"Βασική συνέπεια των (τελεσίδικων) δικαστικών αποφάσεων είναι το «δεδικασμένο», που σημαίνει ότι η απόφαση δεν προσβάλλεται πλέον από ένδικα μέσα και η κρίση που διατυπώνεται σε αυτή δε μπορεί πλέον να αλλάξει και ότι τα διάδικα μέρη δεσμεύονται από την απόφαση του δικαστηρίου και είναι υποχρεωμένα να
συμμορφώνονται προς αυτήν.
Ομοίως, και όταν διάδικο μέρος είναι η διοίκηση (το ελληνικό Δημόσιο) ιδρύεται υποχρέωση συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων και μάλιστα πηγάζουσα από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Η εν λόγω διάταξη επιτάσσει συγκεκριμένα μετά μάλιστα και τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 που κατέστησε την υποχρέωση αυτή γενική και καθολική (πριν υπήρχε υποχρέωση συμμόρφωσης μόνο στις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ): «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης».
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι υποχρέωση συμμορφώσεως δεν έχει μόνο η διάδικη διοικητική αρχή ή το διάδικο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά λόγω της erga omnes ισχύος της ακυρωτικής κρίσης του διοικητικού δικαστηρίου η διοίκηση στο σύνολό της και συνεπώς και οι διοικητικοί φορείς που δεν ήταν διάδικοι. Η υποχρέωση συμμορφώσεως περιλαμβάνει κατά περίπτωση θετική ενέργεια ή αποχή από κάθε ενέργεια που αντιτίθεται στα κριθέντα ζητήματα από το διοικητικό δικαστήριο. Στην πράξη η συμμόρφωση της διοίκησης δεν είναι ούτε πρόθυμη ούτε πλήρης, αλλά παρατηρούνται φαινόμενα αμέλειας και κωλυσιεργίας.
Για αυτό υπήρξε η συνταγματική πρόβλεψη περί ειδικού νόμου που να ρυθμίζει τον τρόπο ελέγχου και εξαναγκασμού της στη συμμόρφωση αυτή. Ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου 95 παρ.5 του Συντάγματος περιλαμβάνεται στις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274/14-11-2002) «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, προαγωγή των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στο βαθμό του συμβούλου Επικρατείας και άλλες διατάξεις» και άρχιζε να εφαρμόζεται για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι μετά την 14-11-2002 (άρθρο 6 ν. 3068/2002).
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ως άνω εκτελεστικού νόμου «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. η υποχρέωση αυτή ισχύει και γα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο».
Δικαστικές αποφάσεις είναι κατά την έννοια του ως άνω νόμου όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'-ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.
Η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπόμενων στο νόμο αυτόν μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές Συμβούλιο: α) του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτού, β) του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, (των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων), γ) του Αρείου Πάγου, αν πρόκειται για αποφάσεις των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων όλων των βαθμίδων και δ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για
αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, ε) των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτών. Το τριμελές συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικαστηρίου και δύο μέλη του.
Με εξαίρεση τις αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και της Ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, στο τριμελές συμβούλιο δεν μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση, για την οποία κινείται η διαδικασία συμμόρφωσης της διοίκησης, εκτός αν είναι αδύνατη η συγκρότησή του από άλλους δικαστές.
Το αρμόδιο τριμελές συμβούλιο, εάν μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου διαπιστώσει καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση, καλεί την αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση να εκθέσει μέσα σε ένα μήνα τις απόψεις της και να υποβάλει τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της. Ακολούθως, αν μετά τη σχετική έρευνα, διαγνώσει ότι η καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή η πλημμελής συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση είναι αδικαιολόγητη, καλεί την υπόχρεη προς συμμόρφωση αρχή να συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα σε εύλογη προθεσμία που το ίδιο ορίζει και η οποία δεν μπορεί να υπερβεί το τρίμηνο. Η προθεσμία αυτή, αν κατά την κρίση του συμβουλίου συντρέχει σπουδαίος λόγος, μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά. Σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης με αντικείμενο χρηματική παροχή, η αίτηση του διοικούμενου υποβάλλεται μόνο όταν η αναγκαστική εκτέλεση που επιχείρησε ο δικαιούχος απέβη άκαρπη ή είναι φανερό ότι θα απέβαινε άκαρπη.
Αν η αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, το τριμελές συμβούλιο βεβαιώνει τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση (βλ. 8/2012 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 9/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 27/2010 ΕΣ (ΠΡΑΞΗ - ΤΜ.I), 1/2009 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 1/2007 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2012 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 9/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 27/2010 ΕΣ(ΠΡΑΞΗ-ΤΜ.I), 2/2009 ΑΠ (ΣΥΜΒ).
Κριτήρια για τον καθορισμό του ποσού αυτού είναι η φύση και η σημασία της διαφοράς για την οποία εκδόθηκε η μη εκτελούμενη απόφαση, οι συνθήκες της μη συμμόρφωσης και οι συνέπειές της για το πρόσωπο του θιγομένου, η χρονική της διάρκεια και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της κύρωσης. Εάν μετά την επιβολή της χρηματικής κύρωσης η διοίκηση εξακολουθεί να μην συμμορφώνεται προς τη δικαστική απόφαση, μπορεί μετά από επανάληψη της οριζόμενης στο άρθρο αυτό διαδικασίας να επιβληθεί από το τριμελές συμβούλιο και νέα χρηματική κύρωση. Η απόφαση του τριμελούς συμβουλίου με την οποία προσδιορίζεται το χρηματικό ποσό ως κύρωση σε βάρος της διοίκησης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του δημοσίου. Το ποσό καταλογίζεται στο Υπουργείο, τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στο οποίο υπάγεται η αρχή που δεν συμμορφώθηκε.
Ομοίως, και όταν διάδικο μέρος είναι η διοίκηση (το ελληνικό Δημόσιο) ιδρύεται υποχρέωση συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων και μάλιστα πηγάζουσα από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Η εν λόγω διάταξη επιτάσσει συγκεκριμένα μετά μάλιστα και τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 που κατέστησε την υποχρέωση αυτή γενική και καθολική (πριν υπήρχε υποχρέωση συμμόρφωσης μόνο στις ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ): «Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης».
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι υποχρέωση συμμορφώσεως δεν έχει μόνο η διάδικη διοικητική αρχή ή το διάδικο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αλλά λόγω της erga omnes ισχύος της ακυρωτικής κρίσης του διοικητικού δικαστηρίου η διοίκηση στο σύνολό της και συνεπώς και οι διοικητικοί φορείς που δεν ήταν διάδικοι. Η υποχρέωση συμμορφώσεως περιλαμβάνει κατά περίπτωση θετική ενέργεια ή αποχή από κάθε ενέργεια που αντιτίθεται στα κριθέντα ζητήματα από το διοικητικό δικαστήριο. Στην πράξη η συμμόρφωση της διοίκησης δεν είναι ούτε πρόθυμη ούτε πλήρης, αλλά παρατηρούνται φαινόμενα αμέλειας και κωλυσιεργίας.
Για αυτό υπήρξε η συνταγματική πρόβλεψη περί ειδικού νόμου που να ρυθμίζει τον τρόπο ελέγχου και εξαναγκασμού της στη συμμόρφωση αυτή. Ο εκτελεστικός νόμος του άρθρου 95 παρ.5 του Συντάγματος περιλαμβάνεται στις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του ν. 3068/2002 (ΦΕΚ Α΄ 274/14-11-2002) «Συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, προαγωγή των δικαστών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στο βαθμό του συμβούλου Επικρατείας και άλλες διατάξεις» και άρχιζε να εφαρμόζεται για τις αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι μετά την 14-11-2002 (άρθρο 6 ν. 3068/2002).
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ως άνω εκτελεστικού νόμου «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. η υποχρέωση αυτή ισχύει και γα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα οποία ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο».
Δικαστικές αποφάσεις είναι κατά την έννοια του ως άνω νόμου όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει. Δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του νόμου αυτού και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'-ζ' της παρ.2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.
Η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπόμενων στο νόμο αυτόν μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές Συμβούλιο: α) του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτού, β) του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, (των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων), γ) του Αρείου Πάγου, αν πρόκειται για αποφάσεις των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων όλων των βαθμίδων και δ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για
αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού, ε) των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτών. Το τριμελές συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικαστηρίου και δύο μέλη του.
Με εξαίρεση τις αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και της Ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, στο τριμελές συμβούλιο δεν μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση, για την οποία κινείται η διαδικασία συμμόρφωσης της διοίκησης, εκτός αν είναι αδύνατη η συγκρότησή του από άλλους δικαστές.
Το αρμόδιο τριμελές συμβούλιο, εάν μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου διαπιστώσει καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση, καλεί την αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση να εκθέσει μέσα σε ένα μήνα τις απόψεις της και να υποβάλει τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της. Ακολούθως, αν μετά τη σχετική έρευνα, διαγνώσει ότι η καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή η πλημμελής συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση είναι αδικαιολόγητη, καλεί την υπόχρεη προς συμμόρφωση αρχή να συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα σε εύλογη προθεσμία που το ίδιο ορίζει και η οποία δεν μπορεί να υπερβεί το τρίμηνο. Η προθεσμία αυτή, αν κατά την κρίση του συμβουλίου συντρέχει σπουδαίος λόγος, μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά. Σε περίπτωση καταψηφιστικής απόφασης με αντικείμενο χρηματική παροχή, η αίτηση του διοικούμενου υποβάλλεται μόνο όταν η αναγκαστική εκτέλεση που επιχείρησε ο δικαιούχος απέβη άκαρπη ή είναι φανερό ότι θα απέβαινε άκαρπη.
Αν η αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, το τριμελές συμβούλιο βεβαιώνει τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση (βλ. 8/2012 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 9/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 27/2010 ΕΣ (ΠΡΑΞΗ - ΤΜ.I), 1/2009 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 1/2007 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2012 ΣΤΕ (ΣΥΜΒ), 8/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 9/2011 ΑΠ (ΣΥΜΒ), 27/2010 ΕΣ(ΠΡΑΞΗ-ΤΜ.I), 2/2009 ΑΠ (ΣΥΜΒ).
Κριτήρια για τον καθορισμό του ποσού αυτού είναι η φύση και η σημασία της διαφοράς για την οποία εκδόθηκε η μη εκτελούμενη απόφαση, οι συνθήκες της μη συμμόρφωσης και οι συνέπειές της για το πρόσωπο του θιγομένου, η χρονική της διάρκεια και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της κύρωσης. Εάν μετά την επιβολή της χρηματικής κύρωσης η διοίκηση εξακολουθεί να μην συμμορφώνεται προς τη δικαστική απόφαση, μπορεί μετά από επανάληψη της οριζόμενης στο άρθρο αυτό διαδικασίας να επιβληθεί από το τριμελές συμβούλιο και νέα χρηματική κύρωση. Η απόφαση του τριμελούς συμβουλίου με την οποία προσδιορίζεται το χρηματικό ποσό ως κύρωση σε βάρος της διοίκησης εκτελείται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις. Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του δημοσίου. Το ποσό καταλογίζεται στο Υπουργείο, τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στο οποίο υπάγεται η αρχή που δεν συμμορφώθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου