Ανάλυση άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα «Παράβαση καθήκοντος»
Η Συνδικαλιστική Κίνηση
Αστυνομικών Υπαλλήλων (Σ.Κ.Α.Υ.) Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια του υγιούς και
δημιουργικού συνδικαλισμού που πρεσβεύει, έχοντας πάντοτε ως γνώμονα την
σωστή και εμπεριστατωμένη ενημέρωση των συναδέλφων και στα πλαίσια της διαρκούς
συνεργασίας με τον έγκριτο νομικό και καθηγητή ποινικού δικαίου, κ. Νικόλαο
ΔΕΡΜΕΝΟΥΔΗ, σας παραθέτει την ανάλυση του άρθρου 259 του Ποινικού
Κώδικα που αφορά την Παράβαση καθήκοντος.
Στην ιστοσελίδα μας
(skaythess.gr), έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί και άλλες αναλύσεις άρθρων
του Ποινικού Κώδικα
Τις αναλύσεις αυτές μπορείτε να
δείτε επιλέγοντας την ετικέτα «ΝΟΜΙΚΑ» στο τέλος του άρθρου.
Άρθρο 259
Παράβαση καθήκοντος
Υπάλληλος που με πρόθεση
παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό
του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη
ποινική διάταξη.
1.
1. Έννοια
Το έγκλημα αυτό
διαπράττει υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση παραβαίνει τα
καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον
παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον.
1.
2. Προστατευόμενο
έννομο αγαθό
Ως προστατευόμενο έννομο αγαθό
θεωρείται το γενικότερο συμφέρον της ομαλής απρόσκοπτης διεξαγωγής της δημόσιας
υπηρεσίας, η λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το
συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι
με χρηστότητα και καθαρότητα, αλλά και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην
καλή λειτουργία των υπηρεσιών.
1.
3. Χαρακτηριστικά
γνωρίσματα του εγκλήματος
Το έγκλημα αυτό είναι ιδιαίτερο
(γνήσιο ιδιαίτερο), απλό, απλότροπο, τυπικό (απλής συμπεριφοράς), μη ιδιόχειρο,
στιγμιαίο, ενέργειας, αφηρημένης διακινδύνευσης.
1.
4. Σκοπός της
σχετικής διάταξης
Σκοπός της σχετικής διάταξης είναι
το συμφέρον της ομαλής και ορθής διοικήσεως, η προστασία του κράτους και των
πολιτών από παραβάσεις (ενέργειες ή παραλείψεις) του υπαλλήλου κατά τη
διαχείριση της δημόσιας εξουσίας, ως έκφραση πολιτειακής βούλησης μέσα στον
κύκλο των δημόσιων υποθέσεων.
Ειδικά η θέσπιση της διάταξης
αυτής του άρθρου 259 ΠΚ μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει, ειδικά στις μέρες
μας όπου τα σχετικά φαινόμενα δυστυχώς αφθονούν, ως το φιλελεύθερο προπύργιο
κάθε πολίτη εναντίον κάθε είδους κρατικής αυθαιρεσίας.
ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ – ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟ (ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ
ΝΟΜΟ – αρ. 7 § 1Σ)
Απαρτίζεται από την αντικειμενική
και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.
Α) Αντικειμενική υπόσταση του
εγκλήματος
α) Υποκείμενο του εγκλήματος
(δράστης του εγκλήματος)
Εφόσον το έγκλημα είναι ιδιαίτερο
(γνήσιο ιδιαίτερο), δράστης αυτού μπορεί να είναι μόνο το πρόσωπο που
έχει την τυποποιημένη ιδιότητα στο νόμο,
δηλαδή μόνο υπάλληλος με την έννοια του αρ. 13α ΠΚ σε συνδ. με
263α ΠΚ.
Προσεγγίζοντας περισσότερο τη
συγκεκριμένη έννοια του υπαλλήλου, στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να
επισημανθεί ότι, το άμισθο της υπηρεσίας δεν αφαιρεί την ιδιότητα του
υπαλλήλου, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους συμβολαιογράφους, δικαστικούς
επιμελητές, υποθηκοφύλακες.
Έτσι, κρίθηκε νομολογιακά ότι
έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου:
· η
δήμαρχος,
· ο
πρόεδρος ή αντιπρόεδρος και μέλος του κοινοτικού συμβουλίου,
· ο
πραγματογνώμων ιδιώτης που διορίστηκε από το δικαστήριο,
· ο
συμβολαιογράφος,
· ο
μηχανικός μηχανολογικού γραφείου,
· ο
σιδηροδρομικός υπάλληλος,
· ο
γραμματέας δικαστηρίου,
· ο
μητροπολίτης,
· ο
καθηγητής πανεπιστημίου,
· ο
θηροφύλακας,
· ο
επιβλέπων μηχανικός των εργασιών κατασκευής,
· ο
Διοικητής Αστυνομικού Τμήματος και γενικά κάθε αξιωματικός της ΕΛΑΣ αλλά και
κάθε ανακριτικός υπάλληλος,
· ο
οικονομικός έφορος,
· ο
ιερέας,
· ο
ιατρός κοινοτικού ιατρείου,
· ο
ιδιωτικός δασοφύλακας,
· ο
στρατιωτικός ιατρός,
· ο
υπάλληλος υπουργείου,
· τα
μέλη Δ.Σ. των Ν.Π.Δ.Δ.,
· ο
δικαστικός λειτουργός ως επιτηρητής σε διαγωνισμό,
· ο
διευθυντής του επικουρικού ταμείου,
· ο
Νομάρχης,
· ο
διευθυντής ληξιαρχείου,
· ο
προϊστάμενος των υπηρεσιών του ΟΛΠ.
β) Το αντικείμενο του εγκλήματος
Αφηρημένο, ιδεατό και μη
ενσώματο νομικό αντικείμενο που εξατομικεύει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό
στο έγκλημα αυτό, είναι τα καθήκοντα της υπηρεσίας του υπαλλήλου.
γ) Η πράξη προσβολής του εννόμου
αγαθού
Η πράξη με την οποία
προσβάλλεται το έννομο αγαθό στο έγκλημα αυτό εκδηλώνεται με τη μορφή της
παράβασης των υπηρεσιακών καθηκόντων. Άλλαις λέξεσιν, το παρόν έγκλημα τελείτε
με την παράβαση των καθηκόντων, με τα οποία ασκείται η ανατεθειμένη υπηρεσία,
ήτοι τα υπάγοντα στην εκπλήρωση του ανατιθέμενου έργου και μόνον.
γ1. Καθήκον υπαλλήλου που έχει την
ιδιότητα του υπηρεσιακού – έννοια αυτού
Η επιστήμη, προκειμένου να
δικαιολογήσει ως ένα βαθμό τον αξιόποινο χαρακτήρα της παράβασης καθήκοντος,
προσπάθησε να περιορίσει τη διάταξη του αρ. 259 ΠΚ.
Έτσι, έχει υποστηριχθεί ότι,
λέγοντας ο νόμος «υπάλληλος παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του», δεν αναφέρεται
σε οποιαδήποτε υπαλληλικά καθήκοντα (τα οποία
είναι όμοια σε όλους τους υπαλλήλους, άσχετα από το ειδικότερο
αντικείμενο της υπηρεσίας στην οποία εργάζονται), αλλά σταειδικά
καθήκοντα της υπηρεσίας του.
γ2. Έννοια της παράβασης
υπηρεσιακού καθήκοντος
Ως παράβαση υπηρεσιακού
καθήκοντος, νοείται κάθε παράβαση των διατάξεων του συντάγματος και των νόμων,
για την τήρηση των οποίων, ο υπάλληλος δίνει όρκο.
γ3. Έννοια του υπηρεσιακού
καθήκοντος
Ως υπηρεσιακό
καθήκον νοείται εκείνο που τελεί σε άμεση σχέση με
την αρμοδιότητα που έχει από το κράτος και αναφέρεται στην
έκφραση βούλησης της πολιτείας από τον υπάλληλο, εντός του
κύκλου δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών που έχει ανατεθεί στον υπάλληλο, στις
σχέσεις αυτής έναντι τρίτων(το υπηρεσιακό καθήκον ανάγεται στην εκπλήρωση του
υπηρεσιακού έργου του υπαλλήλου).Κατά συνέπεια, δεν στοιχειοθετεί την αντικειμενική
υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος κατ” άρθρον 259 ΠΚ η
παράβαση των απλών υπαλληλικών καθηκόντων που αφορούν στη συμπεριφορά του
υπαλλήλου έξω από την υπηρεσία του, όπως επίσης και τα καθήκοντα εκείνα, που
ναι μεν αφορούν στην υπηρεσία αλλά δεν ανάγονται στην εκπλήρωση του έργου της
υπηρεσίας του.
Ο υπάλληλος, κατά την παράβαση του
καθήκοντός του, πρέπει να λειτουργεί ως υπηρεσιακό όργανοπου σημαίνει
κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητα για την τέλεση μιας συγκεκριμένης
υπηρεσιακής πράξης.
γ4. Πηγή προέλευσης του
υπηρεσιακού καθήκοντος
Η πηγή προέλευσης του καθήκοντος
είναι αδιάφορη.
Έτσι, ως καθήκοντα
υπηρεσιακά νοούνται
· τα
διαγραφόμενα ρητώς από το νόμο και κατά μείζονα λόγο από το σύνταγμα
(αρ. 6, 103, 104 Σ). Παράβαση καθήκοντος δεν υπάρχει μόνο όταν το
καθήκον θεσπίζεται με νόμο ή με τις ιεραρχικές υποδεέστερες κρατικές πράξεις,
αλλά και όταν επιβάλλεται με ρητή και ειδική διάταξη του Συντάγματος.
Ως πηγή του καθήκοντος θεωρείται διάταξη νόμου, διατάγματος ή ιδιαίτερες
οδηγίες εντός των πλαισίων των νόμων,
· εκείνα
τα οποία ενυπάρχουν στη φύση της υπηρεσίας
και εμμέσως προσδιορίζονται κατά περιεχόμενο, τα οποία δεσμεύουν τον
υπάλληλο με συναφή υποχρέωση ενέργειας εντός των προδιαγεγραμμένων ορίων ή
παραλείψεως,
· εκείνα
τα οποία διαγράφονται με ιδιαίτερες οδηγίες,
· εκείνα
που προκύπτουν από τους κανόνες δεοντολογίας της δημόσιας διοίκησης
(πρόκειται για υποχρεώσεις ηθικής που έχουν διεισδύσει στο δίκαιο και έχουν
αποκτήσει νομική δεσμευτικότητα). Τέτοιοι κανόνες είναι η αρχή της
ισότητας στη μεταχείριση των διοικούμενων και οι απορρέουσες από αυτήν
αρχές της απαγόρευσης διάκρισης των πολιτών, βάσει των πολιτικών,
φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και της αμεροληψίας της διοίκησης (της
κρίσης των διοικούμενων με τα ίδια μέτρα). Επίσης, η αρχή της αναλογικότητας
και του σεβασμού των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών.
γ5. Αξιόποινη πράξη θεωρείται από
το νόμο μόνο η παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος.
Το υπηρεσιακό
καθήκον διαχωρίζεται από το απλό υπαλληλικό καθήκον, η παράβαση του οποίου δενυπάγεται
εδώ, αφού οι περιεχόμενες σ’ αυτό εκδηλώσεις του
υπαλλήλου δεν αφορούν εκδηλώσεις θελήσεως της πολιτείας δια του
υπαλλήλου έναντι τρίτων, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Το
κριτήριο συνεπώς που διαφοροποιεί τα υπηρεσιακά καθήκοντα από
τα υπαλληλικά, είναι ότι η πολιτειακή έκφραση που ενδιαφέρει και
αφορά τον ποινικό νομοθέτη, είναι εκείνη που ανάγεται στις σχέσεις της
πολιτείας με τους τρίτους.
Αυτό σημαίνει ότι
μένουν έξω από τα όρια του αξιόποινου οι παραβάσεις καθηκόντων που
αφορούν τηνεκτός υπηρεσία συμπεριφορά του υπαλλήλου ή
που δεν ανάγονται, παρόλο ότι πρόκειται για
δραστηριότητα εντός της υπηρεσίας, στην εκπλήρωση του έργου που του
έχει ανατεθεί. Το αρ. 259 ΠΚ προβλέπει ως αξιόποινη πράξη την παράβαση, όχι των
υπαλληλικών καθηκόντων γενικώς καιαορίστως,
αλλά ειδικώς και μόνο των καθηκόντων της υπηρεσίας του υπαλλήλου.
Το σημείο επομένως το οποίο
κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί συνοπτικά είναι ότι, η σχετική
διάταξηδεν αναφέρεται στο απλό υπαλληλικό καθήκον, η παράβαση
του οποίου άσχετα με τις πειθαρχικές κυρώσεις που ενδεχόμενα
συνεπάγεται, δεν στοιχειοθετεί το έγκλημα.
Δεν ενδιαφέρει το είδος
(γενικό ή ειδικό) του καθήκοντος, αλλά μια
συγκεκριμένη αντιϋπηρεσιακήενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου. Υπηρεσιακή
ενέργεια ή παράλειψη κατά παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων νοείται, όχι
μόνο μια τελική, αλλά και μια προπαρασκευαστική ενέργεια (ο δικαστής,
παραβιάζοντας το νόμο, κατά την εφαρμογή του, καθίσταται υπαίτιος παράβασης
καθήκοντος αν δεν συντρέχει ευθύνη του από το αρ. 239 ΠΚ – κατάχρηση εξουσία).
Το έγκλημα του αρ. 259 ΠΚ όπως
κάθε αξιόποινη πράξη, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη υπηρεσιακή ενέργεια ή
παράλειψη τελούμενη κατά παράβαση κάποιων καθηκόντων (γενικών ή ειδικών),
βλαπτική για κάποιο έννομο αγαθό.
Στο έγκλημα της παράβασης
καθήκοντος δεν τίθεται μόνο σε αμφισβήτηση η εμπιστοσύνη του πολίτη
στη διοίκηση, αλλά προκαλείται άμεσος και χειροπιαστός κίνδυνος για
τον συγκεκριμένο πολίτη, σε βάρος του οποίου παρανομεί ο υπάλληλος. Η πράξη του
υπαλλήλου, η οποία κατά τύπους είναι νόμιμη,δύναται όμως να βλάψει την
εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, δύναται να αποτελεί πειθαρχικό
παράπτωμα, δεν συνιστά όμως παράβαση καθήκοντος.
Αξιόποινη, θεωρείται μόνο η
παραβίαση καθηκόντων δια των οποίων ασκείται η ανατιθέμενη υπηρεσία, ήτοι μόνο
των αναγόμενων στην εκπλήρωση του ανατεθειμένου έργου. Η παράβαση καθήκοντος
νοείται τότε μόνο, όταν υπάρχει άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων, που
σημαίνει κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητα του υπαλλήλου για την τέλεση μιας
συγκεκριμένης υπηρεσιακής ενέργειας. Σημασία έχει ο υπάλληλος, κατά την
παράβαση των καθηκόντων του, να λειτουργεί ως υπηρεσιακό όργανο.
Επικρατεί όμως η αντίληψη ότι,
στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική
ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση καθήκοντος υπάρχει, όταν ο
υπάλληλοςπαραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας,
τα κριτήρια και τον γενικότερο καιειδικότερο σκοπό που
προκύπτουν από το νόμο και διέπουν την υπηρεσιακή δράση.
Στο μέτρο που, διακριτική
ευχέρεια δεν σημαίνει υπαλληλική αυθαιρεσία, αλλά κρίση, στο πλαίσιο
μιας νομοθετικής εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό,
βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών
δεδομένων, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβασηεκ μέρους
του υπαλλήλου δοσμένης από το νόμο εξουσιοδότησης (ο υπάλληλος επιχειρεί μια
διοικητική πράξη με διακριτική ευχέρεια που ο νόμος ή άλλες διατάξεις δεν του
δίνουν), είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (ο υπάλληλος
ενεργεί, όχι με την έννοια ή το σκοπό που καθορίζει ο νόμος ή λαμβάνει υπόψη
του ως στοιχεία ουσιώδη, τέτοια που δεν έπρεπε να λάβει υπόψη).
Σημειωτέον, παράβαση καθήκοντος
συνιστά όχι μόνον όταν ο υπάλληλος παραβιάζει τα καθήκοντά του, ενεργώντας
εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας του αλλά και όταν η πράξη του συνιστά
υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του εξουσίας ή ακόμη και
καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής, «Υφισταμένου πεδίου διακριτικής
ευχέρειας του υπαλλήλου; παράβαση καθήκοντος μπορεί να συντελεστεί
και με την κακή χρήση της ευχέρειας αυτής, η οποία οριοθετείτε από τις αρχές
της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής και αμερόληπτης διοίκησης,
της ισότητας των πολιτών και της εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου».
Στις περιπτώσεις, λοιπόν, εκείνες
όπου μία υπηρεσιακή ενέργεια επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των
υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος συντρέχει, όταν ο υπάλληλος
παραβιάζει, κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και
τον γενικότερο και ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από τον νόμο και διέπουν την
υπηρεσιακή δράση. Τούτο ακριβώς αποτυπώνεται εναργώς στις αποφάσεις ΑΠ.
«Εάν κατά την άσκηση των
καθηκόντων του υπαλλήλου υπάρχει πεδίο διακριτικής ευχέρειας, η παράβαση μπορεί
να συντελεστεί και με την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, την υπέρβαση
δηλαδή των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές
της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης,
της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και της εξυπηρέτησης του σκοπού του
νόμου ή με την κατάχρηση της εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που, αν
και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση
σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό στον οποίο απέβλεψε ο νόμος,
όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην
εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου». Πάντως, τα ακραία όρια της
διακριτικής εξουσίας του υπαλλήλου δεν προκαθορίζονται γενικώς, άλλα σε κάθε
περίπτωση κρίνονται in concreto από το δικαστήριο, αναλόγως των ειδικών
συνθηκών της συγκεκριμένης πράξεως του υπαλλήλου.
Έτσι, ο συμβολαιογράφος, υπάλληλος
του πλειστηριασμού, είναι κατ’ αρχήν ελεύθερος να αυξομειώσεικατά την
κρίση του το ποσό της εγγύησης, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που
να παρακωλύει με τον τρόπο αυτό τον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Το έγκλημα της παράβασης
καθήκοντος υπάρχει ακόμη και όταν η διοίκηση υπερβαίνει τα άκρα όρια της
διακριτικής της ευχέρειας, κάνει δηλαδή κακή χρήση της εξουσίας
της, μη τηρώντας τα όρια που της έθεσε ο συγκεκριμένος νόμος ή που
προκύπτουν από το Σύνταγμα ή τις γενικές αρχές του δικαίου.
Έτσι, διαπράττει το αδίκημα της
παράβασης καθήκοντος, δικαστής που εσφαλμένα κρίνει κατά την εκτίμηση
των αποδείξεων. Παγίως γίνεται δεκτό ότι, στις παντός είδους αξιολογήσεις σε
εξετάσεις ή διαγωνισμούς, τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής
τελούν παράβαση καθήκοντος, όταν μεροληπτούνυπέρ ή κατά ορισμένου
υποψηφίου, βαθμολογώντας έξω από τα επιτρεπτά όρια αξιολόγησης τις επιδόσεις
του. Πράγματι η ύπαρξη ενός πλαισίου περισσότερων ορθών βαθμών
αξιολόγησης, σημαίνει ότι οι βαθμοί εκτός αυτού του
πλαισίου, δεν είναι ορθοί και άρα κινούμενος κανείς έξω από
αυτό, παρανομεί.
Από όσα έχουν προηγηθεί προκύπτει
το συμπέρασμα ότι, το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος διαπράττουν:
· ο
καθηγητής πανεπιστημίου που, καθ’ υπέρβαση κάθε επιτρεπτού ορίου αξιολόγησης,
δίνει ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό, όπως 9 αντί για 6,
· τα
μέλη του Δ.Σ. πανεπιστημιακού νοσοκομείου, που κατάρτισαν πίνακα προσληπτέων
υπαλλήλων και στη συνέχεια συνέταξαν νέο πίνακα επιτυχόντων, από τον οποίο
παρέλειψαν 25 εκ των αρχικώς επιλεγμένων,
· η
επιτροπή διαγωνισμού πρόσληψης γραμματέα κοινότητας που υποβαθμολόγησε τον ένα
υποψήφιο και υπερβαθμολόγησε άλλον, με αποτέλεσμα να επιτύχει ο δεύτερος αντί
του πρώτου,
· ο
δήμαρχος, ο οποίος δεν τοποθετούσε λόγω πολιτικής διαμάχης, υπάλληλο
στις προσήκουσες θέσεις, ανάλογα με τα προσόντα του άλλου σε κατώτερες.
Όσον αφορά τα ειδικά υπηρεσιακά
καθήκοντα του υπαλλήλου, αυτά προκύπτουν και από γενικές διατάξεις, η
παράβαση των οποίων συνδέεται από τον ίδιο το νομοθέτη με την ευθύνη από
το αρ. 259 ΠΚ, όπως το αρ. 198 § 2 ΚΔιοικΔ, που αναφέρεται στην παράλειψη
της διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση στο περιεχόμενο των αποφάσεων
που εκδίδονται επί διαφορών που ανάγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής στο
ΣτΕ ή διοικητικά δικαστήρια.
Άλλωστε, παράβαση καθήκοντος
συνιστά και γενικά η άρνηση συμμόρφωσης των οργάνων της διοίκησης (πολιτική
ανυπακοή) στις δικαστικές αποφάσεις, που ο νομοθέτης προσπάθησε ειδικά να
καλύψει με το αρ. 232Α ΠΚ.
Έτσι, παγίως γίνεται δεκτό από τη
νομολογία ότι παράβαση καθήκοντος διέπραξαν:
· τα
μέλη υπηρεσιακού συμβουλίου της ΕΛΑΣ, παρά την ύπαρξη δύο (2) ακυρωτικών αποφάσεων
του διοικητικού εφετείου, τα οποία αρνήθηκαν νέα κρίση,
· ο
καθηγητής πανεπιστημίου ως προς την αναλήθεια της επικαλούμενης ασθένειας
φοιτητή, παρ’ ότι το ΣτΕ δέχθηκε το αντίθετο,
Επίσης, η πράξη της παράβασης
καθήκοντος, τελείται και από την απλή καθυστέρηση εκτέλεσης της
απόφασης της επιτροπής αναστολών του ΣτΕ, έστω και πέραν των 60
ημερών αν υπάρχει δόλος, η παράλειψη της έγκαιρης αποστολής προς το ΣτΕ
στοιχείων, η μη τήρηση προθεσμίας διεκπεραίωσης υποθέσεων, η αθέτηση εκ μέρους
του υπαλλήλου του γενικού υπαλληλικού καθήκοντος της αδικαιολόγητης προτίμησης
υπόθεσης νεότερων, με παραμέληση παλαιότερων, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη
βλάβη των συμφερόντων κάποιου από τη μη έγκαιρη γι’ αυτόν ενεργοποίηση της
διοίκησης.
γ6. Παράβαση του υπηρεσιακού
καθήκοντος που συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένης υπηρεσιακής δραστηριότητας
στο πλαίσιο της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας του υπαλλήλου με θετική
ενέργεια ή παράλειψη
Η παράβαση του καθήκοντος της
υπηρεσίας δύναται να τελεστεί είτε με θετική ενέργεια, είτε με παράλειψη.
Απαιτείται παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας. Πρόκειται περί μιας
παραβάσεως «εκ των έσω», δηλαδή από τον υπάλληλο.
Νομολογιακά, έχει κριθεί ότι
συνιστά παράβαση καθήκοντος:
· η μη
εισαγωγή στο πειθαρχικό συμβούλιο αναφοράς κατ’ υπαλλήλου,
· η μη
θέση σε αργία από τον Γ.Γ. Περιφέρειας του καταδικασθέντος για ψευδή βεβαίωση
προέδρου κοινότητας,
· η μη
λήψη από τον πρόεδρο της κοινότητας δικαστικών μέτρων κατά ατόμου που κατέλαβε
κοινοτικό κτήμα,
· η μη
καταβολή αποζημίωσης και εξόδων κινήσεως,
· η
άρνηση του ιατρού Ι που αρνήθηκε να χειρουργήσει τον ασθενή Α πριν από την
καταβολή χρημάτων,
· η
άρνηση του ιατρού Ι που αρνήθηκε να περιθάλψει τον κινδυνεύοντα Κ,
· η
αλλαγή της σειράς του πίνακα κατάταξης υποψηφίων τεχνολόγων δασοπονίας από τον
Νομάρχη,
· η
άρνηση Δημάρχου να συμμορφωθεί σε απόφαση του ΑΣΕΠ και να προσλάβει τον παθόντα
στην υπηρεσία καθαριότητας,
· η
αυθαίρετη αποχή υπαλλήλου του ΟΤΕ από την υπηρεσία, επικαλούμενη λόγους υγείας
με το σκοπό προσπόρισης των μισθολογικών απολαύσεων, χωρίς παροχή εργασίας,
· η
ενέργεια αξιωματικών της ΕΛΑΣ που διευκόλυναν την είσοδο αλλοδαπών γυναικών ως
δήθεν «καλλιτέχνιδων» ενώ γνώριζαν ότι θα χρησιμοποιηθούν στο κέντρο
«Νυχτερίδα» για έκδοσή τους στους πελάτες.
Υποστηρίζεται ότι, αν η παράβαση
καθήκοντος γίνεται με θετική πράξη, αρκεί ο υπάλληλος να ενήργησε
και αναρμοδίως, αν όμως η παράβαση έγινε δια παραλείψεως, ο υπάλληλος
πρέπει να ήταν αρμόδιος να ενεργήσει. Αξιόποινη είναι η πράξη ή παράλειψη του
υπαλλήλου μόνο αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής
βούλησης και άσκησης κρατικής εξουσίας, μέσα στον κύκλο των δημόσιων
υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων που ανάγονται και
εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών.
γ7. Ο υπαίτιος υπάλληλος θα πρέπει
να έχει μια συγκεκριμένη υπηρεσιακή ενέργεια και όχι μια γενικότερη
συμπεριφορά, έστω και αν έχει σχέση με την υπηρεσία
Ως δεδομένο θεωρείται ότι
το μέσο διάπραξης του εγκλήματος, συνίσταται
στην κατάχρηση των δικαιωμάτων του υπαλλήλου, των αναφερόμενων στην
άσκηση των καθηκόντων της υπηρεσίας του.
Ως γνωστό, τα καθήκοντα του
υπαλλήλου διακρίνονται σε:
· υπαλληλικά (σύνολο
των καθηκόντων που έχει ο υπάλληλος σύμφωνα με τον υπαλληλικό κώδικα και άλλους
σχετικούς νόμους) και
· υπηρεσιακά (καθήκοντα
της υπηρεσίας).
Τα υπηρεσιακά καθήκοντα
είναι και υπαλληλικά, χωρίς όμως να ισχύει και το αντίστροφο. Η
παράβασημόνο των υπηρεσιακών καθηκόντων, η οποία έχει αντίκτυπο
στη λειτουργία της υπηρεσίας, συνιστά το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος.
Με σημείο αναφοράς της
εννοιολογικές αυτές διακρίσεις των καθηκόντων του υπαλλήλου, το συμπέρασμα που
προκύπτει είναι ότι, δεν μπορούν να αποτελέσουν στοιχειοθέτηση του
εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος οι εξής περιπτώσεις:
· οι παραβάσεις
καθηκόντων που απορρέουν από γενικές αρχές ή γενικούς κανόνες του
διοικητικού δικαίου και διέπουν την υπηρεσιακή λειτουργία (πειθαρχικά
αδικήματα, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται πειθαρχικές κυρώσεις). Ορίζονται
είτε με ένα γενικό ορισμό, είτε ενδεικτικά. Τέτοια πειθαρχικά αδικήματα μπορεί
να είναι η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων, η άρνηση ή
παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας, η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους πολίτες, η μη
έγκαιρη απάντηση σε αναφορές των πολιτών, η μη μόνιμη διαμονή μελών ΔΕΠ στην έδρα
περιφερειακών ΑΕΙ.
· Οι πράξεις που δεν μπορούν
να αποτελέσουν αντικείμενο υπηρεσιακών καθηκόντων. Μια κλοπή ή μια πλαστογραφία
κατά την άσκηση της υπηρεσίας, δεν αποτελεί παράβαση καθήκοντος, έστω
και αν τελείται από υπάλληλο, κατά κατάχρηση της υπαλληλικής του
θέσης. Ως καθήκον, εδώ, δεν νοείται η γενική υποχρέωση του υπαλλήλου
και φυσικά του κάθε πολίτη να μην εγκληματεί, όπως αυτή προκύπτει από τις
ποινικές διατάξεις που προσδιορίζουν τις εγκληματικές πράξεις. Κάθε παράβαση
των άρθρων 235 – 262 ΠΚ δεν συνιστά και παράβαση καθήκοντος του
υπαλλήλου κατά το αρ. 259 ΠΚ. Η διάταξη του αρ. 259 ΠΚδεν αποτελεί γενική
διάταξη που εννοιολογικά περικλείει ως ειδικές διατάξεις τα επιμέρους
υπηρεσιακά εγκλήματα.
Βεβαίως, υπάρχουν υπηρεσιακά
εγκλήματα, τα οποία προϋποθέτουν για την τέλεσή τους την παράβαση κάποιου
καθήκοντος εκ μέρους του υπαλλήλου, δηλαδή μιας υποχρέωσης
που προϋπάρχει του ποινικού κυρωτικού κανόνα, η παράβαση της οποίας
τυποποιείται στη συνέχεια σ’ αυτόν ως υπηρεσιακό έγκλημα(καθήκον του
υπαλλήλου που καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους εισόδου στην κατοικία
άλλου – αρ. 241 ΠΚ παραβίαση οικιακού ασύλου ή τις προϋποθέσεις εκτέλεσης
των ποινών – παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών – αρ. 240 ΠΚ). Στις
περιπτώσεις αυτές θα υποχωρήσει η διάταξη της παράβασης καθήκοντος,
γιατί η πράξη της παράβασης τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.
Ωστόσο, για την τέλεση ενός
υπηρεσιακού εγκλήματος, είναι δυνατόν να προηγείται μια αυτοτελής παράβαση
καθήκοντος. Έτσι, υποστηρίζεται ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος,
προκειμένου να προβεί στη νόθευση ενός εγγράφου, παραβιάζει την
υπηρεσιακή του υποχρέωση να διαβιβάσει τα αιτήματα που λαμβάνει από τους
πολίτες (αιτήσεις) στον προϊστάμενό του, μετά το τέλος της εργάσιμης ημέρας, η
παράβαση αυτοτελούς καθήκοντος λειτουργεί ως μέσο τέλεσης υπηρεσιακού
εγκλήματος, οπότε τότε η διάταξη του αρ. 259 ΠΚ έχει πλήρη
εφαρμογή και δεν εκτοπίζεται βάσει τηςρήτρας επικουρικότητας.
· Οι πράξεις που
αφορούν την συμπεριφορά του υπαλλήλου εκτός της υπηρεσίας. Έτσι,
κανένα συγκεκριμένο υπηρεσιακό καθήκον δεν θίγεται επειδή ο δημόσιος
υπάλληλος ασκεί και ιδιωτικό επάγγελμα,παρά τις απαγορεύσεις που
απορρέουν από την πλήρη και αποκλειστική του απασχόληση στο δημόσιο. Η παράβαση
της απαγόρευσης αυτής, δεν θίγει την υπηρεσιακή του
λειτουργία, ούτε ο πλουτισμός που προκύπτει από την άσκηση του ιδιωτικού
του επαγγέλματος προέρχεται από μια μη νόμιμη άσκηση υπηρεσιακής
δραστηριότητας. Η εξωϋπηρεσιακή ιδιωτική αυτή απασχόληση του υπαλλήλου, μόνο
πειθαρχικά μπορεί να ελεγχθεί.
Ανακεφαλαιώνοντας τις μέχρι εδώ
παρατηρήσεις, πρέπει να σημειώσουμε ως συμπέρασμα ότι, δενσυνιστούν
παράβαση καθήκοντος, αλλά πειθαρχικό αδίκημα:
· η
παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων σε μαθητές με αμοιβή,
· η
διδασκαλία σε ιδιωτική σχολή χωρίς άδεια,
· η
διατήρηση της ιδιότητας εταίρου ΕΠΕ και η αποσιώπησή της,
· η
σύνταξη μελέτης από μηχανικό δημόσιο υπάλληλο με αμοιβή,
· η
εσφαλμένη ερμηνεία νόμου,
· η
αυθαιρεσία, ο σκληρός ή υβριστικός τρόπος του υπαλλήλου. Ενδεχομένως όμως η
πράξη του υπαλλήλου στην προκειμένη περίπτωση να συνιστά εξύβριση ή απλώς
πειθαρχικό αδίκημα,
· οι
πράξεις που αναφέρονται στη δράση του υπαλλήλου, αλλά δεν ανάγονται στην
εκπλήρωση του ανατεθειμένου έργου, όπως είναι η κομματική δράση ενός υπαλλήλου
μέσα στην υπηρεσία.
Β) Υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος
Απαιτείται στο στάδιο της
υποκειμενικής υπόστασης δόλος, ο οποίος θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία
της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
Ειδικότερα, ο δράστης θα πρέπει
να γνωρίζει ως υπάλληλος ότι παραβιάζει με μια συγκεκριμένη
υπηρεσιακή ενέργεια το καθήκον της υπηρεσίας του και
να θέλει, υπό την υπαλληλική του ιδιότητα αυτή, να παραβιάσει το
υπηρεσιακό αυτό καθήκον. Ο δόλος μπορεί να είναι οποιουδήποτε βαθμού, άρα αρκεί
και ο ενδεχόμενος (αρ. 18 εδ. β’ ΠΚ σε συνδ. με αρ. 26 § 1 , 27 ΠΚ και 259 ΠΚ).
Η εξ αμελείας παράβαση των
καθηκόντων δεν είναι ποινικά τιμωρητέα (είναι μόνο πειθαρχικά
τιμωρητέα). Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο ειρηνοδίκης
Ε, δεν εφάρμοσε αποφάσεις, διότι πίστευε ότι ο σχετικός νόμος δεν είχε
επεκταθεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου, δεν διαπράττει το
έγκλημα του αρ. 259 ΠΚ, ελλείψει προθέσεως.
Αποφασιστικό όμως στοιχείο της
υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, συνιστά ο επιπρόσθετοςσκοπός που
πρέπει να υφίσταται στον υπαίτιο υπάλληλο (δόλος σκοπού – επιδίωξη – άμεσος
δόλος α’ βαθμού – αρ. 27 § 2 εδ. β’ ΠΚ – έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική
υπόσταση.
Εκτός από
το δόλο οποιουδήποτε βαθμού που πρέπει να καλύπτει όλα τα
στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ο νόμος απαιτεί
να επιδιώκει ο υπάλληλος κατά την τέλεση της πράξης,έναν από
τους εξής σκοπούς:
· να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή
· να
βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον.
Αρκεί μόνο ο σκοπός προσπόρισης
στον υπάλληλο ή σε τρίτο παράνομου οφέλους, χωρίς να απαιτείται και βλάβη του
κράτους ή τρίτου, διότι οι όροι αναφέρονται διαζευκτικώς. Δεν αρκεί
μόνο η εκ προθέσεωςπαράβαση του καθήκοντος της υπηρεσίας, αλλά συγχρόνως η
παράβαση αυτή πρέπει να γίνει με σκοπό παράνομου οφέλους, είτε του
ιδίου του δράστη, είτε άλλου ή σκοπού βλάβης του κράτους ή τρίτου.
Εάν το αδίκημα τελείται εκ
προθέσεως, χωρίς όμως σκοπό ωφέλειας ή βλάβης, δεν θεωρείται ποινικώς
τιμωρητέο. Η πράξη προσβολής, η υπηρεσιακή πράξη παράβασης του καθήκοντος, θα
πρέπει να περικλείει τον κίνδυνο άμεσης αλλαγής της έννομης
κατάστασης κάποιου προσώπου (την επέλευση κάποιου παράνομου οφέλους ή
την πρόκληση κάποιας βλάβης). Πρόκειται για κίνδυνο συγκεκριμένοκαι άμεσο και
όχι για αφηρημένο και γενικό, που υπάρχει δίχως άλλο, σε κάθε παράβαση
καθήκοντος, αφού το καθήκον θεσμοθετήθηκε ενόψει της λειτουργίας της δημόσιας
διοίκησης.
α) Σκοπός του υπαλλήλου να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος
α1. Έννοια του παράνομου οφέλους
Παράνομο ή αθέμιτο θεωρείται το
όφελος, όταν αντίκειται στην έννομη τάξη, ήτοι το όφελος το οποίο
έχειαποσπαστεί από την περιουσία άλλου, κατά παράβαση των κανόνων του
αστικού δικαίου, χωρίς να υφίσταται αξίωση προς απόκτηση οφέλους από
την αλλότρια περιουσία. Παράνομο όφελος υφίσταται όταν
τούτο δεν αποτελεί αντικείμενο κάποιας νόμιμης απαίτησης του
υπαλλήλου. Είναι αδιάφορο αν το όφελος είναι σημαντικό ή ασήμαντο. Ο δημόσιος
υπάλληλος υποχρεούται να εφαρμόζει τον νόμο και όχι να τον παραβαίνει
για να ικανοποιήσει επιθυμίες τρίτων. Συνηθίζεται ευρέως να λέγεται ότι, το
όφελος μπορεί να έχει, όχι μόνο περιουσιακό, αλλά και ηθικό
χαρακτήρα. Η ωφέλεια δύναται να είναι είτε υλική (λήψη χρημάτων),
είτε ηθική (διευκόλυνση του υπαλλήλου προς προαγωγή ή μετάθεση,
αποφυγή πειθαρχικής δίωξης).
Έτσι, ο Δ διευθυντής νοσηλευτικού
ιδρύματος (Ν.Π.Δ.Δ.), ο οποίος παρέλειψε να υποβάλλει σκοπίμως, παρά τις περί
τούτου σχετικές υπηρεσιακές εντολές στην εποπτεύουσα αρχή, τα πρακτικά του
Διοικητικού Συμβουλίου του ιδρύματος, στα οποία περιείχοντο καταγγελίες μελών
τούτου εναντίον του, προς αποφυγή πειθαρχικής δίωξης, θα κριθεί – τιμωρηθεί ως
φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος – αρ. 259 ΠΚ
– προσπόριση παράνομου ηθικού οφέλους στον ίδιο τον υπάλληλο.
Η επιδίωξη όμως ενός οφέλους με
μια υπηρεσιακή πράξη που συνιστά παράβαση καθήκοντος έξω από το χώρο
που επιδρά ή οφείλει να επιδράσει η λειτουργία της υπηρεσίας, όπως είναι οι
χώροι των απλών ερωτικών σχέσεων, θρησκευτικών ή ηθικών πεποιθήσεων και
δοξασιών, σχέσεων αβροφροσύνης μεταξύ των πολιτών είναι αδιάφορη.
Αδιάφορη είναι συνεπώς η απονομή
μιας τιμητικής διάκρισης σε κάποιον, που έγινε κατά παράβαση των καθηκόντων εκ
μέρους του υπαλλήλου. Παράβαση καθήκοντος νοείται τότε μόνο, όταν υπάρχει
άσκησηυπηρεσιακών καθηκόντων, όταν δηλαδή ο υπάλληλος κατά την παράβαση των
καθηκόντων τουλειτουργεί ως υπηρεσιακό όργανο.
Πάντως, το όφελος ως παράνομο, θα
πρέπει να αφορά τον ίδιο τον υπάλληλο ή κάποιον άλλο.
Ωςάλλος νοείται τρίτο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό), όχι όμως το ίδιο το
κράτος ή ευρύτερα κάποια επιχείρηση του δημοσίου τομέα, έστω και αν ο υπάλληλος
λειτουργεί παράνομα σε άλλη επιμέρους υπηρεσία του δημοσίου τομέα από εκείνη
στην οποία επέρχεται το όφελος.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, το
στοιχείο του «παρανόμου» θα πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς και να μην συνάγεται
υποχρεωτικά πάντοτε από το παράνομο της συμπεριφοράς δηλαδή την παράβαση
καθήκοντος. Το «παράνομο» στο έγκλημα του άρθρου 259 ΠΚ εκφράζει τον αυτονόητο
άδικο χαρακτήρα που προκύπτει από αυτή καθ’ αυτήν την παράβαση καθήκοντος με
την προϋπόθεση όμως ότι πρόκειται για παράβαση καθήκοντος της υπηρεσίας και όχι
απλού υπαλληλικού καθήκοντος και προπαντός προσφόρου να οδηγήσει στην επίτευξη
του οφέλους ή της βλάβης. Το εγκληματικό περιεχόμενο της παραβάσεως καθήκοντος
δεν μπορεί και δεν πρέπει να ταυτίζεται με ένα είδος ανεπίτρεπτης υπηρεσιακής
συμπεριφοράς. Ακόμη και αν ο υπάλληλος λειτουργεί παράτυπα και κατά παράβαση
της γενικής του θέσεως ποινικοποιείται μόνον η περίπτωση εκείνη, κατά την
οποία, εξαιτίας της παραβιάσεως κανόνων υλικής και τοπικής αρμοδιότητας του
υπαλλήλου, επέρχεται αναίρεση της συγκεκριμένης και ειδικής υπηρεσιακής
λειτουργίας του, η οποία αντικειμενικά είναι συνυφασμένη με προσπόριση οφέλους
ή την πρόκληση βλάβης. Παράλληλα, και η βλάβη του κράτους ή κάποιου άλλου, την
οποία επιδιώκει ο υπάλληλος με την παράβαση των καθηκόντων της υπηρεσίας του
δύναται να είναι είτε υλική είτε και ηθική. Για να συντρέχει δε αυτός ο σκοπός
που συνιστά πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο που θεμελιώνει τον άδικο χαρακτήρα
της πράξεως πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν,
αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να
οδηγήσει στην επίτευξή του
Έτσι, το όφελος του πολιτικού
δημοσίου υπαλλήλου (μηχανικού) που μίσθωσε την προσωπική του εργασία, έστω και
κατά παράβαση του υπαλληλικού κώδικα, δεν είναι παράνομο. Αντίθετα,
το όφελος του Αστυνόμου Α, υπεύθυνου πρατηρίου της ΕΛΑΣ, από τη μεταπώληση τσιγάρων
σε ιδιώτες εμπόρους που αγόρασε σε ειδική τιμή από αμερικανική υπηρεσία για τις
ανάγκες του πρατηρίου, είναι παράνομο.
β) Σκοπός του υπαλλήλου να βλάψει
το κράτος ή κάποιον άλλον (σκοπός πρόκλησης βλάβης στο κράτος, δήμο, κοινότητα
ή Ν.Π.Δ.Δ. ή κάποιον τρίτο)
Ο νομοθέτης, στην προκειμένη
περίπτωση, δεν αναφέρεται στον όρο του παράνομου, διότι η βλάβη
που προκαλείται από μια παράνομη υπηρεσιακή ενέργεια σε έννομα αγαθά των
πολιτών ή του ίδιου του κράτους, είναι ως προσβολή εννόμων αγαθών, παράνομη (η
βλάβη όμως πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς).
β1. Έννοια της βλάβης του κράτους
Όσον αφορά τη βλάβη του κράτους,
που προβλέπει η σχετική διάταξη παράλληλα με τη βλάβη κάποιου άλλου, η βλάβη
αυτή έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αναφέρεται σε συγκεκριμένα έννομα
συμφέροντα του κράτους, πέρα από τη γενικότερη δυσλειτουργία της υπηρεσίας που
επιφέρει η μη τήρηση εκ μέρους των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
Τέτοια βλάβη αποτελεί η στέρηση του εννόμου συμφέροντος του κράτους
να ελέγχει την είσοδο των μεταναστών στη χώρα ή να ελέγχει τις προϋποθέσεις για
την αναγνώριση κάποιων δικαιωμάτων.
Η βλάβη, τόσο του κράτους ή άλλου,
εφόσον δεν περιορίζεται από το νόμο μόνο σε περιουσιακή, δύναται να
είναι όχι μόνο υλική αλλά και ηθική.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την
οποία διορίζεται ως υπάλληλος πρόσωπο, που δεν έχει τα νόμιμα
προσόντα, υφίσταται ηθική βλάβη η πολιτεία. Η ύπαρξη του δόλου και του σκοπού
κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας. Ομοίως, απαιτείται η παράθεση
πραγματικών περιστατικών, από τα οποία συνάγονται αυτά.
Αρκεί η αναφορά της επιδίωξης του
δράστη στον ίδιο ή άλλον, του παράνομου περιουσιακού οφέλους, χωρίς να
απαιτείται να είναι συγκεκριμένο κατά ποσό, σημαντικό ή ασήμαντο ή αν τελικώς
επιτεύχθηκε ή όχι.
Ομοίως, η βλάβη είναι αδιάφορο αν
είναι σημαντική ή ασήμαντη, αφού ο νόμος δεν ορίζει. Ο σκοπός πρέπει
να αναγράφεται στην απόφαση, να αναγράφεται δηλαδή αν ο δράστης απέβλεπε στην
παραγωγή παράνομου ηθικού οφέλους ιδίου ή τρίτου. Δεν απαιτείται η
επίτευξη του οφέλους ή της βλάβης, αρκεί ότι η παράβαση να έγινε προς το σκοπό
αυτό.
Πάντως, με την ιδιαίτερη αναφορά
στο κράτος, ο νομοθέτης ήθελε ίσως να τονίσει τις περιπτώσεις εκείνες που δεν
βλάπτεται άμεσα κάποιο τρίτο πρόσωπο, αλλά το ίδιο το κράτος, η κρατική
υπηρεσία, που μπορεί βέβαια να είναι και «άλλος», όταν η παράβαση καθήκοντος
αφορά τον υπάλληλο κάποιου οργανισμού ή μιας τράπεζας στις συναλλαγές της με το
ίδιο το κράτος.
β2. Έννοια της βλάβης κάποιου
άλλου
Ως βλάβη κάποιου άλλου, νοείται η
προσβολή οποιουδήποτε, συγκεκριμένου όμως εννόμου αγαθού τρίτου προσώπου, που
απειλείται με την υπηρεσιακή ενέργεια. Η εκδίκηση, το μίσος και συναισθήματα εν
γένειόχι φιλικά του υπαλλήλου προς τον βλαπτόμενο, είναι στοιχεία από τα
οποία θα συναχθούν σοβαρά τεκμήρια για το δόλο του δράστη.
1.
5. Αντικειμενική
προσφορότητα (καταλληλότητα) της πράξης να προσπορίσει στον δράστη ή σε άλλον
παράνομο όφελος ή να βλάψει άλλον ή το κράτος – αιτιώδης συνάφεια
Προς επίτευξη του σκοπού που
προαναφέρθηκε, πρέπει, όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει
προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του όπως αναπτύσσεται να
μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του. Ο όρος «με σκοπό να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή
κάποιον άλλον», λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται
από τον δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην
πρόκληση βλάβης τρίτου ή του κράτους(αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον,
ότι η βούληση του δράστη (υποκειμενικό στοιχείο) κατευθύνεται στην
απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης.
Ελλείψει του σκοπού παρανόμου
ωφελείας του ίδιου ή άλλου ή βλάβης του κράτους ή τρίτους, ακόμη και αν ο
υπαίτιος παραβαίνει με πρόθεση τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, η πράξη δεν είναι
αξιόποινη. Έτσι, αν η παράβαση καθήκοντος έγινε για άλλο σκοπό ή με κανένα
σκοπό ή η ωφέλεια ή η βλάβη επέρχεται ως συμπτωματική συνέπεια της παραβάσεως,
τότε το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος δε στοιχειοθετείτε.
Πρόσφορη για πορισμό οφέλους
ή για πρόκληση βλάβης, είναι η πράξη εκείνη που ενέχει άμεσο καισυγκεκριμένο κίνδυνο
επέλευσης κάποιου παράνομου (περιουσιακού ή ηθικού) οφέλους ή
πρόκλησης κάποιας βλάβης.
Πρέπει, με άλλα λόγια, μεταξύ
της πράξης του δράστη και του σκοπού οφέλους ή βλάβης, να
υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος,
αν δεν είναι ο αποκλειστικός, πρέπει πάντως να
είναι πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπούμενου οφέλους ή βλάβης,
πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί
να επιτευχθεί, παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος ή
και με την παράβασή του.
Έτσι, με αφετηρία το σκοπό αυτό,
διακρίνονται δύο (2) επιμέρους στοιχεία:
· ένα αντικειμενικό (η
πράξη όπως επιχειρείται πρέπει να μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου
οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης) και
· ένα υποκειμενικό (βούληση
του δράστη να κατευθύνεται σ’ αυτό).
1.
6. Τετελεσμένο
έγκλημα και απόπειρα του εγκλήματος
α) Ως προς την τελείωση του
εγκλήματος
Το έγκλημα αυτό είναι τετελεσμένο
– ολοκληρωμένο, όταν με τη συμπεριφορά του δράστη παραβιαστεί με
πρόθεση καθήκον της υπηρεσίας του υπαλλήλου, διαπιστούται δε ότι υφίσταται
ο απαιτούμενος σκοπός.Δεν απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού.
β) Ως προς την απόπειρα του
εγκλήματος
Απόπειρα είναι δυνατή στο έγκλημα
αυτό σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του αρ. 42 ΠΚ. Κατ’ άλλη άποψη όμως, η
οποία κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί και αυτή, η απόπειρα στο έγκλημα
αυτό δεν είναι δυνατή.
1.
7. Σχέση
του αρ. 259 ΠΚ – παράβαση καθήκοντος, με το αρ. 30 ΠΚ – πραγματική πλάνη και το
αρ. 31 ΠΚ – νομική πλάνη
α) Ως προς την πραγματική πλάνη
Η πλάνη του υπαλλήλου για το αν
αυτός έχει υποχρέωση να ενεργήσει ή να παραλείψει στη συγκεκριμένη
περίπτωση, η πλάνη δηλαδή ως προς την ύπαρξη και τα όρια καθήκοντος (τα
όρια της τυχόν διακριτικής ευχέρειας, την ερμηνεία του σκοπού του νόμου
που την αναγνωρίζει), συνιστά πραγματική πλάνη (αρ. 30 ΠΚ) αφού αφορά την πράξη
προσβολής που εδώ, δεν είναι παρά η παράβαση του καθήκοντος.
Ο δράστης – υπάλληλος, στη
συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αντιλαμβάνεται ότι με τη συμπεριφορά του
πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος,
διότι βρίσκεται σε πλάνη ως προς την πραγματικότητα. Ο
δράστης δεν γνωρίζει τι πράττει και ως εκ
τούτου δεν πληρώνεται το διανοητικό – γνωστικό στοιχείο του
δόλου, οπότε ο δράστης θα μείνει ατιμώρητος (ο δόλος και η ενσυνείδητη
αμέλεια αίρεται από την πραγματική πλάνη).
β) Ως προς τη νομική πλάνη
Εάν ο
υπαίτιος γνωρίζει ότι η πράξη του (ενέργεια ή
παράλειψη) παραβιάζει το καθήκον του, αλλά
αυτός νομίζει ότι δικαιούται στη συγκεκριμένη περίπτωση να το πράξει,
τότε υπάρχει νομική πλάνη (η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν
αυτός πίστεψε, λόγω πλάνης, ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη
του αυτή ήταν συγγνωστή – αρ. 31 § 2 ΠΚ – πλάνη περί το άδικο).
Πλάνη περί το άδικο είναι η στον
δράστη υπάρχουσα άγνοια ή εσφαλμένη γνώση ως προς τον άδικο χαρακτήρα
της πράξης του (η νομική πλάνη, όταν είναι συγγνωστή, αίρει το τρίτο
στοιχείο του καταλογισμού «το άλλως δύνασθαι πράττειν» κατά το πρώτο σκέλος,
τη διανοητική πλευρά – γνώση του άδικου χαρακτήρα της πράξης –
ασύγγνωστη άγνοια).
1.
8. Σχέση
του αρ. 259 ΠΚ – παράβαση καθήκοντος, με τις διατάξεις περί συμμετοχής (αρ. 45
– 49 ΠΚ)
Πρακτικό ενδιαφέρον αποκτά το θέμα
της συμμετοχής, λόγω του ότι η αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος κατ’
άρθρον 259 ΠΚ είναι, όπως προαναφέρθηκε, γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, οπότε η
συμμετοχή του τρίτου – extraneus θα κριθεί βάσει της παρ. 1 του άρθρου 49 ΠΚ.
Εφόσον, λοιπόν, η ιδιαίτερη ιδιότητα του υπαλλήλου συντρέχει μόνο στο πρόσωπο του
αυτουργού, όχι όμως και στο πρόσωπο των συμμετόχων, οι τελευταίοι θα τιμωρηθούν
με ποινή ελαττωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ. Δυνατή είναι και η
συναυτουργία κατά το άρθρο 45 ΠΚ, όμως όλοι οι συναυτουργοί θα πρέπει να έχουν
την ιδιαίτερη ιδιότητα του υπαλλήλου. Συναυτουργία του τρίτου – Extraneus δεν
είναι δυνατή, διότι δεν μπορεί να καταστεί συναυτουργός – αφού η συναυτουργία
δεν είναι παρά περίπτωση αυτουργίας ενός εγκλήματος κάποιος που λόγω ελλείψεως
των απαραίτητων προσωπικών ιδιοτήτων δεν μπορεί να τελέσει το έγκλημα ως
φυσικός αυτουργός. Στην περίπτωση αυτή, θα τιμωρηθεί ως συνεργός.
1.
9. Περιπτώσεις
οι οποίες έχουν κριθεί νομολογιακά ότι έχει πραγματοποιηθεί το έγκλημα της
παράβασης καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ)
Το έγκλημα της παράβασης
καθήκοντος έχουν διαπράξει:
· ο
Δήμαρχος, ο οποίος έθεσε αναρμοδίως εκτός θέσεως ταμία του δήμου με σκοπό
βλάβης αυτού,
· ο
Δήμαρχος, ο οποίος με δόλια προαίρεση αρνήθηκε να εγγράψει δημότη, δικαιούμενο
να εγγραφεί, με σκοπό όπως αποστερήσει αυτόν των πολιτικών δικαιωμάτων του,
· ο
Δήμαρχος, ο οποίος έδωσε εντολή στη συγκατηγορούμενή του προϊσταμένη της
γραμματείας του δήμου να αποκρύψει από τον ενδιαφερόμενο Ε τη δημοσίευση μιας
απόφασης του δημοτικού συμβουλίου και να μη του χορηγήσει αντίγραφο αυτής,
προκειμένου να χάσει ο Ε την προθεσμία προσβολής της (ο Δήμαρχος κρίθηκε ως
ηθικός αυτουργός παράβασης καθήκοντος – αρ. 46 § 1α ΠΚ σε συνδ. με αρ. 259 ΠΚ),
· ο
Αστυνόμος Α, ο οποίος αν και διεπίστωσε σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις την
παράνομη απασχόληση αλλοδαπών γυναικών που στερούνται άδειας εργασίας,
επιδιώκοντας να συνάψει και ερωτική σχέση μαζί τους, δεν ενημέρωσε
σχετικά την υπηρεσία του προκειμένου να απελαθούν διοικητικά αυτές, ούτε προέβη
σύμφωνα με το υπηρεσιακό του καθήκον ως προανακριτικού υπαλλήλου στην υποβολή
μηνύσεως και σύλληψη αυτών,
· ο
γιατρός, ο οποίος ήταν ο μοναδικός νευρολόγος δημόσιου νοσοκομείου, ο οποίος
αρνήθηκε να χορηγήσει ιατρική βεβαίωση σε ασθενή με την ιδιότητα του γιατρού
του δημοσίου, αλλά τη χορήγησε ως ιδιώτης, το οποίο δεν αρκούσε,
δεδομένου ότι η βεβαίωση θα χρησιμοποιείτο σε κρατικό φορέα,
· ο
προϊστάμενος του γραφείου φορτηγών και λεωφορείων ιδιωτικής χρήσης της
διεύθυνσης μεταφορών και επικοινωνιών του αρμόδιου υπουργείου, ο οποίος
επιλαμβανόταν αναρμοδίως του χειρισμού θεμάτων αναφερόμενων σε άδειες
κυκλοφορίας φορτηγών δημόσιας χρήσης, παραμερίζοντας αυθαίρετα τον αρμόδιο
υπάλληλο, προκειμένου να εκδίδει παράνομες άδειες κυκλοφορίας Φ.Δ.Χ. βυτιοφόρων
υπέρ ορισμένων προσώπων,
· ο
Αστυνόμος Α ως Διοικητής Αστυνομικού Τμήματος, όταν έγινε καταγγελία για
συνάδελφό του (Υπαστυνόμο Β) ότι εισέπραττε χρήματα από άλλο πρόσωπο το οποίο
εξωθούσε αλλοδαπές στην πορνεία,δεν διενήργησε προανάκριση
και δεν έπραξε τίποτε, απέτρεψε μάλιστα τη λήψη κατάθεσης από την
καταγγέλλουσα, προσπορίζοντας έτσι παράνομο όφελος στον Υπαστυνόμο Β και
επιφέροντας ζημία στο ελληνικό δημόσιο και στην ΕΛΑΣ,
· ο
Νομάρχης, ο οποίος προέβη σε ανακατάταξη υποψηφίων εποχιακών υπαλλήλων, με
αποτέλεσμα να προσληφθεί ως υπάλληλος άλλος, εκτός από τον μηνυτή,
· ο
Ανθυπαστυνόμος Α, ο οποίος αποσκοπώντας στην προστασία του συναδέλφου του
Αρχιφύλακα Β, αν και αντελήφθη την αξιόποινη συμπεριφορά εναντίον του ιδιώτη Ι,
αρνήθηκε να δώσει στον τελευταίο τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να
υποβάλει μήνυση εναντίον του Αρχιφύλακα Β για εξύβριση (αρ. 361 ΠΚ), καθώς και
να συντάξει τη σχετική μήνυση,
· ο
Πρόεδρος της κοινότητας, ο οποίος αφενός μεν ματαίωσε την εκτέλεση αποφάσεων
του κοινοτικού συμβουλίου και αφετέρου συνήψε σύμβαση, χωρίς προηγούμενη
έγκριση του κοινοτικού συμβουλίου,
· ο
Εισαγγελέας, ο οποίος ενώ είχε οριστεί με απόφαση του προέδρου της επιτροπής
διενέργειας διαγωνισμού για την πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων, ως επιτηρητής σε
αίθουσα της νομικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, έδωσε τις λύσεις των θεμάτων
στο διαγωνιζόμενο γαμπρό του από αδελφή,
· ο
υπάλληλος, ο οποίος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας
του δεν αναγνωρίζει ή δεν παραδέχεται τα αναγραφόμενα στο
δελτίο ταυτότητας υποχρεωτικά στοιχεία ή απαιτεί για την απόδειξή τους την
προσαγωγή πιστοποιητικών,
· ο
Υπαστυνόμος Β, ο οποίος βρέθηκε σε γλέντι με άλλους και ενώ ρίφθηκαν
πυροβολισμοί δεν ανακοίνωσε τούτο στον Εισαγγελέα,
· ο
Δικαστικός Επιμελητής, που προέβη στην ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης,
μολονότι ο οφειλέτης προσφέρθηκε να καταβάλει όλο το ποσό της απαίτησης και τα
έξοδα,
· ο
Δικαστικός Επιμελητής, που δεν οδήγησε τον συλληφθέντα οφειλέτη στις
φυλακές, αλλά τον άφησε ελεύθερο,
· ο
θηροφύλακας, ο οποίος επέτρεψε τη θήρα σε απαγορευμένη περιοχή,
· ο
Δικαστικός Επιμελητής, ο οποίος δεν παρέδωσε έγκαιρα τα αποδεικτικά
επίδοσης στον εντολέα του, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η συζήτηση της υπόθεσης,
· ο
Πρόεδρος της κοινότητας, ο οποίος παρέλειψε πολιτικούς του φίλους από τις
καταστάσεις υδροδοτούμενων, με σκοπό να μη καταβάλλουν αυτοί τα τέλη
υδροδότησης,
· ο Αρχιφύλακας
Α, ο οποίος στο μάθημα του ποινικού δικαίου σε διαγώνισμα ως επιτηρητής βοήθησε
αόριστο αριθμό διαγωνιζομένων δοκίμων αστυφυλάκων στη σχολή Κομοτηνής, με τις
ορθές απαντήσεις που έδωσε στους διαγωνιζόμενους,
· ο
καθηγητής Γυμνασίου, ο οποίος βαθμολόγησε γραπτό δοκίμιο μαθητή με 17, ενώ θα
έπρεπε να βαθμολογηθεί όλως επιεικώς με βαθμό 7,
· ο
Υπαστυνόμος Α, ο οποίος χρησιμοποιεί το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο για
οικογενειακές του υποθέσεις, διότι γίνεται χάριν ωφέλειας του υπαιτίου, αλλά
και βλάβης του κράτους,
· ο
υποθηκοφύλακας, που έκανε εγγραφή υποθήκης χωρίς νόμιμα δικαιολογητικά,
· ο
πολιτικός μηχανικός της πολεοδομίας, ο οποίος δεν ανακάλεσε οικοδομική άδεια σε
διατηρητέο, παρά το αντίθετο πόρισμα της αρμόδιας υπηρεσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ,
· ο
ιατρός, που αρνήθηκε εγχείρηση, αν δεν κατέβαλαν οι οικείοι του ασθενούς
χρήματα,
· ο
επιθεωρητής μεταλλείων, ο οποίος εκ προθέσεως δεν εμπόδισε την ενέργεια
μεταλλευτικών ερευνών και εργασιών κάτω και πλησίον οικημάτων κατοικήσιμων και
οδών, καίτοι οι εκσκαφές αυτές ήσαν παράνομες,
· ο
αρμόδιος μηχανικός, ο οποίος κατά την παροχή αδειών κυκλοφορίας αυτοκινήτων,
αξίωσε και εισέπραξε χρηματικό ποσό,
· ο
Αστυνόμος Β, ο οποίος αρνήθηκε να προσέλθει στον αρμόδιο Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών προς λήψη οδηγιών,
· ο
υπάλληλος, ο οποίος έλαβε από ιδιώτες αντίτιμο για φωτοτυπικά αντίγραφα
μεγαλύτερου του πραγματικού (δεν συνιστά το αρ. 235 ΠΚ – παθητική
δωροδοκία – δωροληψία ελλείψει του στοιχείου της οικειοθελούς παροχής δώρων),
· ο
Πρόεδρος της Κοινότητας, ο οποίος απέκρυψε εγκύκλιο περί παροχής
δωρεάν ιατρικής περίθαλψης προς το σκοπό να περιποιήσει παράνομο όφελος στον
ιατρό,
· ο
Ανθυπαστυνόμος Α, ο οποίος αν και επιλήφθηκε σε τροχαίο
ατύχημα, δεν υπέβαλε σε αλκοτέστ ή σε εξέταση αίματος τον Φ φίλο του
οδηγό, αν και γνώριζε ότι ο Φ βρισκόταν σε γλέντι,
· ο
Πρόεδρος της κοινότητας, ο οποίος προσέλαβε μόνος του υπάλληλο, χωρίς απόφαση
του κοινοτικού συμβουλίου,
· ο
συμβολαιογράφος, ο οποίος αρνήθηκε να συντάξει συμβόλαιο,
· ο
συμβολαιογράφος, ο οποίος σε συνεννόηση με ορισμένο πλειοδότη παρεμπόδισε με
οποιονδήποτε τρόπο την πλειοδοσία άλλων, με σκοπό να κατοχυρωθεί το πράγμα αντί
τιμήματος μικρότερου σ’ αυτόν,
· ο
σιδηροδρομικός υπάλληλος, ο οποίος αντί να προβαίνει σε διάτρηση και επιστροφή
των χρησιμοποιηθέντων εισιτηρίων, πωλούσε αυτά εκ νέου, ιδιοποιούμενος το
τίμημα,
· ο
μητροπολίτης, ο οποίος εξέδωσε άδεια γάμου, εν γνώσει τελών της νεαρής ηλικίας
της απαχθείσης και της άρνησης του πατέρα της,
· ο
προϊστάμενος του γραφείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου με πρόθεση και με
σκοπό να βλάψει την Α, που ήταν αρχαιότερη από την Β, ανέθεσε στην Β τη θέση
της προϊσταμένης, καίτοι ο διορισμός αυτής είχε ανασταλεί με απόφαση του
διοικητικού δικαστηρίου, μη συμμορφωθείς προς την τελευταία,
· ο
Αστυνόμος Α, διοικητής του Τ.Α. της περιοχής, αν και γνώριζε ότι ο Κ είχε
τελέσει κλοπή, δεν ανακοίνωσε αυτό στον αρμόδιο Εισαγγελέα σύμφωνα με
το αρ. 37 ΚΠΔ, ούτε επιχείρησε σύμφωνα με το αρ. 243 § 2 ΚΠΔ όλες τις
προανακριτικές πράξεις που ήταν αναγκαίες για τη βεβαίωση της κλοπής, με σκοπό
να περιποιήσει στον Κ και στον εαυτό του, από την πώληση των κλοπιμαίων,
παράνομο περιουσιακό όφελος,
· ο
ιερέας, ο οποίος αρνήθηκε να ιερουργήσει γάμο,
· ο
Διευθυντής δημόσιου ταμείου, ο οποίος ακύρωσε την κατάσχεση που είχε επιβληθεί
σε ακίνητο οφειλέτη του και τη μετέφερε σε ακίνητο μη οφειλέτη,
· ο
στρατιωτικός ιατρός, ο οποίος δεν περέσχε ιατρική βοήθεια στους
παθόντες, με σκοπό βλάβης της υγείας των,
· ο
αρμόδιος Εισαγγελέας, ο οποίος δεν άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος του
φίλου του Αστυνόμου Β για υπεξαγωγή εγγράφων (αρ. 222 ΠΚ), παρά την ύπαρξη όχι
απλώς πιθανότητας, αλλά σοβαρών ενδείξεων σε βάρος του, όπως μαρτυρικών
καταθέσεων, πειστηρίων, παρακάμπτοντας έτσι το σχετικό αποδεικτικό υλικό,
· ο
Ανθυπαστυνόμος Α, ο οποίος έχοντας σταθμεύσει με το αυτοκίνητό του σε
απόσταση 50 μ. από το σημείο όπου ανεγείροντο αυθαίρετη οικοδομή, παρέσχε
προστασία στους επιχειρούντες την ανέγερση αυτής, όταν δε έγινε αντιληπτός από
συναδέλφους του, μετέβη στο αστυνομικό τμήμα όπου υπηρετούσε και
επιλαμβανόμενος της υπόθεσης, παρότι αυτή είχε ανατεθεί σε συνάδελφό του,
συνέταξε έκθεση μεσεγγύησης, με την οποία όριζε ως μεσεγγυούχο των
κατασχεθέντων μηχανημάτων τον ιδιοκτήτη της οικοδομής,
· ο
τροχονόμος Τ, ο οποίος αφού σταμάτησε διερχόμενο ΙΧ αυτοκίνητο με οδηγό τον Ο,
ζήτησε και έλαβε 500 ευρώ από αυτόν για τροχονομική παράβαση που διαπίστωσε,
προκειμένου να προβεί δήθεν ο ίδιος στην πληρωμή, τα οποία όμως χρήματα
ιδιοποιήθηκε, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος (παράβαση
καθήκοντος – αρ. 259 ΠΚ σε αληθινή πραγματική συρροή – αρ. 94 § 1 ΠΚ με το
έγκλημα της απάτης – αρ. 386 ΠΚ),
· ο
Αρχιφύλακας Α, ο οποίος παρέλειψε να κατάσχει όπλο που εγκατέλειψε αλλοδαπός
κατά την προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη και το οποίο στη συνέχεια δώρισε
στο φίλο του Φ, προκειμένου να προσπορίσει σ’ αυτόν παράνομο όφελος ίσο με την
αγοραία αξία του,
· ο
Αστυνόμος Β, ο οποίος ως διοικητής του Τμήματος, αρμόδιος για τη σύνταξη και
τήρηση του ΒΑΣ, βάσει των καταχωρίσεων των αστυνομικών οργάνων του Τμήματος στα
ατομικά σημειωματάρια τους, διέγραψε με διορθωτικό καταχωρηθείσες μηνύσεις σε
βάρος παραβατών του ΚΟΚ και έσχισε από ατομικά σημειωματάρια σελίδες, στις
οποίες είχαν καταχωρισθεί διάφορες παραβάσεις, προκειμένου να μην ασκηθεί
ποινική δίωξη εναντίον των αναφερόμενων στο ΒΑΣ ή στα σημειωματάρια (παράβαση
καθήκοντος – αρ. 259 ΠΚ σε αληθινή πραγματική συρροή αρ. 94 § 1 ΠΚ με
πλαστογραφία – αρ. 216 ΠΚ νόθευση εγγράφου).
1.
10. Σχέση του αρ. 259 ΠΚ
– παράβαση καθήκοντος με άλλα εγκλήματα
α) Το έγκλημα του αρ. 259 ΠΚ
παράβαση καθήκοντος συρρέει αληθινά με τα εγκλήματα:
· της
ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (αρ. 225 § 2 ΠΚ),
· της
παθητικής δωροδοκίας – δωροληψίας (αρ. 235 ΠΚ),
· της
ψευδούς βεβαίωσης (αρ. 242 ΠΚ – εκπαιδευτικός ο οποίος εξέτασε ανεξεταστέους
μαθητές χωρίς τη νόμιμη διαδικασία και στη συνέχεια εξέδωσε ενδεικτικό
προαγωγής τους διέπραξε παράβαση καθήκοντος και ψευδή βεβαίωση).
β) Το έγκλημα του αρ. 259 ΠΚ
παράβαση καθήκοντος συρρέει φαινομενικά με τα εγκλήματα:
· της
απείθειας (αρ. 169 ΠΚ),
· της
ελευθέρωσης φυλακισμένου (αρ. 172 § 2 ΠΚ),
· της
απόδρασης κρατουμένου (αρ. 173 § 2 ΠΚ),
· της
παραβίασης κατάσχεσης (αρ. 177 ΠΚ),
· της
παρασιώπησης εγκλήματος (αρ. 232 ΠΚ),
· της
απιστίας σχετικής με την υπηρεσία (αρ. 256 ΠΚ),
· της
υπεξαίρεσης στην υπηρεσία (αρ. 258 ΠΚ) και
· της
κατακράτησης παρά το Σύνταγμα (αρ. 326 ΠΚ).
11. Δικονομικά ζητήματα:
Μεταβολή κατηγορίας. Η διάταξη του
άρθρου 169 ΠΚ περί απείθειας είναι γενική και σιωπηρώς επικουρική έναντι
διατάξεων που τυποποιούν την ίδια συμπεριφορά. Η άρνηση του υπαλλήλου να
συμμορφωθεί σε νόμιμη πρόσκληση άλλου υπαλλήλου για παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής
που ανάγεται στη σφαίρα των καθηκόντων του, συνιστά παράβαση καθήκοντος και όχι
απείθεια. Η διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ είναι ειδικότερη έναντι της απείθειας, η
οποία είναι σιωπηρά επικουρική διάταξη και θα πρέπει σε περίπτωση συγκρούσεως
των δύο διατάξεων να υπερισχύσει η διάταξη του άρθρου 259.
Επιτρεπτή η μεταβολή της
κατηγορίας από την αξιόποινη πράξη της καταχρήσεως εξουσίας κατ” άρθρον 239 ΠΚ
σε παράβαση καθήκοντος κατ” άρθρον 259 ΠΚ. σύμφωνα με την οποία καταδικάσθηκε
για παράβαση καθήκοντος κατ” επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της καταχρήσεως
εξουσίας ο κατηγορούμενος αστυνομικός ο οποίος παρέλειψε να κατάσχει όπλο που
εγκατέλειψε αλλοδαπός κατά την προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη και το
οποίο εν συνεχεία δώρισε σε τρίτο πρόσωπο, προκειμένου να προσπορίσει σε αυτόν
παράνομο όφελος ίσο με την αγοραία αξία του.
Ακολούθως κρίθηκε ως ανεπίτρεπτη η
μεταβολή κατηγορίας από παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ) και ηθική αυτουργία
σε αυτήν σε ψευδή βεβαίωση (άρθρο 242 ΠΚ) και ηθική αυτουργία σε αυτήν,
δεδομένου ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των εγκλημάτων είναι
διαφορετικά.
12. Πολιτική αγωγή. Το Δημόσιο ή
τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όταν δικάζεται υπάλληλός τους για το
έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος νομιμοποιούνται σε παράσταση πολιτικής αγωγής
κατά του κατηγορουμένου υπαλλήλου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης
που υπέστησαν, συνεπεία μειώσεως του κύρους των υπηρεσιών τους, διότι η τέλεση
του εγκλήματος αυτού προσβάλλει προεχόντως το γενικότερου ενδιαφέροντος έννομο
αγαθό της διατηρήσεως της εμπιστοσύνης των πολιτών στην καλή λειτουργία και
καθαρότητα της υπηρεσίας, η οποία μπορεί να κλονισθεί ή και κλονίζεται από τις
πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων που ανάγονται στα καθήκοντά τους, σύμφωνα με το
οποίο όταν η παράβαση καθήκοντος τελείται εις βάρος του νομικού προσώπου του
Δήμου.
Εκ τούτου όμως δεν αποκλείεται η
επαγωγή άμεσης ζημίας και σε βάρος τρίτων, όταν ταυτόχρονα και παράλληλα με το
Δημόσιο πλήσσεται και ιδιωτικό έννομο συμφέρον, οπότε είναι δυνατή η παράσταση
του τρίτου ως πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο προς υποστήριξη και μόνον της
κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου δημοσίου υπαλλήλου, δυνάμει του άρθρου 64
παρ. 2 ΚΠΔ.
13.Καθ” ύλην αρμόδιο δικαστήριο.
Δυνάμει των άρθρων 112 παρ. 1 και 114 παρ. 1 στοιχ. γ” ΚΠΔ, καθ’ύλην αρμόδιο
για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος κατ” άρθρον
259 ΠΚ, ως πρωτοβάθμιο, είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
14. Ποινική κύρωση του εγκλήματος
Η προβλεπόμενη ποινή στο έγκλημα
αυτό είναι φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών (πλαίσιο ποινής 10 ημέρες μέχρι 2 έτη –
αρ. 53 ΠΚ). Έμπρακτη μετάνοια του αρ. 384 ΠΚ δεν χωρεί. Στον κυρωτικό όμως
τμήμα του ποινικού κανόνα του αρ. 259 ΠΚ ανήκει και η περιεχόμενη στο άρθρο
αυτό ρήτρα απόλυτης επικουρικότητας.
Το έγκλημα της παράβασης
καθήκοντος λειτουργεί ως μια διάταξη σκούπα, όχι μόνο από άποψη
δογματική, αλλά και από άποψη δικαστηριακής πρακτικής. Συχνά, περιπτώσεις που
θα μπορούσαν να υπαχθούν σε κάποια από τα επιμέρους άλλα εγκλήματα
υπηρεσιακά, βρίσκουν εύκολη καταφυγή στη γενική και ως εκ
τούτου ευκολόχρηστη διάταξη του αρ. 259 ΠΚ. Αυτόν τον χαρακτήρα
προδίδει άλλωστε και η μοναδική στο ποινικό δίκαιο ρήτρα απόλυτης
επικουρικότητας.
Στη σχετική αυτή διάταξη προβλέπεται
η μοναδική στο ποινικό δίκαιο περίπτωση απόλυτης επικουρικότητας, διότι γίνεται
αναφορά στη ρήση «εάν η πράξη δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη» και
όχι εάν τιμωρείται με βαρύτερη ποινή, όπως διαλαμβάνει συνήθως η ρήτρα της
σχετικής επικουρικότητας. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ο σκοπός στον
οποίο πρέπει να αποβλέπει ο δράστης του παρόντος
εγκλήματος, δεν υπάρχει σε άλλη διάταξη του παρόντος κεφαλαίου.
Έτσι, όταν η παράβαση καθήκοντος
γίνεται με σκοπό βλάβης τρίτου ατόμου, δεν καλύπτεται από άλλη
διάταξη του κεφαλαίου τούτου και συνεπώς διατηρεί την αυτούσια κοινωνική της
απαξία. Εάν η ειδική διάταξη τιμωρεί την
πράξη μόνο πειθαρχικά, δεν αποκλείεται η διάταξη του αρ.
259 ΠΚ.
Η διάταξη του αρ. 259
ΠΚ, υποχωρεί απέναντι σε κάθε άλλη δυνατότητα τιμώρησης του
υπαλλήλου, ακόμη και σε μια μικρότερη τιμώρηση. Το αρ. 259 ΠΚ
ως γενικό υπηρεσιακό έγκλημα, υποχωρεί απέναντι σε κάθε ειδικό
υπηρεσιακό έγκλημα, ανεξάρτητα αν αυτό
επισύρει μικρότερη ή μεγαλύτερηποινή, διότι αναγνωρίζει στην
κύρια διάταξη, οποιαδήποτε και αν είναι, τον βαρύνοντα εγκληματικό χαρακτήρα.
Το αληθινό νόημα της ρήτρας αυτής
είναι ότι, η διάταξη του αρ. 259 ΠΚ υποχωρεί μόνο όταν την
ίδιαεγκληματική συμπεριφορά την τιμωρεί ο νόμος σε άλλη διάταξη, άσχετα αν
την τιμωρεί αυστηρότερα ή επιεικέστερα.
Συνεπώς, η ύπαρξη απλώς άλλης
ποινικής διάταξης, η οποία κυρώνει ποινικώς την αυτή παράβαση
καθήκοντος δημοσίου υπαλλήλου, έστω και σε βαθμό
πταίσματος, αποκλείει παντελώς την εφαρμογή της διάταξης του αρ. 259 ΠΚ (η
διάταξη είναι επικουρική και εφαρμόζεται όταν η
παράβαση δεντιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη). Όταν την παράβαση
καθήκοντος την συναντούμε σε άλλη διάταξη ωςαυτοτελώς τυποποιημένο έγκλημα ή ως
εγκληματική παραλλαγή, τότε εφαρμόζεται μόνο εκείνη η διάταξη
αποκλείοντας την εφαρμογή του αρ. 259 ΠΚ.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την
οποία ο Δ δικαστικός γραμματέας, αρνείται να χορηγήσει στον Α αντίγραφο
εκδοθείσης απόφασης, καίτοι ο αιτών Α είναι διάδικος, ο Δ στοιχειοθετεί μόνο
πειθαρχικό παράπτωμα, διότι αυτός υποχρεούται από το νόμο (ΚΠΔ) να χορηγήσει
αντίγραφο. Εάν όμως ο Δ, την άρνησή του αυτή τη συνοδεύει με απαίτηση καταβολής
500 ευρώ (σκοπός οφέλους), στη συγκεκριμένη περίπτωση στοιχειοθετεί το έγκλημα
του αρ. 235 ΠΚ – παθητική δωροδοκία – δωροληψία. Η τελεσθείσα παράβαση καθήκοντος
έχει απορροφηθεί από την βαρύτερη πράξη της παθητικής δωροδοκίας – δωροληψίας.
Αν όμως θέλουμε να ολοκληρώσουμε
τη χαρτογράφηση της σχετικής έννοιας της ρήτρας απόλυτης
επικουρικότητας, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, η ρήτρα του
αρ. 259 ΠΚ δίνειβοηθητικό χαρακτήρα, όχι μόνο απέναντι σ’ εκείνες τις
παραβάσεις που συνιστούν κάποιο υπηρεσιακό έγκλημα του 12ου κεφαλαίου,
αλλά και απέναντι σ’ εκείνες τις παραβάσεις των υπαλληλικών καθηκόντων,
με τις οποίες πραγματώνεται κάποιο άλλο έγκλημα όπως της απείθειας του αρ. 169
ΠΚ.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την
οποία η απείθεια συνιστά και παράβαση καθήκοντος, τότε με
τη ρήτρα απόλυτης επικουρικότητας που περιέχει η διάταξη του αρ. 259
ΠΚ, εφαρμογή θα διεκδικήσει η διάταξη του αρ. 169 ΠΚ. έστω και αν επισύρει
μικρότερη ποινή.
15. Άσκηση ποινικής δίωξης
(αρ. 27, 36, 43, 243 ΚΠΔ) του εγκλήματος της παράβασης καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ)
Η ποινική δίωξη του εγκλήματος
αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως.
Για πλήρη ανάλυση – εμβάθυνση του
ζητήματος αυτού βλέπε: «200 Πρακτικά 4ου τόμου» Πρακτικά 77-78
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΘ. ΔΕΡΜΕΝΟΥΔΗ
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ (αρ. 259
ΠΚ)
Για τη συγκρότηση του εγκλήματος
της παράβασης καθήκοντος απαιτούνται:
Α) Ως προς την αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος
|
α) Ο υπαίτιος να έχει την
ιδιότητα του υπαλλήλου κατά τους όρους του αρ. 13α ΠΚ σε συνδ. με αρ. 263α ΠΚ
|
β) Να παραβεί
τα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Σημασία έχει ο υπάλληλος κατά την παράβαση
των καθηκόντων του να λειτουργεί ως υπηρεσιακό όργανο, δηλαδή να ασκεί
υπηρεσιακά καθήκοντα τα οποία ανήκουν στην κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμοδιότητά
του, όταν τελεί αυτός μια συγκεκριμένη υπηρεσιακή ενέργεια. Το υπηρεσιακό
καθήκον καθορίζεται με νόμο ή με διοικητική πράξη ή με ιδιαίτερες οδηγίες της
προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση και στην ιδιότητα της υπηρεσίας του
υπαλλήλου.
|
Β) Ως προς την
υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
|
α) Πρόθεση του δράστη
δηλαδή γνώση και θέληση του δράστη – υπαλλήλου να παραβεί
το υπηρεσιακό του καθήκον – δόλος οποιουδήποτε βαθμού.
|
β) Σκοπός του δράστη να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος υλικό ή ηθικό ή να
βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον – δόλος σκοπού – επιδίωξη άμεσος δόλος
α’ βαθμού – αρ. 27 § 2 εδ. β’ ΠΚ. Αρκεί η επιδίωξη του σκοπού αυτού χωρίς να
απαιτείται και η επίτευξή του.
|
Πληροφορίες:
Δερμενούδης Αθ. Νικόλαος
Δικηγόρος
skaythess.gr
Αναρτήθηκε από enstolos
limenikos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου