταση ζήτημα της δικαιοδοσίας των δύο Δικαστηρίων, από την οποία προκύπτει ότι σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του νόμου, στο Ειδικό Δικαστήριο υπάγονται μόνο διαφορές της δικαιοδοσίας των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όχι ακυρωτικές διαφορές, υπαγόμενες στη δικαιοδοσία του ΣτΕ, όπως οι διαφορές από κανονιστικές πράξεις. Ο μεν κ. Μαντζουράνης αναφέρει [PDF] ότι «υπό την εκδοχή ότι οι επίδικες διαφορές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία του ΣτΕ αλλά του Ειδικού Δικαστηρίου του αρθρ. 88 παρ. 2 του Συντάγματος, τίθεται, περαιτέρω, το ζήτημα, εάν δύνανται να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αρθρ. 5 παρ. 2 του Ν. 3038/2002» ενώ ο κ. Τσακόπουλος δεν προτείνει [PDF] συγκεκριμένη λύση αλλά υπό τα ανωτέρω δεδομένα, θεωρεί υποστηρίξιμες και τις δύο εκδοχές επισημαίνοντας όμως ότι οι κρινόμενες αιτήσεις ακυρώσεως ανήκουν στη δικαιοδοσία του ΣτΕ, εφόσον όμως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εκκρεμεί αίτηση ακυρώσεως της προσβαλλόμενης με τις αιτήσεις κανονιστικής πράξης, σκόπιμο είναι να αναβληθεί η εκδίκαση των αιτήσεων μέχρις ότου αποφανθεί επί της συναφούς αιτήσεως το Ειδικό Δικαστήριο.
Ως προς το βάσιμο των αιτήσεων, οι Εισηγητές σημειώνουν ότι σύμφωνα με τους προβαλλόμενους στα δικόγραφα λόγους, τίθενται ζητήματα αντιθέσεως στα αρθρ. 17, 26, 87 και 88 Σ., στο αρθρ. 14 της ΕΣΔΑ και στο αρθρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ καθώς, όπως υποστηρίζεται, οι περικοπές των Δικαστικών Λειτουργών δεν είναι αντίστοιχες με αυτές των Βουλευτών κατά παράβαση της καθιερωμένης από το Σύνταγμα ισοτιμίας των τριών λειτουργιών του Κράτους. Αναφέρεται δε, ότι οι διατάξεις του Ν. 4093/2012 δεν αφορούν μόνο Δικαστικούς λειτουργούς αλλά και άλλα πρόσωπα, οι αποδοχές των οποίων εντάσσονται στα ειδικά μισθολόγια. Επίσης, διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να τηρείται μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας. Τέλος, στις αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν Δικαστικούς τονίζεται ότι υπέστησαν διακριτική και άνιση μεταχείριση στη μισθολογική τους κατάσταση, επωμιζόμενοι ένα υπερβολικό και αδικαιολόγητο βάρος στην περιουσία τους σε σχέση με άλλες κατηγορίες αμειβομένων από το Δημόσιο Ταμείο ενώ δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι οι επίδικες περικοπές θα συμβάλλουν στη βιώσιμη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου