Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Νέα καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της αρχής ne bis idem κατά την εκδίκαση διοικητικών προστίμων. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο διοικητικός δικαστής δεν είναι αδέσμευτος από την αθωωτική κρίση των ποινικών δικαστηρίων για εκδικαζόμενα διοικητικά πρόστιμα

19 Μαΐου 2015 | Διεθνή
Με την από 30 Απριλίου 2015 απόφασή του υπ' αριθ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβιάσεις που αφορούσαν στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem (άρθρο 4 τουΕβδόμου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) και στο τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ), στα πλαίσια της επιβολής επιβολή διοικητικών προστίμων σε άτομα που είχαν κατηγορηθεί για λαθρεμπόριο και είχαν παράλληλα αθωωθεί σε παράλληλη διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι το γεγονός ότι οι τρεις προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε διοικητικά πρόστιμα για κατηγορίες για τις οποίες είχαν αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια, βρίσκεται σε αντίθεση τόσο προς το τεκμήριο της αθωότητας όσο και στο δικαίωμα να μη διώκεται ούτε να δικάζεται κανείς δύο φορές για τις ίδιες πράξεις και για την ίδια αξιόποινη συμπεριφορά (ne bis in idem).
Ιστορικό
Εναντίον των τριών προσφευγόντων, Ευάγγελου Καπετάνιου, Αθανάσιου Νικολόπουλου και Νικόλαου Αγγλούπα, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη (μεταξύ των ετών 1986 και 1995) με την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Στον πρώτο η δίωξη αφορούσε ηλεκτρονικές συσκευές, ένα βαρούλκο και ένα κυνηγετικό όπλο, στον δεύτερο βενζίνη και ντίζελ και στον τρίτο δύο πολυτελή οχήματα. Και οι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, ταυτόχρονα όμως, είχαν υποχρεωθεί να καταβάλουν διοικητικά πρόστιμα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν εφέσεις ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, με τις οποίες επέκριναν το γεγονός ότι τους επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα, τα οποία επικυρώθηκαν από το ΣτΕ, παρά τις αθωωτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα ποινικά δικαστήρια.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε, μάλιστα, αναφορικά με τις υποθέσεις των κυρίων Καπετάνιου και ο Αγγλούπα, ότι οι διοικητικές αρχές δεν δεσμεύονται από τις απαλλακτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ενώ για τον κύριο Νικολόπουλο, σημείωσαν ότι δεν είχε υποβάλει την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εντός των προβλεπομένων προθεσμιών.
Η δικαστική κρίση
Ι. Εφαρμογή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ως προς το ποινικό του σκέλος στις διοικητικές διαφορές
Αναγκαίο πρόκριμα για την παρούσα διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι το δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται μέσα από ένα πλέγμα διατάξεων της ΕΣΔΑ, εφαρμόζεται ως προς το ποινικό σκέλος του και σε διοικητικές διαφορές (όχι μόνο αστικές και ποινικές εν στενή εννοία) οι οποίες ενέχουν τον χαρακτήρα ποινικής κατηγορίας. Εκκινώντας από το γράμμα της διάταξης, το άρθρο 6 §1 αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά του σε περίπτωση ‘κατηγορίας επί αδικήματι’, δηλαδή ποινικής κατηγορίας εις βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση πράξης, η οποία θεωρείται αξιόποινη από το εθνικό δίκαιο. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ωστόσο, η έννοια της ‘κατηγορίας ποινικής φύσεως’ είναι έννοια αυτόνομη και δεν δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό εσωτερικής διαδικασίας ως «ποινικής» από το εθνικό δίκαιο· αντίθετα, το Δικαστήριο εφαρμόζει συγκεκριμένα κριτήρια για να διαπιστώσει εάν μία εσωτερική διαδικασία εμπίπτει στην έννοια της ποινικής φύσεως για τον σκοπό της Σύμβασης,1 γνωστά και ως κριτήρια του Engel.
Έτσι, η παράβαση ενός κανόνα της διοικητικής νομοθεσίας (όπως εν προκειμένω οι διατάξεις περί λαθρεμπορίας) μπορεί να εμπίπτει στο σκέλος της ποινικής προστασίας της ΕΣΔΑ, όταν α) το 'αδίκημα' εντάσσεται στην ύλη του ποινικού δικαίου στην εθνική νομοθεσία, β) όταν η εγγενής φύση του αδικήματος κατατείνει υπέρ της ποινικού χαρακτήρα (έχει δηλαδή τόσο αποτρεπτικό όσο και προληπτικό χαρακτήρα) καθώς και γ) όταν από την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος (λ.χ. ενός προστίμου) προκύπτει η ποινική λειτουργία της οικείας διατάξεως.2 Τα κριτήρια αυτά είναι διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, επομένως μία διάταξη περί προστίμων για παράβαση της νομοθεσίας τελωνειακών παραβάσεων μπορεί να συνιστά "ποινικό αδίκημα" που συνεφέλκεται την εφαρμογή των εγγυήσεων μίας δίκαιης (ποινικής) δίκης, ιδίως το τεκμήριο αθωότητας και το ne bis in idem.
ΙΙ. Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας
Σύμφωνα με το αξίωμα ne bis in idem, "κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο" (άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ).3
Κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ, η διάταξη αυτή απαγορεύει την ποινική δίωξη ή τη δίκη για ένα δεύτερο αδίκημα, στο βαθμό που προήλθε από γεγονότα τα οποία ήταν ουσιαστικά τα ίδια και εφόσον η προγενέστερη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση είχε ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Παράλληλα, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα στο τεκμήριο της αθωότητας εφαρμόζεται και σε δικαστικές διαδικασίες, ποινικές ή μη, οι οποίες τελούν σε συνάφεια με την κύρια ποινική δίκη, ιδίως αν σχετίζονται άμεσα με την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου, ο οποίος αθωώθηκε στην προηγούμενη ποινική διαδικασία.4​ Έτσι, κατά το σκεπτικό του ΕΔΔΑ, στην περίπτωση όπου ένα διοικητικό δικαστήριο αμφισβητεί την προηγούμενη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για παρόμοια πραγματικά περιστατικά με αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της διοικητικής δίκης, συντρέχει ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας.5
Εν προκειμένω λοιπόν, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων είχαν καταστεί οριστικές το 1992, το 2000 και το 1998 αντίστοιχα, ενώ για τον κάθε κατηγορούμενο και οι δύο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) αναφέρονταν στην παράνομη εισαγωγή των ίδιων αντικειμένων, κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η αρχή ne bis in idem δεν θα είχε παραβιαστεί, εάν οι δύο πιθανές μορφές ποινής, η φυλάκιση και η χρηματική, είχαν προβλεφθεί ως μέρος ενός ενιαίου συνόλου δικαστικής διαδικασίας, ή εάν το ποινικό δικαστήριο είχε αναστείλει τη δίκη μετά την κίνηση της διοικητικής διαδικασίας και στη συνέχεια την ολοκλήρωνε, αφού το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε επιβεβαιώσει το ύψος του προστίμου.
Δεδομένου, όμως, ότι δεν ισχύουν τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ 7 όσον αφορά και τους τρεις προσφεύγοντες.
Όσον αφορά στο τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 § 2), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ένας από τους στόχους του ήταν η προστασία των ατόμων που είχαν αθωωθεί για ποινικό αδίκημα ή εναντίον των οποίων η ποινική δίωξη είχε διακοπεί, από το να αντιμετωπίζονται από τις αρχές σα να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για το αδίκημα που κατηγορήθηκαν.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει τα ίδια αδικήματα (λαθρεμπόριο), για τα οποία είχαν αθωωθεί στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2.
ΙΙΙ. Εύλογη διάρκεια της δίκης και δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή (άρθρο 13 ΕΣΔΑ)
Επιπλέον, ο κ. Καπετάνιος διαμαρτυρήθηκε σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 6 § 1 - εύλογη διάρκεια της δίκης και άρθρο 13 - δικαίωμα πραγματικής προσφυγής)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της διαδικασίας (22 χρόνια για τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας) δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο του «εύλογου χρόνου» και, κατά συνέπεια, το κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
Όσον αφορά στην ύπαρξη μιας αποτελεσματικής προσφυγής που θα επέτρεπε στον κύριο Καπετάνιο να διαμαρτυρηθεί για την υπερβολική διάρκεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι νόμος που ψηφίστηκε το 2012 εισήγαγε τη δυνατότητα προσφυγής για αυτού του είδους τις διοικητικές διαδικασίες. Ωστόσο, ο νόμος αυτός δεν είχε αναδρομική ισχύ και η υπόθεση του αιτούντος είχε κλείσει πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος.
Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13, λόγω της έλλειψης δυνατότητας πραγματικής προσφυγής τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Για τη δίκαιη ικανοποίηση των προσφευγόντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει προς τον κύριο Καπετάνιο το ποσό των 14.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.460 ευρώ για δικαστικές δαπάνες, και το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για δικαστικές δαπάνες στους κυρίους Νικολόπουλο και Αγγλούπα.
Επίλογος
Η απόφαση αυτή αποτελεί επιβεβαίωση της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ ότι το ελληνικό σύστημα παράλληλης εξέτασης διοικητικών παραβάσεων που ταυτόχρονα συνιστούν αξιόποινες πράξεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ενδέχεται να οδηγήσει σε αποτελέσματα ασύμβατα με τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στα διεθνή κείμενα των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Όταν οι δυο διαδικασίες κινούνται κατά του αυτού φυσικού προσώπου, όπως εν προκειμένω, τότε, κατά το ΕΔΔΑ, τίθεται θέμα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τούτου. Γιατί οι δυο διαδικασίες δεν εμποδίζονται μεν να κινηθούν παράλληλα, όμως, η πρώτη που οριστικοποιείται, οποιαδήποτε, καθιστά επιβεβλημένη την ακύρωση της άλλης λόγω παραβάσεως της αρχής non bis in idem. Όταν, λοιπόν, το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτήν, είτε, έστω την συνεκτιμήσει, αλλά, εκ τούτου και μόνο, να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές. Αντίστοιχα, όταν το ποινικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, οφείλει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εκ τούτου και μόνο, να παύσει την ποινική δίωξη. Είναι προφανές ότι, για το ΕΔΔΑ, το σύστημα που έχει κατά νουν ο Έλληνας νομοθέτης, συντακτικός και κοινός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Θα πρέπει, κατά την βούλησή του, να υπάρξει ένα εξ αρχής νέο, στο οποίο όλες οι κυρώσεις, διοικητικές και ποινικές, να επιβάλλονται από ένα μόνο δικαστήριο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό αφού, μάλιστα, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά το Σύνταγμα, ελλείψει διατάξεως αντίστοιχης εκείνης του 94 παρ. 3, στο μεν διοικητικό δικαστήριο ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα η επίλυση των διοικητικών διαφορών, στο δε ποινικό η των ποινικών υπό την έννοια που τους δίνει όχι το ΕΔΔΑ, αλλά η ελληνική έννομη τάξη (Βλ. ΣτΕ 3182/2010, Τμ. Β).
Εν όψει των ανωτέρω, κρίνεται αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός της έννοιας του αντικειμένου της δίκης στα πλαίσια των διοικητικών διαφορών 'ποινικής αποχρώσεως' ούτως ώστε να υπάρξει ένας αποτελεσματικός σεβασμός των δικονομικών εγγυήσεων (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Artico v. Italy). Παράλληλα όμως, ένα περαιτέρω ζήτημα που τίθεται είναι εάν τα διοικητικά δικαστήρια παρέχουν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για την προστασία του κατηγορουμένου στα πλαίσια της κατ' αυτού 'κατηγορίας'.
Με την πολύτιμη συμβολή του Μ. Γιακουμάκη
  • 1.Βλ. απόφαση της 21 Φεβρουαρίου 1984, Öztürk v. Germany, αριθ. 8544/79, Series A no. 73, σκέψεις 49-50· απόφαση της 8 Ιουνίου 1976, Engel and Others v. the Netherlands, Series A no. 22, σκέψη 82.
  • 2.Βλ. απόφαση της 8 Ιουνίου 1976, Engel and Others v. the Netherlands, ό.π., σκέψη 82.
  • 3.Που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1705/1987 (ΦΕΚ Α’ 89) στις 29 Οκτωβρίου 1987.
  • 4.ΕΔΔΑ, Vassilios Stavropoulos v. Greece, §39-41· Mutatis mutandis, Diamantides v. Greece (no. 2), § 42 επ.
  • 5.Βλ. Π. Βογιατζής, στο «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο», διεύθυνση έκδοσης Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελ. 259 επ.

    Διαβάστε περισσότερα στοLawspot.gr
    https://www.lawspot.gr/nomika-nea/edda-paraviasi-tis-arhis-ne-bis-idem-apo-ta-ellinika-dioikitika-dikastiria

Δεν υπάρχουν σχόλια: