Αντισυνταγματική η αύξηση του δικαστικού ενσήμου | απ. 669/2013 ΜονΠρΑθ
Με την υπ. αριθμ. 669/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε αντισυνταγματική και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου, η οποία επήλθε με τον Ν. 4093/2012.
Με την υπ. αριθμ. 669/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία αυτοκινήτων) κρίθηκε αντισυνταγματική και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου, η οποία επήλθε με τον Ν. 4093/2012.
Ειδικότερα, ο Δικαστής υποστήριξε ότι η αύξηση του δικαστικού ενσήμου περιορίζει την πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετείται ο σκοπός της αποφυγής άσκησης αβάσιμων αγωγών, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, “η προτεινόμενη αύξηση του δικαστικού ενσήμου κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να αποτραπεί η προπετής άσκηση αγωγών ενώ η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή έχει σκοπό να συμβάλει και στην αύξηση τω ν δημοσίων εσόδων”.
Όμως, όπως τονίζει [Απόφαση PDF] ο Δικαστής, με την ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”. Σύμφωνα δε, με την απολύτως κρατούσα θέση της νομολογίας, επιτρέπεται η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή έννομης προστασίας αλλά οι προϋποθέσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες με την αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης και δε θα πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια, πέραν των οποίων καταλύεται το κατοχυρωμένο από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης δικαστικής προστασίας.
Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται αφενός, το δικαίωμα πρόσβασης των Ευρωπαίων πολιτών σε δικαστήριο αφετέρου, το συγκεκριμένο δικαίωμα υπόκειται σε περιορισμούς από το κράτος, οι οποίοι όμως σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι συμβατοί με το σκοπό του νομοθέτη. Παράλληλα δε, θα πρέπει να τηρείται η σχέση αναλογικότητας του μέσου με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Εν προκειμένω, το συγκεκριμένο μέτρο δεν κρίνεται αναγκαίο ούτε πρόσφορο ενώ δεν θεωρείται ότι υφίσταται ο λογικός βαθμός αναλογικότητας μεταξύ της αύξησης του δικαστικού ενσήμου και του σκοπού του περιορισμού της προπετούς άσκησης αγωγών. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται, η αποτροπή άσκησης αβάσιμων αγωγών συνδέεται με την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος στη Δικαιοσύνη και δεν εξαρτάται από το ύψος του τέλους του ενσήμου. Αντίθετα, η προβλεπόμενη αύξηση στερεί πλήρως το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη στους οικονομικά ασθενέστερους. Με δεδομένο μάλιστα ότι το αβάσιμο ή μη μιας αγωγής δεν μπορεί να ελεγχθεί εκ των προτέρων, η αύξηση του δικαστικού ενσήμου περιορίζει γενικώς και αδιακρίτως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας με αποτέλεσμα να θίγεται ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας.
Τέλος, σημειώνεται ότι με νομολογία του Αρείου Πάγου , το συγκεκριμένο μέτρο έχει κριθεί ως έχον αμιγώς φορολογικό χαρακτήρα ενώ υπογραμμίζεται ότι το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αναχθεί σε γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε την παραβίαση του δικαιώματος των πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Συνεπώς, ο Δικαστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση του τέλους του δικαστικού ενσήμου με τον Ν. 4093/2012 είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και μη συμβατή με την ΕΣΔΑ. Με βάση μάλιστα τα ανωτέρω, ο Δικαστής αναφέρει ότι εξακολουθεί να αρκεί για τη συζήτηση των καταψηφιστικών αγωγών, η καταβολή από τον ενάγοντα του τέλους του δικαστικού ενσήμου, όπως αυτό υπολογιζόταν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4093/2012.
Ειδικότερα, ο Δικαστής υποστήριξε ότι η αύξηση του δικαστικού ενσήμου περιορίζει την πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετείται ο σκοπός της αποφυγής άσκησης αβάσιμων αγωγών, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, “η προτεινόμενη αύξηση του δικαστικού ενσήμου κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να αποτραπεί η προπετής άσκηση αγωγών ενώ η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή έχει σκοπό να συμβάλει και στην αύξηση τω ν δημοσίων εσόδων”.
Όμως, όπως τονίζει [Απόφαση PDF] ο Δικαστής, με την ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει”. Σύμφωνα δε, με την απολύτως κρατούσα θέση της νομολογίας, επιτρέπεται η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή έννομης προστασίας αλλά οι προϋποθέσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες με την αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης και δε θα πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια, πέραν των οποίων καταλύεται το κατοχυρωμένο από την ανωτέρω συνταγματική διάταξη ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης δικαστικής προστασίας.
Επίσης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται αφενός, το δικαίωμα πρόσβασης των Ευρωπαίων πολιτών σε δικαστήριο αφετέρου, το συγκεκριμένο δικαίωμα υπόκειται σε περιορισμούς από το κράτος, οι οποίοι όμως σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να είναι συμβατοί με το σκοπό του νομοθέτη. Παράλληλα δε, θα πρέπει να τηρείται η σχέση αναλογικότητας του μέσου με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Εν προκειμένω, το συγκεκριμένο μέτρο δεν κρίνεται αναγκαίο ούτε πρόσφορο ενώ δεν θεωρείται ότι υφίσταται ο λογικός βαθμός αναλογικότητας μεταξύ της αύξησης του δικαστικού ενσήμου και του σκοπού του περιορισμού της προπετούς άσκησης αγωγών. Εξάλλου, όπως επισημαίνεται, η αποτροπή άσκησης αβάσιμων αγωγών συνδέεται με την οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος στη Δικαιοσύνη και δεν εξαρτάται από το ύψος του τέλους του ενσήμου. Αντίθετα, η προβλεπόμενη αύξηση στερεί πλήρως το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη στους οικονομικά ασθενέστερους. Με δεδομένο μάλιστα ότι το αβάσιμο ή μη μιας αγωγής δεν μπορεί να ελεγχθεί εκ των προτέρων, η αύξηση του δικαστικού ενσήμου περιορίζει γενικώς και αδιακρίτως το δικαίωμα δικαστικής προστασίας με αποτέλεσμα να θίγεται ο πυρήνας του ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας.
Τέλος, σημειώνεται ότι με νομολογία του Αρείου Πάγου , το συγκεκριμένο μέτρο έχει κριθεί ως έχον αμιγώς φορολογικό χαρακτήρα ενώ υπογραμμίζεται ότι το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να αναχθεί σε γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε την παραβίαση του δικαιώματος των πολιτών για πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Συνεπώς, ο Δικαστής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση του τέλους του δικαστικού ενσήμου με τον Ν. 4093/2012 είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και μη συμβατή με την ΕΣΔΑ. Με βάση μάλιστα τα ανωτέρω, ο Δικαστής αναφέρει ότι εξακολουθεί να αρκεί για τη συζήτηση των καταψηφιστικών αγωγών, η καταβολή από τον ενάγοντα του τέλους του δικαστικού ενσήμου, όπως αυτό υπολογιζόταν πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4093/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου