ΣΧΕΔΙΟ ΝΕΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ : ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΤΑΧΕΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΥ Ή ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ;
του Βασιλείου Ηλ. Σταματόπουλου
Δικηγόρου Αθηνών, ΔΜΣ, Μέλους Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων
Τα τελευταία χρόνια - ιδίως δε από το έτος 2010 και εντεύθεν - οι νομοθετικές επεμβάσεις επί του συνόλου των βασικών κωδίκων, αρρήκτως συνδεδεμένες μάλιστα με τις συχνές εναλλαγές προσώπων στην ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης και αριθμητικώς ανάλογες αυτών, υπήρξαν αδικαιολόγητα πολλές.
Ιδίως δε επί του ΚΠολΔ η πρόοδος αυτού του νοσηρού φαινομένου είναι πλέον γεωμετρική, βλ. τους νόμους 3994/2011, 4055/2012, 4072/2012, 4077/2012, 4139/2013, 4141/2013, 4151/2013, 4172/2013, 4174/2013, 4182/2013 και 4198/2013. Άλλες μεν εξ αυτών των νομοθετικών αλλαγών προδήλως συγκυριακές και υπαγορευόμενες από τρέχουσες σκοπιμότητες που δεν μπορούν να αντέξουν σε βάθος χρόνου (βλ. λόγου χάριν τις ρυθμίσεις των άρθρων 672Α παρ. 2 και 732Α ΚΠολΔ), άλλες συχνά αντιφατικές μεταξύ τους (βλ. εντελώς ενδεικτικώς τις αλλεπάλληλες στα όρια της φαιδρότητος αναθεωρήσεις του άρθρου 693 ΚΠολΔ στα ασφαλιστικά μέτρα δυνάμει των νόμων 3388/2005, 3994/2011 και 4172/2013), ουκ ολίγες με αμφισβητούμενα πρακτικά αποτελέσματα (βλ., λόγου χάριν, τις ρυθμίσεις του νόμου 4055/2012 ως προς τον ορισμό προθεσμιών για την έκδοση αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων) αλλά και με σοβαρές δογματικές πλημμέλειες (βλ. επί παραδείγματι τις ρυθμίσεις του νόμου 4055/2012 ως προς την υποχρεωτική συζήτηση με την ανακοπή της αίτησης αναστολής των άρθρων 938 και 632 ΚΠολΔ, την υποχρεωτικώς και καθολικώς εφαρμοστέα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων στις ανακοπές των άρθρων 933 και 632 ΚΠολΔ, ή τον ορισμό του μονομελούς Πρωτοδικείου ως καθ΄ ύλην αρμοδίου σε βάρος του Πολυμελούς στο άρθρο 632 ΚΠολΔ, καθώς και τις νομοθετικές παλινωδίες ως προς την επιβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου επί των αναγνωριστικών αγωγών δυνάμει συγκεκριμένων - φοροεισπρακτικής αφετηρίας (argumentum εκ της αιτιολογικής εκθέσεως του ν. 3994/2011, άρθρο 70) - τροποποιητικών διατάξεων των νόμων 3994/2011 και 4055/2012). Δεν απουσιάζουν, τέλος, και διατάξεις οι οποίες ενσκήπτουν βιαίως επί του αναιρετικού δικαίου με περισσή απλοϊκότητα και άνευ οιασδήποτε προεργασίας δημιουργώντας πληθώρα δογματικών, ερμηνευτικών και πρακτικών δυσχερειών. Εδώ εντάσσεται αναμφιβόλως η επαναφορά του Τμήματος Παραπομπής του Αρείου Πάγου στη μετ΄ αναίρεση διαδικασία, όπως θεμελιώνεται στο νόμο 4055/2012 (άρθρο 12 παρ. 4, αν και το σχετικό άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 65 παρ. 1 του νόμου 4139/2013). Παρατηρητέον μάλιστα και απολύτως ενδεικτικό της προχειρότητος του εν λόγω εγχειρήματος είναι και το γεγονός ότι η εν θέματι πρόβλεψη εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας της υποθέσεως από τον Άρειο Πάγο κατατάσσεται από το νομοθέτη στις μάλλον ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις, καθόσον ουδέν αναφέρεται συναφώς ή επεξηγείται στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου.
Όθεν, δεν προκαλεί καμία έκπληξη πλέον το γεγονός ότι επίκειται εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και εκ νέου αναμόρφωση του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας επί τω ευγενεί σκοπώ πάντοτε επιταχύνσεως της πολιτικής δίκης. Υπ΄ αυτό πάντως το πρίσμα και με αυτό το λίαν βεβαρημένο παρελθόν, πρακτικές τέτοιου είδους δυστυχώς μόνο θυμηδία δύνανται να προκαλέσουν, οίκοθεν νοείται δε ότι και την εμπιστοσύνη των πολιτών αλλά και των λειτουργών της Θέμιδος στους θεσμούς κλονίζουν και περισσή διαχρονική επιπολαιότητα των αρμοδίων οργάνων της συντεταγμένης Πολιτείας ενδεικνύουν. Η δε ασφάλεια δικαίου ως προεχόντως ουσιαστικού και απτού περιεχομένου θεμελιώδες δικαιικό αίτημα συνιστά πλέον ουτοπική χίμαιρα.
Προς επίρρωσιν των ανωτέρω, δέον όπως, απολύτως ενδεικτικώς και μόνον, αναφερθούν εν σχέσει προς το εν θέματι σχέδιο : 1) η νέα διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία η πάροδος της καταχρηστικής (διετούς πλέον) προθεσμίας εφέσεως λογίζεται ως επίδοση της απόφασης. Πρόκειται για μνημείο σοβαροτάτης μεθοδολογικής-δογματικής συγχύσεως (μεταξύ γνησίων και καταχρηστικών προθεσμιών) και κινδυνώδους αμφισημίας περιεχομένου, 2) Το άρθρο 909 περ. 4 ΚΠολΔ το οποίο παραπέμπει (εκ παραδρομής;) σε προδήλως άσχετη διάταξη (618 ΚΠολΔ), 3) Το άρθρο 924 ΚΠολΔ που ουδέν πλέον αναφέρει περί της επιδόσεως στον οφειλέτη επιταγής προς εκτέλεσιν ως διαχρονικού και sine qua non μέρους της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Φρονούμε και ελπίζουμε ότι πρόκειται περί (άλλης μίας) παραδρομής. Παραδρομές όμως και αβλεψίες στη θέσπιση τόσο βασικών και θεμελιωδών νομοθετημάτων; 4) Οι ανακοπές των άρθρων 933 και 979 ΚΠολΔ δικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686επ. ΚΠολΔ) χωρίς δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων. Βάσει πιθανολόγησης, ανέκκλητη, κυρίως όμως αναιρετικώς ανέλεγκτη η αναγκαστική εκτέλεση; Ουδέν σχόλιον. 5) Ως προς δε την κατά τόπον αρμοδιότητα της ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεσιν καταργείται πλέον (ως περιττή;) (βλ. στο εν θέματι σχέδιο άρθρο 933 παρ.3) η εκ των πραγμάτων απολύτως απαραίτητη και λυσιτελής παραπομπή του άρθρου 933 στο άρθρο 584 ΚΠολΔ (γενική δωσιδικία του ανακόπτοντος).
Παρατηρητέον ότι από τη μανία των νεόκοπων μαθητευόμενων μάγων δεν γλίτωσε δυστυχώς ούτε ο Αστικός Κώδικας, το αρχικό κείμενο του οποίου αποτελούσε επί πολλά έτη μνημείο γλωσσικής καλλιεπείας, εκφραστικής απλότητος, νομικής ακριβείας και επιστημονικής αρτιότητος. Πρόσφατο χαρακτηριστικό δείγμα λίαν ενδεικτικό και αποκαλυπτικό της επιστημονικής στάθμης των εν θέματι νομοθετικών τροποποιήσεων είναι το νέο άρθρο 261 ΑΚ για την διακοπή της παραγραφής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του νόμου 4139/2013 «νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» - σημειωτέον μάλιστα ότι το εν θέματι τροποποιητικό της ΑΚ 261 άρθρο 101 δεν διαλαμβάνεται καν στο προσήκον κεφάλαιο του νόμου που επιγράφεται «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ» (άρθρο 61), αλλά ενσωματώνεται μεταξύ άλλων ετερόκλητων και ετερογενών διατάξεων στο Κεφάλαιο Θ΄ «Τελικές και Μεταβατικές Διατάξεις» κατά τρόπο οριακό και βεβιασμένο και λίγο πριν από το ακροτελεύτιο άρθρο για την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου. Σε αυτό ακριβώς οφείλονται και οι εκφραστικές, κυρίως όμως οι πολλές δογματικές πλημμέλειες της δευτέρας ιδίως παραγράφου της νέας διατάξεως του άρθρου 261 ΑΚ λόγω της απαράδεκτης εννοιολογικώς και δικαιομεθοδολογικώς διπλής σύγχυσης εντοπιζομένης τόσο i) μεταξύ των θεσμών της αναστολής και της διακοπής της παραγραφής, όσο και κατά μείζονα λόγο ii) μεταξύ της καθ΄ όλου παραγραφής και των δικονομικών προθεσμιών. Ίσως την αποτροπή τέτοιων διαυγών νοηματικώς διατυπώσεων να είχε κατά νου και ο Ευριπίδης όταν έγραφε στον Ορέστη (397) «Σοφόν το σαφές».
Πιθανολογουμένου δε ότι οι (ενίοτε προπετείς) επεμβάσεις στο σύνολο των βασικών Κωδίκων δεν πρόκειται να σταματήσουν εδώ, αλλά, αντιθέτως, φαίνεται ότι έχουν λαμπρό μέλλον, εμείς θα ευχηθούμε τουλάχιστον το νομοπαρασκευαστικό έργο όπως επαφίεται σε πρόσωπα τα οποία διαθέτουν αντικειμενικώς και απροσωπολήπτως την ικανότητα του νομοθετείν, καθώς και όπως αξιολογηθούν ως μείζων γνώμων των μελλουσών νομοθετικών τροποποιήσεων αφενός μεν τα διαχρονικά και πάγια διδάγματα της νομικής επιστήμης, αφετέρου δε τα πορίσματα της καθημερινής δικηγορικής και δικαστηριακής ζώσης πρακτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου