Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

χρήση αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχουν αποκτηθεί παράνομα

Ψηφίσθηκε πρόσφατα στη Βουλή διάταξη που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις τη χρήση αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχουν αποκτηθεί παράνομα. Οι προϋποθέσεις είναι: Πρώτον, η αξιόποινη πράξη που μπορεί να αποκαλυφθεί με τη χρήση αυτών των μέσων να είναι σημαντικά βαρύτερη ως προς τις συνέπειές της από ό,τι η παρανομία της απόκτησής τους, δεύτερον, να είναι διαφορετικά αδύνατη η απόδειξη της αλήθειας και, τρίτον, ο τρόπος απόκτησης του μέσου να μην προσβάλλει την ανθρώπινη αξία. Τη διάταξη αυτή επέκρινε σφόδρα μερίδα εισαγγελέων ως αντισυνταγματική, κριτική προς την οποία διαφώνησαν άλλοι εισαγγελείς. Η διένεξη αυτή αφορά σοβαρότατο ζήτημα, το οποίο έχει σχέση με αγαθά ύψιστης αξίας για το δημόσιο συμφέρον. Το ζήτημα έχει και ηθική και πολιτική σημασία. Ενα μόνο παράδειγμα: Μπορεί ή όχι κατάλογος Ελλήνων καταθετών σε αλλοδαπή τράπεζα, ο οποίος αποκτήθηκε παράνομα, να αξιοποιηθεί από τις ελληνικές αρχές, αν η αξιοποίησή του είναι δυνατό να αποκαλύψει άλλες παρανομίες, π.χ. τη φοροδιαφυγή; Η νέα ρύθμιση δικαιολογείται, πιστεύω, πλήρως από ηθική άποψη. Η μεγάλων διαστάσεων φοροδιαφυγή στη χώρα μας με τις γνωστές συνέπειές της βλάπτει σοβαρά το συμφέρον της ολότητας. Οι συνδεόμενες με το φαινόμενο αυτό παρανομίες βαρύνουν ασφαλώς στην πλάστιγγα περισσότερο από την παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου. Το απόρρητο αυτό, άλλωστε, δεν έχει απόλυτη προστασία, αφού προβλέπεται στον νόμο τρόπος άρσης του. Σωστά όμως επισημαίνεται από τους διαφωνούντες εισαγγελείς ότι η διάταξη αυτή έχει πρόβλημα συνταγματικότητας, αφού το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9 Α». Είναι, βέβαια, ατυχής η απόλυτη και άκαμπτη αυτή διάταξη του Συντάγματος, αλλά η διάταξη υπάρχει.
Ετσι απαιτείται να αναζητηθεί, αν μπορεί να βρεθεί, τρόπος συνταγματικής θεμελίωσης της ηθικά αναγκαίας εξαίρεσης στον εν λόγω συνταγματικό κανόνα. Το ζήτημα δεν το αντιμετώπισε, σε συνταγματικό επίπεδο, ο νομοθέτης της νέας επίμαχης διάταξης. Νομοθέτησε σαν να μην υπήρχε η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος. Συνταγματική όμως θεμελίωση για την εξαίρεση υπάρχει: Είναι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 Συντ., κατά την οποία «η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (και εννοούνται όλα τα ατομικά και κοινωνικά συνταγματικά δικαιώματα) δεν επιτρέπεται». Η διάταξη αυτή είναι αντίστοιχη με τη διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων.
 Ετσι, ο νομοθέτης θέτει κάποια όρια στην άσκηση του οποιουδήποτε δικαιώματος. Γιατί υπάρχουν και άλλες αξίες που δεν μπορεί να θυσιάζονται πάντοτε στον βωμό ενός ατομικού δικαιώματος. Ασφαλώς, το αν υπάρχει κατάχρηση θα κριθεί με στάθμιση όλων των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, και ιδίως της βαρύτητας της βλάβης που προκαλεί η μία και η άλλη παρανομία. Πιστεύω ότι, σε πολλές περιπτώσεις και πάντως και στο παραπάνω παράδειγμα της παράνομης απόκτησης καταλόγου καταθετών σε ξένες τράπεζες, η επίκληση της παρανομίας, ώστε να μην ελεγχθεί η τυχόν φοροδιαφυγή, είναι προφανώς καταχρηστική.
Το κριτήριο της καταχρηστικότητας θα έπρεπε να το προβλέπει επιπροσθέτως η επίμαχη νομοθετική διάταξη, ώστε να εναρμονίζεται με τις συνταγματικές ρυθμίσεις. Η παράλειψη της ρητής μνείας του κριτηρίου αυτού μπορεί, πάντως, ερμηνευτικά να θεραπευθεί. Εκκινώντας από το ότι ο κοινός νομοθέτης δεν ήθελε να θεσπίσει αντισυνταγματική ρύθμιση, θα θεωρήσουμε (μέσω συνδυαστικής των άρθρων 19 και 25 Συντ. ερμηνείας) ότι το επιτρεπτό της χρήσης  3/4 των παράνομα αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων είναι σύμφωνο με τον σκοπό της διάταξης μόνο όταν ο φορέας του συνταγματικού δικαιώματος ασκεί τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση καταχρηστικά.
Η επίμαχη διάταξη έτσι, με αυτό το νόημά της, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα (κατά τη γνωστή στους νομικούς «εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ερμηνεία»). Σημειωτέον ότι παραμένουν η παρανομία και ο αξιόποινος χαρακτήρας της απόκτησης των αποδεικτικών μέσων, και επομένως ο δράστης της παρανομίας αυτής δεν θα αποφύγει την επιβολή σε βάρος του των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων.
Ετσι θα λειτουργεί και ο αποτρεπτικός σκοπός των κυρώσεων αυτών.
Τελικά το ερώτημα είναι: Δικαιούται ο φοροφυγάς να επικαλείται το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεών του; Και πιο συγκεκριμένα, τι θα επιλέξουμε αν βρισκόμαστε μπροστά στο δίλημμα: Προσωπικά δεδομένα περιουσιακής φύσεως (π.χ. τραπεζικό απόρρητο) ή φορολογική δικαιοσύνη (για να επιβαρύνονται με τα δημόσια βάρη όλοι οι Ελληνες πολίτες, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, όπως προβλέπει το άρθρο 4 του Συντάγματος); Οποιος επιλέγει το δεύτερο οφείλει να βρει λύση. Και λύση υπάρχει, όπως αυτή που εξέθεσα παραπάνω.
 * Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών ­ ακαδημαϊκός.
ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: