Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Ν 3888/2010 : πρόσφατη νομολογία ΔΕφΑθ (προσαύξηση περιουσίας μέσω μεταφοράς εμβασμάτων στο εξωτερικό).

 
 
 
 
 
 
1 Vote

Δ.Εφ.Αθ 2829/2015  (έναρξη ισχύος άρθρου 15 παρ.3 ν.3888/10)
 Τα ένδικα εμβάσματα εκτελέστηκαν, το πρώτο στις 9-7-2010 και το δεύτερο στις 14-7-2010, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου 15 παρ.3 του ν.3888/2010, επομένως και με την εκδοχή της φορολογικής αρχής (ανεξάρτητα της νομιμότητάς της) ότι μέσω της εν λόγω μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό επήλθε προσαύξηση της περιουσίας του προσφεύγοντος από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, η εν λόγω προσαύξηση, εφόσον προέκυψε σε χρόνο που δεν ίσχυε ακόμη η ως άνω διάταξη, δεν υπάγονταν σε φορολόγηση (όμοια ΔΕφ.Αθ. 2885/15 κα).
Η σχετική απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, κατά το μέρος που προσβάλλεται, ως ερειδόμενη σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της και πρέπει να ακυρωθεί, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, η οποία νομίμως χωρεί και μετά τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ. Τούτο γιατί, κατά την έννοιά της, η εν λόγω διάταξη δεν ήθελε να αποκλείσει τον αυτεπάγγελτο έλεγχο σε περιπτώσεις παράβασης ουσιαστικής διάταξης νόμου, όπως στην προκείμενη περίπτωση που η Διοίκηση προσδίδοντας άλλη έννοια και χρονική έκταση στη διάταξη του άρθρου 15 παρ.3 του ν.3888/2010, θεώρησε ότι η, μέσω της μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό, προσαύξηση της περιουσίας του φορολογουμένου υπάγεται σε φορολόγηση και αν ακόμη η προσαύξηση προέκυψε πριν την 30-9-2010.
το κείμενο της απόφασης : 2829 2015 ΔΕφΑθ
Δ.Εφ.Αθ 2828/2015  (έννοια προσαύξησης περιουσίας)
Το εμβαζόμενο ποσό, το οποίο κατά συνήθως συμβαίνοντα σχηματίζεται από τη συλλογή καταθέσεων, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί μέσα στο χρόνο, ως υπαρκτό και γνωστό, δεν προέρχεται από άγνωστη πηγή ή αιτία ώστε να θεωρείται προσαύξηση περιουσίας κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν.3888/2010 και μάλιστα της χρήσης μέσα στην οποία έγινε η μεταφορά, ενώ άλλωστε, ως μεμονωμένη τραπεζική «ταμειακή» συναλλαγή και χωρίς τη σύγκρισή της με την προηγούμενη πραγματική ταμειακή κατάσταση του φορολογουμένου, δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να χαρακτηριστεί ως «προσαύξηση» περιουσίας. Διαφορετικό όμως είναι το ζήτημα του σχηματισμού των κεφαλαίων των τραπεζικών καταθέσεων των λογαριασμών μέσω των οποίων γίνεται η μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό. Τα κεφάλαια αυτά που σχηματίζονται από την έναρξη ισχύος της ως άνω, επίμαχης, διάταξης, δηλαδή από 30-9-2010 και εφεξής, κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματα, αποτελούν πλέον προσαύξηση κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν.3888/2010, κάθε οικονομικού έτους μέσα στο οποίο παρατηρείται τέτοια διαφορά, την οποία και πρέπει να κληθεί από τη φορολογική αρχή να δικαιολογήσει ο φορολογούμενος.
 Δ.Εφ.Αθ 2885/2015 (απόδειξη προέλευσης εμβασμάτων- κοινός λογαριασμός)
Τα ποσά εμβασμάτων στο εξωτερικό μπορούν να καλυφθούν, εκτός άλλων, και με το προϊόν εκποίησης, πριν την αποστολή του εμβάσματος, περιουσιακών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η εκποίηση αυτή από σχετικά παραστατικά. Σε περιπτώσεις αποστολής εμβασμάτων που πραγματοποιούνται από κοινούς λογαριασμούς πρέπει, καταρχήν, να γίνεται ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος, σε περίπτωση δε που ο ελεγχόμενος επικαλείται διαφορετική αναλογία των χρηματικών αυτών ποσών, η οποία εξικνείται μέχρι του σημείου ότι τα χρήματα δεν ανήκαν πράγματι σε αυτόν, οφείλει να αποδείξει με κάθε πρόσφορο μέσο τον ισχυρισμό του. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων και ιδίως από τις δύο δίγραμμες επιταγές, που παραδόθηκαν σ’ αυτόν, το έτος 2007, για λογαριασμό της μητέρας του, προς εξόφληση τιμήματος από την πώληση ακινήτου της τελευταίας κατά το ως άνω έτος και την κατάθεση αυτών, κατά το ίδιο έτος, στον κοινό λογαριασμό, που τηρούσε ο προσφεύγων με τη μητέρα του και τον αδερφό του στο ως άνω τραπεζικό ίδρυμα, προκύπτει ότι τα εν λόγω ποσά εμβασμάτων που απέστειλε ο προσφεύγων από τον ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό σε τράπεζες του εξωτερικού και, μάλιστα, σε ομοίως, τηρούμενο σε αυτές, κοινό λογαριασμό με τη μητέρα του και τον αδερφό του, προέρχονταν καθ’ ολοκληρίαν από το προϊόν εκποίησης του ως άνω περιουσιακού στοιχείου της μητέρας του. Και ναι μεν, σε περιπτώσεις αποστολής εμβασμάτων που πραγματοποιούνται από κοινούς λογαριασμούς, γίνεται, κατ’αρχήν, ισομερής επιμερισμός αυτών μεταξύ των συνδικαιούχων του λογαριασμού προέλευσης του εμβάσματος, όμως, εν προκειμένω, ο προσφεύγων απέδειξε ότι τα κατατεθέντα στον ως άνω κοινό λογαριασμό χρήματα, από τον οποίο εστάλησαν τα εμβάσματα, ανήκαν στη μητέρα του.
το κείμενο της απόφασης : 2885 2015 ΔΕφΑθ

5981/2014 Δ.Εφ.Αθηνών (πρόστιμα Κ.Β.Σ.- καταθέσεις σε λογαριασμούς – αναδρομικότητα – κοινοί λογαριασμοί)
Διαπίστωση διαφορών από αντιπαραβολή δηλωθέντων εισοδημάτων προσφεύγοντος και συνολικών καταθέσεών του σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Επιβολή προστίμων Κ.Β.Σ. λόγω μη έκδοσης αντίστοιχων αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.
Αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 3888/2010 δεν έχουν αναδρομική ισχύ,διότι δεν πρόκειται για αναδρομική επιβολή φόρου, αλλά η ρύθμιση της διατάξεως αυτής αποτελεί θεμιτή μέθοδο εξακριβώσεως της πραγματικής φορολογικής ικανότητας, εισάγοντας μάλιστα τεκμήριο, το οποίο αφενός μεν αφορά στην ανεύρεση των πραγματικών εισοδημάτων του ελεύθερου επαγγελματία, αφετέρου δε είναι μαχητό, δυνάμενος ο φορολογούμενος να αποδείξει ότι η επαύξηση της περιουσίας του δεν προέρχεται από την παροχή υπηρεσιών κατά την άσκηση του επαγγέλματός του ως ελεύθερου επαγγελματία, αλλά προέρχεται από άλλη πηγή ή ότι για κάποια νόμιμη αιτία απαλλάσσεται του φόρου ή φορολογείται διαφορετικά. Τούτο δε δεν αντιβαίνει στο άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι από τη συνταγματική αυτή διάταξη δεν αποκλείεται η θέσπιση κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο τεκμηρίων προς εξακρίβωση των διαφευγόντων τη φορολογία εισοδημάτων και στην ανεύρεση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων αρκεί αυτά να συνάδουν με τα δεδομένα της κοινής πείρας και να είναι μαχητά (πρβλ. ΣτΕ 1742/2013), όπως συμβαίνει και με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 3888/2010 (βλ. όμως και Δ.Εφ.Αθ 2829/2015 κ.α.)
Αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι πρέπει να εφαρμοστεί το τεκμήριο που προβλέπεται από το άρθρο 4 του Ν. 5638/1932, σύμφωνα με το οποίο τα χρήματα των κοινών λογαριασμών ανήκουν σε όλους τους συνδικαιούχους κατ’ ισομοιρία. Τούτο διότι από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 α’ και β’ του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεων εις κοινόν λογαριασμόν», όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 συνδυαζόμενες και με εκείνες των διατάξεων των άρθρων 489, 491, 493, 806, 822, 830 του ΑΚ συνάγεται ότι με την συναπτόμενη μεταξύ αφενός δύο ή περισσοτέρων ενδιαφερομένων και αφετέρου κάποιας τράπεζας σύμβαση καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, εκείνοι καταθέτουν σ’ αυτήν χρήματα με την παράλληλη συμφωνία της τηρήσεως από αυτήν της κατάθεσης στο όνομα από κοινού και με τον πρόσθετο όρο ότι καθένας από εκείνους θα μπορεί να κάνει ολική ή μερική χρήση του λογαριασμού, αναλαμβάνοντας χρήματα χωρίς τη σύμπραξη του άλλου, δημιουργείται δε ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, υπό την έννοια ότι ο καθένας από τους δικαιούχους έχει το δικαίωμα να απαιτήσει από την τράπεζα την ανάληψη των χρημάτων του λογαριασμού, η οφειλέτρια όμως τράπεζα έχει την υποχρέωση να προβεί στην απόδοση των χρημάτων μία μόνο φορά (πρβλ. ΑΠ878/2013). Συνεπώς τα χρήματα ακόμη κι αν ανήκουν κατ’ ισομοιρία στον καθένα καταθέτη του κοινού λογαριασμού, ο καθένας μπορεί να κάνει ολική χρήση του λογαριασμού και μπορεί να προβεί σε ανάληψη όλου του ποσού του κοινού λογαριασμού, εναπόκειται δε στον κάθε καταθέτη να αποδείξει το δικαιούμενο ποσοστό του επί των χρημάτων αυτών, στρεφόμενος με αναγωγή κατά εκείνου που προέβη στην ανάληψη των χρημάτων του κοινού λογαριασμού. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι τα χρήματα του κοινού λογαριασμού ανήκαν κατ’ ισομοιρίαν τόσο στον ίδιο όσο και στην συνδικαιούχο για κάποια νόμιμη αιτία και δεν αποτελεί εισόδημα από την άσκηση του επαγγέλματός του. βλ. όμως και Δ.Εφ.Αθ 2885/2015 κ.α.)
 1450/2015 Δ.Εφ.Αθηνών (φόρος εισοδήματος – διαδικασία – αναδρομικότητα – αρχή νομιμότητας)
(όμοια και  η 1452/2015 )
Προσδιορισμός φόρου εισοδήματος προσφεύγοντος βάσει του συνολικού ποσού καταθέσεών του σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) έχουν πρόσβαση και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή σχετίζεται με την άσκηση του έργου ή της αποστολής τους, ύστερα από σχετική υπηρεσιακή εντολή, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί απορρήτου. Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτούνταν από τα όργανα του Σ.Δ.Ο.Ε. που διενήργησαν τον έλεγχο η τήρηση οποιασδήποτε διαδικασίας για την άρση του τραπεζικού απορρήτου του προσφεύγοντος.
Αβάσιμος ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 3888/2010 δεν έχουν αναδρομική ισχύ (όμοια με 5981/2014 ίδιου τμήματος)
Αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 15 του Ν. 3888/2010 παραβιάζει την συνταγματική αρχή της νομιμότητας του φόρου εισοδήματος, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι κατ’ εφαρμογή της ως άνω συνταγματικής αρχής της νομιμότητας του φόρου, που επικαλείται ο προσφεύγων, θεσπίστηκε η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν. 2238/1994, σύμφωνα με την οποία ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων λογίζεται και κάθε εισόδημα που δεν μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες Α’ έως Ζ’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 2238/1994. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 3888/2010 όχι μόνο δεν παραβιάζει την ως άνω αρχή, αλλά δίνει τη δυνατότητα στον φορολογούμενο να αποδείξει ότι η προσαύξηση της περιουσίας του δεν υπάγεται στην κατηγορία του εισοδήματος από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων, (όπως προβλέπεται γενικώς στο άρθρο 48 παρ. 3 του Ν. 2238/1994), αλλά ότι είτε προέρχεται από άλλη πηγή ή αιτία, είτε ότι φορολογήθηκε από άλλες διατάξεις είτε ότι απαλλάσσεται από το φόρο με ειδική διάταξη.

 3983/2015 Δ.Εφ.Αθηνών  (φόρος εισοδήματος – αναδρομικότητα)
Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ 3 του ως άνω άρθρου 48, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν.3888/2010, δεν χαρακτηρίζει ως εισόδημα, προσαύξηση που δεν φέρει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος – ώστε να τίθεται ζήτημα αναδρομικής επιβολής φόρου καθ΄ υπέρβαση των χρονικών ορίων του άρθρου 78 παρ 2 του Συντάγματος- αλλά απλώς κατανέμει το βάρος της απόδειξης μεταξύ της φορολογικής αρχής και του φορολογουμένου – της πρώτης περιοριζομενης στην εξακρίβωση της περιουσιακής προσαύξησης και του δεύτερου βαρυνόμενου με την απόδειξη της φορολόγησης ή της νόμιμης απαλλαγής από το φόρο ή της μη υπαγωγής σε φόρο των χρηματικών ποσών που την δημιούργησαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: