373/2016
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαγδαληνή Φαχουρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηλία Δελαζάνο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Μαρία Σοφού Πρωτοδίκη και την Γραμματέα Μαρία Αντωνοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8-10-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: (…)
Του εναγομένου (…)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Μαγδαληνή Φαχουρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ηλία Δελαζάνο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Μαρία Σοφού Πρωτοδίκη και την Γραμματέα Μαρία Αντωνοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8-10-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ενάγοντος: (…)
Του εναγομένου (…)
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Επειδή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και την υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος (…). Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (βλ. ΑΠ 69/2013, ΕφΑθ 174/2014, δημοσίευση «Νόμος»). (…) Περαιτέρω, γεννάται το ζήτημα ποιός ο κύκλος των «τρίτων» προσώπων, στον οποίο απέβλεψε ο δράστης της δυσφήμησης. Τούτο διότι κάθε πρόσωπο, το οποίο πληροφορείται περί του (ψευδούς) ισχυρισμού από το ίδιο το φερόμενο ως θύμα, δεν εντάσσεται στην έννοια του τρίτου, αφού, πρώτον, δεν ανήκει στον κύκλο των εν δυνάμει, κατά την αντίληψη του ίδιου του δράστη, προσώπων ενώπιον των οποίων επιχειρείται η συκοφάντηση και δεύτερον, δεν μπορεί να νοηθεί, ως «ενώπιον τρίτου ισχυρισμός», εκείνος ο οποίος λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της «ενώπιον τρίτου» εκφοράς του από τον δράστη. Όταν το φερόμενο ως θύμα δημοσιοποιεί-κοινοποιεί το ίδιο, μετά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια, η ενέργειά του αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα του δράστη, αλλ’ αποκλειστικά με την διάθεση του υποκειμένου να διαθέσει (εκθέσει), δημοσίως και οικειοθελώς, τμήμα της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η προσφυγή στην Δικαιοσύνη και η εκδίκαση μιας υπόθεσης από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο δεν αποτελεί διεύρυνση του κύκλου των «τρίτων» προσώπων. Διότι, αφ’ ενός μεν ούτε σ’ αυτόν τον κύκλο (του ακροατηρίου) θα αποβλέπει ο δράστης, σε αβέβαιο δηλαδή και άγνωστο κύκλο προσώπων και σε μελλοντικό, αβέβαιο γεγονός (ήτοι: την συζήτηση της υπόθεσης, όποτε και αν αυτή πραγματοποιηθεί), αφ’ ετέρου δε, αν θεωρηθεί ο εξ επαγγέλματος επιλαμβανόμενος δικαστής ως τρίτος, τότε κάθε ενώπιόν του εισαγόμενη υπόθεση προς εκδίκαση ενεργοποιεί τη νομοτυπική μορφή των άρθρων 362 και 363 ΠΚ. Ας σημειωθεί ότι στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ δεν προβλέπονται εγκλήματα αποτελέσματος (πρβλ. ΑΠ 140/1997, ΠΧ ΜΖ΄, σελ. 1336: η συκοφαντική δυσφήμηση είναι τυπικό έγκλημα), ούτε βέβαια πρόκειται για εγκλήματα διαρκή, ούτως ώστε να γίνεται αποδεκτή είτε νέα τέλεση είτε συνέχιση του αδικήματος δια της εκδίκασης της ποινικής (ή αστικής), υπόθεσης, κατόπιν έγκλησης (ή αγωγής), κατ’ ενός φερομένου ως συκοφάντη, λόγω του ότι με την απολογία ή τις προτάσεις του ο κατηγορούμενος (ή εναγόμενος) επανέλαβε το περιεχόμενο των δυσφημιστικών ισχυρισμών που είχε προηγουμένως διαλάβει σε έτερο δικόγραφο (λ.χ. σε αγωγή του κατά του εγκαλούντος-ενάγοντος), ακριβώς διότι η θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης δεν εντάσσεται στην έννοια του «τρίτου». Δεν μπορεί, επιπλέον, να γίνει αποδεκτό ότι ο φερόμενος ως δράστης αποβλέπει σε πρόσωπο τρίτου του οποίου η ταυτότητα και όλα τα στοιχεία προσδιορισμού του (π.χ. φύλο, ηλικία, γνώσεις κτλ.) κατά την εκδήλωση του (ψευδούς) ισχυρισμού είναι άγνωστα και απροσδιόριστα, όταν μάλιστα πρόκειται για τον όποιον τρίτο θα λάβει γνώση, ενδεχομένως, του δυσφημιστικού ισχυρισμού στο μέλλον. Δεν μπορεί, ακόμη, ως «τρίτος» της οικείας ποινικής διάταξης (άρθρα 362, 363 ΠΚ) να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό του ρόλο. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως λ.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης, ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (πρβλ. άρθρο 371 ΚΠΔ, 301 ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα- πρβλ. άρθρο 370 ΚΠΔ). Δεν μπορούν, εξάλλου, οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, «υπόνοιες» του εισαγγελέα ή του δικαστή κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, ν’ αναχθούν σε (δικονομικό) μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ήθελε υποστηριχθεί ότι οι «υπόνοιες» που σχημάτισε ο εισαγγελέας ή ο δικαστής εκ της (ψευδούς) αγωγής, μήνυσης, καταγγελίας κτλ. αποτελούν απτό εμπειρικό και δικονομικά αξιολογήσιμο μέγεθος, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι ο ενάγων, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης στην διαδικασία της πολιτικής δίκης, οφείλει ν’ αποδείξει ότι, μέσω της κατάθεσης της (ψευδούς) αγωγής (μήνυσης, καταγγελίας κτλ.), επήλθε η προσβολή του εννόμου αγαθού της τιμής, δεδομένου ότι η δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, ενόσω ο δικαστής, στον οποίο έχουν σχηματισθεί «υπόνοιες», προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση, οφείλει ν’ αναμένει την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων και την προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους, πράγμα που ανάγεται στο μέλλον, στον χρόνο δηλαδή συζήτησης της αγωγής (βλ. ΑΠ 140/1997, οπ.π: η συκοφαντική δυσφήμηση τελείται από την στιγμή που ο τρίτος θα λάβει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος). (…).
Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι (…) τα δε εν γνώσει ψευδή γεγονότα που ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος περιήλθαν σε γνώση των προσώπων προς τα οποία κατατέθηκε η ανωτέρω αγωγή του, καθώς και ετέρων τρίτων, μεταξύ των οποίων οι δικαστές και γραμματείς του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικών επιμελητών και δικηγόρων, προς τους οποίους ο εναγόμενος τον εμφάνισε ως πρόσωπο πανούργο, κακόβουλο και απατεώνα. Με το ιστορικό αυτό και προσθέτοντας ότι η προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου προξένησε σε αυτόν ψυχική καταρράκωση και ηθική βλάβη, ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει (…)
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, (….) αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 18, 22, 35 ΚΠολΔ)….. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 346, 914 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 176 ΚΠολΔ (…)
O εναγόμενος αρνείται την αγωγή (…)
(…) Εξάλλου, μόνον εάν γινόταν δεκτό ως «αποδεικτικό τεκμήριο» ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι που παρέλαβαν την από 18-10-2006 αγωγή την ανέγνωσαν, θα ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι υπέπεσε στην αντίληψή τους και κατανόησαν το καταφρονητικό της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος περιεχόμενό της. Όσον δε αφορά τους δικαστές που επρόκειτο να κρίνουν επ’ αυτής, τούτοι, εκτός του ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν «τρίτοι» ως προς τις επίμαχες εκδηλώσεις (….)
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ
Επειδή, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ, δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και την υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος (…). Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές (βλ. ΑΠ 69/2013, ΕφΑθ 174/2014, δημοσίευση «Νόμος»). (…) Περαιτέρω, γεννάται το ζήτημα ποιός ο κύκλος των «τρίτων» προσώπων, στον οποίο απέβλεψε ο δράστης της δυσφήμησης. Τούτο διότι κάθε πρόσωπο, το οποίο πληροφορείται περί του (ψευδούς) ισχυρισμού από το ίδιο το φερόμενο ως θύμα, δεν εντάσσεται στην έννοια του τρίτου, αφού, πρώτον, δεν ανήκει στον κύκλο των εν δυνάμει, κατά την αντίληψη του ίδιου του δράστη, προσώπων ενώπιον των οποίων επιχειρείται η συκοφάντηση και δεύτερον, δεν μπορεί να νοηθεί, ως «ενώπιον τρίτου ισχυρισμός», εκείνος ο οποίος λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο της «ενώπιον τρίτου» εκφοράς του από τον δράστη. Όταν το φερόμενο ως θύμα δημοσιοποιεί-κοινοποιεί το ίδιο, μετά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια, η ενέργειά του αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα του δράστη, αλλ’ αποκλειστικά με την διάθεση του υποκειμένου να διαθέσει (εκθέσει), δημοσίως και οικειοθελώς, τμήμα της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η προσφυγή στην Δικαιοσύνη και η εκδίκαση μιας υπόθεσης από το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο δεν αποτελεί διεύρυνση του κύκλου των «τρίτων» προσώπων. Διότι, αφ’ ενός μεν ούτε σ’ αυτόν τον κύκλο (του ακροατηρίου) θα αποβλέπει ο δράστης, σε αβέβαιο δηλαδή και άγνωστο κύκλο προσώπων και σε μελλοντικό, αβέβαιο γεγονός (ήτοι: την συζήτηση της υπόθεσης, όποτε και αν αυτή πραγματοποιηθεί), αφ’ ετέρου δε, αν θεωρηθεί ο εξ επαγγέλματος επιλαμβανόμενος δικαστής ως τρίτος, τότε κάθε ενώπιόν του εισαγόμενη υπόθεση προς εκδίκαση ενεργοποιεί τη νομοτυπική μορφή των άρθρων 362 και 363 ΠΚ. Ας σημειωθεί ότι στα άρθρα 362 και 363 ΠΚ δεν προβλέπονται εγκλήματα αποτελέσματος (πρβλ. ΑΠ 140/1997, ΠΧ ΜΖ΄, σελ. 1336: η συκοφαντική δυσφήμηση είναι τυπικό έγκλημα), ούτε βέβαια πρόκειται για εγκλήματα διαρκή, ούτως ώστε να γίνεται αποδεκτή είτε νέα τέλεση είτε συνέχιση του αδικήματος δια της εκδίκασης της ποινικής (ή αστικής), υπόθεσης, κατόπιν έγκλησης (ή αγωγής), κατ’ ενός φερομένου ως συκοφάντη, λόγω του ότι με την απολογία ή τις προτάσεις του ο κατηγορούμενος (ή εναγόμενος) επανέλαβε το περιεχόμενο των δυσφημιστικών ισχυρισμών που είχε προηγουμένως διαλάβει σε έτερο δικόγραφο (λ.χ. σε αγωγή του κατά του εγκαλούντος-ενάγοντος), ακριβώς διότι η θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης δεν εντάσσεται στην έννοια του «τρίτου». Δεν μπορεί, επιπλέον, να γίνει αποδεκτό ότι ο φερόμενος ως δράστης αποβλέπει σε πρόσωπο τρίτου του οποίου η ταυτότητα και όλα τα στοιχεία προσδιορισμού του (π.χ. φύλο, ηλικία, γνώσεις κτλ.) κατά την εκδήλωση του (ψευδούς) ισχυρισμού είναι άγνωστα και απροσδιόριστα, όταν μάλιστα πρόκειται για τον όποιον τρίτο θα λάβει γνώση, ενδεχομένως, του δυσφημιστικού ισχυρισμού στο μέλλον. Δεν μπορεί, ακόμη, ως «τρίτος» της οικείας ποινικής διάταξης (άρθρα 362, 363 ΠΚ) να θεωρηθεί πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες, αναφορές των πολιτών (π.χ. ο εισαγγελέας, ο δικαστής μίας υπόθεσης, ο αρμόδιος γραμματέας), καθότι κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του αποβάλλει την προσωπική του «ταυτότητα» και εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ανατεθειμένο σε αυτό θεσμικό του ρόλο. Το δικαστικό πρόσωπο δεν είναι «τρίτος» θεσμικά και δικονομικά ως προς το βιοτικό συμβάν, όπως λ.χ. ο οποιοσδήποτε παρών, ο οποίος θα λάβει γνώση της δυσφημιστικής εκδήλωσης, ο απλός θεατής του βιοτικού συμβάντος κατά τον χρόνο της εξέλιξής του. Τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στα πλαίσια της οικείας διαδικασίας (προδικασίας και κύριας διαδικασίας), δεν διασκέπτονται δημοσίως (πρβλ. άρθρο 371 ΚΠΔ, 301 ΚΠολΔ), δεν τους αφορά το πρόσωπο των διαδίκων (in rem εξελίσσεται η ποινική δίκη, in personam κηρύσσεται η ενοχή ή η αθωότητα- πρβλ. άρθρο 370 ΚΠΔ). Δεν μπορούν, εξάλλου, οι ανύπαρκτες, ως δικονομικό μέγεθος, «υπόνοιες» του εισαγγελέα ή του δικαστή κατά την εκδίκαση μίας υπόθεσης, ν’ αναχθούν σε (δικονομικό) μέγεθος μετρήσιμο που αξιολογείται για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν ήθελε υποστηριχθεί ότι οι «υπόνοιες» που σχημάτισε ο εισαγγελέας ή ο δικαστής εκ της (ψευδούς) αγωγής, μήνυσης, καταγγελίας κτλ. αποτελούν απτό εμπειρικό και δικονομικά αξιολογήσιμο μέγεθος, τούτο θα είχε ως συνέπεια ότι ο ενάγων, ο οποίος φέρει το βάρος της απόδειξης στην διαδικασία της πολιτικής δίκης, οφείλει ν’ αποδείξει ότι, μέσω της κατάθεσης της (ψευδούς) αγωγής (μήνυσης, καταγγελίας κτλ.), επήλθε η προσβολή του εννόμου αγαθού της τιμής, δεδομένου ότι η δυνατότητα επέλευσης του κινδύνου αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης, ενόσω ο δικαστής, στον οποίο έχουν σχηματισθεί «υπόνοιες», προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση, οφείλει ν’ αναμένει την κατάθεση των προτάσεων των διαδίκων και την προβολή των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους, πράγμα που ανάγεται στο μέλλον, στον χρόνο δηλαδή συζήτησης της αγωγής (βλ. ΑΠ 140/1997, οπ.π: η συκοφαντική δυσφήμηση τελείται από την στιγμή που ο τρίτος θα λάβει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος). (…).
Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι (…) τα δε εν γνώσει ψευδή γεγονότα που ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος περιήλθαν σε γνώση των προσώπων προς τα οποία κατατέθηκε η ανωτέρω αγωγή του, καθώς και ετέρων τρίτων, μεταξύ των οποίων οι δικαστές και γραμματείς του Πρωτοδικείου Αθηνών, δικαστικών επιμελητών και δικηγόρων, προς τους οποίους ο εναγόμενος τον εμφάνισε ως πρόσωπο πανούργο, κακόβουλο και απατεώνα. Με το ιστορικό αυτό και προσθέτοντας ότι η προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου προξένησε σε αυτόν ψυχική καταρράκωση και ηθική βλάβη, ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει (…)
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, (….) αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί στο Δικαστήριο τούτο (άρθρα 18, 22, 35 ΚΠολΔ)….. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 346, 914 ΑΚ, 362, 363 ΠΚ, 176 ΚΠολΔ (…)
O εναγόμενος αρνείται την αγωγή (…)
(…) Εξάλλου, μόνον εάν γινόταν δεκτό ως «αποδεικτικό τεκμήριο» ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι που παρέλαβαν την από 18-10-2006 αγωγή την ανέγνωσαν, θα ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι υπέπεσε στην αντίληψή τους και κατανόησαν το καταφρονητικό της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος περιεχόμενό της. Όσον δε αφορά τους δικαστές που επρόκειτο να κρίνουν επ’ αυτής, τούτοι, εκτός του ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν «τρίτοι» ως προς τις επίμαχες εκδηλώσεις (….)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αγωγή (…)
Απορρίπτει την αγωγή (…)
http://dikastis.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου