Προς: 1. τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, κ.κ.
Πάνο Καμμένο Αρ.
Πρωτ. 38842/24/3/2015
2. τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας
και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων
κ.κ. Νίκο Παρασκευόπουλο Αρ.
Πρωτ. 1345/24/3/2015
3. τον Υπουργό Επικρατείας, κ.κ. Νίκο Παππά e-mail gram@ypep.gr
Αθήνα, 24 Μαρτίου 2015
ΑΝΑΦΟΡΑ
(ΚΔΔ/σίας Ν. 2690/99 αρθ.
27, Σύνταγμα αρθ.10 παρ.1)
Του Παναγιώτη Σταμάτη, Πλωτάρχη ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού, κατοίκου
Αθηνών, οδός Κομνηνών, αρ.48. (panos_stamatis@yahoo.gr)
Θέμα: ΑΜΕΣΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί,
Η Στρατιωτική Δικαιοσύνη
πρωτοεμφανίστηκε την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως και εξελίχθηκε μέχρι τις
ημέρες μας σε ιδιαίτερο κλάδο απονομής δικαιοσύνης. Υπό το κράτος των σύγχρονων
αντιλήψεων περί της αναγκαιότητας και της μορφής που πρέπει να προσδοθεί στη
σύγχρονη Στρατιωτική Δικαιοσύνη, μερικές χώρες έχουν προ πολλού καταργήσει το
θεσμό αυτό (Γαλλία, Γερμανία, κλπ).
Στο θέμα της
αρμοδιότητας των στρατιωτικών δικαστηρίων αυτά εκδικάζουν τις αδικοπραγίες που
διέπραξαν πρόσωπα που έχουν ή είχαν τη στρατιωτική ιδιότητα κατά τον χρόνο
τελέσεως της αδικοπραγίας.
Η επικρατούσα προσέγγιση, από την πλειοψηφία
των χωρών που αποτελούν συμβαλλόμενα µέρη της ΕΣ∆Α, συνίσταται στο να
θεωρούνται οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάµεις (ε.δ.) ως «πολίτες εν στολή».
Τούτο συνεπάγεται την παραδοχή ότι, στο µέτρο που αυτό τυγχάνει συµβατό µε ορισμένες
ιδιαιτερότητες της στρατιωτικής ζωής, τα µέλη των ε.δ. πρέπει ν’ απολαμβάνουν
τα αυτά ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα µε τους λοιπούς πολίτες. Πρόκειται για
προσέγγιση που, όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, ευνοεί την ενσωμάτωση των ε.δ.
στην υπόλοιπη κοινωνία σε αντίθεση µε την αντίστροφη αντίληψη που ευνοεί την
αποµόνωση του χώρου των ε.δ. από την πολιτική και κοινωνική ζωή. Η ανάγκη όµως,
σεβασµού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των µελών των ε.δ. στο σύγχρονο πλαίσιο,
αποκτά ιδιάζουσα σηµασία που πρέπει να προστατεύεται από ανεξάρτητο και
αμερόληπτο δικαστήριο.
Επιβάλλεται η θέσπιση διασφαλίσεων κατά της διπλής
αξιολόγησης ενός αδικήματος που συνεπάγεται τόσο πειθαρχικές όσο και ποινικές
κυρώσεις. Παρ’ όλο που στις περισσότερες χώρες (όπως και στην Ελλάδα) γίνεται
δεκτό ότι ορισμένα παραπτώματα ενέχουν ταυτόχρονα διοικητική (πειθαρχική) και
ποινική απαξία, µε συνέπεια να υπόκεινται τόσο σε πειθαρχική όσο και σε ποινική
κύρωση, υφίστανται περιπτώσεις όπου ο επαχθής χαρακτήρας του πειθαρχικού μέτρου
ή το μέγεθος της ποινικής καταδίκης τυγχάνουν τόσο σοβαροί, ώστε να καταλήγουµε
ουσιαστικά σε διπλή τιµώρηση, κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem (τήρηση του δεδικασμένου).
Αναφορικά τώρα µε το ζήτηµα της ίσης μεταχείρισης
των υποκειμένων στη δικαιοδοσία της στρατιωτικής δικαιοσύνης, υφίστανται
εύλογες επιφυλάξεις σχετικά µε το κατά πόσο τα µέλη των ε.δ. απολαμβάνουν
παρόµοια δικαιώµατα και εγγυήσεις δίκαιης δίκης σε σχέση µε τους πολίτες που
υπάγονται στα κοινά ποινικά δικαστήρια. Ο προβληματισμός αυτός επιτείνεται στις
περιπτώσεις που τα συστήµατα στρατιωτικής δικαιοσύνης τυγχάνουν επιφορτισμένα,
πέραν της εκδίκασης των γνησίων στρατιωτικών εγκληματών (αυτών δηλαδή που υποκείμενο
τέλεσής τους µπορεί να καταστεί µόνον στρατιωτικός και τα οποία συνάπτονται
ευθέως µε την προσβολή εννόµων αγαθών της στρατιωτικής υπηρεσίας) και µε την
εκδίκαση των λεγομένων κοινών αδικηµάτων τα οποία , αν ετελούντο από πολίτες θα
υπαγόταν κανονικά στην γενική δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων.
Σ’ αυτές τις
περιπτώσεις τυγχάνει ζητούµενο αν ουσιαστικά και δικονοµικά δικαιώµατα και
εγγυήσεις-όπως το δικαίωµα σιωπής του κατηγορουμένου, το τεκμήριο αθωότητας, η
δυνατότητα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης σε συνήγορο της επιλογής του κατηγορουμένου,
η επιβολή προσωρινής κράτησης µόνο σε περίπτωση συνδρομής αυστηρά καθορισμένων
προϋποθέσεων κλπ. µπορούν ν’ ασκηθούν αποτελεσματικά στο πλαίσιο της
διαδικασίας της στρατιωτικής ποινικής δίκης.
Η έλλειψη
νοµικής κατάρτισης και εµπειρίας εκ µέρους των µελών του στρατοδικείου
(διορισμένων αξιωματικών) αλλά και τον επιφορτισμένων για την αναθεώρηση της
κατηγορίας οργάνων καθιστά ανέφικτη γι αυτά τη δυνατότητα να ενεργήσουν µε
ανεξάρτητο και αμερόληπτο τρόπο.
Τίθεται επομένως αυτόματα το ερώτημα αν
πρέπει να υπάρχει ανάγκη ως ειδικός κλάδος η Στρατιωτική Δικαιοσύνη.
Να σημειωθεί
ότι μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει τμήμα νομολογίας, ώστε να μπορεί κάθε νομικός
να έχει πρόσβαση στην θέση επί των ίδιων πραγματικών περιστατικών του κάθε
Στρατοδικείου. Άμεσο αποτέλεσμα της συγκεκριμένης πρακτικής είναι η δυνατότητα
του ιδίου Στρατιωτικού Δικαστή να εκδίδει ακριβώς αντίθετες αποφάσεις, χωρίς καμία
συνέπεια για τα ίδια περιστατικά αναλόγως των συρρεόντων υποκειμενικών
στοιχείων και ανέλεγκτων επηρεασμών. Δεν είναι γνωστό αν στους ατομικούς
φακέλους των Στρατιωτικών Δικαστών καταχωρούνται οι αποφάσεις του Εφετείου και
του Αρείου Πάγου που τροποποιούν τις πρωτόδικες δικές τους αποφάσεις, όπως
ακριβώς συμβαίνει κατά κανόνα στους Δικαστές της τακτικής Δικαιοσύνης.
Εκ παραλλήλου
ο χώρος νομολογιακά δεν είναι καταγεγραμμένος από έμπειρο θεωρητικό στο σύνολο
του ώστε να ελεγχθεί η ορθότητα της πρακτικής εφαρμογής της Στρατιωτικής
Δικαιοσύνης.
Είναι δυνατόν
να υπονοηθεί ότι υπάρχει μεροληπτική αντιμετώπιση της Στρατιωτικής ηγεσίας και
των περί αυτής εγγύς ευρισκομένων, με πολλές απαλλακτικές αποφάσεις,
αρχειοθετήσεις με εισαγγελική «επίσπευση», απορριπτικές διατάξεις κλπ, που
πολλές φορές βρίσκονται σε προκλητική αναντιστοιχία με τα στοιχεία της
δικογραφίας.
Σε μια εποχή
που για λόγους ομαλής λειτουργίας της Δικαιοσύνης και των θεσμών πρέπει να
καταργηθούν άμεσα όλες οι εξαιρετικές ρυθμίσεις και διαδικασίες, όπως το
βουλευτικό και υπουργικό «ακαταδίωκτο», είναι σαφέστατα απολύτως απαραίτητη η
κατάργηση άμεσα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης.
Ήδη τα
σοβαρότερα αδικήματα των στρατιωτικών δικάζονται από την τακτική δικαιοσύνη.
Άλλωστε μια
απλή ματιά στα πινάκια των κατά τόπους Στρατοδικείων-Ναυτοδικείων-Αεροδικείων,
(περί τα 10 ανά την επικράτεια), αρκεί να πείσει για την απουσία οποιασδήποτε
αναγκαιότητας ή σκοπιμότητας για την ύπαρξή της. Μόλις και μετά βίας τα πινάκια
τους αριθμούνται περί τις 3- 4 υποθέσεις και μάλιστα αν εξαιρέσει κανείς τις
ανυποταξίες , που επί το πλείστον ακυρώνονται κατά τακτές χρονικές περιόδους,
με νομοθετική πρωτοβουλία αποδεικνύεται ότι το έργο της Στρατιωτικής
Δικαιοσύνης συνολικά είναι μηδαμινό και ταυτίζεται με το αμετάθετο και την
αργομισθία.
Αυτόματα
αποδεικνύεται και η δυσαναλογία των πολλών Στρατιωτικών Δικαστηρίων και του
ελαχίστου παραγόμενου δικαστικού έργου.
Ανεξάρτητα από
αυτά πρέπει να τονιστεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό των Στρατιωτικών Δικαστών
αποτελούν υπόδειγμα νομικής κατάρτισης και ακεραιότητας.
Υπάρχει
μάλιστα τρομερός και δυσανάλογος αριθμός
ανωτάτων αξιωματικών της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης σε σχέση με τους άλλους
κλάδους των Ε.Δ. καθώς επί συνόλου 120 στελεχών Στρατιωτικής Δικαιοσύνης όλων
των βαθμών, υπάρχουν, 2 Αντιστράτηγοι, 3 υποστράτηγοι, και 7-8 ταξίαρχοι.
Στην
σημερινή νομική πραγματικότητα, όπου η «αρνησιδικία» αποτελεί εθνικό μας
εφιάλτη, επιτακτική πλέον είναι η ανάγκη λήψη ουσιαστικών και πρακτικών μέτρων
επιτάχυνσης απονομής της δικαιοσύνης και η αύξηση του παραγόμενου δικαστικού
έργου.
Είναι
προφανές, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Συντάγματος και της σχετικής
νομολογίας του Ακυρωτικού, να εξετασθεί η ενίσχυση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών
της τακτικής δικαιοσύνης με τους περίπου, 120 στρατιωτικούς δικαστές και μπορεί
να ενισχύσει την δικαιοσύνη με έμπειρους δικαστές που θα μπορούν ενδεχομένως να
ασχοληθούν και ως ειδικό σώμα δικαστικής μεσολάβησης, να αρθεί παράλληλα μια
στρέβλωση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στο τόπο μας, καλύπτοντας
άμεσα τις χρόνιες ελλείψεις σε δικαστές που παρουσιάζουν σχεδόν όλα τα
Πρωτοδικεία της χώρας.
Eπίσης μπορούν ορισμένοι εξ αυτών να
απορροφηθούν σε διοικητικές θέσεις στα Γενικά επιτελεία, σε μεγάλους σχηματισμούς,
καθώς επίσης και σε άλλες υπηρεσίες, ως όργανα πειθαρχικού ελέγχου και νομικοί
σύμβουλοι (Πρόεδροι Πειθαρχικών συμβουλίων,
νομοπαρασκευαστικές επιτροπές κ.α.).
Τέλος,
επιβάλλεται η άμεση παραχώρηση των κτιρίων, όπου στεγάζονται Στρατιωτικά
Δικαστήρια, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για να αυξηθούν οι τόσο ελλειμματικές
δικαστικές αίθουσες, χωρίς το παραμικρό δημοσιονομικό κόστος.
Νομίζω εν
τέλει ότι πρέπει η Στρατιωτική
Δικαιοσύνη να ενσωματωθεί άμεσα στα κοινά δικαστήρια η υποδομή και το
υποστηρικτικό προσωπικό της, από πολιτικούς υπαλλήλους να ενταχθεί στη
γραμματεία των δικαστηρίων (πολιτικών και διοικητικών).
Η ύπαρξη της
Στρατιωτικής Δικαιοσύνης αποτελεί πλέον μια άχρηστη και πολυέξοδη πολυτέλεια
για τον Τόπο μας, η κατάργηση της θα ανακουφίσει την λειτουργία της
ταλαιπωρημένης Δικαιοσύνης και θα αποφευχθούν κίνδυνοι όπως συμβαίνει συχνά με τα τροχαία ατυχήματα μεταξύ στρατιωτικών
και ιδιωτών να εκδικάζονται αμφότερα από διαφορετικά δικαστήρια , να εκδίδουν αθωωτικές αποφάσεις και για τους
δύο οπότε για το τροχαίο και δη θανατηφόρο να φταίει ο Θεός.
Δια την
αντιμετώπιση της αθέμιτης τακτικής αδικαιολόγητων μηνύσεων κατά στρατιωτικών,
που σκοπό θα έχει την ουδετεροποίηση των βαθμοφόρων από την προσήλωση στα
επιτελικά τους καθήκοντα, προτείνεται από τον βαθμό του Ταξίαρχου, των
Διοικητών και Υποδιοικητών μονάδων, προηγούμενη θετική γνώμη του ΥΕΘΑ, ή των
Ανωτάτων Συμβουλίων, πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης, για τα καθαρώς
στρατιωτικά αδικήματα.
Πρόκειται για
ρύθμιση ανάλογης προηγούμενης που ισχύει για τα στελέχη του ΣΔΟΕ.
Ας μην ξεχνάμε
ότι είναι πάντα ισχυρή η διαχρονική ρήση του Ζώρζ Κλεμανσώ (Georges Clemenceau)
είχε τονίσει προσφυώς ότι: “Η στρατιωτική δικαιοσύνη έχει τόση
σχέση με το Δίκαιο, όση σχέση έχει η στρατιωτική μπάντα με τη μουσική. ”
Τουλάχιστον με την κατάργηση της θα
ανακουφισθεί κατά περίπου 50 εκκατομμύρια ευρώ, ο προϋπολογισμός του ΥΠ.ΕΘ.Α
και θα υπάρξη η δυνατότητα να αναπληρωθούν αυτά που θα αφαιρεθούν από τον κωδικό των εξοπλισμών, τα οποία ο Κ.
ΥΕΘΑ ανακοίνωσε ότι πρόκειται να διατεθούν σε συμμόρφωση της αποφάσεως του ΣτΕ,
στα εν ενεργεία και στα εν αποστρατεία στελέχη των ε.δ., για την αποκατάσταση
των μισθολογικών αδικιών.
Μετά τιμής
Παναγιώτης Σταμάτης
Πλωτάρχης ε.α. ΠΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου