Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΑΣ

                                                      Ενώπιον
                     του κ. Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών
   
 (δια μέσου της διενεργούσας προκαταρκτική εξέταση 15ης Πταισματοδίκου Αθηνών)

                                                 ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α., κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αριθ. 48. (panos_stamatis@yahoo.gr)

                                    

Σε συνέχεια της από 19/10/2017 κλήσης Σας για ανάκριση και της από 9/8/2017 μηνυτήριας αναφοράς μου με ΑΒΜ: Γ2017/2632, επάγομαι τα ακόλουθα, για τους παρακάτω νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους:
Δια την υπαίτια παράνομη και αδικαιολόγητη συνέχιση είσπραξης της ΕΑΣ διαμαρτυρήθηκα στον προϊστάμενο της γενικής διευθύνσεως του ΓΛΚ, κ. Σπυρίδωνα Ντάνο, με την από 10.5.2017. εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία,  για την μη άμεση διακοπή της είσπραξης υπέρ ΕΑΣ καθώς και για την μη επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων ποσών, από 10-2-2017.
Παρά ταύτα ακόμα και σήμερα, αν και έχει παρέλθει μακρό χρονικό διάστημα (8 μήνες), ο ανωτέρω εξακολουθεί να εισπράτει παράνομα την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων (ΕΑΣ).                                             (ΣΧΕΤ.1)
Θέλω να Σας επισημάνω ότι το Συντονιστικό Συμβούλιο των Τριών Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών (ΝΠΔΔ), καθώς και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Στρατιωτικών, του έχουν κοινοποιήσει  με τα αρ. πρωτ. 91 από 24/Απρ/2017 και αρ.πρωτ. 18/2017 από 24/Απρ/2017, έγγραφά τους, σχετικά με την άμεση ανάγκη διακοπής της παρακράτησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων  (ΕΑΣ) και την επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθέντων ποσών.                                                                                                   (ΣΧΕΤ. 2 και 3)
Ειδικότερα Σας επισημαίνω τα κάτωθι:
 α)  Η ως άνω ηθελημένη διοικητική αδράνεια (8 μηνών) προσβάλλει την αρχή του κράτους δικαίου, τόσο υπό την τυπική, όσο και υπό την ουσιαστική του διάσταση (Συντ. 25)
β)   Η παράνομη παράλειψη αυτή σε συνδυασμό με τις μεγάλες περικοπές στις συντάξεις μας (άνω του 50%) μέχρι σήμερα περιορίζει τα αναγκαία μέσα  της αξιοπρεπούς διαβίωσης και ως εκ τούτου προσβάλλει βάναυσα την αρχή του κοινωνικού κράτους και την προστασία της ανθρώπινης αξίας (Συντ. 2, 25).
γ)   Η  συνέχιση είσπραξης της ειδικής ΕΑΣ από όλους τους συνταξιούχους στερείται αντικρίσματος, έχει ως αποτέλεσμα το μέτρο να αποκτά απροκάλυπτα φορολογικό περιεχόμενο και κατά τούτο θίγεται η προστατευόμενη εμπιστοσύνη των συνταξιούχων.

δ) Σύμφωνα με το άρθρο 103, παρ. 1 του Συντ. ορίζει ότι : «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό. Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα».
Ομοίως το άρθρο 24 του ΥΚ ορίζει ότι : «Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του κράτους, ορίζει υπηρετεί μόνο το λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 25, παρ. 1 του ΥΚ : «Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών».
Συναφώς των ανωτέρω, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης  Συντάξεων του ΓΛΚ, έπρεπε προ πολλού, να έχει παύσει την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ), χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω οδηγίες από τον πολιτικό του προϊστάμενο, Αν. Υπουργό Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη και να συμμορφωθεί με την απόφαση της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε με την υπ. αριθ 244/2017,  ως αντισυνταγματική την κράτηση της ΕΑΣ.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω επισημάνσεων οποιαδήποτε επίκληση από το Γ.Λ.Κ. ότι η παύση της παρακράτησης και η επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθέντων θα επέφερε ανατροπή της δημοσιονομικής ισορροπίας του Κράτους, είναι αντίθετη με την αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς η κυβέρνηση δια του Πρωθυπουργού έχει ανακοινώσει για φέτος πρωτογενές πλεόνασμα ύψους ενός (1) δισεκατομμυρίου ευρώ !!!
Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται κατ αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομικής βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους.
Επειδή, το παρόν Υπόμνημα μου και η Μηνυτήρια αναφορά μου, είναι νόμιμα, βάσιμα και αληθή.
Επειδή, ύστατο καταφύγιο τούτη την έσχατη ώρα αποτελεί ο θεσμός της Δικαιοσύνης. Ένας θεσμός πολλαπλώς βαλλόμενος. Ένας θεσμός ενοχλητικός σε εκείνους που έχουν συνηθίσει στην αυθαιρεσία και στο ανέλεγκτο αυτής.
Επειδή, η δικαιοσύνη αποτελεί σ’ αυτούς τους πραγματικά δύσκολους καιρούς την υπέρτατη προσδοκία και ελπίδα του πολίτη, προκειμένου να διασφαλισθεί το αρραγές των αρμών της κοινωνικής μας συνοχής.
Επειδή, προσβλέπουμε σ’ Εσάς για την ευθυδικία, την τήρηση της νομιμότητας και την αποκατάσταση της, στην εν λόγω περίπτωση.
Επειδή, οι νόμοι και το Σύνταγμα του κράτους μας υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όχι να παραμένουν ανενεργοί, σαν «ακάλυπτες νομικές επιταγές».  
Επειδή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 παρ. 2 Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ. «(Η Εισαγγελία) Δρα ενιαία και αδιάκριτα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.».  
Επειδή, η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου καθώς και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως αξιωματικός και πολίτης Δημοκρατικού Κράτους.
Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις, τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.Κ. και μάλιστα με εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό (244 ΠΚ και 259 ΠΚ).
Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ).

                                         ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
          Και με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μου
                                                     ΑΙΤΟΥΜΑΙ

Την πλήρη και ουσιαστική διερεύνηση της υποθέσεως που μόνον η Εισαγγελική έρευνα μπορεί να αποκαλύψει, την ποινική δίωξη τους σύμφωνα με το Νόμο, την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων (αυτουργού και ηθικού αυτουργού) και τις δέουσες κατά νόμο ενέργειες, αποκαθιστώντας, έτσι, τη νομιμότητα.
Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλα τα αδικήματα που συρρέουν από τα μηνυόμενα, για την υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 1681, ΑΠ 344/03) καθώς και για χρηματική ικανοποίηση (44) ευρώ, λόγω υλικής και ηθικής βλάβης επελθούσας σε μένα από τις εν λόγω πράξεις και παραλήψεις, επιφυλασσόμενος να ασκήσω αγωγή, ενώπιον των αρμοδίων Πολιτικών Δικαστηρίων, για αποκατάσταση της επελθούσης βλάβης μου για το ποσό των (30.000) ευρώ.
      Προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως Συνημμένα έγγραφα (3)
1.      Το ενημερωτικό της Συντάξεως μου, Νοεμβρίου 2017               (ΣΧΕΤ.1)
2.      Το αρ. πρωτ. 91/24/Απρ/2017 έγγραφο του Συντονιστικού ΕΑΑ                  .                                                                                                             (ΣΧΕΤ.2)
3.      Το αρ.πρωτ. 18/2017/24/Απρ/2017 έγγραφο της ΠΟΣ               (ΣΧΕΤ.3)    
                                                                                            
                                                                                    Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 2017

                                      Ο Μηνυτής και Πολιτικώς Ενάγων
                                             Παναγιώτης Δ. Σταμάτης

                                                 Πλωτάρχης ΠΝ ε.α.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Αμοιβή Δικηγόρου: Διάκριση με τη δικαστική δαπάνη

Άρειος Πάγος, αρ. απόφασης 321/2017: Αμοιβή δικηγόρου στην αναγκαστική απαλλοτρίωση - Διαταγή πληρωμής - Διάκριση μεταξύ της δικηγορικής αμοιβής, η οποία πάντοτε είναι πληρωτέα από τον εντολέα του δικηγόρου με βάση τη σχέση έμμισθης εντολής και της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται από το δικαστήριο, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή και αποτελεί βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής, η οποία εντούτοις ανήκει στο διάδικο και όχι στο δικηγόρο του. Ο μη καθορισμός της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων στη δίκη περί καθορισμού προσωρινής ή οριστικής μονάδος αποζημίωσης ένεκα απαλλοτριώσεως, δεν επηρεάζει την εσωτερική σχέση (έμμισθη εντολή) πληρεξουσίου δικηγόρου και πελάτη. Διάταξη ουσιαστικού δικαίου είναι και η διάταξη του άρθρου 58 ΚΠολΔ. Απόρριψη λόγου εφέσεως με τον οποίο παραπονείτο ο αναιρεσείων για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου στην πληρωμή της αμοιβής του, ως δικηγόρου, που ύστερα από σχετική εντολή του τελευταίου (αναιρεσιβλήτου) άσκησε την αίτηση για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως για το απαλλοτριωθέν ακίνητό του και προέβη και στις λοιπές αναφερόμενες στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής δικαστικές ενέργειες. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Η αμοιβή για την οποία ζητήθηκε και εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, είναι η αμοιβή που οφείλεται με βάση την εσωτερική σχέση έμμισθης εντολής μεταξύ αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου, προς εκτέλεση των αναφερομένων ανωτέρω δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών, σχετικών με τον προσδιορισμό και την είσπραξη της αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντος ακινήτου του αναιρεσιβλήτου, για την καταβολή της οποίας στον αναιρεσείοντα δικηγόρο νομιμοποιείται παθητικά ο αναιρεσίβλητος εντολέας του και όχι η αμοιβή που ως μέρος της «πλήρους» αποζημιώσεως του απαλλοτριωθέντος βαρύνει τον υπόχρεο καταβολής της αποζημιώσεως, για την είσπραξη της οποίας νομιμοποιείται μόνο ο καθ' ου η απαλλοτρίωση και όχι ο εντολοδόχος αυτού δικηγόρος.
“Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.2, 38, 39, 46, 49, 63, 91, 92, 94 170 και 248 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. και 713 επ. ΑΚ προκύπτει, ότι ο δικηγόρος, ενεργώντας ελεύθερα έναντι του πελάτη του και μη διατελώντας σε σχέση εξαρτήσεως, είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, ενώ η μεταξύ τους σχέση χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή και δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του αμοιβή για κάθε εργασία δικαστική ή εξώδικη. Η αμοιβή του δικηγόρου για τις υπηρεσίες που προσέφερε καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εντολέα του, ο οποίος οφείλει την αμοιβή, εφόσον έδωσε εντολή επ ονόματι και για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν είναι διάδικος.
Αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία, το ελάχιστο της αμοιβής ορίζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. Κώδικα Δικηγόρων (ΑΠ 939/2013, 917/2013, 1687/2012, 1778/2011, 2073/2007). Η ως άνω σύμβαση για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητώς ή σιωπηρώς και σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ. 2 του ως άνω Κώδικα αποδεικνύεται με κάθε είδους έγγραφα, με απλές επιστολές, καθώς και με όρκο και ομολογία.
Περαιτέρω, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 1093/1980 ορίστηκε ότι "η ως άνω διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 161 του Δικηγορικού Κώδικα εφαρμόζεται και επί των δικηγορικών αμοιβών εξ αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κατά την ειδικήν διαδικασίαν προσδιορισμού τιμής μονάδος. Εφόσον η δικηγορική αμοιβή έχει καθορισθεί κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 92 του ν.δ. 3026/1954, αύτη δεν δύναται να είναι κατωτέρα των υπό των άρθρων 100 και επόμενα προβλεπομένων ελαχίστων ορίων".
Στη συνέχεια η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 1093/1980 ορίζει ότι "αι διατάξεις των άρθρων 178 και 179 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόζονται επί δικών διεξαγομένων κατά την ειδικήν διαδικασίαν περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Η δικαστική δαπάνη επιβάλλεται πάντοτε πλήρης, αποκλειστικώς δε εις βάρος του υποχρέου προς αποζημίωσιν, επιφυλασσομένων των διατάξεων του ν.δ. 446/1974. Το δικαστήριον εν πάση περιπτώσει προσδιορίζει την αμοιβήν του παραστάντος δικηγόρου εκατέρου των μερών διακεκριμένως, υπολογιζομένην βάσει του κατά την παράγραφον 3 του άρθρου 92 του ν.δ. 3026/1954 καταρτισθέντος συμφωνητικού, ή εν ελλείψει τούτου κατά τας διατάξεις των άρθρων 100 επόμ. του αυτού νομοθετικού διατάγματος".
Εξ άλλου κατά το άρθρο 114 παρ. 5 του Κώδικα Δικηγόρων προκειμένου για αίτηση προσδιορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριουμένων για δημόσια ανάγκη ή ωφέλεια ακινήτων, το ελάχιστο όριο της αμοιβής κανονίζεται από το άρθρο 100 με βάση την αξία των ακινήτων.
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 1093/1980, που προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10 του ν. 1868/1989, των παρ.5 και 6 του ίδιου άρθρου του ν. 1093/1980, ο προσδιορισμός της αμοιβής των δικηγόρων που παραστάθηκαν στη δίκη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι ανεξάρτητος της δικαστικής δαπάνης και δεν αποτελεί επιδίκαση υπέρ του διαδίκου που νίκησε, ούτε καταδίκη στη δαπάνη αυτή του υποχρέου στην καταβολή της αποζημιώσεως, αλλά συνιστά απλό καθορισμό της αμοιβής των δικηγόρων που παρέστησαν για το σκοπό της υπαγωγής της αμοιβής αυτής στο καθεστώς της παρακράτησης ορισμένου ποσοστού προς κάλυψη των εξόδων και ενίσχυση του ειδικού λογαριασμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 επ. και 98 επ. του Κώδικα περί δικηγόρων και των άρθρων 176, 177 και 189 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, άλλη είναι η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου και άλλη η εις το διάδικο επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, στην καταβολή της οποίας καταδικάζεται ο αντίδικός του με τη δικαστική απόφαση. Τούτο διότι η πρώτη, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου, ανάγεται στην εσωτερική εκ της εντολής σχέση, η οποία συνδέει τον πληρεξούσιο δικηγόρο με τον πελάτη του και καθορίζεται κατά την μεταξύ τους συμφωνία (άρθρο 92 του Κώδικα δικηγόρων), εφόσον αυτή είναι έγκυρη, εν ελλείψει δε τέτοιας έγκυρης συμφωνίας κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατιμήσεις αμοιβής των δικηγόρων (άρθρο 98 παρ.1 Κωδ. Δικ.)
Αντίθετα η δεύτερη, ήτοι η αποδοτέα δικαστική δαπάνη καθορίζεται κατά τις περί αυτής διατάξεις του άρθρου 189 ΚΠολΔ, κατά την οποία αποδίδονται μόνο τα αναγκαία προς διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης δικαστικά έξοδα και περιλαμβάνει τα δαπανήματα που καθορίζονται σ’ αυτή. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να γίνεται σαφώς διάκριση μεταξύ της δικηγορικής αμοιβής, η οποία πάντοτε είναι πληρωτέα από τον εντολέα του δικηγόρου με βάση τη σχέση έμμισθης εντολής και της δικαστικής δαπάνης που επιδικάζεται από το δικαστήριο, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή και αποτελεί βέβαια το μεγαλύτερο μέρος αυτής, η οποία εντούτοις ανήκει στο διάδικο και όχι στο δικηγόρου του (ΑΠ 939/2013, 2073/2007).
Ο μη καθορισμός της αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων στη δίκη περί καθορισμού προσωρινής ή οριστικής μονάδος αποζημίωσης ένεκα απαλλοτριώσεως, δεν επηρεάζει την εσωτερική σχέση (έμμισθη εντολή) πληρεξουσίου δικηγόρου και πελάτη, η οποία ρυθμίζεται σε περίπτωση ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας από τους όρους αυτής, άλλως ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα των Δικηγόρων καθόσον η επιδίωξη της αμοιβής με βάση την εσωτερική σχέση πληρεξουσίου δικηγόρου και εντολέα του είναι ανεξάρτητη από αυτή (ΑΠ 2073/2007) και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται αξίωση του δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης κατά του αντιδίκου του εντολέως του και αντίστοιχη υποχρέωση αυτού για την καταβολή της αμοιβής του (ΑΠ 939/2013).
Ο δικηγόρος μπορεί να επιδιώξει την αμοιβή του αυτή, ασκώντας σχετική αγωγή, που εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 677 επ. ΚΠολΔ. (ΑΠ 143/2014, 917/2013, 1687/2012, 1778/2011, 2073/2007). Αν, όμως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως διαταγής πληρωμής, δηλαδή απαίτηση η οποία προκύπτει από έγγραφο, η οποία (απαίτηση) δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο ( άρθρα 623 και 624 Κ.Πολ.Δ.), μπορεί να ζητήσει την επιδίκαση της δικηγορικής του αμοιβής και με διαταγή πληρωμής (ΑΠ 2073/2007).
Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται η καθόλου υπόθεση, αλλά στο μέτρο των λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ολ. ΑΠ 10/1997, ΑΠ 294/2014, 2073/2007)...
...Mε το άρθρο 17 παρ. 4 του ν.δ. 797/1971 περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 1 του ν.δ. 446/1974, η δικαστική δαπάνη βαρύνει τον υπόχρεο προς καταβολή της αποζημίωσης και επιδικάζεται πάντοτε από το δικαστήριο με την ίδια απόφαση που καθορίζει την αποζημίωση. Όμοια ρύθμιση περιέχεται στο άρθρο 9 παρ. 5 του νόμου 1093/1980. Με τις νεότερες διατάξεις των παραγράφων 1, 1α και 6 του άρθρου 9 του νόμου 1093/1980, η δεύτερη των οποίων προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 10 του νόμου 1868/1989, ορίστηκε: 1) ότι οι αμοιβές των δικηγόρων των διαδίκων, που αξιώνουν κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο, εμπίπτουν στους διανεμητικούς λογαριασμούς, που συστήθηκαν στους κατά τόπους Δικηγορικούς Συλλόγους με το άρθρο 161 παρ. 7 του Κώδικα Δικηγόρων, που προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ.2 του νόμου 723/1977, 2) ότι το δικαστήριο, με την ίδια απόφαση με την οποία ορίζει την αποζημίωση, προσδιορίζει και την αμοιβή του δικηγόρου του καθ’ ου η απαλλοτρίωση, όχι βάσει της κατά τα άρθρα 100 επ. του Κώδικα Δικηγόρων προβλεπόμενης νόμιμης αμοιβής, αλλά με βάση το ποσοστό που καθορίζεται για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, και 3) ότι ο υπόχρεος προς αποζημίωση ή το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων οφείλουν να παρακρατούν από το ποσό της αποζημίωσης, το ποσό της αμοιβής που προκύπτει με βάση το ως άνω ποσοστό, ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης, και να το αποδίδουν στο Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο ανήκει ο δικαιούχος δικηγόρος. Ενόψει όμως της ως άνω συνταγματικής αρχής η αποζημίωση πρέπει να είναι πλήρης, το δε ποσό αυτής πρέπει να περιέρχεται στο δικαιούχο ακέραιο και αλώβητο. Μέρος δε αυτής αποτελούν και τα δικαστικά έξοδα, αφού ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση αναγκαίως υποβάλλεται σε αυτά για να επιτύχει τον καθορισμό της αποζημίωσης, που δικαιούται να λάβει. ’ρα αυτά, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του (άρθρο 189 ΚΠολΔ), αποτελούν παρακολούθημα της αποζημίωσης, προσαυξάνουν το ποσό της και βαρύνουν, όπως και εκείνη, τον υπόχρεο στην καταβολή της. Πρέπει συνεπώς να επιδικάζονται σε βάρος του υποχρέου και να περιέρχονται στο δικαιούχο της αποζημίωσης. Η δικηγορική αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικαστεί και να περιέλθει σε αυτόν συνίσταται στο ποσό, το προκύπτον κατ’ εφαρμογήν των οικείων διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων (άρθρα 100 επ.). διότι αυτό αποτελεί τη νόμιμη αμοιβή, άρα τη δαπάνη στην οποία αναγκαίως αυτός υποβάλλεται. Για το λόγο αυτό, κατά τον καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής, αφενός δεν λαμβάνεται υπόψη τυχόν ιδιαίτερη με τον δικηγόρο συμφωνία (εργολαβία δίκης) και αφετέρου το ποσό αυτής δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, ούτε σε μείωση ή περιορισμό, κατά το άρθρο 22 του νόμου 3693/1957, αφού έτσι ο δικαιούχος θα επιβαρυνόταν με τη διαφορά, με αποτέλεσμα τη φαλκίδευση του ποσού της αποζημίωσης. Για τον ίδιο λόγο δεν επιτρέπεται να ορισθεί ως αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης ποσό άλλο, και μάλιστα με βάση ποσοστό επί της αποζημίωσης, το οποίο ορίζεται, κατά Δικηγορικό Σύλλογο, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, προκειμένου αυτό να αφαιρεθεί από την καταβλητέα στο δικαιούχο αποζημίωση και να περιέλθει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο για να διανεμηθεί στα μέλη του. Διότι έτσι το ποσό της αποζημίωσης φαλκιδεύεται, αφού ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση επιβαρύνεται με τη διαφορά μεταξύ της νόμιμης δικηγορικής αμοιβής, που αναγκαίως θα πληρώσει στον δικηγόρο του, και εκείνης, η οποία προκύπτει βάσει του κανονιστικώς προβλεπομένου ποσοστού, η οποία και παρακρατείται. Ο εκκαλών με σχετικό λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχτηκε το σχετικό λόγο ανακοπής περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπο του καθ’ ου η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής-ανακόπτοντος και ήδη εφεσιβλήτου και ακύρωσε την προσβληθείσα υπό του τελευταίου υπ’ αριθ. 575/2008 διαταγή πληρωμής της Ειρηνοδίκη Κορίνθου. Πλην όμως με βάση τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, ο σχετικός λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς πράγματι στην προκείμενη περίπτωση υπόχρεος προς καταβολή της δικηγορικής αμοιβής δεν ήταν ο καθ’ ου η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής-ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος αλλά το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, δαπάναις του οποίου κηρύχθηκε η σχετική αναγκαστική απαλλοτρίωση".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πολυμελές Πρωτοδικείο, απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως με τον οποίο παραπονείτο ο αναιρεσείων για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου στην πληρωμή της αμοιβής του, ως δικηγόρου, που ύστερα από σχετική εντολή του τελευταίου (αναιρεσιβλήτου) άσκησε την αίτηση για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως για το απαλλοτριωθέν ακίνητό του και προέβη και στις λοιπές αναφερόμενες στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής δικαστικές ενέργειες και την έφεση στο σύνολό της επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με την κρίση του αυτή το ως εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 91, 92, 98,100 παρ.1, 107, 110 και 114 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) και 68 ΚΠολΔ, αφού η αμοιβή για την οποία ζητήθηκε και εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής, είναι η αμοιβή που οφείλεται με βάση την εσωτερική σχέση έμμισθης εντολής μεταξύ αναιρεσείοντος και αναιρεσιβλήτου, προς εκτέλεση των αναφερομένων ανωτέρω δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών, σχετικών με τον προσδιορισμό και την είσπραξη της αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντος ακινήτου του αναιρεσιβλήτου, για την καταβολή της οποίας στον αναιρεσείοντα δικηγόρο νομιμοποιείται παθητικά ο αναιρεσίβλητος εντολέας του και όχι η αμοιβή που ως μέρος της "πλήρους" αποζημιώσεως του απαλλοτριωθέντος βαρύνει τον υπόχρεο καταβολής της αποζημιώσεως, για την είσπραξη της οποίας νομιμοποιείται μόνο ο καθ’ ου η απαλλοτρίωση και όχι ο εντολοδόχος αυτού δικηγόρος. Επομένως ο μοναδικός από το άρθρο 560 αριθ. 1 λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της κατά παραβίαση των διατάξεων αυτών απορρίψεως του σχετικού λόγου εφέσεως και της ίδιας της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατ’ουσίαν και επικυρώσεως της πρωτόδικης 135/2010 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κορίνθου με την οποία είχε, κατά παραδοχή σχετικού λόγου ανακοπής του αναιρεσιβλήτου, ακυρωθεί η 575/2008 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Κορίνθου, για έλλειψη παθητικής νομιμοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου στην καταβολή της αμοιβής του αναιρεσείοντος δικηγόρου του, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός”. (dsanet.gr)

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

" Η Νομοθετική ρύθμιση υφ΄ όρων παραγραφής αδικημάτων, υφ΄ όρων παύσης ποινικής δίωξης & υφ΄ όρων παραγραφής καταγνωσθεισών ποινών. Προβληματισμοί - Δικονομικά αδιέξοδα" [Σπυρίδων Σορβατζιώτης, Δικηγόρος Δ.Σ. Πατρών]





Ø ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
- Η νομοτεχνική πρακτική της υφ’ όρων παραγραφής αδικημάτων και της παραγραφής και μη εκτέλεσης ποινών υφ’ όρων, ιστορικά πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα με τους ΑΝ 1504/1950, 1623/1951, 2057/1957 και 2058/1957, οι οποίοι αποτέλεσαν μέρος του σχεδίου «αποκατάστασης εσωτερικής ομαλότητας και αποκατάστασης εσωτερικής γαλήνης και λήθης του παρελθόντος», ως αναφέρει η εισηγητική τους έκθεση, δεδομένου ότι η χώρα προσπαθούσε να εξέλθει από την δύνη του εμφυλίου πολέμου.
Το έτος 1964 επ’ ευκαιρία των γάμων του Βασιλέως Κωνσταντίνου, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου νομοθετεί αντιστοίχως ευεργετικά μέτρα υπέρ των ελαφροποίνων καταδίκων, «επί σοβαρού πολιτειακού γεγονότος», ως αναφέρει το σχετικό νομοθέτημα.
Η δικτατορία του Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τα Ν.Δ. 379/1968 και 381/1969 ακολουθεί την ίδια πρακτική, χωρίς βέβαια να υπάρχουν αιτιολογικές εκθέσεις στα αντίστοιχα νομοθετήματα.
Tο έτος 1982 με τον Ν.1240/1982 η τότε κυβέρνηση νομοθετεί την υφ’ όρον παραγραφή και την παύση της ποινικής δίωξης με διατάξεις που ομοιάζουν με αυτές των νομοθετημάτων που ακολούθησαν από το έτος 2005 και εντεύθεν.
Τo έτος 1999 με τον Ν.2721/1999 εξαλείφθηκε το αξιόποινο των άρθρων 290, 291 και 292Π.Κ. (εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών) και έπαυσε η ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν το Μάρτιο του έτους 1997, κατά την διάρκεια των τότε αγροτικών κινητοποιήσεων.     
Μετά το έτος 2005 ακολούθησαν οι Ν.3346/2005, Ν.4043/2012, 4198/2013 και ο πιο πρόσφατος 4411/2016, όπου σχεδόν πανομοιότυπα ως προς την νομοτεχνική τους μορφή, παρέγραψαν υφ’ όρον αδικήματα, έπαυσαν την ποινική δίωξη γι’ αυτά και παρέγραψαν υφ’ όρον τις καταγνωσθείσες ποινές.
Κριτήριο του νομοθέτη το ύψος της επαπειλούμενης ποινής (π.χ έως δύο έτη φυλάκιση), ο χρόνος τέλεσης (π.χ έως την 31.03.2016), το ύψος της καταγνωσθείσας ποινής (π.χ. ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών) σωρευτικά με την προϋπόθεση ότι οι καταδικαστικές αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

Ø  ΦΥΣΗ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ
- Η φύση των νομοθετημάτων αυτών δύναται να κριθεί αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι η παραγραφή ως θεσμός του Ποινικού Δικαίου συνδέεται αμιγώς με τον χρόνο που έχει παρέλθει από την διάπραξη ενός αδικήματος, βάσει του οποίου ο νομοθέτης κρίνει ότι αμβλύνεται η ανάγκη της γενικής και ειδικής πρόληψης. (άρθρο 111 Π.Κ)
Tα εν λόγω νομοθετήματα προσιδιάζουν με την αμνηστία διότι εξαλείφουν το αξιόποινο έστω και με όρους. Όμως η αμνηστία αφενός δεν παρέχεται επί κοινών εγκλημάτων μετά την τροποποίηση του Συντάγματος (1975) (άρθρο 47 παρ. 4), αφετέρου ορθώς παρατηρείται ( από ποιον)  ότι η υφ’ όρον παραγραφή τυπικά θίγει την ποινική μεταχείριση και δεν αμνηστεύει το έγκλημα.

Ø  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ-ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ
- Ο δικαιολογητικός λόγος σύμφωνα με τον νομοθέτη της ψήφισης των συγκεκριμένων νομοθετημάτων, είναι η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η αποσυμφόρηση των πινακίων των ποινικών δικαστηρίων, που ως αποδεικνύεται γίνεται κατά τρόπο νομικά παράδοξο και τούτο διότι η επιβάρυνση του ποινικού συστήματος, προεχόντως οφείλεται στην τάση του ιδίου του νομοθέτη να ποινικοποιεί ακατάσχετα ευκαιριακά και συστηματικά απαράσκευα συμπεριφορές.
Στην πραγματικότητα ο νομοθέτης με τα συγκεκριμένα νομοθετήματα άσκησε συγκυριακή πολιτική προκειμένου ν’ απαλλάξει τον Έλληνα Δικαστή από την εκδίκαση των πταισμάτων και των πλημμελημάτων που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των νόμων της υφ’ όρον παραγραφής, παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της νομιμότητας και της ασφάλειας του δικαίου.
Τούτο γίνεται απόλυτα κατανοητό, εάν για παράδειγμα αναλογιστούμε ότι σύμφωνα με τον άρθρο 8 του Ν.4411/2016, κάποιος που τέλεσε το αδίκημα της δυσφήμισης 362Π.Κ. (ουχί της δυσφήμισης δια του τύπου για την οποία προβλέπεται ρητά εξαίρεση), όπου ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, έως την 31.03.2016, το αξιόποινο εξαλείφεται και παύει η εις βάρος του ποινική δίωξη. Αντιστοίχως εάν κάποιος άλλος τέλεσε το ίδιο αδίκημα την 01.04.2016 η πράξη του είναι αξιόποινη και ασκείται ποινική δίωξη κατ’ αυτού. Αυτό το νομικά παράδοξο εφεύρημα του Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος φαίνεται να  έχει διεθνώς πρωτοτυπήσει, ευρίσκεται στον αντίποδα των αρχών της νομιμότητας και της δίκαιης δίκης.
Εδώ τίθενται κάποια εύλογα ερωτήματα: Πως είναι δυνατόν ο πολίτης να αισθάνεται ασφάλεια δικαίου, όταν ευκαιριακά ο νομοθέτης «αμνηστεύει» ποινικούς παραβάτες με μοναδικό σκοπό την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων και μόνον.
Πως ο ίδιος ο Δικαστής θα αισθανθεί ότι υπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, όταν την μια στιγμή καταδικάζει ποινικούς παραβάτες και την άλλη παραγράφει υφ’ όρον άλλους για τις ίδιες ποινικώς κολάσιμες πράξεις.
Πως ακόμα περισσότερο, το θύμα θα προσφύγει στην δικαιοσύνη και θα ζητήσει έννομη προστασία όταν γνωρίζει  ότι με την τηρούμενη, με ιδιαίτερη συχνότητα νομοθετική πρακτική, ο ποινικός παραβάτης θα μείνει ή ενδέχεται να μείνει ατιμώρητος. Για ποιο λόγο επί παραδείγματι να μην «ανεχθεί» το θύμα την εξύβριση εις βάρος του, όταν βάσιμα πιθανολογεί ότι ο νομοθέτης δεν θα τιμωρήσει ποτέ το παραβάτη, αντιθέτως θα τον «επιβραβεύσει» για την άδικη συμπεριφορά του, με μοναδικό όρο εντός διετίας να μην καταδικασθεί αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας έξι (6) μηνών. Τελικά πόσο σημασία στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει για τον Έλληνα νομοθέτη η τιμή του συγκεκριμένου πολίτη ως προστατευόμενο έννομο αγαθό.
Τι ακριβώς θα απαντήσει ο νομοθέτης στον Έλληνα γονιό του οποίου το ανήλικο τέκνο υπήρξε θύμα προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του, πολύ δε περισσότερο στο ίδιο το ανήλικο θύμα το οποίο θα ρωτήσει τον δικηγόρο ή/και τον δικαστή: «δηλαδή ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί;» Τότε, είναι αδύνατον να το κοιτάξεις κατάματα και να απαντήσεις «δυστυχώς, έτσι λέει ο νόμος».  Η μήπως η πρόβλεψη εξαιρέσεως του συγκεκριμένου αδικήματος στον Ν.4411/2016, θεραπεύει το παράλογο; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική όταν σκεφτεί κανείς ότι στα προηγηθέντα όμοια νομοθετήματα δεν υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα νομοθετήματα  προσβάλλουν την έννοια του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και κατά συνέπεια  συνιστούν άρνηση δίκαιης μεταχείρισης.    

      
Ø  Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ & ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΗΣ ΔΙΚΗΣ
- Οι συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις παραβιάζουν ευθέως την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν μεταχειρίζεται ισότιμα αφενός τους ποινικούς παραβάτες, αφετέρου τους μηνυτές και τους μηνυόμενους.
Ως προς την πρώτη περίπτωση, θέτει ένα χρονικό σημείο και σύμφωνα με αυτό αίρει τις  ποινικές συνέπειες για τους ποινικούς παραβάτες. Για το ίδιο ποινικό αδίκημα μια κατηγορία ποινικών παραβατών απαλλάσσεται των ποινικών ευθυνών της υφ’ όρον, ενώ μια άλλη έχει ποινικές συνέπειες. Για παράδειγμα, κάποιος που τέλεσε συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, δεν έχει καταδικασθεί γι αυτό αμετάκλητα και δεν έχει εκτελέσει την ποινή του έως μια συγκεκριμένη ημερομηνία που θέτει ο νομοθέτης δεν έχει ποινικές συνέπειες, ενώ κάποιος άλλος που τελεί το ίδιο ποινικό αδίκημα μετά το χρονικό αυτό σημείο ή έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα και εκτέλεσε την ποινή του, γιατί πιθανόν δεν επέτυχε περισσότερες αναβολές στην εκδίκαση της υποθέσεως του, του επιβλήθηκαν οι κυρώσεις του νόμου.
Ως προς την δεύτερη περίπτωση, η αρχή της ισότητας παραβιάζεται διότι ο νομοθέτης σε όλα αυτά τα νομοθετήματα ουδεμία έλαβε πρόνοια, ούτε καν σκέφτηκε ότι κατά αυτό τον τρόπο καταργεί το δικαίωμα του μηνυτή στην εκδίκαση της μηνύσεως του και στην δίκαιη πιθανόν αξίωση του, για την καταδίκη του ποινικού παραβάτη. Αν τούτο είναι ίσως ανεκτό σε ορισμένα αδικήματα ήσσονος κοινωνικής απαξίας όπως τα πταίσματα, ποια θα είναι η απάντηση για πλειάδα πλημμελημάτων που υφ’ όρον παραγράφονται. Παρέλκει να γίνει βέβαια λόγος για τα έξοδα που έχει καταβάλει ο μηνυτής για παράβολα εγκλήσεως, πολιτικής αγωγής ακόμα και για την τυχόν αμοιβή του δικηγόρου του, πολύ όμως περισσότερο για την ηθική του βλάβη.
Ηθική βλάβη, για την οποία πιθανόν να έχει ασκήσει αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια συμπεριλαμβανομένων και των Ειρηνοδικείων. Σε αυτή τη περίπτωση, ο Δικαστής οφείλει αρχικά να διαγνώσει την τέλεση της άδικης πράξης κι έπειτα να επιδικάσει τυχόν αποζημίωση, χωρίς να παρέχονται στους διαδίκους τα εχέγγυα των δύο βαθμών της ποινικής διαδικασίας, ήτοι του πρωτόδικου δικαστηρίου και του Εφετείου.
Αυτός ο προβληματισμός πυροδοτεί με την σειρά του, και πάλι επί τη βάσει της αρχής της ισότητας, αλλά και του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α, τον ακόλουθο προβληματισμό: γιατί ο καταδικασθείς έως συγκεκριμένο ύψος ποινής στερείται υποχρεωτικά τον δεύτερο βαθμό κρίσης και τον φυσικό Δικαστή του; Είναι εξάλλου πιθανόν να κηρυχθεί αθώος. Όμως αυτό βρίσκεται ταυτόχρονα σε άμεση συνάρτηση και με την κρίση του Δικαστή που θα κληθεί να κρίνει την τυχόν επιδικασθείσα αποζημίωση για την ηθική βλάβη.
Ακόμα περισσότερο ο προβληματισμός εντείνεται εάν πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος κηρυχθεί αθώος, ασκηθεί έφεση από τον Εισαγγελέα και μεσολαβήσει νομοθέτημα που παραγράφει υφ’ όρον το αδίκημα.
Πως θα τύχει εφαρμογής «το τεκμήριο αθωότητας» στην πολιτική δίκη όταν ο Δικαστής επηρεασμένος από την έφεση του Εισαγγελέα θα καταλήξει στην σκέψη ότι έχει εμφιλοχωρήσει σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση. Βέβαια το τεκμήριο αθωότητας αφορά μόνο την ποινική δίκη. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο Δικαστής των πολιτικών δικαστηρίων καλείται να διαγνώσει την ποινική ευθύνη του εναγόμενου ένεκα των ουσιαστικών αδιεξόδων που προκαλούν τα συγκεκριμένα νομοθετήματα.
Αντιστρόφως δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στερείται της κρίσης του φυσικού του Δικαστή, αφού δεν έχει την δικονομική δυνατότητα να ζητήσει την πρόοδο της δίκης κατά πλήρη παραβίαση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων, και παραμένει έτσι «οιονεί παραβάτης-ένοχος» αφού η υπόθεσή του δεν εξετάσθηκε ποτέ στην ουσία, αλλά κατά τις επιταγές του εκάστοτε νομοθέτη παραγράφηκε υφ’ όρον.             
Δεν θα πρέπει να λησμονούμε εξάλλου ότι ο νομοθέτης σε όλα αυτά τα νομοθετήματα  δεν έλαβε καμία απολύτως πρόνοια για τις υποθέσεις ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμισης που απομένουν εκκρεμείς, όταν οι αντίθετές τους παραγράφονται υφ’ όρον. Αντιστοίχως και σ’ αυτές ο Δικαστής καλείται να διαγνώσει ως «προδικαστικό» ζήτημα την τέλεση ή όχι του αδικήματος που παραγράφηκε υφ’ όρον για λόγους αναγόμενους αποκλειστικά στην βούληση του νομοθέτη.
Και βέβαια η αρχή της ισότητας κάμπτεται ολοκληρωτικά όταν ο καταδικασθείς σε δεύτερο βαθμό σύμφωνα με τους όρους που θέτει πάντα ο νομοθέτης (έως έξι μήνες ποινή) δεν έχει εκτελέσει την ποινή του και η απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη τότε ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εκτίει, σε αντίθεση με τον ποινικό παραβάτη σε βάρος του οποίου η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη και οφείλει να εκτίσει την ποινή του.

Ø  H περίπτωση της διοικητικής διαδικασίας περί προσωρινής αφαίρεσης αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
- Πέραν των ανωτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα νομοθετήματα της υφ’
όρων παραγραφής προκαλούν ουσιαστικά αδιέξοδα και στην διοικητική διαδικασία 
της προσωρινής αφαίρεσης αδειών λειτουργίας καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος. 
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την σχετική νομοθετική πρόβλεψη του Π.Δ. 180/1979 ως ισχύει, 
με την βεβαίωση από αστυνομικούς ή άλλα αρμόδια όργανα τριών (3) συνολικά παραβάσεων, 
εντός έτους, των υγειονομικών διατάξεων που καθορίζουν μέτρα προστασίας της 
Δημόσιας Υγείας από θορύβους μουσικής των κέντρων διασκέδασης και των λοιπών 
καταστημάτων, των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την κοινή ησυχία, τη 
λειτουργία μουσικής χωρίς άδεια, την παραβίαση των όρων και προϋποθέσεων της 
κατεχόμενης αδείας λειτουργίας μουσικής και το ωράριο λειτουργίας στα καταστήματα, 
η διοικητική αρχή αφαιρεί την άδεια λειτουργίας του καταστήματος από δέκα (10) 
έως εξήντα (60) ημέρες. 
 
Οι περισσότερες από αυτές τις παραβάσεις τυποποιούνται ως πταίσματα για τα οποία οι 
υποθέσεις εισάγονται ενώπιον του αρμόδιου Πταισματοδικείου και επί αθωωτικής αποφάσεως του 
Δικαστηρίου, δεν επιβάλλεται το ως άνω διοικητικό μέτρο. 
 
Με την εφαρμογή των διατάξεων της υφ’ όρον παραγραφής ωστόσο, παύει η ποινική δίωξη, οι υποθέσεις αυτές τίθενται στο αρχείο κι έτσι ο παραβάτης στερείται της δυνατότητας να αποδείξει την αθωότητά του.
Τούτο πρακτικά έχει ως αποτέλεσμα οι βεβαιωθείσες παραβάσεις να θεωρούνται τελεσθείσες, αφού δεν μεσολαβεί απαλλακτική κρίση δικαστηρίου και να αφαιρούνται οι άδειες λειτουργίας των καταστημάτων με άμεση συνέπεια την οικονομική ζημία των καταστημάτων αυτών, αλλά και του προσωπικού που έστω και πρόσκαιρα θα απολέσει το βιοποριστικό του εισόδημα.
Καθίσταται έτσι σαφές ότι οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος στερούνται με την θέσπιση των συγκεκριμένων νομοθετημάτων την έννομη προστασία και είναι κυριολεκτικά έρμαια της κρίσης – αντίληψης του διοικητικού οργάνου που βεβαιώνει την παράβαση, χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν το αντίθετο.
Δέον όπως σημειωθεί ότι η προσφυγή στα αρμόδια Διοικητικά Δικαστήρια και η αίτηση αναστολής με ταυτόχρονο αίτημα προσωρινής διαταγής απαγόρευσης εφαρμογής του διοικητικού μέτρου, ουσιαστικά δεν έχει τύχη, δεδομένου ότι ο διοικητικός δικαστής απορρίπτει το σχετικό  αίτημα, επικαλούμενος το δημόσιο συμφέρον ένεκα της φύσεως των παραβάσεων.

Ø  ΕΠΙΛΟΓΟΣ    
Δεν είναι δυστυχώς σαφές από τις αιτιολογικές εκθέσεις, πώς αυτού του είδους οι ευκαιριακές διατάξεις εξυπηρετούν το ύψιστο συμφέρον της Δικαιοσύνης και ποια Αρχή του Δικαίου υπηρετούν.  Καθίσταται ωστόσο σαφές,  ότι η πρακτική θέσπισης των νομοθετημάτων της υφ’ όρον παραγραφής αδικημάτων και της παραγραφής και μη εκτέλεσης ποινών υφ’ όρον, έχει ως απότοκο την ευθεία παραβίαση θεμελιωδών Αρχών του Δικαίου, την δυσπιστία του πολίτη στην Ασφάλεια του Δικαίου και τη Δικαιοσύνη και εντεύθεν την απαξίωση της απονομής της.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πηγές:
Συνεδρίαση ΝΣΤ’-04.03.1982 (Ν.1240/1982):Νομοσχέδιο Υπ. Δικαιοσύνης περί υφ’ όρον παύσεως ποινικής δίωξης και υφ’ όρον απολύσεως Εισηγήτρια Άννα Μπενάκη- Ψαρούδα, Επιστολή της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος προς τον Υπουργό  Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ. Χαράλαμπο Αθανασίου για την προωθούμενη ρύθμιση παραγραφής υφ’ όρον του αξιοποίνου αδικημάτων μικρής κοινωνικής απαξίας με τροπολογία του Υπουργείου Δικαιοσύνης αρ. πρωτ. 87/09.09.2013
                                                                                                                                                                                                                                                                                    
(εισήγηση στο  2ο Παγκύπριο Συνέδριο Ποινικού Δικαίου & Εγκληματολογίας )