Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

           Προς:  Την κ.κ. Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων
                        κα. Ζωή Κωνσταντοπούλου


                                                                                                      Αθήνα, 24 Αυγούστου 2015


                                            
                                                                  
                                                                    ΑΝΑΦΟΡΑ
                                 (ΚΔΔ/σίας Ν. 2690/99 αρθ.4 & 27, Σύνταγμα αρθ.10 παρ.1)

Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α.  κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αρ.48     (panos_stamatis@yahoo.gr).


       Αξιότιμη κ. Πρόεδρε,

1.  Τις επόμενες μέρες πρόκειται η Βουλή  να σταματήσει  τις εργασίες της (τις 27 Αυγούστου 2014),  θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να μην επαναληφθεί το προηγούμενο φαινόμενο που οι βουλευτές έλαβαν τις αποδοχές του Ιανουαρίου 2015, χωρίς την ανάλογη παροχή έργου μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων τους.
  
2.   Σαν αξιωματικός εν αποστρατεία μεταξύ και πολλών άλλων, βρίσκομαι  κάτω από τα όρια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, λόγω των μεγάλων περικοπών των συντάξεών μας και συνεπώς δεν θα ήταν ηθικό και νόμιμο σε άλλους να καταβάλλεται  αδικαιολόγητος μισθός και σε άλλους να περικόπτεται.

3.  Σύμφωνα  με την πάγια νομολογία, τα διδάγματα της κοινής πείρας, της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης στην περίπτωση που καταβληθούν αδικαιολόγητα αποδοχές Σεπτεμβρίου 2015 στους Βουλευτές, θα πρέπει να αναζητηθούν, σύμφωνα με τους κανόνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού,  ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974),  του Ν. 4270/2014 άρθρο 177 {που κατήργησε τα άρθρα 28 παρ.1, 2 και 3 και το άρθρου 33 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (Ν. 2362/1995)}, άρθρο 96 και τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΝΔ 3079/54 περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών.

      Επειδή, έχω το απαιτούμενο κατά τον Νόμο έννομο συμφέρον και η παρούσα αναφορά είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθής.

      Επειδή, η σημερινή δυσμενής οικονομική κατάσταση δεν επιτρέπει να χορηγούνται αδικαιολόγητες και άσκοπες παροχές ή «άκοπες» βουλευτικές αποζημιώσεις.  Ειδάλλως τα οικονομικά βάρη, που καλούμαστε να επωμιστούμε όλοι,  είναι ασύμμετρα άνισα και συνεπώς άδικα.

                                                       ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
                                                                        ΖΗΤΩ

         Να εξετάσετε την παρούσα και για τις κατά κρίση Σας νόμιμες ενέργειες.

                       Με εκτίμηση
                Παναγιώτης Δ. Σταμάτης
                  Πλωτάρχης ε.α.  ΠΝ 



Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

X. Χρυσανθάκης, Η μη ύπαρξη νομολογίας ή η ύπαρξη αντίθετης νομολογίας ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας 

Περίληψη: Στην παρούσα μελέτη ερευνάται η πρόσθετη δικονομική προϋπόθεση για το παραδεκτό της ασκούμενης αιτήσεως αναιρέσεως που εισήγαγε το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν 3900/2010 αντικαθιστώντας το άρθρο 53 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989, δηλαδή η μη ύπαρξη ή η ύπαρξη αντίθετης νομολογίας. Αναλύονται όλα τα σχετικά κρίσιμα ζητήματα (έννοια της διάταξης, συνταγματικότητα, χρονικό σημείο εφαρμογής κ.λπ.) και δίνονται οι απαραίτητες δικονομικές αποσαφηνίσεις.

1. Η ερμηνευόμενη διάταξη
Με το άρθρο 12 § 1 του Ν 3900/2010 αντικαταστάθηκε το άρθρο 53 § 3 του ΠΔ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (ΕτΚ Α΄ 8/9.1.1989) ως εξής: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
2. Η έννοια της διάταξης: πρώτη προσέγγιση
Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται μία πρόσθετη δικονομική προϋπόθεση [1] , υπό την έννοια ότι για να είναι παραδεκτή η ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (διοικητικού) δικαστηρίου της ουσίας, θα πρέπει ο αναιρεσείων με το εισαγωγικό δικόγραφο να προβάλει με συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι είτε δεν υπάρχει σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε ότι υπάρχει αντίθετη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου (δηλαδή του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου) είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Σε μία τέτοια περίπτωση ο σχετικός λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς και εξετάζεται κατά τα λοιπά, δηλαδή ως προς το παραδεκτό και το βάσιμό του.
3. Οι αμφιβολίες για τη συνταγματικότητα της ρύθμισης
Η καθιέρωση της διάταξης δημιούργησε αμφιβολίες για τη συνταγματικότητά της. Έτσι προβλήθηκε [2] ότι η εξεταζόμενη ρύθμιση προβληματίζει ως προς το κύρος της, δεδομένου ότι κατ’ ουσίαν αναγορεύει τη νομολογία σε πηγή δικαίου, κάτι το οποίο αντιβαίνει στο άρθρο 26 του Συντάγματος, το οποίο αναθέτει στον δικαστή την εφαρμογή και όχι την θέσπιση των κανόνων δικαίου. Πράγματι, τόσο το Σύνταγμα (άρθρα 26, 20 παρ. 1, 93, 94 και 95 παρ. 1) όσο και η ΕΣΔΑ (άρθρα 6 και 13) κατοχυρώνουν τον κεντρικό ρόλο του δικαστή στο πλαίσιο της έννομης τάξης ως οργάνου επίλυσης των διαφορών αλλά όχι και νομοθέτησης [3] . Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή εμποδίζει την εξέλιξη της νομολογίας, η οποία χαρακτηρίζεται για τον εξελικτικό χαρακτήρα της, δηλαδή τη δυνατότητα προσαρμογής στις εξελισσόμενες συνθήκες. Τούτο, διότι εάν σε επόμενη υπόθεση, προβληθεί λόγος αναιρέσεως επί ζητήματος που έχει ήδη επιλυθεί, το Δικαστήριο κωλύεται να προχωρήσει, αφού ο σχετικός λόγος αναιρέσεως δεν προβάλλεται παραδεκτώς [4] .
Η νομολογία επελήφθη του ζητήματος αυτού, δίδοντας αρνητική απάντηση. Με σειρά αποφάσεων το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν 3900/2010 δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα. Τούτο, με την αιτιολογία ότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, διαδικαστικές-δικονομικές προϋποθέσεις, περιοριστικές του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως μόνον επί ζητημάτων, για τα οποία δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή υφίσταται αντίθετη νομολογία κατά τα αναφερόμενα στη διάταξη αυτή [5] . Επίσης κρίθηκε ότι ναι μεν η παγίωση της νομολογίας συνδέεται με την ασφάλεια δικαίου, πλην όμως τίποτε δεν αποκλείει τη μελλοντική μεταβολή της νομολογίας λόγω μεταβολής είτε των συνθηκών είτε της σχετικής διάταξης [6] .
Η θέση αυτή της νομολογίας εξακολουθεί να προβληματίζει. Τούτο, διότι κατ’ αρχάς δεν απαντά στο θεμελιώδες ερώτημα αν η νομολογία εισάγει κανόνες δικαίου, οπότε μόνον τότε θα εδικαιολογείτο η ερευνώμενη ρύθμιση. Επομένως, δεν πρόκειται απλώς για την καθιέρωση μίας πρόσθετης διακωλυτικής δικονομικής προϋπόθεσης [7] . Σε κάθε άλλη περίπτωση τίθεται ζήτημα ανισχύρου της, δεδομένου ότι προσδίδει κανονιστική ισχύ στη νομολογία. Περαιτέρω δεν απαντά πειστικά, αλλά δια του ζητουμένου, στο ζήτημα της δυνατότητας μεταβολής της νομολογίας. Δηλαδή γεννάται το ερώτημα πώς μπορεί να μεταβληθεί μία νομολογιακή λύση, όταν δεν επιτρέπεται να προβληθεί σχετικός λόγος αναιρέσεως από τον διάδικο, ο οποίος δικαιούται να προσβλέπει στη μεταβολή μίας δυσμενούς γι΄ αυτόν νομολογιακής θέσης. Ομοίως, εκ λόγων ισότιμης μεταχείρισης, δεν επιτρέπεται να εξεταστεί ούτε αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως, όταν υφίσταται σχετικώς νομολογία. Επομένως, το ερώτημα παραμένει.
4. Χρονικό σημείο εφαρμογής
Έχει κριθεί ότι η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3900/2010, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 2011 [8] . Με τον τρόπο αυτόν διασπάται χωρίς αντικειμενικό δικαιολογητικό λόγο η γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία το παραδεκτό των ένδικων μέσων κρίνεται με βάση τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης. Η γενική αυτή αρχή ευρίσκεται αποτυπωμένη στο άρθρο 77 § 5 του ΠΔ/τος 18/1989 και 83 § 2 του ΚΔΔ. Πάντως, κατ’ εφαρμογή των νομολογημένων, εάν μία αίτηση αναιρέσεως ασκηθεί μετά την 1.1.2011 θα πρέπει να περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου τους σχετικούς ισχυρισμούς περί μη υπάρξεως νομολογίας ή (περί) υπάρξεως αντίθετης νομολογίας.
5. Σχέση με τις λοιπές δικονομικές προϋποθέσεις
Η περί ης ο λόγος δικονομική προϋπόθεση συντρέχει μαζί με τις υπόλοιπες που καθιερώνει το άρθρο 53 του ΠΔ/τος 18/1989. Συνεπώς, λ.χ. το όριο του «εκκλητού» διατηρείται όπως και η προθεσμία και η νομιμοποίηση και η φύση της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης (ως τελεσίδικης). Με το άρθρο 12 § 1 του Ν 3900/2010 ο νομοθέτης καθιερώνει μία πρόσθετη δικονομική προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως. Μάλιστα, έχει κριθεί ότι οι προϋποθέσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του ΠΔ/τος 18/1989 πρέπει να συντρέχουν και όταν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως επανυποβάλλεται κατ’ αποφάσεως που έχει εκδοθεί μετ’ αναίρεση [9] . Τούτο είναι εύλογο, δεδομένου ότι πρόκειται για νέα αίτηση αναιρέσεως. Αντιθέτως, παρατηρείται διάσταση της νομολογίας (Β΄ και ΣΤ΄ Τμήματος) ως προς το ζήτημα αν πρόκειται περί αιτήσεως αναιρέσεως με παρακολουθηματικό χαρακτήρα, δηλαδή η τύχη της οποίας εξαρτάται από μία άλλη. Το Τμήμα Β΄ του Δικαστηρίου έχει κρίνει ότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν απαιτείται η συνδρομή των δικονομικών προϋποθέσεων των §§ 3 και 4 του άρθρου 53 του ΠΔ/τος 18/1989 λόγω ακριβώς του παρακολουθηματικού χαρακτήρα [10] . Το αντίθετο έχει κριθεί από το Τμήμα ΣΤ΄ με τη σκέψη ότι πρόκειται για αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως [11] . Ορθότερη κατά τη γνώμη μας είναι η πρώτη θέση, η οποία δικαιολογείται εκ λόγων ενιαίας αντιμετώπισης του συνόλου της διαφοράς με την ευρύτερη έννοιά της.
6. Τρόπος προβολής
Κατά τη νομολογία, η τήρηση της ερευνώμενης προϋπόθεσης γίνεται με την επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως επί ποινή απαραδέκτου. Τούτο σημαίνει ότι τυχόν παράλειψη τήρησης της προϋπόθεσης αυτής δεν μπορεί να θεραπευθεί με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων [12] ή με διακεκριμένο υπόμνημα. Η λύση αυτή, αν και ιδιαιτέρως αυστηρή, εκπορεύεται από τη διατύπωση του νόμου, όπου γίνεται ρητώς αναφορά στην υποχρέωση προβολής των σχετικών ισχυρισμών στο εισαγωγικό δικόγραφο, δηλαδή στο αναιρετήριο. Ωστόσο, μία λύση επιεικείας και διαφύλαξης του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως αναιρέσεως, θα μπορούσε να δικαιολογήσει σχετική διορθωτική ερμηνεία. Πάντως, κατά τη νομολογία, η τήρηση της προϋπόθεσης αυτής απαιτείται και όταν πρόκειται για διαφορά που έχει εισαχθεί με προσφυγή, με την οποία ζητούνται περιοδικές παροχές καθορισμένου ποσού και χρόνου [13] . Τουναντίον δεν απαιτείται, όταν οι περιοδικές παροχές δεν αφορούν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
7. Περιεχόμενο κατά νόμον του προβαλλόμενου ισχυρισμού
Ποια είναι ωστόσο η έννοια της ενλόγω προϋπόθεσης;
α) Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει προσδώσει στην ερευνώμενη ρύθμιση την έννοια ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί θα πρέπει να αναφέρονται σε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή στην ερμηνεία συγκεκριμένου κανόνα δικαίου. Αντιθέτως, αποκλείονται ισχυρισμοί που αφορούν στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοζόμενο κανόνα είτε στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης [14] . Έτσι έχει κριθεί ότι οποιοδήποτε ζήτημα συνδέεται με είτε την επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης είτε την ορθότητα της υπαγωγής που πραγματοποίησε το δικάσαν Δικαστήριο κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της μελετώμενης ρύθμισης και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος [15] . Αντιθέτως έχει κριθεί παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, προκειμένου περί υπέρβασης ή μη του ευλόγου χρόνου διατήρησης ρυμοτομικής επιβάρυνσης, όπως αυτός εξειδικεύεται ενόψει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, και με την προϋπόθεση ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει κριθεί με ουσιωδώς όμοια ή παρεμφερή πραγματικά δεδομένα [16] ή της υπέρβασης των άκρων ορίων της αρμοδιότητας του δικάσαντος δικαστηρίου να προσδιορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 932 ΑΚ [17] . Όπως είναι ευνόητο, ο σχετικός ισχυρισμός είναι παραδεκτός, όταν αφορά στην ερμηνεία διάταξης, η οποία δεν έχει τύχει επεξεργασίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η θέση αυτή της νομολογίας προβληματίζει. Τούτο, διότι στην έννοια του ζητήματος δεν περιλαμβάνονται μόνο νομικά ζητήματα, αλλά και πραγματικά. Το ορθότερο θα ήταν η σχετική διάταξη να ερμηνευθεί εναρμονισμένα με τα άρθρα 56 παρ. 1 & 2 ΠΔ 18/1989 καθώς και 50 παρ. 5 ΠΔ 18/1989 (έστω και αν αφορούν την αίτηση ακυρώσεως) και 197 παρ.1 ΚΔΔ που αφορούν το δεδικασμένο. Τούτο υπό την ακόλουθη έννοια. Το άρθρο 56 του ΠΔ 18/1989 δεν αποκλείει κατ’ αρχήν λόγους αναιρέσεως που αφορούν την πλημμέλεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε την εσφαλμένη υπαγωγή. Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 56 παρ. 1 (γ΄) και 2 και 56 παρ. 1 (δ΄) του ΠΔ 18/1989. Περαιτέρω, η έννοια του ζητήματος προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, όπου περιλαμβάνεται εκτός από τον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου (νομική αίτια) και η πραγματική αιτία της διαφοράς και εντέλει το σύνολο του δικανικού συλλογισμού [18] . Επομένως, ορθότερη – πλέον εναρμονισμένη με το Σύνταγμα θα ήταν η ερμηνεία εκείνη, η οποία στην έννοια του ζητήματος θα περιελάμβανε το ζήτημα, όπως αυτό νοείται ως αντικείμενο της δίκης και του δεδικασμένου.
β) Πέραν τούτων, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός θα πρέπει να προβάλλεται ότι το σχετικό ζήτημα είτε δεν έχει αντιμετωπιστεί είτε έχει κριθεί αντιθέτως. Ερωτάται σε ποιο χρονικό σημείο κρίνεται η ανυπαρξία ή η αντίθεση. Στο σημείο αυτό δεν φαίνεται να υπάρχει απολύτως αποκρυσταλλωμένη θέση. Βέβαιον είναι ότι τούτο πρέπει να συμβαίνει κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως αναιρέσεως [19] . Μπορεί ωστόσο να συμβεί ώστε το κρίσιμο ζήτημα να επιλυθεί εν τω μεταξύ. Στην περίπτωση αυτή, τα μεν Τμήματα Α΄ και Β΄ του Δικαστηρίου εξακολουθούν να θεωρούν τον ισχυρισμό παραδεκτό, ενώ το Τμήμα ΣΤ΄ απαράδεκτο [20] . Πάντως, τυχόν μεταγενέστερη αντίθεση προς τη νομολογία λόγω μεταβολής της δεν θεραπεύει το απαράδεκτο που υπήρχε εξ υπαρχής [21] . Σύμφωνα όμως με άλλη θέση της νομολογίας, η αντίθεση μπορεί να διαπιστωθεί και ενόψει μεταγενέστερων της υποβολής της αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεων [22] .
γ) Η θεμελίωση της αντίθεσης προς τη νομολογία πρέπει να γίνεται με την επίκληση συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων που αφορούν το ίδιο νομικό ζήτημα [23] . Οι αποφάσεις αυτές, εάν μεν έχουν εκδοθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή άλλο ανώτατο δικαστήριο δεν απαιτείται να προσκομίζονται, εάν όμως αφορούν άλλες ανέκκλητες δικαστικές αποφάσεις, τότε αυτές πρέπει να συνυποβάλλονται [24] .
8. Καταληκτικές σκέψεις
Τα τελευταία έτη γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη επιτάχυνσης της δικαιοσύνης. Προς τον σκοπό αυτόν ο νομοθέτης έχει υιοθετήσει σωρεία ρυθμίσεων, κορωνίδα των οποίων πρέπει να θεωρηθεί ο αμφιλεγόμενος Ν 3900/2010. Ταυτοχρόνως, τα δικαστήρια καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια, ώστε οι διαφορές να τέμνονται το συντομότερο δυνατόν. Από την άλλη πλευρά όμως, η Πολιτεία έχει καταβάλει μικρή προσπάθεια για να θεραπεύσει τη βασική αιτία του προβλήματος. Η τελευταία συνίσταται στη βελτίωση αφενός της οργάνωσης και της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και αφετέρου της ποιότητας της νομοθέτησης. Εάν δεν θεραπευθούν οι αιτίες αυτές, όλες οι υπόλοιπες προσπάθειες επιτάχυνσης της απονομής των διαφορών θα αποβαίνουν μάταιες, εκτός εάν πλέον άγονται στον αποκλεισμό του δικαιώματος στη δικαστική προστασία. Τούτο όμως αντίκειται προφανώς στο πνεύμα και στο γράμμα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, όπως και, εντέλει, στην αρχή του κράτους δικαίου, η οποία διαπνέει την έννομη τάξη.




]. Για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως βλ. Ε. Αντωνόπουλου - Α. Κούνδουρου - Ε. Σουλτανίδου - Β. Ανδρουλάκη, Αίτηση αναιρέσεως - Παραδεκτό - Λόγοι αναιρέσεως, σε Χ. Χρυσανθάκη (επιστημ. επιμ.), Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού και Δικονομικού Δικαίου, 7, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012 σ. 939 επ., ειδικώς δε προκειμένου για την περί ης ο λόγος προϋπόθεση σ. 957. Επίσης πρβλ. Βελ. Καράκωστα, Στόχευση ταχύτητας και ασφάλειας δικαίου στη διοικητική δικονομία. Μερικές υπογραμμίσεις στις διατάξεις του Ν 3900/2010, ΔΦΝ 2011, σ. 83 επ., Ε. Κονταρά, Επισημάνσεις στον Ν. 3900/2010, ΕΔΚΑ 2011, σ. 86 επ., Τ. Προυσανίδη, Οι θεσμικές αλλαγές στη δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΔΔΔ 2011, σ. 898 επ. και Χρ. Πουλάκου, Η αίτησις αναιρέσεως ως μέσον για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης κατά τον Ν 3900/2010, ΔιΔικ 2013, σ. 317 επ.
]. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη, Οι νέες ρυθμίσεις για τη διοικητική δίκη: Ο Ν 3900/2010. Μία «ανοιχτή» επιστολή προς την Πολιτεία, ΘΠΔΔ 2010, τευχ. 12, σ. 1324.
]. Εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθρο 100 παρ. 4 Συντ. αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να κηρύσσει ανίσχυρη αντισυνταγματική διάταξη νόμου, εξοβελίζοντας αυτήν από την έννομη τάξη από το χρονικό σημείο που καθορίζεται στην οικεία απόφασή του. Η αρμοδιότητα αυτή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου εκτός από δικαιοδοτικό έχει και νομοθετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι άγει σε κατάργηση κανόνα δικαίου. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν έχει όμως αρμοδιότητα θέσπισης κανόνα δικαίου.
]. Πέραν τούτων δεν πρέπει να αγνοείται και η πρακτική δυσκολία του ζητήματος. Τούτο, υπό την έννοια ότι τα πληροφοριακά συστήματα των δικαστηρίων δεν είναι προσβάσιμα από τους διαδίκους, ώστε αυτοί να μπορούν να πληροφορηθούν ευχερώς και με ασφάλεια την ύπαρξη ή ανυπαρξία σχετικής νομολογίας.
]. ΣτΕ 3784/2012, 4095/2014 και 4319/2014.
]. ΣτΕ 4439/2012, 4273/2014, 4473/2014.
]. Αν και πρέπει να σημειωθεί ότι η θέσπιση των δικονομικών προϋποθέσεων των ένδικων βοηθημάτων και μέσων έχει ως σκοπό τη διευκρίνιση των προϋποθέσεων μη καταχρηστικής πρόσβασης στο δικαστήριο υπό το φως των ορισμών των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 Συντ. και όχι τον περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και προστασίας.
]. ΣτΕ 3990/2013, 1204/2014, 4299/2014 και 4612/2014 κ.ά.
]. ΣτΕ 3627/2014.
10 ]. ΣτΕ 3628/2014.
11 ]. ΣτΕ 2764/2014.
12 ]. ΣτΕ 3990/2013, 2670/2014 και 4203/2014.
13 ]. ΣτΕ 3415/2014 και 4122/2014.
14 ]. ΣτΕ 2856/2013, 668/2014, 2756/2014 και 3864/2014 κ.ά.
15 ]. ΣτΕ 106/2012 7μελούς (διακριτικά γνωρίσματα παραβιάζοντα τη μυστικότητα της ψηφοφορίας στις δημοτικές εκλογές), 3008/2013, 3012/2013, 4609/2013, 3184, 4380/2014 (ερμηνεία όρων της επίδικης σύμβασης) 4391/2014 (αοριστία δικογράφου της προσφυγής) και 668/2014, 832/2014.
16 ]. ΣτΕ 266/2014 και 4181/2014.
17 ]. ΣτΕ 3552/2014.
18 ]. Βλ. Χ. Χρυσανθάκη, Το «δεδικασμένο» της ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΙΔΜΕ 23, Αθήνα, 1991, σ. 157 επ. και ιδίως 159, 165 επ. και 168 και τις εκεί παραπομπές.
19 ]. ΣτΕ 2556/2014, 4469/2014, 3552/2014.
20 ]. Βλ. αφενός ΣτΕ 3552/2014, 2556/2014 και αφετέρου ΣτΕ 567/2014.
21 ]. ΣτΕ 4667/2012 και 3990/2013 7μελούς.
22 ]. ΣτΕ 4590/2013 και 284/2014.
23 ]. ΣτΕ 4722/2014.
24 ]. ΣτΕ 2115/2013, 2708/2014, 4577/2014.



Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Νέα καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της αρχής ne bis idem κατά την εκδίκαση διοικητικών προστίμων. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο διοικητικός δικαστής δεν είναι αδέσμευτος από την αθωωτική κρίση των ποινικών δικαστηρίων για εκδικαζόμενα διοικητικά πρόστιμα

19 Μαΐου 2015 | Διεθνή
Με την από 30 Απριλίου 2015 απόφασή του υπ' αριθ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13 Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβιάσεις που αφορούσαν στην εφαρμογή της αρχής ne bis in idem (άρθρο 4 τουΕβδόμου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ) και στο τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ), στα πλαίσια της επιβολής επιβολή διοικητικών προστίμων σε άτομα που είχαν κατηγορηθεί για λαθρεμπόριο και είχαν παράλληλα αθωωθεί σε παράλληλη διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι το γεγονός ότι οι τρεις προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε διοικητικά πρόστιμα για κατηγορίες για τις οποίες είχαν αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια, βρίσκεται σε αντίθεση τόσο προς το τεκμήριο της αθωότητας όσο και στο δικαίωμα να μη διώκεται ούτε να δικάζεται κανείς δύο φορές για τις ίδιες πράξεις και για την ίδια αξιόποινη συμπεριφορά (ne bis in idem).
Ιστορικό
Εναντίον των τριών προσφευγόντων, Ευάγγελου Καπετάνιου, Αθανάσιου Νικολόπουλου και Νικόλαου Αγγλούπα, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη (μεταξύ των ετών 1986 και 1995) με την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Στον πρώτο η δίωξη αφορούσε ηλεκτρονικές συσκευές, ένα βαρούλκο και ένα κυνηγετικό όπλο, στον δεύτερο βενζίνη και ντίζελ και στον τρίτο δύο πολυτελή οχήματα. Και οι τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, ταυτόχρονα όμως, είχαν υποχρεωθεί να καταβάλουν διοικητικά πρόστιμα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν εφέσεις ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, με τις οποίες επέκριναν το γεγονός ότι τους επιβλήθηκαν διοικητικά πρόστιμα, τα οποία επικυρώθηκαν από το ΣτΕ, παρά τις αθωωτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα ποινικά δικαστήρια.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε, μάλιστα, αναφορικά με τις υποθέσεις των κυρίων Καπετάνιου και ο Αγγλούπα, ότι οι διοικητικές αρχές δεν δεσμεύονται από τις απαλλακτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ενώ για τον κύριο Νικολόπουλο, σημείωσαν ότι δεν είχε υποβάλει την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εντός των προβλεπομένων προθεσμιών.
Η δικαστική κρίση
Ι. Εφαρμογή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ως προς το ποινικό του σκέλος στις διοικητικές διαφορές
Αναγκαίο πρόκριμα για την παρούσα διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι το δικαίωμα σε μία δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται μέσα από ένα πλέγμα διατάξεων της ΕΣΔΑ, εφαρμόζεται ως προς το ποινικό σκέλος του και σε διοικητικές διαφορές (όχι μόνο αστικές και ποινικές εν στενή εννοία) οι οποίες ενέχουν τον χαρακτήρα ποινικής κατηγορίας. Εκκινώντας από το γράμμα της διάταξης, το άρθρο 6 §1 αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά του σε περίπτωση ‘κατηγορίας επί αδικήματι’, δηλαδή ποινικής κατηγορίας εις βάρος συγκεκριμένου προσώπου για την τέλεση πράξης, η οποία θεωρείται αξιόποινη από το εθνικό δίκαιο. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ωστόσο, η έννοια της ‘κατηγορίας ποινικής φύσεως’ είναι έννοια αυτόνομη και δεν δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό εσωτερικής διαδικασίας ως «ποινικής» από το εθνικό δίκαιο· αντίθετα, το Δικαστήριο εφαρμόζει συγκεκριμένα κριτήρια για να διαπιστώσει εάν μία εσωτερική διαδικασία εμπίπτει στην έννοια της ποινικής φύσεως για τον σκοπό της Σύμβασης,1 γνωστά και ως κριτήρια του Engel.
Έτσι, η παράβαση ενός κανόνα της διοικητικής νομοθεσίας (όπως εν προκειμένω οι διατάξεις περί λαθρεμπορίας) μπορεί να εμπίπτει στο σκέλος της ποινικής προστασίας της ΕΣΔΑ, όταν α) το 'αδίκημα' εντάσσεται στην ύλη του ποινικού δικαίου στην εθνική νομοθεσία, β) όταν η εγγενής φύση του αδικήματος κατατείνει υπέρ της ποινικού χαρακτήρα (έχει δηλαδή τόσο αποτρεπτικό όσο και προληπτικό χαρακτήρα) καθώς και γ) όταν από την φύση και τον βαθμό σοβαρότητας της κύρωσης που κινδυνεύει να υποστεί ο ενδιαφερόμενος (λ.χ. ενός προστίμου) προκύπτει η ποινική λειτουργία της οικείας διατάξεως.2 Τα κριτήρια αυτά είναι διαζευκτικά και όχι σωρευτικά, επομένως μία διάταξη περί προστίμων για παράβαση της νομοθεσίας τελωνειακών παραβάσεων μπορεί να συνιστά "ποινικό αδίκημα" που συνεφέλκεται την εφαρμογή των εγγυήσεων μίας δίκαιης (ποινικής) δίκης, ιδίως το τεκμήριο αθωότητας και το ne bis in idem.
ΙΙ. Ne bis in idem και τεκμήριο αθωότητας
Σύμφωνα με το αξίωμα ne bis in idem, "κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο" (άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ).3
Κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ, η διάταξη αυτή απαγορεύει την ποινική δίωξη ή τη δίκη για ένα δεύτερο αδίκημα, στο βαθμό που προήλθε από γεγονότα τα οποία ήταν ουσιαστικά τα ίδια και εφόσον η προγενέστερη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση είχε ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Παράλληλα, σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα στο τεκμήριο της αθωότητας εφαρμόζεται και σε δικαστικές διαδικασίες, ποινικές ή μη, οι οποίες τελούν σε συνάφεια με την κύρια ποινική δίκη, ιδίως αν σχετίζονται άμεσα με την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου, ο οποίος αθωώθηκε στην προηγούμενη ποινική διαδικασία.4​ Έτσι, κατά το σκεπτικό του ΕΔΔΑ, στην περίπτωση όπου ένα διοικητικό δικαστήριο αμφισβητεί την προηγούμενη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου για παρόμοια πραγματικά περιστατικά με αυτά που αποτελούν το αντικείμενο της διοικητικής δίκης, συντρέχει ζήτημα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας.5
Εν προκειμένω λοιπόν, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων είχαν καταστεί οριστικές το 1992, το 2000 και το 1998 αντίστοιχα, ενώ για τον κάθε κατηγορούμενο και οι δύο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) αναφέρονταν στην παράνομη εισαγωγή των ίδιων αντικειμένων, κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι η αρχή ne bis in idem δεν θα είχε παραβιαστεί, εάν οι δύο πιθανές μορφές ποινής, η φυλάκιση και η χρηματική, είχαν προβλεφθεί ως μέρος ενός ενιαίου συνόλου δικαστικής διαδικασίας, ή εάν το ποινικό δικαστήριο είχε αναστείλει τη δίκη μετά την κίνηση της διοικητικής διαδικασίας και στη συνέχεια την ολοκλήρωνε, αφού το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε επιβεβαιώσει το ύψος του προστίμου.
Δεδομένου, όμως, ότι δεν ισχύουν τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ 7 όσον αφορά και τους τρεις προσφεύγοντες.
Όσον αφορά στο τεκμήριο αθωότητας (άρθρο 6 § 2), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ένας από τους στόχους του ήταν η προστασία των ατόμων που είχαν αθωωθεί για ποινικό αδίκημα ή εναντίον των οποίων η ποινική δίωξη είχε διακοπεί, από το να αντιμετωπίζονται από τις αρχές σα να ήταν στην πραγματικότητα ένοχοι για το αδίκημα που κατηγορήθηκαν.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει τα ίδια αδικήματα (λαθρεμπόριο), για τα οποία είχαν αθωωθεί στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 2.
ΙΙΙ. Εύλογη διάρκεια της δίκης και δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή (άρθρο 13 ΕΣΔΑ)
Επιπλέον, ο κ. Καπετάνιος διαμαρτυρήθηκε σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 6 § 1 - εύλογη διάρκεια της δίκης και άρθρο 13 - δικαίωμα πραγματικής προσφυγής)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της διαδικασίας (22 χρόνια για τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας) δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο του «εύλογου χρόνου» και, κατά συνέπεια, το κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1.
Όσον αφορά στην ύπαρξη μιας αποτελεσματικής προσφυγής που θα επέτρεπε στον κύριο Καπετάνιο να διαμαρτυρηθεί για την υπερβολική διάρκεια, το Δικαστήριο επισήμανε ότι νόμος που ψηφίστηκε το 2012 εισήγαγε τη δυνατότητα προσφυγής για αυτού του είδους τις διοικητικές διαδικασίες. Ωστόσο, ο νόμος αυτός δεν είχε αναδρομική ισχύ και η υπόθεση του αιτούντος είχε κλείσει πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος.
Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13, λόγω της έλλειψης δυνατότητας πραγματικής προσφυγής τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Για τη δίκαιη ικανοποίηση των προσφευγόντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει προς τον κύριο Καπετάνιο το ποσό των 14.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.460 ευρώ για δικαστικές δαπάνες, και το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για δικαστικές δαπάνες στους κυρίους Νικολόπουλο και Αγγλούπα.
Επίλογος
Η απόφαση αυτή αποτελεί επιβεβαίωση της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ ότι το ελληνικό σύστημα παράλληλης εξέτασης διοικητικών παραβάσεων που ταυτόχρονα συνιστούν αξιόποινες πράξεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ενδέχεται να οδηγήσει σε αποτελέσματα ασύμβατα με τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στα διεθνή κείμενα των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Όταν οι δυο διαδικασίες κινούνται κατά του αυτού φυσικού προσώπου, όπως εν προκειμένω, τότε, κατά το ΕΔΔΑ, τίθεται θέμα προσβολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τούτου. Γιατί οι δυο διαδικασίες δεν εμποδίζονται μεν να κινηθούν παράλληλα, όμως, η πρώτη που οριστικοποιείται, οποιαδήποτε, καθιστά επιβεβλημένη την ακύρωση της άλλης λόγω παραβάσεως της αρχής non bis in idem. Όταν, λοιπόν, το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υποχρεούται όχι να δεσμευθεί εν μέρει από αυτήν, είτε, έστω την συνεκτιμήσει, αλλά, εκ τούτου και μόνο, να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές. Αντίστοιχα, όταν το ποινικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η διαδικασία στα διοικητικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, οφείλει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εκ τούτου και μόνο, να παύσει την ποινική δίωξη. Είναι προφανές ότι, για το ΕΔΔΑ, το σύστημα που έχει κατά νουν ο Έλληνας νομοθέτης, συντακτικός και κοινός, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Θα πρέπει, κατά την βούλησή του, να υπάρξει ένα εξ αρχής νέο, στο οποίο όλες οι κυρώσεις, διοικητικές και ποινικές, να επιβάλλονται από ένα μόνο δικαστήριο. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό αφού, μάλιστα, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά το Σύνταγμα, ελλείψει διατάξεως αντίστοιχης εκείνης του 94 παρ. 3, στο μεν διοικητικό δικαστήριο ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα η επίλυση των διοικητικών διαφορών, στο δε ποινικό η των ποινικών υπό την έννοια που τους δίνει όχι το ΕΔΔΑ, αλλά η ελληνική έννομη τάξη (Βλ. ΣτΕ 3182/2010, Τμ. Β).
Εν όψει των ανωτέρω, κρίνεται αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός της έννοιας του αντικειμένου της δίκης στα πλαίσια των διοικητικών διαφορών 'ποινικής αποχρώσεως' ούτως ώστε να υπάρξει ένας αποτελεσματικός σεβασμός των δικονομικών εγγυήσεων (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Artico v. Italy). Παράλληλα όμως, ένα περαιτέρω ζήτημα που τίθεται είναι εάν τα διοικητικά δικαστήρια παρέχουν επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για την προστασία του κατηγορουμένου στα πλαίσια της κατ' αυτού 'κατηγορίας'.
Με την πολύτιμη συμβολή του Μ. Γιακουμάκη
  • 1.Βλ. απόφαση της 21 Φεβρουαρίου 1984, Öztürk v. Germany, αριθ. 8544/79, Series A no. 73, σκέψεις 49-50· απόφαση της 8 Ιουνίου 1976, Engel and Others v. the Netherlands, Series A no. 22, σκέψη 82.
  • 2.Βλ. απόφαση της 8 Ιουνίου 1976, Engel and Others v. the Netherlands, ό.π., σκέψη 82.
  • 3.Που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 1705/1987 (ΦΕΚ Α’ 89) στις 29 Οκτωβρίου 1987.
  • 4.ΕΔΔΑ, Vassilios Stavropoulos v. Greece, §39-41· Mutatis mutandis, Diamantides v. Greece (no. 2), § 42 επ.
  • 5.Βλ. Π. Βογιατζής, στο «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο», διεύθυνση έκδοσης Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελ. 259 επ.

    Διαβάστε περισσότερα στοLawspot.gr
    https://www.lawspot.gr/nomika-nea/edda-paraviasi-tis-arhis-ne-bis-idem-apo-ta-ellinika-dioikitika-dikastiria