X. Χρυσανθάκης, Η μη ύπαρξη νομολογίας ή η ύπαρξη
αντίθετης νομολογίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
Περίληψη: Στην παρούσα μελέτη
ερευνάται η πρόσθετη δικονομική προϋπόθεση για το παραδεκτό της ασκούμενης
αιτήσεως αναιρέσεως που εισήγαγε το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν
3900/2010 αντικαθιστώντας το άρθρο 53 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989, δηλαδή η μη ύπαρξη
ή η ύπαρξη αντίθετης νομολογίας. Αναλύονται όλα τα σχετικά κρίσιμα ζητήματα
(έννοια της διάταξης, συνταγματικότητα, χρονικό σημείο εφαρμογής κ.λπ.) και
δίνονται οι απαραίτητες δικονομικές αποσαφηνίσεις.
1. Η ερμηνευόμενη διάταξη
Με το άρθρο 12 § 1 του Ν
3900/2010 αντικαταστάθηκε το άρθρο 53 § 3 του ΠΔ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση
διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΕτΚ Α΄ 8/9.1.1989) ως εξής:
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο με
συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν
υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της
προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή
άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου».
2. Η έννοια της διάταξης: πρώτη προσέγγιση
Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται μία πρόσθετη δικονομική προϋπόθεση [1] , υπό την έννοια ότι
για να είναι παραδεκτή η ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης
δικαστικής απόφασης (διοικητικού) δικαστηρίου της ουσίας, θα πρέπει ο
αναιρεσείων με το εισαγωγικό δικόγραφο να προβάλει με συγκεκριμένους
ισχυρισμούς ότι είτε δεν υπάρχει σχετική νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας είτε ότι υπάρχει αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας
ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου (δηλαδή του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου) είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου. Σε μία τέτοια περίπτωση ο σχετικός λόγος αναιρέσεως προβάλλεται
παραδεκτώς και εξετάζεται κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς το παραδεκτό και το
βάσιμό του.
3. Οι αμφιβολίες για τη συνταγματικότητα της ρύθμισης
Η καθιέρωση της διάταξης δημιούργησε αμφιβολίες για τη συνταγματικότητά
της. Έτσι προβλήθηκε [2] ότι η εξεταζόμενη
ρύθμιση προβληματίζει ως προς το κύρος της, δεδομένου ότι κατ’ ουσίαν
αναγορεύει τη νομολογία σε πηγή δικαίου, κάτι το οποίο αντιβαίνει στο άρθρο 26
του Συντάγματος, το οποίο αναθέτει στον δικαστή την εφαρμογή και όχι την
θέσπιση των κανόνων δικαίου. Πράγματι, τόσο το Σύνταγμα (άρθρα 26, 20 παρ. 1,
93, 94 και 95 παρ. 1) όσο και η ΕΣΔΑ (άρθρα 6 και 13) κατοχυρώνουν τον κεντρικό
ρόλο του δικαστή στο πλαίσιο της έννομης τάξης ως οργάνου επίλυσης των διαφορών
αλλά όχι και νομοθέτησης [3] . Περαιτέρω, η ρύθμιση
αυτή εμποδίζει την εξέλιξη της νομολογίας, η οποία χαρακτηρίζεται για τον
εξελικτικό χαρακτήρα της, δηλαδή τη δυνατότητα προσαρμογής στις εξελισσόμενες
συνθήκες. Τούτο, διότι εάν σε επόμενη υπόθεση, προβληθεί λόγος αναιρέσεως επί
ζητήματος που έχει ήδη επιλυθεί, το Δικαστήριο κωλύεται να προχωρήσει, αφού ο
σχετικός λόγος αναιρέσεως δεν προβάλλεται παραδεκτώς [4] .
Η νομολογία επελήφθη του ζητήματος αυτού, δίδοντας αρνητική απάντηση. Με
σειρά αποφάσεων το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το άρθρο 12 παρ. 1
του Ν
3900/2010 δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Τούτο, με την αιτιολογία ότι ο
νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων,
διαδικαστικές-δικονομικές προϋποθέσεις, περιοριστικές του παραδεκτού της
αιτήσεως αναιρέσεως μόνον επί ζητημάτων, για τα οποία δεν υπάρχει νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας ή υφίσταται αντίθετη νομολογία κατά τα αναφερόμενα
στη διάταξη αυτή [5] . Επίσης κρίθηκε ότι
ναι μεν η παγίωση της νομολογίας συνδέεται με την ασφάλεια δικαίου, πλην όμως
τίποτε δεν αποκλείει τη μελλοντική μεταβολή της νομολογίας λόγω μεταβολής είτε
των συνθηκών είτε της σχετικής διάταξης [6] .
Η θέση αυτή της νομολογίας εξακολουθεί να προβληματίζει. Τούτο, διότι κατ’
αρχάς δεν απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα αν η νομολογία εισάγει κανόνες δικαίου,
οπότε μόνον τότε θα εδικαιολογείτο η ερευνώμενη ρύθμιση. Επομένως, δεν
πρόκειται απλώς για την καθιέρωση μίας πρόσθετης διακωλυτικής δικονομικής
προϋπόθεσης [7] . Σε κάθε άλλη
περίπτωση τίθεται ζήτημα ανισχύρου της, δεδομένου ότι προσδίδει κανονιστική
ισχύ στη νομολογία. Περαιτέρω δεν απαντά πειστικά, αλλά δια του ζητουμένου, στο
ζήτημα της δυνατότητας μεταβολής της νομολογίας. Δηλαδή γεννάται το ερώτημα πώς
μπορεί να μεταβληθεί μία νομολογιακή λύση, όταν δεν επιτρέπεται να προβληθεί
σχετικός λόγος αναιρέσεως από τον διάδικο, ο οποίος δικαιούται να προσβλέπει
στη μεταβολή μίας δυσμενούς γι΄ αυτόν νομολογιακής θέσης. Ομοίως, εκ λόγων
ισότιμης μεταχείρισης, δεν επιτρέπεται να εξεταστεί ούτε αυτεπαγγέλτως
ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως, όταν υφίσταται σχετικώς νομολογία. Επομένως, το
ερώτημα παραμένει.
4. Χρονικό σημείο εφαρμογής
Έχει κριθεί ότι η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τις αιτήσεις αναιρέσεως που
ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του Ν
3900/2010, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 2011 [8] . Με τον τρόπο αυτόν
διασπάται χωρίς αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο η γενική αρχή του δικονομικού
δικαίου, σύμφωνα με την οποία το παραδεκτό των ένδικων μέσων κρίνεται με βάση
τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης. Η γενική αυτή
αρχή ευρίσκεται αποτυπωμένη στο άρθρο 77 § 5 του ΠΔ/τος 18/1989 και 83 § 2 του
ΚΔΔ. Πάντως, κατ’ εφαρμογή των νομολογημένων, εάν μία αίτηση αναιρέσεως ασκηθεί
μετά την 1.1.2011 θα πρέπει να περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου τους
σχετικούς ισχυρισμούς περί μη υπάρξεως νομολογίας ή (περί) υπάρξεως αντίθετης
νομολογίας.
5. Σχέση με τις λοιπές δικονομικές προϋποθέσεις
Η περί ης ο λόγος δικονομική προϋπόθεση συντρέχει μαζί με τις υπόλοιπες που
καθιερώνει το άρθρο 53 του ΠΔ/τος 18/1989. Συνεπώς, λ.χ. το όριο του «εκκλητού»
διατηρείται όπως και η προθεσμία και η νομιμοποίηση και η φύση της
προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης (ως τελεσίδικης). Με το άρθρο 12 § 1
του Ν
3900/2010 ο νομοθέτης καθιερώνει μία πρόσθετη δικονομική προϋπόθεση για την
παραδεκτή άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως. Μάλιστα, έχει κριθεί ότι οι προϋποθέσεις
των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του ΠΔ/τος 18/1989 πρέπει να συντρέχουν
και όταν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως επανυποβάλλεται κατ’ αποφάσεως που έχει
εκδοθεί μετ’ αναίρεση [9] . Τούτο είναι εύλογο,
δεδομένου ότι πρόκειται για νέα αίτηση αναιρέσεως. Αντιθέτως, παρατηρείται
διάσταση της νομολογίας (Β΄ και ΣΤ΄ Τμήματος) ως προς το ζήτημα αν πρόκειται
περί αιτήσεως αναιρέσεως με παρακολουθηματικό χαρακτήρα, δηλαδή η τύχη της
οποίας εξαρτάται από μία άλλη. Το Τμήμα Β΄ του Δικαστηρίου έχει κρίνει ότι σε
μία τέτοια περίπτωση δεν απαιτείται η συνδρομή των δικονομικών προϋποθέσεων των
§§ 3 και 4 του άρθρου 53 του ΠΔ/τος 18/1989 λόγω ακριβώς του παρακολουθηματικού
χαρακτήρα [10] . Το αντίθετο έχει
κριθεί από το Τμήμα ΣΤ΄ με τη σκέψη ότι πρόκειται για αυτοτελείς αιτήσεις
αναιρέσεως [11] . Ορθότερη κατά τη
γνώμη μας είναι η πρώτη θέση, η οποία δικαιολογείται εκ λόγων ενιαίας
αντιμετώπισης του συνόλου της διαφοράς με την ευρύτερη έννοιά της.
6. Τρόπος προβολής
Κατά τη νομολογία, η τήρηση της ερευνώμενης προϋπόθεσης γίνεται με την
επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως επί ποινή
απαραδέκτου. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν παράλειψη τήρησης της προϋπόθεσης αυτής
δεν μπορεί να θεραπευθεί με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων [12] ή με διακεκριμένο
υπόμνημα. Η λύση αυτή, αν και ιδιαιτέρως αυστηρή, εκπορεύεται από τη διατύπωση
του νόμου, όπου γίνεται ρητώς αναφορά στην υποχρέωση προβολής των σχετικών
ισχυρισμών στο εισαγωγικό δικόγραφο, δηλαδή στο αναιρετήριο. Ωστόσο, μία λύση
επιεικείας και διαφύλαξης του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως αναιρέσεως, θα
μπορούσε να δικαιολογήσει σχετική διορθωτική ερμηνεία. Πάντως, κατά τη
νομολογία, η τήρηση της προϋπόθεσης αυτής απαιτείται και όταν πρόκειται για
διαφορά που έχει εισαχθεί με προσφυγή, με την οποία ζητούνται περιοδικές
παροχές καθορισμένου ποσού και χρόνου [13] . Τουναντίον δεν
απαιτείται, όταν οι περιοδικές παροχές δεν αφορούν συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα.
7. Περιεχόμενο κατά νόμον του προβαλλόμενου ισχυρισμού
Ποια είναι ωστόσο η
έννοια της ενλόγω προϋπόθεσης;
α) Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει προσδώσει στην
ερευνώμενη ρύθμιση την έννοια ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί θα πρέπει να
αναφέρονται σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή στην ερμηνεία συγκεκριμένου
κανόνα δικαίου. Αντιθέτως, αποκλείονται ισχυρισμοί που αφορούν στην υπαγωγή των
πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοζόμενο κανόνα είτε στην αιτιολογία της
προσβαλλόμενης απόφασης [14] . Έτσι έχει κριθεί ότι
οποιοδήποτε ζήτημα συνδέεται με είτε την επάρκεια της αιτιολογίας της
αναιρεσιβαλλομένης είτε την ορθότητα της υπαγωγής που πραγματοποίησε το δικάσαν
Δικαστήριο κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της μελετώμενης ρύθμισης και ως εκ
τούτου ο σχετικός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος [15] . Αντιθέτως έχει
κριθεί παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, προκειμένου περί υπέρβασης ή μη του
ευλόγου χρόνου διατήρησης ρυμοτομικής επιβάρυνσης, όπως αυτός εξειδικεύεται
ενόψει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, και με την προϋπόθεση ότι το
ζήτημα αυτό δεν έχει κριθεί με ουσιωδώς όμοια ή παρεμφερή πραγματικά
δεδομένα [16] ή της υπέρβασης των
άκρων ορίων της αρμοδιότητας του δικάσαντος δικαστηρίου να προσδιορίσει το ύψος
της χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 932 ΑΚ [17] . Όπως είναι ευνόητο,
ο σχετικός ισχυρισμός είναι παραδεκτός, όταν αφορά στην ερμηνεία διάταξης, η
οποία δεν έχει τύχει επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η θέση αυτή της νομολογίας προβληματίζει. Τούτο, διότι στην έννοια του
ζητήματος δεν περιλαμβάνονται μόνο νομικά ζητήματα, αλλά και πραγματικά. Το
ορθότερο θα ήταν η σχετική διάταξη να ερμηνευθεί εναρμονισμένα με τα άρθρα 56
παρ. 1 & 2 ΠΔ 18/1989 καθώς και 50 παρ. 5 ΠΔ 18/1989 (έστω και αν αφορούν
την αίτηση ακυρώσεως) και 197 παρ.1 ΚΔΔ που αφορούν το δεδικασμένο. Τούτο υπό
την ακόλουθη έννοια. Το άρθρο 56 του ΠΔ 18/1989 δεν αποκλείει κατ’ αρχήν λόγους
αναιρέσεως που αφορούν την πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης
απόφασης ούτε την εσφαλμένη υπαγωγή. Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις των
άρθρων 56 παρ. 1 (γ΄) και 2 και 56 παρ. 1 (δ΄) του ΠΔ 18/1989. Περαιτέρω, η
έννοια του ζητήματος προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τα αντικειμενικά όρια του
δεδικασμένου, όπου περιλαμβάνεται εκτός από τον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου
(νομική αίτια) και η πραγματική αιτία της διαφοράς και εντέλει το σύνολο του
δικανικού συλλογισμού [18] . Επομένως, ορθότερη –
πλέον εναρμονισμένη με το Σύνταγμα θα ήταν η ερμηνεία εκείνη, η οποία στην
έννοια του ζητήματος θα περιελάμβανε το ζήτημα, όπως αυτό νοείται ως
αντικείμενο της δίκης και του δεδικασμένου.
β) Πέραν τούτων, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει να
προβάλλεται ότι το σχετικό ζήτημα είτε δεν έχει αντιμετωπιστεί είτε έχει κριθεί
αντιθέτως. Ερωτάται σε ποιο χρονικό σημείο κρίνεται η ανυπαρξία ή η αντίθεση.
Στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει απολύτως αποκρυσταλλωμένη θέση. Βέβαιον
είναι ότι τούτο πρέπει να συμβαίνει κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αναιρέσεως [19] . Μπορεί ωστόσο να
συμβεί ώστε το κρίσιμο ζήτημα να επιλυθεί εν τω μεταξύ. Στην περίπτωση αυτή, τα
μεν Τμήματα Α΄ και Β΄ του Δικαστηρίου εξακολουθούν να θεωρούν τον ισχυρισμό
παραδεκτό, ενώ το Τμήμα ΣΤ΄ απαράδεκτο [20] . Πάντως, τυχόν
μεταγενέστερη αντίθεση προς τη νομολογία λόγω μεταβολής της δεν θεραπεύει το
απαράδεκτο που υπήρχε εξ υπαρχής [21] . Σύμφωνα όμως με άλλη
θέση της νομολογίας, η αντίθεση μπορεί να διαπιστωθεί και ενόψει μεταγενέστερων
της υποβολής της αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεων [22] .
γ) Η θεμελίωση της αντίθεσης προς τη νομολογία πρέπει να γίνεται με την
επίκληση συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων που αφορούν το ίδιο νομικό
ζήτημα [23] . Οι αποφάσεις αυτές,
εάν μεν έχουν εκδοθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή άλλο ανώτατο
δικαστήριο δεν απαιτείται να προσκομίζονται, εάν όμως αφορούν άλλες ανέκκλητες
δικαστικές αποφάσεις, τότε αυτές πρέπει να συνυποβάλλονται [24] .
8. Καταληκτικές σκέψεις
Τα τελευταία έτη γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη επιτάχυνσης της
δικαιοσύνης. Προς τον σκοπό αυτόν ο νομοθέτης έχει υιοθετήσει σωρεία ρυθμίσεων,
κορωνίδα των οποίων πρέπει να θεωρηθεί ο αμφιλεγόμενος Ν
3900/2010. Ταυτοχρόνως, τα δικαστήρια καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, ώστε οι
διαφορές να τέμνονται το συντομότερο δυνατόν. Από την άλλη πλευρά όμως, η
Πολιτεία έχει καταβάλει μικρή προσπάθεια για να θεραπεύσει τη βασική αιτία του
προβλήματος. Η τελευταία συνίσταται στη βελτίωση αφενός της οργάνωσης και της
λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και αφετέρου της ποιότητας της νομοθέτησης.
Εάν δεν θεραπευθούν οι αιτίες αυτές, όλες οι υπόλοιπες προσπάθειες επιτάχυνσης
της απονομής των διαφορών θα αποβαίνουν μάταιες, εκτός εάν πλέον άγονται στον
αποκλεισμό του δικαιώματος στη δικαστική προστασία. Τούτο όμως αντίκειται
προφανώς στο πνεύμα και στο γράμμα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, όπως και,
εντέλει, στην αρχή του κράτους δικαίου, η οποία διαπνέει την έννομη τάξη.
[ 1 ]. Για το παραδεκτό
της αιτήσεως αναιρέσεως βλ. Ε. Αντωνόπουλου - Α. Κούνδουρου - Ε. Σουλτανίδου -
Β. Ανδρουλάκη, Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό - Λόγοι αναιρέσεως, σε Χ.
Χρυσανθάκη (επιστημ. επιμ.), Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού
Ουσιαστικού και Δικονομικού Δικαίου, 7, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012 σ. 939
επ., ειδικώς δε προκειμένου για την περί ης ο λόγος προϋπόθεση σ. 957. Επίσης
πρβλ. Βελ. Καράκωστα, Στόχευση ταχύτητας και ασφάλειας δικαίου στη διοικητική
δικονομία. Μερικές υπογραμμίσεις στις διατάξεις του Ν
3900/2010, ΔΦΝ 2011, σ. 83 επ., Ε. Κονταρά, Επισημάνσεις στον Ν. 3900/2010, ΕΔΚΑ
2011, σ. 86 επ., Τ. Προυσανίδη, Οι θεσμικές αλλαγές στη δικονομία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΔΔΔ 2011, σ. 898 επ. και Χρ. Πουλάκου, Η αίτησις
αναιρέσεως ως μέσον για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης κατά τον Ν
3900/2010, ΔιΔικ 2013, σ. 317 επ.
[ 2 ]. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη,
Οι νέες ρυθμίσεις για τη διοικητική δίκη: Ο Ν
3900/2010. Μία «ανοιχτή» επιστολή προς την Πολιτεία, ΘΠΔΔ 2010, τευχ. 12, σ. 1324.
[ 3 ]. Εξαίρεση μπορεί να
θεωρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 100 παρ. 4 Συντ. αρμοδιότητα του Ανωτάτου
Ειδικού Δικαστηρίου να κηρύσσει ανίσχυρη αντισυνταγματική διάταξη νόμου,
εξοβελίζοντας αυτήν από την έννομη τάξη από το χρονικό σημείο που καθορίζεται
στην οικεία απόφασή του. Η αρμοδιότητα αυτή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου
εκτός από δικαιοδοτικό έχει και νομοθετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι άγει σε
κατάργηση κανόνα δικαίου. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν έχει όμως
αρμοδιότητα θέσπισης κανόνα δικαίου.
[ 4 ]. Πέραν τούτων δεν
πρέπει να αγνοείται και η πρακτική δυσκολία του ζητήματος. Τούτο, υπό την
έννοια ότι τα πληροφοριακά συστήματα των δικαστηρίων δεν είναι προσβάσιμα από
τους διαδίκους, ώστε αυτοί να μπορούν να πληροφορηθούν ευχερώς και με ασφάλεια
την ύπαρξη ή ανυπαρξία σχετικής νομολογίας.
[ 7 ]. Αν και πρέπει να
σημειωθεί ότι η θέσπιση των δικονομικών προϋποθέσεων των ένδικων βοηθημάτων και
μέσων έχει ως σκοπό τη διευκρίνιση των προϋποθέσεων μη καταχρηστικής πρόσβασης
στο δικαστήριο υπό το φως των ορισμών των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 Συντ.
και όχι τον περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και προστασίας.
[ 15 ]. ΣτΕ 106/2012 7μελούς
(διακριτικά γνωρίσματα παραβιάζοντα τη μυστικότητα της ψηφοφορίας στις
δημοτικές εκλογές), 3008/2013, 3012/2013, 4609/2013, 3184, 4380/2014 (ερμηνεία
όρων της επίδικης σύμβασης) 4391/2014 (αοριστία δικογράφου της προσφυγής) και
668/2014, 832/2014.
[ 18 ]. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη,
Το «δεδικασμένο» της ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΙΔΜΕ
23, Αθήνα, 1991, σ. 157 επ. και ιδίως 159, 165 επ. και 168 και τις εκεί
παραπομπές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου