Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Τι ισχύει στην παροχή εργασίας από συζύγους, συγγενείς και φίλους


Συμβουλές – «SOS»: Τι ισχύει στην παροχή εργασίας από συζύγους, συγγενείς και φίλους

  gynaika grafeio
   Του Γιάννη Κ. Καρούζου, Δικηγόρου, ειδικευμένου στο Εργατικό και το Συνδικαλιστικό Δίκαιο: Ζήτημα γεννάται για το αν η παροχή εργασίας από συζύγους, συγγενείς και φίλους υφίσταται χωρίς νομική εξάρτηση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιος θετικός κανόνας δικαίου στη χώρα μας που να ορίζει σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα περί της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου παρέχεται εργασία από τα ανωτέρω αυτά πρόσωπα.
   Τι λένε τα δικαστήρια
  Για τον λόγο αυτό, οι αποφάσεις της νομολογίας που έχουν κρίνει σχετικά αποβαίνουν εξαιρετικά κρίσιμες, καθώς υποκαθιστούν σε μεγάλο βαθμό την ελλείπουσα πρόβλεψη του νομοθέτη ως προς τα ζητήματα αυτά. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η νομολογία δεν έχει δώσει –ούτε φυσικά μπορεί να δώσει- μια ενιαία λύση η οποία να καταλαμβάνει όλες τις αναφυόμενες από το ζήτημα αυτό περιπτώσεις, γεγονός εύλογο, δεδομένου ότι κάθε περίπτωση που φέρεται προς κρίση ενώπιον των δικαστηρίων είναι ξεχωριστή εν όψει των διαφορετικών κάθε φορά πραγματικών περιστατικών που τη στηρίζουν.
   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 651-653 του Αστικού Κώδικα συνάγεται ότι, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται όταν ο εργαζόμενος υποβάλλεται έναντι του εργοδότη του σε νομική εξάρτηση, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο παροχής της εργασίας και της εν γένει επιμελούς εκτελέσεως αυτής, παρέχοντας τις αναγκαίες εντολές και οδηγίες για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας, οι οποίες είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο, ο οποίος υποχρεούται να συμμορφώνεται προς αυτές.
  Περαιτέρω, από το άρθρο 904 του Αστικού Κώδικα συνάγεται ότι δεν γεννάται αξίωση απόδοσης του πλουτισμού του εργοδότη, όταν ο πλουτισμός επήλθε από την παροχή προς αυτόν υπηρεσιών οικειοθελώς και χωρίς αντάλλαγμα από τον παρασχόντα την εργασία, τις οποίες υπηρεσίες ο εργοδότης αποδέχτηκε χωρίς να τις συμφωνήσει ή να τις απαιτήσει. Και τούτο διότι, σε αυτή την περίπτωση ναι μεν επήλθε πλουτισμός του εργοδότη καθώς αυτός κατέστη πλουσιότερος από την παρεχόμενη σε αυτόν εργασία, ο πλουτισμός αυτός όμως δεν δύναται σε καμία περίπτωση να χαρακτηρισθεί ως αδικαιολόγητος, καθώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτός επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του παρασχόντος την εργασία ή με ζημία αυτής.
   Η ανθρώπινη σχέση υπερτερεί
  Με βάση τις ανωτέρω επισημάνσεις, σε πολλές περιπτώσεις παροχής εργασίας προς εργοδότες από πρόσωπα που συνδέονταν με αυτούς είτε με συγγενική, είτε ερωτική, είτε φιλική σχέση, τα δικαστήρια, δεχόμενα προφανώς ότι απώτερο κίνητρο της παρακίνησης του «εργαζομένου» στην παροχή των υπηρεσιών του υπήρξε ο εν λόγω συγγενικός, ερωτικός ή φιλικός δεσμός τους με τον φερόμενο ως εργοδότη τους, έκριναν ότι η εν λόγω σχέση, ούσα προέχουσα, υπερτερούσε της εργασιακής σχέσης. Σε κάθε περίπτωση αναγκαία καθίσταται η διάκριση των ακόλουθων περιπτώσεων 
   1) ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΣΥΡΡΕΟΥΣΑ ΜΕ ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΣΧΕΣΗ – ΜΝΗΣΤΕΙΑ
  Σύμφωνα με τα άρθρα 1386-1390 του Αστικού Κώδικα οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Στην εν λόγω δε υποχρέωση τους εντάσσεται γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού τους βίου. Κάθε σύζυγος λοιπόν υποχρεούται να βοηθά τον άλλο στην επαγγελματική και στην λοιπή προσωπική και κοινωνική δραστηριότητά του, συνεισφέροντας την προσωπική του εργασία, εκτός αν αδυνατεί να εργαστεί. Ο σύζυγος που παρέχει τις βοηθητικές του αυτές υπηρεσίες δεν δικαιούται λοιπόν ιδιαίτερης αμοιβής.
  Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στην περίπτωση παροχής εργασίας από το σύζυγο του εργοδότη, δεν δύναται να αναγνωριστεί η ύπαρξη συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ αυτών. Η εργασιακή σχέση μεταξύ των συζύγων υφίσταται ευθέως εκ του νόμου και συνεπώς δεν αποτελεί σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
  Διαφορετική είναι η περίπτωση κατά την οποία η εργασία της συζύγου παρασχέθηκε σε εταιρεία της οποίας μέλος είναι ο σύζυγος και όχι σε προσωπική επιχείρηση του συζύγου. Στην εν λόγω περίπτωση δύναται να δημιουργηθεί σχέση εργασίας μεταξύ της συζύγου του μέλους και της εταιρείας, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι απόλυτο. ΄Ετσι, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι μεταξύ οικογενειακής επιχείρησης (Ε.Π.Ε.) και του συζύγου-μέλους της εταιρείας αυτής, ο οποίος προσέφερε οικειοθελώς άτυπες υπηρεσίες στην εταιρεία αυτή προς διευκόλυνση της συζύγου του, την οποία και υποκαθιστούσε στις υποχρεώσεις της προς την εταιρεία, δεν υφίστατο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
  Τι έκρινε ο Αρειος Πάγος
  Όμοια έκρινε ο Άρειος Πάγος, ήτοι ότι δεν υφίστατο σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην περίπτωση κατά την οποία υποψήφιος γαμβρός ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην οικία της υποψήφιας συζύγου του μετά την μνηστεία τους, όπου διέμενε και σιτιζόταν, παρείχε τις υπηρεσίες του στο πρατήριο υγρών καυσίμων του πατρός της όχι ως μισθωτός του αλλά ως μελλόνυμφος. Επίσης, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ μνηστευμένων, μετά την εγκατάσταση της μέλλουσας συζύγου στην οικία του μελλονύμφου όπου διέμενε και παρείχε τις υπηρεσίες της οικειοθελώς προς τον μέλλοντα σύζυγό της, για το λόγο ότι δεν είχε την πρόθεση παροχής υπηρεσιών οικιακής βοηθού. Τέλος, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και στην περίπτωση όπου μνηστή παρείχε στον μεγαλύτερης ηλικίας μνηστήρα της και υπηρεσίες οικιακής βοηθού κατά το χρόνο ασθενείας του, ο οποίος εν τέλει απεβίωσε.
  Όπως είναι ευνόητο, στις ανωτέρω περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίθηκε ότι ουδεμία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας καταρτίσθηκε μεταξύ των συζύγων ή μνηστευμένων, ο παράσχον τις υπηρεσίες του σύζυγος ή μνηστευμένος δεν δικαιούται αποδοχές εκ της αιτίας αυτής, ούτε φυσικά έχει οιαδήποτε άλλη αξίωση εξ’ αφορμής της αιτίας αυτής. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δεν δικαιούται να διεκδικήσει από τον σύζυγο του ή μέλλοντα σύζυγό του, στον οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του, ούτε αποζημίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό αυτού. Τούτο συμβαίνει διότι, ως ελέχθη ανωτέρω, ο πλουτισμός του συζύγου ή μέλλοντα συζύγου του δεν υπήρξε αδικαιολόγητος αφού η παροχή των υπηρεσιών εκ μέρους του είχε νόμιμη αιτία.
  Βέβαια, για το λόγο ότι με την παροχή των υπηρεσιών του ενός των συζύγων στις επαγγελματικές δραστηριότητες του ετέρου αυξάνεται η περιουσία του τελευταίου, ο πρώτος σύζυγος, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1400 Αστικού Κώδικα, μπορεί να αξιώσει την συμμετοχή του στα αποκτήματα του συζύγου κατ’ αναλογία της εργασιακής του συμβολής σε αυτά. Παράλληλα, έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι εάν οι παρεχόμενες από τον σύζυγο υπηρεσίες υπερβαίνουν το μέτρο των υπηρεσιών που επιβάλλει το άρθρο 1508 Αστικού Κώδικα η υπερβάλλουσα απασχόληση δημιουργεί αξίωση εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού για το υπερβάλλον, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση να αποδειχθεί ότι πέραν του οικογενειακού δεσμού υπήρξε και σχέση εξάρτησης.
  2) ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΣΥΡΡΕΟΥΣΑ ΜΕ ΣΥΓΓΕΝΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
  Σύμφωνα με το άρθρο 1508 Αστικού Κώδικα το τέκνο, εφόσον αποτελεί μέρος του οίκου των γονέων του και ανατρέφεται ή διατρέφεται από αυτούς, υποχρεούται να παρέχει στους γονείς του, για την διοίκηση του οίκου ή την άσκηση του επαγγέλματός τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές συνθήκες του ίδιου και της οικογένειάς του. Ως τέκνα νοούνται τα γνήσια, τα θετά, τα εξώγαμα, ενήλικα ή ανήλικα, ενώ ως γονείς νοούνται ο πατέρας, η μητέρα, ο επίτροπος, ο γονέας που συνοικεί με το τέκνο μετά τη λύση του γάμου με διαζύγιο ή λόγω θανάτου. Τα τέκνα λοιπόν που διαμένουν στην οικογενειακή στέγη και διατρέφονται από τους γονείς τους οφείλουν εκ του νόμου να τους βοηθούν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους και τη διοίκηση της οικογενειακής κατοικίας, χωρίς να δικαιούνται αμοιβής για την παροχή των υπηρεσιών τους στους γονείς τους.
  Η εργασιακή σχέση μεταξύ των τέκνων και των γονέων τους δημιουργείται και στην περίπτωση αυτή ευθέως εκ του νόμου, για τον λόγο δε αυτόν δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σε καμία περίπτωση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Εάν όμως η παροχή εργασίας υπό του τέκνου υπερβαίνει το μέτρο των υπηρεσιών που επιβάλλει το άρθρο 1508 Αστικού Κώδικα, ήτοι αν οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες δεν είναι ανάλογες των δυνάμεων του, πάλι η υπερβάλλουσα απασχόληση του τέκνου δημιουργεί αξίωση αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού για το υπερβάλλον μόνο εάν αποδειχθεί σχέση εξαρτήσεως.
  Βασισμένο στην ίδια αιτιολογία ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στην περίπτωση όπου αδερφές παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην επιχείρηση του αδερφού τους με τον οποίο συνοικούσαν, και παρά το γεγονός ότι αυτός απέδιδε σε αυτές διάφορα μικροποσά που δεν είχαν το χαρακτήρα μισθού.
  Στα πλαίσια των ανωτέρω επισημάνσεων αξίζει να αναφέρουμε την υπ΄αριθμ. 126/1989 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, το οποίο έκρινε ότι δεν καταρτίσθηκεσύμβαση εργασίας μεταξύ τεχνίτη οικοδόμου και συγγενών του, των οποίων ανέλαβε την κατασκευή και ανέγερση κατοικιών, με την αιτιολογία ότι η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ τους εστηρίζετο στον συγγενικό τους δεσμό κυρίως, ουδεμία δε πρόθεση των συγγενών να συνάψουν σύμβαση εργασίας μαζί τους υφίστατο. Παράλληλα, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας, της οποίας υπεύθυνος του παραρτήματος της στην Αθήνα ήταν ο πατέρας της ενάγουσας, η οποία παρείχε τις υπηρεσίες της αποκλειστικά και μόνο προς χάρη και εξυπηρέτηση του πατέρα της, ο οποίος ενεργούσε απέναντί της ατομικά για τον εαυτό του και όχι ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης.
  3) ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΣΥΡΡΕΟΥΣΑ ΜΕ ΦΙΛΙΚΗ Ή ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ
  Αντίθετα με τα ανωτέρω ισχύοντα, οι περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών μεταξύ φίλων θα πρέπει να ερευνώνται ειδικά, με βάση τα κάθε φορά επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται, για το λόγο ότι μεταξύ αυτών δεν υφίσταται νόμιμος δικαιολογητικός λόγος και εκ του νόμου υποχρέωση για παροχή δωρεάν υπηρεσιών από τον παρασχόντα την εργασία του φίλο ή ερωτικό σύντροφο. Τα ζητήματα που ανακύπτουν από την παροχή εργασίας από τα πρόσωπα αυτά αντιμετωπίζονται από τη νομολογία μόνο εν όψει των πραγματικών κάθε φορά περιστατικών και κρίνονται αναλόγως εφόσον στην κάθε περίπτωση μπορεί να δημιουργηθεί και να συνυπάρχει, πέραν της φιλίας ή του ερωτικού δεσμού, και σχέση εργασίας. Έτσι παγίως γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση όπου υφίσταται φιλική ή ερωτική σχέση, η ύπαρξη ή όχι σχέσεως εξαρτημένης εργασίας κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περιπτώσεως τα οποία και ερευνώνται από τα δικαστήρια.
  Έτσι, πλείονες αποφάσεις έχουν δεχτεί σε περιπτώσεις παροχής εργασίας από πρόσωπα τα οποία συνδέονται με τον εργοδότη με φιλική ή ερωτική σχέση ότι, πέραν της φιλίας, υφίσταταισχέση εξαρτημένης εργασίας δεχόμενα ότι η μεταξύ συζύγων σχέση και πολύ περισσότερο η σχέση ελευθέρας συμβίωσης δεν αποκλείει τη δυνατότητα παροχής εργασίας του ενός προς τον άλλο χωρίς νομική εξάρτηση.
  Πάντως, σε πολλές περιπτώσεις κρίθηκε ότι η προϋπάρχουσα φιλική σχέση, γνωριμία ή ο ερωτικός δεσμός των διαδίκων, δεν δημιούργησε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αφού οι σχέσεις αυτές και ιδιαίτερα της παλλακείας που παραμένει εκτός του πλαισίου του νόμου, δεν γεννούν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Έτσι, με την υπ’ αριθμ. 115/1985 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας κρίθηκε ότι δεν συνήφθη σύμβαση εργασίας μεταξύ μοναχικών συγκατοικουσών και αλληλοεξυπηρετουμένων γυναικών, εκ των οποίων η μία παρείχε περισσότερες υπηρεσίες προς την άλλη, κυρίως λόγω διαφοράς ηλικίας, επειδή οι υπηρεσίες αυτές προσεφέροντο στη βάση προϋπάρχουσης μακροχρονίου φιλικής σχέσηςμεταξύ των διαδίκων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: