Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

" Η Νομοθετική ρύθμιση υφ΄ όρων παραγραφής αδικημάτων, υφ΄ όρων παύσης ποινικής δίωξης & υφ΄ όρων παραγραφής καταγνωσθεισών ποινών. Προβληματισμοί - Δικονομικά αδιέξοδα" [Σπυρίδων Σορβατζιώτης, Δικηγόρος Δ.Σ. Πατρών]





Ø ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
- Η νομοτεχνική πρακτική της υφ’ όρων παραγραφής αδικημάτων και της παραγραφής και μη εκτέλεσης ποινών υφ’ όρων, ιστορικά πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα με τους ΑΝ 1504/1950, 1623/1951, 2057/1957 και 2058/1957, οι οποίοι αποτέλεσαν μέρος του σχεδίου «αποκατάστασης εσωτερικής ομαλότητας και αποκατάστασης εσωτερικής γαλήνης και λήθης του παρελθόντος», ως αναφέρει η εισηγητική τους έκθεση, δεδομένου ότι η χώρα προσπαθούσε να εξέλθει από την δύνη του εμφυλίου πολέμου.
Το έτος 1964 επ’ ευκαιρία των γάμων του Βασιλέως Κωνσταντίνου, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου νομοθετεί αντιστοίχως ευεργετικά μέτρα υπέρ των ελαφροποίνων καταδίκων, «επί σοβαρού πολιτειακού γεγονότος», ως αναφέρει το σχετικό νομοθέτημα.
Η δικτατορία του Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τα Ν.Δ. 379/1968 και 381/1969 ακολουθεί την ίδια πρακτική, χωρίς βέβαια να υπάρχουν αιτιολογικές εκθέσεις στα αντίστοιχα νομοθετήματα.
Tο έτος 1982 με τον Ν.1240/1982 η τότε κυβέρνηση νομοθετεί την υφ’ όρον παραγραφή και την παύση της ποινικής δίωξης με διατάξεις που ομοιάζουν με αυτές των νομοθετημάτων που ακολούθησαν από το έτος 2005 και εντεύθεν.
Τo έτος 1999 με τον Ν.2721/1999 εξαλείφθηκε το αξιόποινο των άρθρων 290, 291 και 292Π.Κ. (εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών) και έπαυσε η ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν το Μάρτιο του έτους 1997, κατά την διάρκεια των τότε αγροτικών κινητοποιήσεων.     
Μετά το έτος 2005 ακολούθησαν οι Ν.3346/2005, Ν.4043/2012, 4198/2013 και ο πιο πρόσφατος 4411/2016, όπου σχεδόν πανομοιότυπα ως προς την νομοτεχνική τους μορφή, παρέγραψαν υφ’ όρον αδικήματα, έπαυσαν την ποινική δίωξη γι’ αυτά και παρέγραψαν υφ’ όρον τις καταγνωσθείσες ποινές.
Κριτήριο του νομοθέτη το ύψος της επαπειλούμενης ποινής (π.χ έως δύο έτη φυλάκιση), ο χρόνος τέλεσης (π.χ έως την 31.03.2016), το ύψος της καταγνωσθείσας ποινής (π.χ. ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών) σωρευτικά με την προϋπόθεση ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

Ø  ΦΥΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ
- Η φύση των νομοθετημάτων αυτών δύναται να κριθεί αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι η παραγραφή ως θεσμός του Ποινικού Δικαίου συνδέεται αμιγώς με τον χρόνο που έχει παρέλθει από την διάπραξη ενός αδικήματος, βάσει του οποίου ο νομοθέτης κρίνει ότι αμβλύνεται η ανάγκη της γενικής και ειδικής πρόληψης. (άρθρο 111 Π.Κ)
Tα εν λόγω νομοθετήματα προσιδιάζουν με την αμνηστία διότι εξαλείφουν το αξιόποινο έστω και με όρους. Όμως η αμνηστία αφενός δεν παρέχεται επί κοινών εγκλημάτων μετά την τροποποίηση του Συντάγματος (1975) (άρθρο 47 παρ. 4), αφετέρου ορθώς παρατηρείται ( από ποιον)  ότι η υφ’ όρον παραγραφή τυπικά θίγει την ποινική μεταχείριση και δεν αμνηστεύει το έγκλημα.

Ø  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ-ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
- Ο δικαιολογητικός λόγος σύμφωνα με τον νομοθέτη της ψήφισης των συγκεκριμένων νομοθετημάτων, είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η αποσυμφόρηση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων, που ως αποδεικνύεται γίνεται κατά τρόπο νομικά παράδοξο και τούτο διότι η επιβάρυνση του ποινικού συστήματος, προεχόντως οφείλεται στην τάση του ιδίου του νομοθέτη να ποινικοποιεί ακατάσχετα ευκαιριακά και συστηματικά απαράσκευα συμπεριφορές.
Στην πραγματικότητα ο νομοθέτης με τα συγκεκριμένα νομοθετήματα άσκησε συγκυριακή πολιτική προκειμένου ν’ απαλλάξει τον Έλληνα Δικαστή από την εκδίκαση των πταισμάτων και των πλημμελημάτων που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των νόμων της υφ’ όρον παραγραφής, παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της νομιμότητας και της ασφάλειας του δικαίου.
Τούτο γίνεται απόλυτα κατανοητό, εάν για παράδειγμα αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τον άρθρο 8 του Ν.4411/2016, κάποιος που τέλεσε το αδίκημα της δυσφήμισης 362Π.Κ. (ουχί της δυσφήμισης δια του τύπου για την οποία προβλέπεται ρητά εξαίρεση), όπου ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, έως την 31.03.2016, το αξιόποινο εξαλείφεται και παύει η εις βάρος του ποινική δίωξη. Αντιστοίχως εάν κάποιος άλλος τέλεσε το ίδιο αδίκημα την 01.04.2016 η πράξη του είναι αξιόποινη και ασκείται ποινική δίωξη κατ’ αυτού. Αυτό το νομικά παράδοξο εφεύρημα του Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος φαίνεται να  έχει διεθνώς πρωτοτυπήσει, ευρίσκεται στον αντίποδα των αρχών της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης.
Εδώ τίθενται κάποια εύλογα ερωτήματα: Πως είναι δυνατόν ο πολίτης να αισθάνεται ασφάλεια δικαίου, όταν ευκαιριακά ο νομοθέτης «αμνηστεύει» ποινικούς παραβάτες με μοναδικό σκοπό την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων και μόνον.
Πως ο ίδιος ο Δικαστής θα αισθανθεί ότι υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, όταν την μια στιγμή καταδικάζει ποινικούς παραβάτες και την άλλη παραγράφει υφ’ όρον άλλους για τις ίδιες ποινικώς κολάσιμες πράξεις.
Πως ακόμα περισσότερο, το θύμα θα προσφύγει στην δικαιοσύνη και θα ζητήσει έννομη προστασία όταν γνωρίζει  ότι με την τηρούμενη, με ιδιαίτερη συχνότητα νομοθετική πρακτική, ο ποινικός παραβάτης θα μείνει ή ενδέχεται να μείνει ατιμώρητος. Για ποιο λόγο επί παραδείγματι να μην «ανεχθεί» το θύμα την εξύβριση εις βάρος του, όταν βάσιμα πιθανολογεί ότι ο νομοθέτης δεν θα τιμωρήσει ποτέ το παραβάτη, αντιθέτως θα τον «επιβραβεύσει» για την άδικη συμπεριφορά του, με μοναδικό όρο εντός διετίας να μην καταδικασθεί αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας έξι (6) μηνών. Τελικά πόσο σημασία στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει για τον Έλληνα νομοθέτη η τιμή του συγκεκριμένου πολίτη ως προστατευόμενο έννομο αγαθό.
Τι ακριβώς θα απαντήσει ο νομοθέτης στον Έλληνα γονιό του οποίου το ανήλικο τέκνο υπήρξε θύμα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του, πολύ δε περισσότερο στο ίδιο το ανήλικο θύμα το οποίο θα ρωτήσει τον δικηγόρο ή/και τον δικαστή: «δηλαδή ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί;» Τότε, είναι αδύνατον να το κοιτάξεις κατάματα και να απαντήσεις «δυστυχώς, έτσι λέει ο νόμος».  Η μήπως η πρόβλεψη εξαιρέσεως του συγκεκριμένου αδικήματος στον Ν.4411/2016, θεραπεύει το παράλογο; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική όταν σκεφτεί κανείς ότι στα προηγηθέντα όμοια νομοθετήματα δεν υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα νομοθετήματα  προσβάλλουν την έννοια του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και κατά συνέπεια  συνιστούν άρνηση δίκαιης μεταχείρισης.    

      
Ø  Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ & ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ
- Οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις παραβιάζουν ευθέως την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν μεταχειρίζεται ισότιμα αφενός τους ποινικούς παραβάτες, αφετέρου τους μηνυτές και τους μηνυόμενους.
Ως προς την πρώτη περίπτωση, θέτει ένα χρονικό σημείο και σύμφωνα με αυτό αίρει τις  ποινικές συνέπειες για τους ποινικούς παραβάτες. Για το ίδιο ποινικό αδίκημα μια κατηγορία ποινικών παραβατών απαλλάσσεται των ποινικών ευθυνών της υφ’ όρον, ενώ μια άλλη έχει ποινικές συνέπειες. Για παράδειγμα, κάποιος που τέλεσε συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, δεν έχει καταδικασθεί γι αυτό αμετάκλητα και δεν έχει εκτελέσει την ποινή του έως μια συγκεκριμένη ημερομηνία που θέτει ο νομοθέτης δεν έχει ποινικές συνέπειες, ενώ κάποιος άλλος που τελεί το ίδιο ποινικό αδίκημα μετά το χρονικό αυτό σημείο ή έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα και εκτέλεσε την ποινή του, γιατί πιθανόν δεν επέτυχε περισσότερες αναβολές στην εκδίκαση της υποθέσεως του, του επιβλήθηκαν οι κυρώσεις του νόμου.
Ως προς την δεύτερη περίπτωση, η αρχή της ισότητας παραβιάζεται διότι ο νομοθέτης σε όλα αυτά τα νομοθετήματα ουδεμία έλαβε πρόνοια, ούτε καν σκέφτηκε ότι κατά αυτό τον τρόπο καταργεί το δικαίωμα του μηνυτή στην εκδίκαση της μηνύσεως του και στην δίκαιη πιθανόν αξίωση του, για την καταδίκη του ποινικού παραβάτη. Αν τούτο είναι ίσως ανεκτό σε ορισμένα αδικήματα ήσσονος κοινωνικής απαξίας όπως τα πταίσματα, ποια θα είναι η απάντηση για πλειάδα πλημμελημάτων που υφ’ όρον παραγράφονται. Παρέλκει να γίνει βέβαια λόγος για τα έξοδα που έχει καταβάλει ο μηνυτής για παράβολα εγκλήσεως, πολιτικής αγωγής ακόμα και για την τυχόν αμοιβή του δικηγόρου του, πολύ όμως περισσότερο για την ηθική του βλάβη.
Ηθική βλάβη, για την οποία πιθανόν να έχει ασκήσει αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια συμπεριλαμβανομένων και των Ειρηνοδικείων. Σε αυτή τη περίπτωση, ο Δικαστής οφείλει αρχικά να διαγνώσει την τέλεση της άδικης πράξης κι έπειτα να επιδικάσει τυχόν αποζημίωση, χωρίς να παρέχονται στους διαδίκους τα εχέγγυα των δύο βαθμών της ποινικής διαδικασίας, ήτοι του πρωτόδικου δικαστηρίου και του Εφετείου.
Αυτός ο προβληματισμός πυροδοτεί με την σειρά του, και πάλι επί τη βάσει της αρχής της ισότητας, αλλά και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α, τον ακόλουθο προβληματισμό: γιατί ο καταδικασθείς έως συγκεκριμένο ύψος ποινής στερείται υποχρεωτικά τον δεύτερο βαθμό κρίσης και τον φυσικό Δικαστή του; Είναι εξάλλου πιθανόν να κηρυχθεί αθώος. Όμως αυτό βρίσκεται ταυτόχρονα σε άμεση συνάρτηση και με την κρίση του Δικαστή που θα κληθεί να κρίνει την τυχόν επιδικασθείσα αποζημίωση για την ηθική βλάβη.
Ακόμα περισσότερο ο προβληματισμός εντείνεται εάν πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος κηρυχθεί αθώος, ασκηθεί έφεση από τον Εισαγγελέα και μεσολαβήσει νομοθέτημα που παραγράφει υφ’ όρον το αδίκημα.
Πως θα τύχει εφαρμογής «το τεκμήριο αθωότητας» στην πολιτική δίκη όταν ο Δικαστής επηρεασμένος από την έφεση του Εισαγγελέα θα καταλήξει στην σκέψη ότι έχει εμφιλοχωρήσει σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση. Βέβαια το τεκμήριο αθωότητας αφορά μόνο την ποινική δίκη. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο Δικαστής των πολιτικών δικαστηρίων καλείται να διαγνώσει την ποινική ευθύνη του εναγόμενου ένεκα των ουσιαστικών αδιεξόδων που προκαλούν τα συγκεκριμένα νομοθετήματα.
Αντιστρόφως δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στερείται της κρίσης του φυσικού του Δικαστή, αφού δεν έχει την δικονομική δυνατότητα να ζητήσει την πρόοδο της δίκης κατά πλήρη παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, και παραμένει έτσι «οιονεί παραβάτης-ένοχος» αφού η υπόθεσή του δεν εξετάσθηκε ποτέ στην ουσία, αλλά κατά τις επιταγές του εκάστοτε νομοθέτη παραγράφηκε υφ’ όρον.             
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε εξάλλου ότι ο νομοθέτης σε όλα αυτά τα νομοθετήματα  δεν έλαβε καμία απολύτως πρόνοια για τις υποθέσεις ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμισης που απομένουν εκκρεμείς, όταν οι αντίθετές τους παραγράφονται υφ’ όρον. Αντιστοίχως και σ’ αυτές ο Δικαστής καλείται να διαγνώσει ως «προδικαστικό» ζήτημα την τέλεση ή όχι του αδικήματος που παραγράφηκε υφ’ όρον για λόγους αναγόμενους αποκλειστικά στην βούληση του νομοθέτη.
Και βέβαια η αρχή της ισότητας κάμπτεται ολοκληρωτικά όταν ο καταδικασθείς σε δεύτερο βαθμό σύμφωνα με τους όρους που θέτει πάντα ο νομοθέτης (έως έξι μήνες ποινή) δεν έχει εκτελέσει την ποινή του και η απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη τότε ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εκτίει, σε αντίθεση με τον ποινικό παραβάτη σε βάρος του οποίου η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη και οφείλει να εκτίσει την ποινή του.

Ø  H περίπτωση της διοικητικής διαδικασίας περί προσωρινής αφαίρεσης αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
- Πέραν των ανωτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα νομοθετήματα της υφ’
όρων παραγραφής προκαλούν ουσιαστικά αδιέξοδα και στην διοικητική διαδικασία 
της προσωρινής αφαίρεσης αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. 
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την σχετική νομοθετική πρόβλεψη του Π.Δ. 180/1979 ως ισχύει, 
με την βεβαίωση από αστυνομικούς ή άλλα αρμόδια όργανα τριών (3) συνολικά παραβάσεων, 
εντός έτους, των υγειονομικών διατάξεων που καθορίζουν μέτρα προστασίας της 
Δημόσιας Υγείας από θορύβους μουσικής των κέντρων διασκέδασης και των λοιπών 
καταστημάτων, των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την κοινή ησυχία, τη 
λειτουργία μουσικής χωρίς άδεια, την παραβίαση των όρων και προϋποθέσεων της 
κατεχόμενης αδείας λειτουργίας μουσικής και το ωράριο λειτουργίας στα καταστήματα, 
η διοικητική αρχή αφαιρεί την άδεια λειτουργίας του καταστήματος από δέκα (10) 
έως εξήντα (60) ημέρες. 
 
Οι περισσότερες από αυτές τις παραβάσεις τυποποιούνται ως πταίσματα για τα οποία οι 
υποθέσεις εισάγονται ενώπιον του αρμόδιου Πταισματοδικείου και επί αθωωτικής αποφάσεως του 
Δικαστηρίου, δεν επιβάλλεται το ως άνω διοικητικό μέτρο. 
 
Με την εφαρμογή των διατάξεων της υφ’ όρον παραγραφής ωστόσο, παύει η ποινική δίωξη, οι υποθέσεις αυτές τίθενται στο αρχείο κι έτσι ο παραβάτης στερείται της δυνατότητας να αποδείξει την αθωότητά του.
Τούτο πρακτικά έχει ως αποτέλεσμα οι βεβαιωθείσες παραβάσεις να θεωρούνται τελεσθείσες, αφού δεν μεσολαβεί απαλλακτική κρίση δικαστηρίου και να αφαιρούνται οι άδειες λειτουργίας των καταστημάτων με άμεση συνέπεια την οικονομική ζημία των καταστημάτων αυτών, αλλά και του προσωπικού που έστω και πρόσκαιρα θα απολέσει το βιοποριστικό του εισόδημα.
Καθίσταται έτσι σαφές ότι οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στερούνται με την θέσπιση των συγκεκριμένων νομοθετημάτων την έννομη προστασία και είναι κυριολεκτικά έρμαια της κρίσης – αντίληψης του διοικητικού οργάνου που βεβαιώνει την παράβαση, χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν το αντίθετο.
Δέον όπως σημειωθεί ότι η προσφυγή στα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια και η αίτηση αναστολής με ταυτόχρονο αίτημα προσωρινής διαταγής απαγόρευσης εφαρμογής του διοικητικού μέτρου, ουσιαστικά δεν έχει τύχη, δεδομένου ότι ο διοικητικός δικαστής απορρίπτει το σχετικό  αίτημα, επικαλούμενος το δημόσιο συμφέρον ένεκα της φύσεως των παραβάσεων.

Ø  ΕΠΙΛΟΓΟΣ    
Δεν είναι δυστυχώς σαφές από τις αιτιολογικές εκθέσεις, πώς αυτού του είδους οι ευκαιριακές διατάξεις εξυπηρετούν το ύψιστο συμφέρον της Δικαιοσύνης και ποια Αρχή του Δικαίου υπηρετούν.  Καθίσταται ωστόσο σαφές,  ότι η πρακτική θέσπισης των νομοθετημάτων της υφ’ όρον παραγραφής αδικημάτων και της παραγραφής και μη εκτέλεσης ποινών υφ’ όρον, έχει ως απότοκο την ευθεία παραβίαση θεμελιωδών Αρχών του Δικαίου, την δυσπιστία του πολίτη στην Ασφάλεια του Δικαίου και τη Δικαιοσύνη και εντεύθεν την απαξίωση της απονομής της.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πηγές:
Συνεδρίαση ΝΣΤ’-04.03.1982 (Ν.1240/1982):Νομοσχέδιο Υπ. Δικαιοσύνης περί υφ’ όρον παύσεως ποινικής δίωξης και υφ’ όρον απολύσεως Εισηγήτρια Άννα Μπενάκη- Ψαρούδα, Επιστολή της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος προς τον Υπουργό  Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ. Χαράλαμπο Αθανασίου για την προωθούμενη ρύθμιση παραγραφής υφ’ όρον του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης αρ. πρωτ. 87/09.09.2013
                                                                                                                                                                                                                                                                                    
(εισήγηση στο  2ο Παγκύπριο Συνέδριο Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας )

Δεν υπάρχουν σχόλια: