ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ
Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α. κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αρ.48. (panos_stamatis@yahoo.gr)
ΚΑΤΑ
ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμετόχου και εμπλεκομένου, αρμοδίου υπηρεσιακού, που θα προκύψει από την εισαγγελική έρευνα.
Αξιότιμε κ. Εισαγγελεύ,
Πρόσφατα περιήλθαν σε γνώση μου κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, δημοσιεύματα σε Κυριακάτικες εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας (Πρώτο Θέμα, Έθνος 4/10/2015, κ.α.), σε διαδικτυακά μέσα ενημερώσεις και σε κεντρικά δελτία τηλεοπτικών σταθμών (5/10/2015), από τα οποία προκύπτει κατά την άποψή μου, άδικη και ποινικά επιλήψιμη πράξη και μάλιστα κατ’ εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό, ενδεικτικά: (330 ΠΚ, 259 ΠΚ, κ.α.) εκ μέρους οργάνων δικαιοδοσίας Σας (ειδικής δωσιδικίας) .
Ι. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ (Κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά)
Σας αναφέρω ένα απόσπασμα από τα δημοσιεύματα εφημερίδων σχετικά με τις παράνομες πράξεις :
«Μετά από αίτημα της εταιρείας του κ. Ριμπολόβλεφ και τη συναίνεση του υπουργείου Ναυτιλίας, ο λιμενάρχης Λευκάδας απαγόρευσε με δύο φιρμάνια του τη διέλευση πλωτών μέσων μεταξύ των νήσων Σκορπιός και Σκορπίδι.»
«Δεν πρέπει να παραλειφθεί το ότι το ζήτημα της απαγόρευσης είχε τεθεί από τους επαγγελματίες κατοίκους της Λευκάδας στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., όταν αναπληρωτής υπουργός Ναυτιλίας ήταν και πάλι ο κ. Θοδωρής Δρίτσας. Από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού, ο κ. Δρίτσας τον περασμένο Ιούνιο είχε δηλώσει ότι ήταν ενήμερος της κατάστασης και είχε επικοινωνήσει «με το αρχηγείο του Λιμενικού ζητώντας να βρεθεί άμεσα μια λύση, η οποία θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας και παράλληλα θα διασφαλίζει την ασφάλεια όλων». Μάλιστα, τότε είχε τονίσει ότι «σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να απαγορευτεί η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στην περιοχή». Ο κ. Δρίτσας, όμως, από τη θέση του υπουργού Ναυτιλίας πλέον της δεύτερης έκδοσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., που έχει απαλλαγεί πλέον από την Αριστερή Πλατφόρμα, τώρα σιωπά. Έτσι, με δύο αποφάσεις του λιμενάρχη Λευκάδας έχει απαγορευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και σε 24ωρη βάση «η διέλευση κάθε επαγγελματικού και ιδιωτικού πλοίου αναψυχής στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ των νήσων Σκορπιός και Σκορπίδι, τόσο από τη δυτική όσο και από την ανατολική είσοδο του θαλασσίου διαύλου».
«Μάλιστα, ο λιμενάρχης σημειώνει στις αποφάσεις του ότι η απαγορευμένη θαλάσσια περιοχή γύρω από τον Σκορπιό θα είναι οριοθετημένη «με πλωτούς σημαντήρες ευδιάκριτου χρώματος κατά την ημέρα και με φωτιστική πηγή κατά τη διάρκεια της νύκτας». Μετά τις πρωτόγνωρες παραχωρήσεις και διευκολύνσεις προς τον Ρώσο μεγιστάνα, ιδιωτικά ταχύπλοα σκάφη επανδρωμένα με «φουσκωτούς» περιπολούν μέρα και νύχτα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σκορπιού και Σκορπιδιού. Όποιο σκάφος τολμήσει να παραβεί την απαγόρευση διέλευσης ακινητοποιείται άμεσα από τα ταχύπλοα των ανθρώπων του ολιγάρχη. Στη συνέχεια οι άνδρες ασφαλείας γνωστοποιούν στον καπετάνιο του πλωτού την απαγόρευση διέλευσης και του επιδεικνύουν τις αποφάσεις του λιμενάρχη. Εάν ο καπετάνιος δεν πειθαρχήσει και συνεχίσει την πορεία του στην απαγορευμένη θαλάσσια περιοχή, καταγράφουν τον αριθμό του σκάφους που είναι σε εμφανές εξωτερικό σημείο και παράλληλα ενημερώνουν με το VHF το Λιμεναρχείο Λευκάδας, με αποτέλεσμα να καταφθάνει σε χρόνο μηδέν ταχύπλοο του Λιμενικού, το οποίο κόβει πρόστιμο 1.500 ευρώ στον ιδιοκτήτη του σκάφους που… τόλμησε να πλησιάσει στην απαγορευμένη ζώνη του θρυλικού Σκορπιού.
Σε περίπτωση που το σκάφος του Λιμενικού είναι σε αποστολή και δεν μπορεί να πλεύσει αμέσως στο σημείο, οι «φουσκωτοί» διαβιβάζουν στο Λιμεναρχείο τα στοιχεία του σκάφους που μπήκε στην απαγορευμένη ζώνη. Το τελευταίο, στηριζόμενο στην καταγγελία του υπαλλήλου του κ. Ριμπολόβλεφ, στέλνει στη συνέχεια την κλήση των 1.500 ευρώ στον ιδιοκτήτη του σκάφους. Οι αποφάσεις του λιμενάρχη για την απαγόρευση διέλευσης των σκαφών (επαγγελματικών αλιευτικών, σκαφών αναψυχής και τουριστικών ημερόπλοιων που πραγματοποιούν βόλτες με τουρίστες γύρω απ’ τα δύο νησιά) εκδόθηκαν έπειτα από αίτημα της διαχειρίστριας εταιρείας του ιστορικού νησιού, Μυκήναι ΑΕΕ, προς το αρμόδιο υπουργείο.»
…………………………………………………………………………..Τέλος αναρτήσεως.
Η συγκεκριμένη απαγόρευση είναι προδήλως παράνομη, αντισυνταγματική και σε συνδυασμό με την απειλή επιβολής υπέρογκου προστίμου (1.500 ευρώ) πρέπει να εξετασθεί και να αξιολογηθεί ποινικά από Σας.
ΙΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς)
Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 του ΠΚ, όποιος χρησιμοποιώντας σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του. (Α.Π. 480/06)
Άλλωστε σύμφωνα και με τη νομολογία η απειλή είναι παράνομη και όταν ο δράστης έχει το δικαίωμα να τελέσει το κακό, αλλά ενεργεί καθ’ υπέρβαση του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 618/1988 ΠΧ ΛΗ 737, και ΑΠ 1545/86 ΠΧ ΛΖ 370, ΑΠ 1347/84 ΠΧ ΛΕ 358, Μαγκάκης 532), χωρίς να απαιτείται να είναι αξιόποινη, αρκεί να είναι και απλώς ανήθικη ή απρεπής (Μπουρόπουλος β’ 563) και γενικά να αποδοκιμάζεται από την κοινωνική ηθική.
Το παράνομο της απειλής αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 330 ΠΚ και προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πράξη επηρεασμού της βούλησης ενός προσώπου αποδοκιμάζεται από το δίκαιο.
Απειλή είναι η προαναγγελία επιβολής οιασδήποτε υλικής ή ηθικής βλάβης ή συγκεκριμένης διακινδύνευσης, που θα επέλθει ή δύναται κατά τη βούληση του δράστη να επέλθει κατά του απειλούμενου και εξαναγκαζόμενου. Διατυπώνεται δε ως σοβαρό και εφικτό ενδεχόμενο που είναι ικανό να εμφορήσει σε αυτόν που απευθύνεται έλλογο και συνειδητό φόβο και τρόμο, αν αυτός δεν επιδείξει ορισμένη συμπεριφορά κατά τη βούληση ή την απαίτηση του δράστη. Η απειλή μπορεί να εκφραστεί ρητά ή σιωπηρά, με συμπεριφορά ή κίνηση δηλαδή από την οποία μπορούν να συναχθούν για το θύμα τα ανάλογα συμπεράσματα, προφορικά ή έγγραφα, άμεσα ή μέσω τρίτου προσώπου.
Παράνομη είναι η απειλή όταν η απειλούμενη πράξη ή παράλειψη αντιτίθεται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου οιουδήποτε κλάδου, δημόσιου ή ιδιωτικού, γραπτού ή εθιμικού (Κ. Βαθιώτη, Απειλή νόμιμης συμπεριφοράς για την επίτευξη άσχετου σκοπού, ΠοινΔικ 8-9/2008, 1069-1082 (1071).
Η απειλή διατηρεί το χαρακτήρα του παράνομου και όταν ο δράστης έχει μεν καταρχήν δικαίωμα να προβεί στην πράξη, ενεργεί όμως καθ΄ υπέρβαση των ορίων του μέτρου που επιτάσσει το άρθρο 281 ΑΚ και υποπίπτει σε κατάχρηση δικαιώματος. Η πράξη που υπονοεί η απειλή δεν απαιτείται να είναι οπωσδήποτε αξιόποινη, μπορεί και να είναι ανήθικη, αθέμιτη ή ανάρμοστη και γενικά να αποδοκιμάζεται από την κοινωνική ηθική, πέραν ενδεχομένως του γράμματος του εκάστοτε τεθειμένου νόμου αλλά σίγουρα μη αντικείμενη στο πνεύμα του δικαίου και στην εν συνόλω έννομη τάξη, όπως συντονίζεται και συναρμόζεται σε δεδομένο χώρο και χρόνο με την κρατούσα ή παραδεδομένη κοινωνική ηθική. Εξάλλου ο πυρήνας του εγκληματικού αδίκου έγκειται στον εξαναγκασμό άλλου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση. Ενώ παράλειψη είναι η μη τέλεση οφειλόμενης ή αναμενόμενης από το νόμο ενέργειας, ανοχή είναι το να υπομένει κάποιος ορισμένη κατάσταση, η παθητική στάση απέναντι σ΄ αυτήν που δεν ανατρέπεται ή αμφισβητείται από επιμέρους αυτοδύναμες ή αναγκαίες ενέργειες του θύματος.
Β. Η και άλλως, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει την για το γενικότερο συμφέρον ομαλή και χωρίς προσκόμματα διεξαγωγή της δημόσιας υπηρεσίας, συνάγεται ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της παραβάσεως καθήκοντος, δράστης του οποίου είναι υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ. απαιτούνται α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται από το νόμο ή τη διοικητική πράξη ή τις ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του υπαλλήλου, β) δόλος του δράστη που περιέχει τη θέληση της παραβάσεως του καθήκοντος της υπηρεσίας του και γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο το δράστη ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να επέλθει βλάβη στο κράτος ή σε κάποιον άλλον. Με την έννοια αυτή του υπηρεσιακού καθήκοντος διαχωρίζεται αυτό από το απλό υπαλληλικό καθήκον, του οποίου η παράβαση, άσχετα με τις κυρώσεις (πειθαρχικές κλπ.) που μπορεί να συνεπάγεται, δεν στοιχειοθετεί το από την παραπάνω διάταξη προβλεπόμενο έγκλημα, για την ολοκλήρωση του οποίου απαιτείται και ειδικός δόλος, δηλαδή σκοπός του υπαλλήλου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του σκοπού αυτού. Είναι δε παράνομη η ωφέλεια αυτής όταν δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης αξιώσεως του υπαλλήλου ή του τρίτου. Για να συντρέχει ο σκοπός αυτός, πρέπει όχι μόνον η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξή του, αφού ο όρος «με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον» λογικά σημαίνει ότι η πράξη όπως επιχειρείται από το δράστη μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επί πλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι μεταξύ της πράξεως και του σκοπού οφέλους ή της βλάβης πρέπει να υπάρχει τέτοια αιτιώδης σχέση ώστε η πράξη της παραβάσεως καθήκοντος να είναι είτε ο αποκλειστικός τρόπος είτε ο πρόσφορος τρόπος περιποιήσεως του σκοπουμένου οφέλους ή της βλάβης.
Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και διώκεται αυτεπαγγέλτως (36 ΚΠΔ, ΑΠ 846/77).
Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε “άλλης ειδήσεως” όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ’ ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).
Επειδή, τα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση.
Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.Κ. του Σ.Π.Κ. καθώς και ειδικών ποινικών νόμων.
Επειδή, όλως ενδεικτικά, οι εν λόγω πράξεις έχουν τελεστεί από τις ημερομηνίες εκδόσεως των επίδικων αποφάσεων, μέχρι και σήμερα.
Επειδή, ήδη οι παράνομες αυτές ενέργειες έχουν οδηγήσει εν δυνάμει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του επί κοινού δικαίου αίσθημα τόσο της τοπικής κοινωνίας όσο σε πλείστων των Ελλήνων πολιτών καθώς και εμένα προσωπικά.
Επειδή, λόγω της καταγωγής μου επισκέπτομαι τακτικά τους θερινούς μήνες την ευρύτερη περιοχή του Ιονίου και δη της Λευκάδας.
Επειδή, με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τον μηνυόμενο, αλλά υποβάλλω αυτή ως πολίτης επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως πολίτης έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά, καθώς με όλα αυτά σαφώς και μειώθηκε επικίνδυνα το επί δικαίου αίσθημα και περαιτέρω αμφισβητήθηκε η δημοκρατία μας.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκφράζω την άποψη ότι συντρέχουν οι αναγκαίες εκείνες ενδείξεις διάπραξης αξιόποινων πράξεων και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό βεβαιότητας ώστε να επιβάλλεται η ποινική τους αξιολόγηση και συνεπακόλουθα η τεκμηρίωση τους.
Η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως πολίτης Δημοκρατικού Κράτους και ως ανώτερος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού εν εφεδρεία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου
ΕΞΑΙΤΟΥΜΑΙ
Την άμεση και ενδελεχή ποινική διερεύνηση του θέματος προκειμένου να ταυτοποιηθούν και εξατομικευτούν οι διαφαινόμενες ως τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις, να συνδεθούν με τους φυσικούς αυτουργούς, να υποστούν οι υπόλογοι την κατά νόμο τιμωρία τους και να μην συνεχιστεί η παρούσα ανεπίτρεπτη και μη νόμιμη κατάσταση.
Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλες τις ανωτέρω παράνομες και αξιόποινες πράξεις τους, για την αποκατάσταση της επελθούσης βλάβης μου και για τη στήριξη της κατηγορίας και για χρηματική ικανοποίηση (44) ευρώ, με επιφύλαξη αναζήτησης του υπολοίπου ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, λόγω ηθικής και υλικής βλάβης επελθούσας σε εμένα από τις εν λόγω πράξεις.
Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, ζητώ να προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και είμαι στη διάθεσή Σας για οποιαδήποτε επιπλέον διευκρίνιση και προσάγω και επικαλούμαι:
(3) αντίγραφα από δημοσιεύματα: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (2) και ΕΘΝΟΣ.
Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 2015
Ο Μηνυτής και Πολιτικώς Ενάγων
Πλωτάρχης ε.α. Παναγιώτης Σταμάτης ΠΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου