Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΑΣ

                                                                                            Γ2017/2632

 


                                                                       ΕΝΩΠΙΟΝ
                                Του κ. EΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

                                                           ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ

Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α, κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αριθμ. 48. ΑΔΤ:150921/22/2/2012 Τ.Α. ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ                                                                         (panos_stamatis@yahoo.gr)

                                                              ΚΑΤΑ

1.     ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμετόχου και εμπλεκομένου, διά κοινής δράσης και κοινού δόλου, αρμοδίου υπηρεσιακού παράγοντος και εξωθεσμικού τοιούτου συναυτουργού ή ηθικού  αυτουργού, κατ’ άρθρα 45-49 ΠΚ.

2.     Και κάθε άλλου προσώπου ως προς το οποίο προκύπτουν αποχρώσες    ενδείξεις ενοχής.  



I. Εισαγωγή

Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ,

Εκθέτω στην κρίση Σας τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που πραγματώνουν την τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, αυτεπαγγέλτως διωκόμενα (244 ΠΚ, 259 ΠΚ), εις βάρος των συνταξιούχων των ΕΔ, Σ.Α, κ.α. και συστοίχως εις βάρος μου και αιτούμαι τα κατά το νόμο.  

Τα κρίσιμα περιστατικά και οι σύστοιχες συμπεριφορές πραγματώθηκαν από υπαλλήλους του ΓΛΚ, (ενδεικτικά από 10.5.2017 έως και σήμερα και αφορούν την  
κράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης του Ν.3865/2010 (ΕΑΣ),  καθώς είναι αντίθετη με τα αρθ. 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ 1 και 4 του Συντάγματος και από τις από αυτά απορρέουσες αρχές, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύτηκε την 10/2/2017.

Αναφέρομαι σε Εσάς κ. Εισαγγελεύ ζητώντας τη συνδρομή σας, προκειμένου να διερευνηθεί από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης αυτή η κατάφωρη αδικία εις βάρος μας, που πέρα των αντισυνταγματικών περικοπών των συντάξεώς μας, δεν  επιτρέπουν στον συνταξιούχο, να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή.  (βλ. ΟλΣτΕ 734/2016, 2287,8,9,90/2015, απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010,-1 BvL1/09-,-1BvL3/09-,-1BvL4/09-,ιδίωςRn.135).

II. Τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά.

1.-Πρόσφατα περιήλθε εις γνώση μου το πλήρες περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. 244/2017 απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δημοσιεύτηκε την 10/2/2017, όπου κρίθηκε κατά πλειοψηφία, ως αντισυνταγματική η κράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης του Ν.3865/2010, , καθώς είναι αντίθετη με τα αρθ. 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ.5 και 25 παρ 1 και 4 του Συντάγματος και από τις από αυτά απορρέουσες αρχές,  που επιβλήθηκε με τους  ν. 3863/10, 3865/10, 3986/11, 4002/11,στους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα και των «ειδικών μισθολογίων, με το σκεπτικό ότι τελικός αποδέκτης των εισφορών δεν είναι το Δημόσιο, από το οποίο συνταξιοδοτούνται οι δημόσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι, αλλά οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που δεν υπάγονται στο Δημόσιο και από τους οποίους δεν έχουν απολαβές οι συνταξιούχοι του Δημοσίου. Η ίδια ως άνω απόφαση απεφάνθη περαιτέρω ότι οι τυχόν απαιτήσεις για επιστροφή των αχρεωστήτως παρακρατηθέντων ποσών της εισφοράς αυτής, αρχίζουν από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης, ήτοι την 9-2-2017.
2-Πρέπει να σημειωθεί ότι η υπ’ αριθμ. ΟλΕλΣυν 244/2017 απόφαση αναφέρεται αποκλειστικά στην εισφορά αλληλεγγύης του Ν.3865/2010, που επιβλήθηκε σε όλους τους συνταξιούχους. Ωστόσο συντρέχουν οι ίδιοι νομικοί λόγοι για επιστροφή της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης του Ν.4002/2011.
3- Κατόπιν όλων αυτών, διαμαρτυρήθηκα στον προϊστάμενο της γενικής διευθύνσεως του ΓΛΚ, κ. Σπυρίδωνα Ντάνο, με την από 10.5.2017. εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία,  για την διακοπή της παρακράτησης υπέρ ΕΑΣ καθώς και την επιστροφή των μη νομίμως παρακρατηθέντων από 10-2-2017.   (ΣΧΕΤ. 1)
4- Με το υπ.αριθ. 107040/2017/24-5-2017, έγγραφο ΓΛΚ, μου απάντησε ότι έχει ενημερωθεί ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και αναμένονται σχετικές οδηγίες, αναγνωρίζοντας ότι η κράτηση της εισφοράς της ΕΑΣ είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου η είσπραξή της είναι παράνομη   (ΣΧΕΤ. 2).
5- Σύμφωνα με το άρθρο 103, παρ. 1 του Συντ. ορίζει ότι : «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό. Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα».
Ομοίως το άρθρο 24 του ΥΚ ορίζει ότι : «Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του κράτους, ορίζει υπηρετεί μόνο το λαό και οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία».
Σύμφωνα δε με το άρθρο 25, παρ. 1 του ΥΚ : «Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών».
6- Με το ενημερωτικό της Συντάξεως μου, Αυγούστου 2017, διαπίστωσα ότι συνεχίζεται η παράνομη είσπραξη της ΕΑΣ.                                                  (ΣΧΕΤ. 3)
7-Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως ότι, με τα υφιστάμενα δεδομένα η συνεχιζόμενη είσπραξη της ΕΑΣ είναι παράνομη,  έχει δε επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωση υμών και εμού προσωπικά, γεγονός που καθιστά ελεγκτέο τόσο πειθαρχικά όσο και ποινικά τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΓΛΚ, δια τις ανωτέρω ενέργειες και παραλείψεις τους.

III. Νομική θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς.

1.     Οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27 Π.Κ προσδιορίζουν την έννοια της υπαιτιότητας και του δόλου, που συνιστούν προϋπόθεση του ποινικού κολασμού των κακουργηματικών πράξεων.

2.     Κατά το άρθρο 46 παρ. 1β` του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξης και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα ή διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. 

3.     Κατά τη διάταξη του  άρθρου 244 ΠΚ, "υπάλληλος που εν γνώσει εισπράττει φόρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά έξοδα, ή οποιαδήποτε δικαιώματα που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από την διάταξη προκύπτει, ότι δια την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, το οποίον είναι γνήσιο, ιδιαίτερο, εφ`όσον αυτουργός πρέπει να είναι υπάλληλος, κατά την έννοιαν του άρθρου 13α Π.Κ.,απαιτείται η είσπραξη, υπό μορφή φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων, μ οφειλομένων καθ` ολοκληριαν ή κατά ποσόν που εισεπράχθη. Σκοπός δε της διατάξεως είναι η προστασία του πολίτη κατά πράξεων των αρμοδίων οργάνων, επιφορτισμένων με βεβαίωση και είσπραξη των κατά νόμον προσδιωρισμένον. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ήτοι γνώση ότι το ποσόν το οποίον ζητείται δεν οφείλεται ή ότι το φερόμενο ως οφειλόμενο είναι μεγαλύτερο του πράγματι οφειλομένου και εκδήλωση βουλήσεως να ενεργήσει παρανόμως. Η θέληση του αυτουργού συνάπτεται προς το σύνολον των υλικών ενεργειών και ερευνάται σε σχέση με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Ο δόλος περιλαμβάνει και τη γνώση της μη οφειλής (ΑΠ 1311/94 ΠΧ ΜΔ 148).
4.     Η και άλλως, κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ¨υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη¨. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Πρόκειται για έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' ΠΚ, στον οποίον έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, συνεπώς και οι υπάλληλοι του ΓΛΚ. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος, απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούληση του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., σ. 2278-2279, με παραπομπές σε νομολογία και περαιτέρω ΑΠ 727/2000, ΑΠ 1035/2003, ΑΠ 1591/2007,   ΑΠ 1153/2010,   ΑΠ 549/2011, ΑΠ 298/2011, ΑΠ 28/2012 και ΑΠ 137/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ,   Τόμος   Β',   2000,   σ.   2288-2289,   ΑΠ   727/2000,   ΠοινΧρον2001,   σ.   63   και ΑΠ1153/2010, ό.π.).
Στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος υπάρχει, όταν ο υπάλληλος παραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και τον γενικότερο ή ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από το νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δράση. Στο μέτρο που διακριτική ευχέρεια δεν σημαίνει απόλυτη ελευθερία δράσης εκ μέρους του υπαλλήλου, αλλά κρίση στο πλαίσιο μιας νομοθετικές, εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και να ληφθεί υπόψη η απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβαση εκ μέρους του υπαλλήλου της δοθείσας από το νόμο εξουσιοδότησης, είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (βλ Μπιτζιλέκη Τα υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 48-49). Η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση αυτής, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό, στην οποία απέβλεψε ο νόμος, όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου (ΑΠ 208/12 ΠοινΔ 2012, 1042. Γνωμ. ΕισΑΠ 3/10 ΠΧ ΞΑ 472).
Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Για να συντρέχει δε σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή  στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού του οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος,  πάντως πρέπει να  είναι  ο πρόσφορος  τρόπος περιποίησης του  σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος, ο δράστης δε πρέπει να τελεί σε γνώση της εν λόγω προσφορότητας (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, ό.π., ΑΠ 28/2012, ΑΠ 1153/2010,  ΑΠ 1035/2003, ό.π.).  Συνιστά επίσης παράβαση καθήκοντος (εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του α. 259 ΠΚ), όταν ο υπάλληλος (ή δικαστής ή εισαγγελέας): α) δεν λαμβάνει υπόψη του έγγραφα που του προσκομίζονται (Δικ Αγωγών Κακοδ. 3/64 ΝοΒ 13.10, Φ. Αγγελής, ΝοΒ 13.97), γ) δίδει στα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική αξία διαφορετική από αυτή που ορίζει ο νόμος, δ) λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτα στοιχεία, ε) δεν αιτιολογεί την κρίση του (16/95 ΔιατΕισεφΠατρ. ΤΝΠ 156880).

     Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και εξαιρετικής φύσης.

     Επειδή, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η αξιοπρεπής διαβίωση καθώς και η περιουσία, επιβάλλεται η ανίχνευση και εν συνεχεία η τεκμηρίωση των καταγγελλομένων.

     Επειδή, τα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση.

     Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.K. και των ειδικών νόμων.

     Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ' ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).

     Επειδή, Σας είναι γνωστό, ότι δια την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αρκετή και η απλή πιθανότητα τελέσεως αξιόποινων πράξεων καθώς και ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρωμένο, το οποίο επιβάλει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπαιτίων, η ύπαρξη απλής και μόνο πιθανότητας τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου ως δράστη αυτής καθιστά υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Η προκαταρκτική εξέταση»,σελ,.257,274). Η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι διάδικος αλλά αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης και κατά την κυρία και βασική λειτουργία της ανήκει στη δικαστική, με ευρεία έννοια, λειτουργία, και η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (κατ΄άρθρα 27, 43 Κ.Π.Δ.) συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Ο Εισαγγελικός Θεσμός» Ποιν. Χρον. Λ΄ σελίς 609 επομ.) και όχι απλή έκφραση γνώμης.

     Επειδή, η δικαιοσύνη αποτελεί σ’ αυτούς τους πραγματικά δύσκολους καιρούς την υπέρτατη προσδοκία και ελπίδα του πολίτη.

     Επειδή, ο Ελληνικός λαός προσβλέπει σ’ Εσάς για την ευθυδικία, την τήρηση της νομιμότητας και στην εν λόγω περίπτωση.

     Επειδή, οι νόμοι του κράτους μας υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όχι να παραμένουν ανενεργοί, σαν «ακάλυπτες νομικές επιταγές».

     Επειδή, οι υπαίτιοι εγκληματικών πράξεων πρέπει να ανευρίσκονται και να τιμωρούνται αναλόγως.

     Επειδή, όλως ενδεικτικά, οι εν λόγω πράξεις έχουν τελεστεί από 10-5-2017, μέχρι  και σήμερα.

      Με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τους μηνυόμενους, αλλά υποβάλλω αυτή επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν  διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως αξιωματικός έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά, καθώς  αφενός μεν με όλα αυτά μειώθηκε επικίνδυνα το επί δικαίου αίσθημα και αφετέρου βλάφτηκα προσωπικά από τις περιγραφόμενες πράξεις και παραλείψεις των υπαλλήλων του ΓΛΚ.


Η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως πολίτης Δημοκρατικού Κράτους και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού εν εφεδρεία.

                                                     ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
                                                              ΑΥΤΟΥΣ 
                         
Παρακαλώ για τις δικές Σας ενέργειες προκειμένου να διερευνήσετε, αν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων, καθώς επίσης και τα πρόσωπα, τα οποία τα τέλεσαν, αποκαθιστώντας, έτσι, τη νομιμότητα.

Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλα τα αδικήματα που συρρέουν από τα μηνυόμενα, για την υποστήριξη της κατηγορίας (ΑΠ 1681, ΑΠ 344/03).

Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, προσάγω και επικαλούμαι: (3)αντίγραφα

1.     Την από 10.5.2017. εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία μου                   (ΣΧΕΤ. 1)
2.     Το υπ.αριθ. 107040/2017/24-5-2017, έγγραφο ΓΛΚ                         (ΣΧΕΤ. 2)
3.     Το ενημερωτικό της Συντάξεως μου, Αυγούστου 2017                      (ΣΧΕΤ. 3)

                                                                                                               Αθήνα, 9.8.2017

                                      Ο υποβάλλων τη μηνυτήρια αναφορά
                                                Παναγιώτης Σταμάτης
                                                  Πλωτάρχης Π.Ν. ε.α.



Δεν υπάρχουν σχόλια: