Τρίτη 17 Μαΐου 2016

ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ
      ΤΟΥ  κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
                                                                 Αρ. πρωτ. 2512/17-5-2016
                                  ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ   

    Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού   ε.α.  κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αρ.48.   (panos_stamatis@yahoo.gr)
                                                  ΚΑΤΑ
 ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμετόχου και εμπλεκομένου, αρμοδίου Στρατιωτικού προσωπικού του ΛΣ-ΕΛ/ΑΚΤ και του ΓΕΝ, που θα προκύψει από την εισαγγελική έρευνα.    

***************************************                                                                                                           
       Αξιότιμε κ. Εισαγγελεύ,
Πρόσφατα περιήλθαν σε γνώση μου κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει κατά την άποψή μου,  τέλεση άδικων και ποινικά επιλήψιμων πράξεων, εκ μέρους οργάνων δικαιοδοσίας Σας, αυτεπαγγέλτως διωκόμενες και μάλιστα κατ’ εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό, ενδεικτικά: (259 ΠΚ και 55 ΣΠΚ) καθώς και οποιουδήποτε άλλου αδικήματος που θα προκύψει από την εισαγγελική έρευνα.


Ι. ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ     (Κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά)

 Το 2012, Απόστρατοι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) κατήγγειλαν στον Συνήγορο ότι η αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου απέρριψε αίτημά τους για συμμετοχή στις διαδικασίες εκπαίδευσης και ελέγχου στο Κέντρο Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού (ΚΕΣΕΝ). Η αιτιολογία της απόρριψης ήταν ότι δεν είναι κάτοχοι αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας, καθώς υπερισχύει του Βασιλικού Διατάγματος (ΒΔ) του 1954, η Διεθνής Σύμβαση STCW 1978 (Ν.1314/1983), όσον αφορά τα ελάχιστα επίπεδα εκπαίδευσης ναυτικών.
Οι διατάξεις του ανωτέρω ΒΔ ορίζουν ότι οι απόστρατοι μόνιμοι αξιωματικοί του ΠΝ αποκτούν αυτοδικαίως αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας (δίπλωμα ή πτυχίο Εμπορικού Ναυτικού), υπό την προϋπόθεση ότι δεν κατέστησαν απόστρατοι λόγω επαγγελματικής ανικανότητας. Παράλληλα, η Διεθνής Σύμβαση ορίζει τις ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις και τα πιστοποιητικά ναυτικής ικανότητας τα οποία οφείλουν να κατέχουν οι υπηρετούντες στα εμπορικά πλοία. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της περιουσίας στην θάλασσα, καθώς και για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Ο Συνήγορος του Πολίτη διατύπωσε την άποψη ότι οι διατάξεις του ΒΔ δεν έχουν καταργηθεί από αντίστοιχες διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως. Συνεπώς, συνεχίζουν να ισχύουν παρέχοντας το δικαίωμα σε απόστρατους αξιωματικούς του ΠΝ να αποκτούν αυτοδίκαια αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας. Επίσης, τόνισε ότι οι απόστρατοι αξιωματικοί του ΠΝ θα πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις που ορίζει η παραπάνω Σύμβαση. Κατ’ επέκταση, η Διοίκηση οφείλει να παράσχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να υποστούν την προβλεπόμενη πρόσθετη εκπαίδευση και τις σχετικές εξετάσεις πιστοποίησης στο ΚΕΣΕΝ, ώστε να καταστούν δικαιούχοι πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας της Διεθνούς Συμβάσεως STCW 1978.
Το αρμόδιο Υπουργείο ενημέρωσε την Αρχή ότι πρόκειται να εκδοθεί απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου για το θέμα αυτό.

Μετά την παρέμβαση του Συνηγόρου εκδόθηκε ο Ν. 4150/2013 με τον οποίο καταργούνται οι διατάξεις του ΒΔ του 1954, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη περί απόκτησης αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας για τους προερχόμενους από το Πολεμικό Ναυτικό, το Λιμενικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή και άλλες ειδικές κατηγορίες. Ωστόσο, ορίζεται ότι με Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ) το οποίο πρόκειται να εκδοθεί, θα καθορισθούν οι ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκπαίδευσης σύμφωνα τη Διεθνή Σύμβαση και τις σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις. Επίσης, με το ίδιο ΠΔ θα καθορισθεί ο τρόπος απόδειξης και πιστοποίησης των νομίμων προσόντων των αξιωματικών, οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου αυτών, θέματα σχετικά με την κάλυψη δαπανών φοίτησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Ο Συνήγορος του Πολίτη τονίζει την ανάγκη έκδοσης του προβλεπόμενου ΠΔ, σε σύντομο χρόνο, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα σε απόστρατους αξιωματικούς των προαναφερομένων «Σωμάτων» να καταστούν, κατόπιν εκπαίδευσης, κάτοχοι πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας της Διεθνούς Συμβάσεως STCW 1978.

Ακολουθεί η συγκεκριμένη διάταξη:
Άρθρο 30 του N. 4150/2013 Ρυθμίσεις σχετικές με τη χορήγηση αδειών ναυτικής ικανότητας στο Εμπορικό Ναυτικό (Αθήνα, 29 Απριλίου 2013, ισχύει από δημοσίευση).
« 1. Με διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Ναυτιλίας και Αιγαίου, καθορίζονται οι ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκπαίδευσης για την απόκτηση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας από τους αξιωματικούς που προέρχονται από το Πολεμικό Ναυτικό ή το Λιμενικό Σώμα Ελληνική Ακτοφυλακή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Διεθνής Σύμβαση STCW 1978, όπως αυτές έχουν εξειδικευθεί από τον κυρωτικό αυτής ν. 1314/1983 (Α΄ 2) και τις σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζεται ο τρόπος απόδειξης και  πιστοποίησης των νομίμων προσόντων των αξιωματικών, οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου αυτών, θέματα σχετικά με την κάλυψη δαπανών φοίτησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 2. Τα άρθρα 17−25 του β.δ. της 3/18.2.1954 (Α΄ 27), όπως και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη περί απόκτησης αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας για προερχόμενους από Πολεμικό Ναυτικό, Λιμενικό Σώμα  Ελληνική Ακτοφυλακή και άλλες ειδικές κατηγορίες, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την απόκτηση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με την ανωτέρω Διεθνή Σύμβαση και τις σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις, καταργούνται.»

Μη νόμιμα, δεν εξεδόθη μέχρι σήμερα το διάταγμα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 ν. 4150/2013, όσον αφορά τις ελάχιστες υποχρεωτικές απαιτήσεις εκπαίδευσης για την απόκτηση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας από τους αξιωματικούς που προέρχονται από το Πολεμικό Ναυτικό ή το Λιμενικό Σώμα Ελληνική Ακτοφυλακή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζει η Διεθνής Σύμβαση STCW 1978.

Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων είναι ότι, οι δικαιούχοι αξιωματικοί του ΠΝ ε.α.  με τα διάφορα προσκόμματα, αλλαγές της νομοθεσίας και αδράνειας της Διοίκησης από το 2004 και εντεύθεν, να στερούνται του  συνταγματικού δικαιώματος της εργασίας (Συντ. 22).

Συγκεκριμένα:
 α) Η ως άνω ηθελημένη διοικητική αδράνεια εκδόσεως του διατάγματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 ν. 4150/2013, επί 3 και πλέον έτη, καθιστά την νομοθετική επιταγή για προστασία των αξιωματικών ε.α του δικαιώματος άσκησης του επαγγέλματος τους γράμμα κενό, και επομένως προσβάλλει την αρχή του κράτους δικαίου, τόσο υπό την τυπική, όσο και υπό την ουσιαστική του διάσταση (Συντ. 25)
β) Η παράλειψη αυτή σε συνδυασμό με τις μεγάλες περικοπές στις συντάξεις μας (άνω του 50%) μέχρι σήμερα στερεί τα αναγκαία μέσα διαβίωσης σε όσους τα έχουν ανάγκη και ως εκ τούτου προσβάλλει βάναυσα την αρχή του κοινωνικού κράτους και την προστασία της ανθρώπινης αξίας (Συντ. 2, 25), από τις οποίες συνάγεται η κρατική υποχρέωση διασφάλισης ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς ορίου διαβίωσης.

Δεν είναι δυνατό την συγκεκριμένη περίοδο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης της εποχής μας να μην μπορούν να εφοδιαστούν οι αξιωματικοί του ΠΝ ε.α. με τα απαραίτητα έγγραφα ώστε να δύνανται να εργαστούν σε εμπορικά πλοία και να συμπληρώσουν έτσι την πενιχρή τους σύνταξη, επειδή ορισμένες συντεχνίες (συνδικαλιστικές οργανώσεις) του κλάδου δεν επιθυμούν τη συμμετοχή μας στο επάγγελμα του αξιωματικού του εμπορικού ναυτικού.

Να σημειωθεί ότι όπως έχει αναφερθεί από την Ε.Ε.Ε. υπάρχει έλλειψη από το αναγκαίο προσωπικό στα πλοία τους και προσλαμβάνουν ναυτικούς από άλλες χώρες.

Ο Δόλος των δραστών

Από την αδράνεια των υπαλλήλων της Διοίκησης που είναι επιφορτισμένη με τη σύνταξη της υπηρεσιακής εισήγησης για την εκδήλωση νομοθετικής πρωτοβουλίας θέσπισης του διατάγματος προκύπτει ο σκοπός τους να αποστερήσουν παράνομα από τους αξιωματικούς ΠΝ και ΛΣ ε.α. την δυνατότητα συμπληρωματικής βιοποριστικής εργασίας.

Ο δόλος τους αυτός της παράνομης βλάβης μεγάλης μερίδας στελεχών του ΠΝ και ΛΣ τεκμηριώνεται με αβρότητα από το γεγονός ότι έχουν αντίστοιχη επίμονη όχληση από τον καθ’ ύλη αρμόδιο φορέα τον Συνήγορο του πολίτη.

Κατά διαφορετική προσέγγιση ο σκοπός τους κατευθύνεται και στην προσφορά παράνομου οφέλους στους συνδικαλιστές και εκπρόσωπους του κλάδου της Εμπορικής Ναυτιλίας, χάρη των οποίων με την αδράνεια τους διασφαλίζουν ένα σημαντικό ποσοστό ανταγωνισμού στην εξεύρεση εργασίας.

ΙΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ   (θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς)


Α.   Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 ΠΚ ¨υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη¨. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ανωτέρω διάταξη είναι η λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών αποκλειστικά προς το συμφέρον της πολιτείας και της κοινωνίας, που έχουν ταχθεί να εξυπηρετούν οι υπάλληλοι με χρηστότητα και καθαρότητα. Πρόκειται για έγκλημα γνήσιο ιδιαίτερο, ενεργητικό υποκείμενο του οποίου μπορεί να είναι μόνον υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' ΠΚ, στον οποίον έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, συνεπώς και οι υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις, σ' αυτούς δε εντάσσονται και οι ανήκοντες στο προσωπικό του Λ.Σ, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β' του ΣΠΚ.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της παραβάσεως καθήκοντος,  απαιτούνται α) παράβαση από τον υπάλληλο του υπηρεσιακού του καθήκοντος, όπως αυτό καθορίζεται από το νόμο ή διοικητική πράξη ή από ιδιαίτερες κατά νόμο οδηγίες της Προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας του, β) δόλος του δράστη που περιέχεται στη βούληση του να παραβεί το καθήκον του και γ) σκοπός του δράστη, επιπλέον, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο, χωρίς όμως να απαιτείται για την πραγμάτωση του εγκλήματος και η επίτευξη του σκοπού αυτού (βλ. Α. Κονταξή, ό.π., σ. 2278-2279, με παραπομπές σε νομολογία και περαιτέρω ΑΠ 727/2000, ΑΠ 1035/2003, ΑΠ 1591/2007,   ΑΠ 1153/2010,   ΑΠ 549/2011, ΑΠ 298/2011, ΑΠ 28/2012 και ΑΠ 137/2012, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αξιόποινη είναι η ελεγχόμενη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) του υπαλλήλου μόνον αν συνιστά (θετικά ή αποθετικά) έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων και όχι απλώς η παράβαση υποχρεώσεων, που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημοσίων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κλπ (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ,   Τόμος   Β',   2000,   σ.   2288-2289,   ΑΠ   727/2000,   ΠοινΧρον2001,   σ.   63   και ΑΠ1153/2010, ό.π.).
Στις περιπτώσεις εκείνες όπου μια υπηρεσιακή ενέργεια αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια και κρίση των υπαλλήλων, παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος υπάρχει, όταν ο υπάλληλος παραβιάζει κατά την τέλεση ή την παράλειψη αυτής της ενέργειας τα κριτήρια και τον γενικότερο ή ειδικότερο σκοπό που προκύπτουν από το νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη υπηρεσιακή δράση. Στο μέτρο που διακριτική ευχέρεια δεν σημαίνει απόλυτη ελευθερία δράσης εκ μέρους του υπαλλήλου, αλλά κρίση στο πλαίσιο μιας νομοθετικές, εξουσιοδότησης που καθορίζει κάποια κριτήρια και ένα σκοπό, βάσει των οποίων θα πρέπει να γίνει η αξιολόγηση των πραγματικών δεδομένων και να ληφθεί υπόψη η απόφαση στη συγκεκριμένη περίπτωση, παράβαση καθήκοντος συνιστά είτε η υπέρβαση εκ μέρους του υπαλλήλου της δοθείσας από το νόμο εξουσιοδότησης, είτε η καταχρηστική άσκηση της ευχέρειας αυτής (βλ Μπιτζιλέκη Τα υπηρεσιακά εγκλήματα σελ. 48-49). Η παράβαση μπορεί να συντελεσθεί και με την κακή χρήση αυτής, την υπέρβαση δηλαδή των ακραίων ορίων της, τα οποία επιβάλλουν οι αρχές της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας της διοίκησης, της ισότητας και εξυπηρέτησης του σκοπού του νόμου ή με την κατάχρηση εξουσίας, η οποία υπάρχει στην περίπτωση που αν και δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη νόμου, η πράξη ασκείται για την εξυπηρέτηση σκοπού καταδήλως ξένου προς το σκοπό, στην οποία απέβλεψε ο νόμος, όταν δηλαδή είναι απόρροια ελατηρίων και κινήτρων που καταδήλως αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνον του νόμου (ΑΠ 208/12 ΠοινΔ 2012, 1042. Γνωμ. ΕισΑΠ 3/10 ΠΧ ΞΑ 472).
Ο δόλος του δράστη συνίσταται είτε στη θέληση είτε στη γνώση και αποδοχή της παράβασης των υπηρεσιακών του καθηκόντων (άμεσος ή ενδεχόμενος δόλος). Για να συντρέχει δε σκοπός παράνομης ωφέλειας ή βλάβης πρέπει όχι μόνο η βούληση του δράστη να κατατείνει προς αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά του, όπως αναπτύσσεται, να μπορεί αντικειμενικά να οδηγήσει στην επίτευξη του, αφού ο όρος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον, λογικά σημαίνει ότι η πράξη, όπως επιχειρείται από το δράστη, δύναται να οδηγήσει στην απόκτηση παράνομου οφέλους ή  στην πρόκληση βλάβης τρίτου (αντικειμενικό στοιχείο) και επιπλέον ότι η βούληση του δράστη κατευθύνεται στην απόκτηση του οφέλους ή στην πρόκληση της βλάβης (υποκειμενικό στοιχείο). Έτσι, μεταξύ της πράξεως και του σκοπού του οφέλους ή βλάβης πρέπει να υπάρχει μια τέτοια αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος,  πάντως πρέπει να  είναι  ο πρόσφορος  τρόπος περιποίησης του  σκοπούμενου οφέλους ή της βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος ή η βλάβη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος, ο δράστης δε πρέπει να τελεί σε γνώση της εν λόγω προσφορότητας (βλ. Α. Κονταξή, ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, ό.π., ΑΠ 28/2012, ΑΠ 1153/2010,  ΑΠ 1035/2003, ό.π.).  Συνιστά παράβαση καθήκοντος (εφόσον, εννοείται, συντρέχουν και οι λοιποί όροι του α. 259 ΠΚ), όταν ο υπάλληλος (ή δικαστής ή εισαγγελέας): α) δεν λαμβάνει υπόψη του έγγραφα που του προσκομίζονται (Δικ Αγωγών Κακοδ. 3/64 ΝοΒ 13.10, Φ. Αγγελής, ΝοΒ 13.97), γ) δίδει στα αποδεικτικά μέσα αποδεικτική αξία διαφορετική από αυτή που ορίζει ο νόμος, δ) λαμβάνει υπόψη του ανύπαρκτα στοιχεία, ε) δεν αιτιολογεί την κρίση του (16/95 ΔιατΕισεφΠατρ. ΤΝΠ 156880).
Β.  Σύμφωνα με το άρθρο 55 ΣΠΚ. ¨Παράβαση και εκβίαση στρατιωτικής εντολής. 1. Στρατιωτικός που παραβαίνει στρατιωτική εντολή ή εξαναγκάζει ή παραπλανά άλλο στρατιωτικό σε παράβαση τέτοιας εντολής, τιμωρείται: α) Σε ειρηνική περίοδο, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και αν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, με φυλάκιση. β) Σε πολεμική περίοδο, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και αν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, με κάθειρξη. Αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον του εχθρού επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Ως επιβαρυντικές περιστάσεις θεωρούνται : α) Η τέλεση της πράξης σε οχυρωμένη θέση, ναύσταθμο, αεροδρόμιο ή αποθήκη εκρηκτικών υλών. β) Η τέλεση της πράξης από αρχηγό θέσης. γ) Η χρησιμοποίηση όπλου για εξαναγκασμό σε παράβαση της εντολής¨.
Νομολογία: ΣυμβΝαυτΠειρ 163/2000 ΠοινΔικ 2002, 737 (με πρόταση Ν. Μακρή και παρατηρήσεις Ν. Ορνεράκη), ΠεντΣτρΛαρ 90/1999 ΠοινΧρ ΝΑ΄ (2001), 179 29
ΠεντΣτρΑθ 1421/1998 ΠοινΔικ 1999, 836 ΠεντΣτρΑθ 580/1998 ΠοινΔικ 1999, 582
ΠεντΝαυτΠειρ 748/1998 ΠοινΔικ 1999, 356 ΣυμβΝαυτΠειρ 228/1997 Υπερ 1998, 615 (με πρόταση Γ. Δουβλέκα και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη) ΠεντΣτρΑθ 861/1996 ΠοινΧρ ΜΖ΄ (1997), 145 ΣυμβΣτρΑθ 76/1996 ΠοινΧρ ΜΣΤ΄ (1996), 1157 (με πρόταση Γ. Σπυρόπουλου) ΣυμβΝαυτΠειρ 241/1996 Υπερ 1997, 1088 (με πρόταση Ν. Παπαδακάκη και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΠραξΑρχΕισΣτρΘεσ (Σ. Παπασταύρου), 771/1995 ΠοινΧρ ΜΖ΄ (1997), 592, ΣυμβΣτρΛαρ 53/1995 Υπερ 1996, 110 (με πρόταση Ι. Μποζίνη) ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσ 712/1994 Υπερ 1995, 374 (με πρόταση Σ. Παπασταύρου) ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 41/1994 Υπερ 1994, 632 (με πρόταση Α. Μπελαντώνα και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσ 508/1993 Υπερ 1994, 365 (με πρόταση Α. Παπαδαμάκη), ΣυμβΔιαρκΣτρΘεσ 496/1993 Υπερ 1994, 1162 (με πρόταση Ι. Μποζίνη), ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 105/1992 Υπερ 1993, 383 (με αντίθετη πρόταση Σ. Τζιαμτζή και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη), ΣυμβΔιαρκΣτρΛαρ 119/1992 Υπερ 1993, 682 (με πρόταση Π. Χριστοφοράκου), ΣυμβΔιαρκΣτρΑερΑθ 44/1992 Υπερ 1992, 924 (με πρόταση Ν. Ανθούλη) ΑΠ 1029/1991 ΠοινΧρ ΜΒ΄ (1992), 19 ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 2/1991 Υπερ 1991, 935 (με πρόταση Σ. Τζιαμτζή) ΠεντΔιαρκΣτρΚρ 124/1990 ΠοινΧρ ΜΑ΄ (1991), 441 ΣυμβΔιαρκΣτρΑερΑθ 286/1986 93 (με πρόταση Α. Παπαδαμάκη) Αρμ 1987, 6ΣυμβΔιαρκΣτρΑερΑθ 259/1986 101 (με πρόταση Α. Παπαδαμάκη) Αρμ 1986, 1ΣυμβΔιαρκΣτρΚαβ 41/1994 Υπερ 1994, 632 (με πρόταση Α. Μπελαντώνα και παρατηρήσεις Α. Παπαδαμάκη) ΔιαρκΣτρΛαρ 88/1981 ΠοινΧρ ΛΑ΄ (1981), 816 ΑΠ 506/1980 ΠοινΧρ Λ΄ (1980), 674 (με πρόταση Α. Φλώρου).

Γ΄.  Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του ΠΚ, "χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, εκτός αν ορίζεται άλλως".

Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι δε νόμιμη, βάσιμη, αληθής και τα περιγραφόμενα αδικήματα διώκονται αυτεπαγγέλτως (36 ΚΠΔ).
Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ' ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).                                              
Επειδή, τα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση.
Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του Π.Κ. του Σ.Π.Κ. 
Επειδή, με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά δεν έχω σκοπό να δυσφημήσω ή να εξυβρίσω τους μηνυόμενους, αλλά υποβάλλω αυτή επειδή αντιλαμβάνομαι ότι έχουν  διαπραχθεί οι αυτεπαγγέλτως αξιόποινες πράξεις και ως αξιωματικός έχω δικαιολογημένο συνταγματικό δικαίωμα και ενδιαφέρον, ηθικά και νομικά, καθώς  αφενός μεν με όλα αυτά μειώθηκε επικίνδυνα το επί δικαίου αίσθημα και αφετέρου βλάφτηκα προσωπικά από τις παραλείψεις της Διοίκησης καθώς στερούμαι του νομίμου δικαιώματος της εργασίας.
Κατόπιν όλων των  ανωτέρω εκφράζω την άποψη ότι συντρέχουν οι αναγκαίες εκείνες ενδείξεις διάπραξης αξιόποινων πράξεων και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό βεβαιότητας ώστε να επιβάλλεται η ποινική τους αξιολόγηση και συνεπακόλουθα η τεκμηρίωση τους, η δε η υποχρέωση αυτή ανακύπτει από το νόμο ακόμη και όταν υπάρχουν απλές μόνο ενδείξεις για τέλεση της μηνυόμενης αξιόποινης πράξης ή υφίσταται ισχνή πιθανότητα να ευδοκιμήσει η εναντίον του μηνυομένου κατηγορία (ΑΠ Ολομ. 1/2005).

                                               ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
          και με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου
                                                         ΕΞΑΙΤΟΥΜΑΙ

Την άμεση και ενδελεχή ποινική διερεύνηση του θέματος προκειμένου να ταυτοποιηθούν και εξατομικευτούν οι διαφαινόμενες ως τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις, να συνδεθούν με τους φυσικούς αυτουργούς, να υποστούν οι υπόλογοι την κατά νόμο τιμωρία τους.
Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλες τις ανωτέρω παράνομες και αξιόποινες πράξεις τους, για τη υποστήριξη της κατηγορίας και για χρηματική ικανοποίηση, (44) ευρώ, με επιφύλαξη αναζήτησης αξιώσεως μεγαλύτερης, ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων, λόγω ηθικής και υλικής βλάβης επελθούσας σε εμένα από τις εν λόγω πράξεις.
 Μάρτυρά μου προτείνω:
1.-Τον Αρχιπλοίαρχο εα (Ο) Ιωάννη Βιδάκη, .....................

Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, ζητώ να προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προσάγω και επικαλούμαι τα κάτωθι σχετικά: 

1.    Την απόφαση του Συνηγόρου του Πολίτη.
2. Ιστορικό Ενεργειών Απόκτησης Πιστοποιητικού Ναυτικής Ικανότητας στο Εμπορικό Ναυτικό


             Αιτούμαι επικυρωμένο αντίγραφο της παρούσης αναφοράς.
                                                                                       
            Αθήνα, 17 Μαΐου 2016
                                       Ο  Μηνυτής και Πολιτικώς Ενάγων

                                     Πλωτάρχης  ε.α. Παναγιώτης Σταμάτης ΠΝ

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

ΕΝΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΕΑΑΝ

                                                ΕΝΩΠΙΟΝ
                 ΤΟΥ  ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
                                   (Τμήμα εκλογικών διαφορών)


                                   Ε Ν Σ Τ Α Σ Η
                               

Του Παναγιώτη Σταμάτη, Πλωτάρχη ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού, υποψήφιου για το ΔΣ/ΕΑΑΝ, κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αρ.48  (panos_stamatis@yahoo.gr).

                                            ΚΑΤΑ

Της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού  (ΝΠΔΔ), οδός  Ι. Παπαρρηγοπούλου  &  Π.Π. Γερμανού,  Αθήνα, όπως νομίμως εκπροσωπείται, από τον πρόεδρο του ΔΣ/ΕΑΑΝ.     (info@eaan.gr)

                                            ΚΑΙ

1.  Του από 20.3.2016, πρακτικού διεξαγωγής των εκλογών της 20.3.2016, για την εκλογή νέου ΔΣ της ΕΑΑΝ, που συντάχθηκε από την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή των αρχαιρεσιών αυτών, με το οποίο εξήχθη το αποτέλεσμα της εκλογής και ανακηρύχθηκαν οι επιτυχόντες και επιλαχόντες σύμβουλοι του ΔΣ/ΕΑΑΝ.
2.  Της αρνητικής απόρριψης επί της από 19.1.2016, Ενστάσεώς μου, όπως αυτή εκδηλώθηκε με την υπ’ αριθμ. 141/27.1.2016 απόφαση ΔΣ/ΕΑΑΝ.
3. Της αρνητικής απόρριψης επί της από 16.3.2016 Ενστάσεώς μου, όπως αυτή εκδηλώθηκε με την υπ. αριθμ 149/17.3.2016 απόφαση ΔΣ/ΕΑΑΝ
4. Κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης προγενέστερης ή μεταγενέστερης.


                  *****************************************


Ι.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Σύμφωνα με το πρακτικό ΔΣ/ΕΑΑΝ αριθμ. 104/7-5-2015, θέμα 6ο αποφασίστηκε όπως διεξαχθούν εκλογές για το νέο ΔΣ/ΕΑΑΝ τις 20.3.2016. Η απόφαση αυτή πάρθηκε καθώς η θητεία του παρόντος ΔΣ λήγει την 30.6.2016 και προβλέπεται η διεξαγωγή των εκλογών τουλάχιστον (2) μήνες πριν τη λήξη της θητείας αυτής.
Οι εκλογές αυτές θα διεξήγοντο με αυτοπρόσωπη παρουσία των ψηφοφόρων στο κεντρικό της ΕΑΑΝ και στα παραρτήματα αυτής.
Εν τω μεταξύ εκκρεμούσε η δημοσίευση της νέας ΚΥΑ, για την εφαρμογή της επιστολικής ψήφου, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των μελών της ΕΑΑΝ δεν διαμένει κοντά στο κέντρο ή στα παραρτήματα της ΕΑΑΝ.
Νόμιμα και εμπρόθεσμα κατέθεσα την υποβολή της υποψηφιότητάς μου, για το νέο ΔΣ, τόσο για τη θέση του Προέδρου –Αντιπροέδρου, όσο και για μέλος στην κατηγορία των (Ε).                                          (σχετ. 1)                                                        
Σύμφωνα με το πρακτικό ΔΣ/ΕΑΑΝ αριθμ. 139/14.1.2016, το ΔΣ/ΕΑΑΝ απέρριψε την υποψηφιότητά μου για τη θέση Προέδρου-Αντιπροέδρου.
Κατ΄ αυτής της αποφάσεως υπέβαλα την από 19.1.2016 ένσταση για την απόρριψη της υποψηφιότητάς μου, καθώς και για τη μη ορθή ποσόστωση στην κατηγορία των (Ε),  δηλαδή την υποχρεωτική κατ’ ελάχιστον στο 1/3, συμμετοχή κάθε φύλλου.
Μη νόμιμα με το υπ. αριθμ 141/27.1.2016 πρακτικό ΔΣ/ΕΑΑΝ απορρίφτηκε  η ένστασή μου, από το ίδιο συλλογικό όργανο, καθώς η απόφαση αυτή καταστρατηγεί τον κανόνα «Nemo Judex in Causa Sua» ουδείς είναι κριτής της δικής του υπόθεσης. Κατά γενική αρχή του δικαίου, δεν μπορεί το διοικητικό όργανο να καθίσταται κριτής των δικών του πράξεων. Να σημειωθεί ότι πολλά μέλη του παρόντος ΔΣ ήταν και υποψήφια και σαφώς έπρεπε να απέχουν από τη λήψη της αποφάσεως.                                                                              (σχετ. 2)
Τις 24 Φεβρουαρίου 2016 δημοσιεύθηκε η ΚΥΑ (ΦΕΚ τ. Β΄445/24.2.2016) που επέτρεπε την διενέργεια των εκλογών, με επιστολική ψήφο.
Με την από 16.3.2016 ένστασή μου στην Κ.ΕΦ.Ε. διαμαρτυρήθηκα για τη μη εφαρμογή της επιστολικής ψηφοφορίας, καθώς και έθετα θέμα για επανεκτύπωση των ψηφοδελτίων με τους νόμιμους υποψήφιους.
Με αυστηρή και τυπολατρική προσέγγιση το ΔΣ απέρριψε με το υπ’ αριθμ. 149/17.3.2016 πρακτικό ΔΣ/ΕΑΑΝ, την ένστασή μου για τη μη επιβολή της επιστολικής ψηφοφορίας, μη νόμιμα, αφού αρμόδιο για αυτό ήταν η Κ.ΕΦ.Ε.                                                                        (σχετ. 3)                                                             
Nα σημειωθεί ότι τα ψηφοδέλτια εκτυπώθηκαν πολύ πρόωρα, καθώς αν και δύο υποψήφιοι είχαν εγκαίρως παραιτηθεί (20 περίπου μέρες προ των εκλογών), τα ονόματά τους ήταν στα ψηφοδέλτια, με συνέπεια το γεγονός αυτό να φέρει σύγχυση στους ψηφοφόρους.
Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν είχαν αναρτηθεί στα κεντρικά της ΕΑΑΝ καθ’ όλο το διάστημα από την προκήρυξη των εκλογών έως και την ημέρα της διεξαγωγής των και εκ του λόγου αυτού δεν μπορούσα να ελέγξω την ορθότητα τους και να υποβάλλω τυχόν ενστάσεις.

II.   ΛΟΓΟΙ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ

Α΄ Λόγος: Αντισυνταγματικότητα διατάξεως του άρθρου 5 παρ 2 του ν. 1171/1972  

1.- Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 1171/1972[1] "Περί Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων" (Α` 82) οι ενώσεις αποστράτων αξιωματικών των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας), αποτελούν, κατά την διάταξη του άρθρου 1 του ως άνω νόμου, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν, μεταξύ άλλων, ως καταστατικό σκοπό την επιμέλεια των συμφερόντων και την παρακολούθηση και διεκπεραίωση των γενικών ζητημάτων των μελών τους (περ. γ).    (πρβλ 2192/2014 ΣΤΕ (ΟΛΟΜ) (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΔΚΑ 2014/324, ΑΡΜ 2014/1919) Αποτελούν ιδιαίτερες οργανώσεις σωματειακού χαρακτήρα οι οποίες οργανώνονται από το νόμο με πυραμιδοειδή οργάνωση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 2691/2009, 1521/2014, 3942/2001, 3571/2003, 1105/2008, 2754/2012, Ολομ. 875/2013) - απολαμβάνουν της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, που εγγυάται το άρθρο 12 του Συντάγματος και περιλαμβάνει την ελευθερία λήψης αποφάσεων από τα αρμόδια όργανα των σωματείων, με αποτέλεσμα οι τιθέμενοι περιορισμοί στην ελευθερία αυτή να πρέπει να προβλέπονται ρητώς και να ερμηνεύονται στενά.
2.-Η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών απαρτίζεται από υποχρεωτικά μέλη, διοικείται από αιρετά μέλη τα οποία εκλέγονται κατόπιν μυστικής ψηφοφορίας όλων των μελών της Ενώσεως. Σκοπός της Ενώσεως είναι η προάσπιση των συμφερόντων των μελών της, με ειδικότερους σκοπούς τους αναγομένους στην παροχή βοηθείας και περιθάλψεως των εχόντων ανάγκη μελών, παράλληλα με τη διατήρηση του Εθνικού φρονήματος των, καθώς και με  τη προαγωγή  και τη συνέχιση των προς την Πατρίδα προσφορών των μελών της, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Επομένως το πρωτεύον κριτήριο νομικής υπόστασης της  Ένωσης, έχει αμιγώς σωματειακό  χαρακτήρα.
Ο νομοθέτης δέχεται ότι οι ανώτεροι αξιωματικοί έχουν τα προσόντα για τις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, εξαιρεί τους κατώτερους αξιωματικούς και ανθυπασπιστές (ότι δηλαδή, δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα), πλην όμως για τις συγκεκριμένες θέσεις, θέτει βαθμολογικά κριτήρια και αρχαιότητα βάσει ανύπαρκτης επετηρίδας, τα οποία  όμως ως γνωστόν, παύουν να ισχύουν μετά από την αποστρατεία των αξιωματικών και την επάνοδο τους στον πολιτικό βίο. Είναι γνωστές οι διαμαρτίες των πάσης φύσεως επετηρίδων.
Οι στρατιωτικοί μετά την αποστρατεία τους είναι απλοί πολίτες, είναι όλοι μεταξύ τους ίσοι, δεν εντάσσονται σε καμία επετηρίδα, υπάγονται πλέον στον κοινό ποινικό κώδικα (όχι στον ΣΠΚ), έχουν αποκτήσει όλα πλέον τα εκ του Συντάγματος Δικαιώματα  (εκλέγεσθαι, , απεργιών, συμμετοχής σε σωματεία, πολιτικά κόμματα κ.α.).
Ο νομοθέτης, για να περιβάλει τους απόστρατους αξιωματικούς, με τις εγγυήσεις που είναι αναγκαίες για την εύρυθμη λειτουργία των Ενώσεων, ανήγαγε τις Ενώσεις στις οποίες μετέχουν ως μέλη υποχρεωτικώς όλοι οι απόστρατοι αξιωματικοί, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Η αναγωγή από το νομοθέτη των Ενώσεων σε ν.π.δ.δ., για την καλλίτερη οργάνωση εξοπλισμένα για το λόγο αυτό με μέσα δημοσίας εξουσίας και η υποχρεωτική σ' αυτό συμμετοχή δεν είναι ασύμβατες προς το Σύνταγμα (ίδετε αντιστοίχου σωματειακής μορφής  νπδδ όπως τον ιατρικό σύλλογο κλπ), υπό τον όρο όμως ότι θα συνοδεύονται από ορισμένες αντισταθμιστικές εγγυήσεις, αναφερόμενες κυρίως στην εκλογή της διοίκησης του νομικού προσώπου από τα μέλη του (βλ. Πρακτικά Βουλής αφορώντα εις τας συζητήσεις επί του Συντάγματος, Συνεδρ. ΟΖ' της 24.4.1975, σελ. 450, 453)  και στη φύση και το εύρος των καθοριζομένων από τον νόμο αρμοδιοτήτων του, βρίσκει δε έρεισμα στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που προστατεύει την επαγγελματική και οικονομική ελευθερία, σε συνδυασμό προς το άρθρο 12 αυτού που προστατεύει το δικαίωμα συστάσεως ενώσεων προσώπων.
 Ως γνωστόν αποτελεί ενάσκηση συνταγματικού δικαιώματος, κατά το άρθρο 12 του Συντάγματος, τόσο η σύσταση ένωσης, όσο και η συμμετοχή σ΄ αυτή.
Επίσης το άρθρο 23 διασφαλίζει τη συνδικαλιστική ελευθερία. Το δικαίωμα αυτό ερείδεται επίσης και σε διεθνείς κανόνες (με αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.2 του Συντάγματος), όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α. άρθρο 11, ν.δ. 53/1974). Η θέσπιση προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και τη συμμετοχή ή αποχώρηση των ενδιαφερομένων προσώπων από σωματείο, τόσο από το νόμο, όσο και από τα καταστατικά, δεν μπορεί να ανατρέπουν ή παρεμποδίζουν ουσιωδώς την άσκηση αυτού (Σ.τ.Ε. 1927/1978 και Α.Π. 66/1982).
Η διφυής υπόσταση του νομικού πρόσωπου δημοσίου δικαίου, αναδεικνύεται από τους γενικότερους σκοπούς, όπως είναι η προαγωγή  και η συνέχιση των προς την Πατρίδα προσφορών των μελών της Ενώσεως, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, παράλληλα με την προάσπιση των συμφερόντων των μελών, με τους ειδικότερους σκοπούς τους αναγομένους στην παροχή βοηθείας και περιθάλψεως των εχόντων ανάγκη μελών.
Δεν πρέπει άλλωστε να παραβλέπεται το γεγονός ότι η ύπαρξη εκλογών για την ανάδειξη μελών του Δ.Σ. σε συνδυασμό με το σκοπό της ενώσεως, προσδίδει στο συγκεκριμένο ΝΠΔΔ και την κύρια υπόσταση του συνδικαλιστικού οργάνου, όπως έχει κριθεί πρόσφατα από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (Ολομ. ΣτΕ 2192/2014).
Η διάταξη του άρθρου 12 Σ αποκλείει τη θέσπιση διακρίσεων οποιασδήποτε φύσεως που περιορίζουν το δικαίωμα ελεύθερης και ισότιμής εκλογιμότητας σε όλα τα όργανα του συνδικαλιστικού οργάνου.
Εξάλλου, το δικαίωμα  του εκλέγεσθαι  με βάση τα θεμελιακά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, «περί ισότητας», «περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας», «του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι», αλλά κυρίως κατ’ εφαρμογή των αρχών της αναλογικότητας και του άρθρ. 12 παρ 1 και 3, περί δικαιωμάτων συστάσεως ενώσεων, ο δε ως άνω περιορισμός καταπατά τις προβλέψεις των άρθρων 11 και 14 της ΕΣΔΑ.
Ο Συντακτικός Νομοθέτης με το άρθρο 12 Σ δεν κατοχυρώνει απλά το δικαίωμα σύστασης ενώσεων αλλά κάτι πολύ περισσότερο και σημαντικότερο. Εγγυώμενος τη σύσταση τους, εγγυάται και την ελεύθερη δράση των ενώσεων αυτών με την αναγνώριση τουλάχιστον και για αυτές των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διέπουν και την ατομική δράση. Σε αντίθετη περίπτωση η ανεμπόδιστη ίδρυσή τους δεν θα είχε κανένα αντίκρισμα δεδομένου ότι ο βίος τους δεν θα απολάμβανε ουδεμίας εγγυήσεως.
Από τις παρατεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό και προς εκείνες του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, δια των οποίων κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας, συνάγονται τα εξής: Με τα άρθρα 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ επί των οποίων ερείδεται και η γενικότερος σημασίας συνταγματική αρχή της ελευθέρας κοινωνικής ομαδοποιήσεως, κατοχυρώνεται το δικαίωμα ή η ελευθερία της συνενώσεως οι φορείς του οποίου έχουν το δικαίωμα συστάσεως ενώσεως ή σωματείου, που αποβλέπει σε μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, περιλαμβανόμενο στα δικαιώματα της συλλογικής δράσεως, με προέχον χαρακτηριστικό γνώρισμα το συλλογικό στοιχείο, -παρέχεται, αδιακρίτως, σε όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή επαγγελματικής τάξεως, η δε άσκησή του δεν τελεί "υπό την ειδική επιφύλαξη του νόμου" ή υπό ειδικές ρυθμίσεις ως προς δύναμη της ψήφου των μελών ή την εκπροσώπηση στο διοικητικό συμβούλιο με κριτήριο την βαθμολογική κατάσταση που έφεραν όταν τελούσαν στην ενέργεια. Ως κανόνες δε δημοσίας τάξεως νοούνται εκείνες οι διατάξεις του αναγκαστικού δικαίου που συγκροτούν τα θεμέλια του κρατικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας. Επίσης, η άσκηση του ιδίου ως άνω ατομικού δικαιώματος δεν εξαρτάται από την έκδοση αδείας από οποιαδήποτε διοικητική αρχή, νόμου ή από δικαστική απόφαση. Η αρχή, άλλωστε, της ισότητος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιβάλλει στον νομοθέτη να μην δημιουργεί ρήγματα στην καθολικότητα των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκτός εάν το ίδιο το σύνταγμα εισήγαγε προσόντα προς άσκηση κάποιου δικαιώματος ή εάν η εις βάρος κάποιου αναστολή ή στέρηση κάποιου ατομικού δικαιώματος επιτρέπεται. Το αντίθετο, η αναγνώριση δηλαδή της δυνατότητος να εισάγονται οι γενικές εξαιρέσεις από τον νομοθέτη, εκεί όπου το Σύνταγμα δεν διακρίνει ή απλώς σιωπά, θα άφηνε, κατ` ουσίαν, ελεύθερο το πεδίο για την αναβίωση αυθαιρέτων διακρίσεων ενώπιον του νόμου και την δημιουργία πολιτών ιδιαιτέρων τάξεων, ομάδων ή κατηγοριών (Ολ. ΣΤΕ 867/88). Οι απόστρατοι αξιωματικοί δεν αποτελούν ειδική κατηγορία Ελλήνων πολιτών, κείμενοι εκτός του πεδίου των επί μέρους εγγυήσεων των συνταγματικών δικαιωμάτων, οι οποίες δεν προβλέπουν, ρητώς, εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής τους, ούτε μπορεί να ισχύσει γι` αυτούς ένα τεκμήριο διαφοροποιήσεως ως προς την απόλαυση όλων, ανεξαιρέτως, των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα για όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως φύλου, επαγγέλματος, κοινωνικής ή οικονομικής τάξεως, υπό την έννοια ότι αυτοί έχουν μόνο εκείνα τα δικαιώματα, που ρητώς τους απονέμει η ισχύουσα συνταγματική τάξη και η κείμενοι νόμοι. Αντιθέτως, αυτοί, κατά τεκμήριο έχουν όλα τα δικαιώματα που έχουν όλοι οι Έλληνες πολίτες με τους, κατά το Σύνταγμα, θεμιτούς περιορισμούς, που μπορούν να επιβληθούν.
Κατ’ ακολουθία των αναφερθέντων, είναι ότι η επίδικη διάταξη του άρθρου 5 παρ 2 του ν1171/1972   είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική διότι εισάγει αθέμιτο περιορισμό στο συνταγματικό δικαίωμα της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του εκλέγεσθαι, της ανάπτυξης της προσωπικότητας, (προσβολή της προσωπικότητας, λόγω περιορισμού στην ελεύθερη ανάπτυξη της μέσω της συμμετοχής στα εκλογικά δρώμενα), της αναλογικότητας και της ισότητας, αφού τίθεται ανεπίτρεπτος φραγμός στην υποβολή υποψηφιότητας για τις θέσεις Προέδρου και Αντιπροέδρου των Ενώσεων Αποστράτων από τους ανώτερους αξιωματικούς και πρέπει το Δικαστήριό Σας να την κρίνει Αντισυνταγματική, να ακυρώσει την εκλογή και στη συνέχεια την επανάληψη των εκλογών για τις θέσεις Προέδρου-Αντιπροέδρου.(σχετ. 4)

Β΄ Λόγος:  Έλλειψη της απαραίτητης ποσόστωσης (1/3)  διαφορετικού φύλου, Συνταγματική παράλειψη.
Κατά τη διαδικασία κατάρτισης των ψηφοδελτίων για την κατηγορία των (Ε), δεν διασφαλίσθηκε η ισόρροπη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στη  κατηγορία αυτή.
 Πιο συγκεκριμένα,  δεν καθιερώθηκε η υποχρεωτική, κατ' ελάχιστο στο 1/3, συμμετοχή κάθε φύλου στο ψηφοδέλτιο, σύμφωνα με το Σύνταγμα αρθ. 4 παρ 2, 5 παρ. 1 και 116 παρ.2. και του άρθρ. 35 παρ. 6 Κ.Δ.Κ. (αναλογική εφαρμογή).
Δια το λόγο αυτό, δηλαδή του περί μη συμμετοχής στις ανωτέρω εκλογές υποψηφίων του γυναικείου φύλου στην κατηγορία των (Ε), (γυναίκες αξιωματικοί καθώς και χήρες ή ορφανά αξιωματικών), τα διοικητικά δικαστήρια όταν προσβάλλεται ή ελέγχεται παρεμπιπτόντως η πράξη ότι ο συνδυασμός αυτός ανακηρύχθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος και του νόμου περί γυναικών υποψηφίων, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η νομική αυτή πλημμέλεια ήταν δυνατόν να ασκήσει επιρροή στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα κατά το δεύτερο εδ. της παρ. 1 του άρθρ. 259 Κ.Δ.Δ.
Και τούτο διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, το εξαιρετικά δυσαπόδεικτο γεγονός της δυνατότητας επιρροής της νομικής αυτής πλημμέλειας στο συνολικό αποτέλεσμα θα καθιστούσε απρόσφορο το θετικό μέτρο της ποσόστωσης υπέρ των γυναικών και εξαιρετικά δυσχερή την επίτευξη του  συνταγματικού σκοπού, που επιδιώκει ο νομοθέτης, δηλαδή να μετέχει στις εκλογές ο νόμιμος ελάχιστος αριθμός υποψηφίων γυναικών και τούτο διότι αποσκοπεί στην πραγμάτωση της ισότητας των φύλων κατά την πρόσβαση στα αιρετά αξιώματα, τα δε δικαστήρια  αν διαπιστώσουν την παράβαση αυτή πρέπει να ακυρώσουν τις εκλογές και να διατάξουν επαναληπτική ψηφοφορία  (ΣτΕ 3237/2007, 7μ., Σ. 116 παρ. 2). Δια την παράλειψη αυτή το Δικαστήριό Σας πρέπει να ακυρώσει την συγκεκριμένη εκλογή των υποψηφίων και να διατάξει την επανάληψη των εκλογών για τη  συγκεκριμένη κατηγορία (Ε).

Γ. Λόγος: Μη εφαρμογή της επιστολικής ψηφοφορίας.
Όπως έχει αναλυτικά προαναφερθεί δεν επετράπη η επιστολική ψηφοφορία,  για λόγους αυστηρής τυπολατρία και  πρόωρης προκήρυξης των εκλογών.
Με αυτό τον τρόπο από το σύνολο των μελών 14.000 ψήφισαν μόνο 2.393 μέλη (περίπου 15%), γεγονός που αποδεικνύει ότι υπερτερούσε η ανάγκη της επιστολικής ψηφοφορίας, δημόσιο συμφέρον, από όποια άλλη τυπολατρική προσέγγιση της μη εφαρμογής της.
Το δυσαπόδεικτο γεγονός της δυνατότητας επιρροής της νομικής αυτής πλημμέλειας στο συνολικό αποτέλεσμα θα καθιστούσε απρόσφορο το θετικό μέτρο της επιστολικής ψηφοφορίας.
Δ΄.  Λόγος:   Αναγραφή παραιτηθέντων στα ψηφοδέλτια
Αν και όπως έχει αναλυτικά προαναφερθεί παραιτήθηκαν 2 υποψήφιοι  (Α. Ζωιδάκης και Γ. Κόφας) εγκαίρως, μη νόμιμα υπήρχαν τα ονόματά τους στα ψηφοδέλτια, με αποτέλεσμα την σύγχυση των ψηφοφόρων.
Αυτό αποδεικνύεται ότι υπήρξαν αρκετά ψηφοδέλτια με σταυρούς στα συγκεκριμένα άτομα.

ΙΙΙ.    ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
 Στο Ν.Δ.1171/1972 (ΦΕΚ 82τΑ΄-2-6-1972) Περί Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Ε.∆.  ορίζονται πλην των άλλων, τα εξής:
Άρθρο: 2  Σκοπός
«1. Σκοπός των Ενώσεων είναι:
 α. Η σύσφιγξις των υφισταµένων δεσµών συναδελφότητος µεταξύ των µελών των.
 β. Η διατήρησις των σχέσεων µετά των εν ενεργεία συναδέλφων των.
 γ. Η επιµέλεια των συµφερόντων και η παρακολούθησις και διεκπεραίωσις των γενικών ζητηµάτων των µελών αυτών.
 δ. Η εν πνεύµατι αλληλεγγύης παροχή βοηθείας και περιθάλψεως κατά τα δι' αποφάσεων του ∆ιοικητικού Συµβουλίου εκάστης Ενώσεως καθοριζόµενα.
 (1) Εις τα λόγω εκτάκτων περιστατικών έχοντα ανάγκην µέλη των.
 (2) Εις τα έχοντα αρίστην επίδοσιν εν ταις σπουδαίς των τέκνα των οικονοµικώς ασθενεστέρων µελών.
 ε. Η µέριµνα διά την διατήρησιν και βελτίωσιν της κοινωνικής αυτών θέσεως.
 ζ. Η διατήρησις αµειώτου του Εθνικού φρονήµατος των µελών των, ως και των µελών των οικογενειών τούτων και η συνέχισις των προς την Πατρίδα προσφορών των µε γνώµονα το εθνικόν συµφέρον.»
Άρθρο: 3 Μέλη των Ενώσεων
*Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 άρθρου 3 Ν.∆. 288/1974.
"1. Τακτικά µέλη των Ενώσεων καθίστανται υποχρεωτικώς οι εν αποστρατεία Αξιωµατικοί και Ανθυπασπισταί των Κλάδων Ενόπλων ∆υνάµεων, και των Σωµάτων Χωροφυλακής και Λιµενικού, οι λαµβάνοντες µέρισµα εκ τινος των Μετοχικών Ταµείων των Ενόπλων ∆υνάµεων εξαιρέσει:
 α. Των υπαγοµένων εις τας πολεµικάς εν γένει καταστάσεις.
 β. Των τεθέντων εις απόταξιν ή διαγραφέντων του Στελέχους Εφέδρων Αξιωµατικών συνεπεία καταδίκης ή αποφάσεως Ανακριτικού Συµβουλίου. Οι εν αποστρατεία Αξιωµατικοί και Ανθυπασπισταί των Κοινών Σωµάτων καθίστανται υποχρεωτικώς µέλη της Ενώσεως Αποστράτων Αξιωµατικών Στρατού, εκτός εάν είναι µέλη του Μετοχικού Ταµείου Ναυτικού ή του Μετοχικού Ταµείου Αεροπορίας, οπότε καθίστανται υποχρεωτικώς µέλη των αντιστοίχων Ενώσεων".
 Άρθρο: 5   ∆ιοίκησις των Ενώσεων
*Το παρόν άρθρο, όπως είχε αντικατασταθεί µε το άρθρο 1 Ν. 610/1977, τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 14 Ν. 1911/1990 (ΦΕΚ Α' 166), µε έναρξη ισχύος δύο µήνες µετά τη δηµοσίευση στο ΦΕΚ της προβλεπόµενης στην παρ. 3 του παρόντος κοινής ΥΑ.
«"1. Οι Ενώσεις Αποστράτων Αξιωµατικών διοικούνται από εντεκαµελή διοικητικά συµβούλια, τα µέλη των οποίων αποτελούν οι πλειοψηφήσαντες ύστερα από διενέργεια µυστικής ψηφοφορίας. Η θητεία των τακτικών και αναπληρωµατικών µελών των συµβούλων είναι τριετής, δύνανται δε αυτά να επανεκλέγονται.
2. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του διοικητικού συµβουλίου είναι ανώτατοι αξιωµατικοί βαθµών αντιστρατήγου ή υποστρατήγου και αντιστοίχων των άλλων κλάδων των Ενόπλων ∆υνάµεων. Σε περίπτωση, µη υποβολής υποψηφιότητας από αξιωµατικούς αυτών των βαθµών, εκλέγονται αντίστοιχα οι πλειοψηφήσαντες εκ των λοιπών υποψήφιων ταξιάρχων ή ανώτερων αξιωµατικών. Κάθε διοικητικό συµβούλιο εκλέγει µε µυστική ψηφοφορία από τα µέλη του το διευθύνοντα σύµβουλο.
3. Τα ειδικότερα θέµατα, που αφορούν τις διαδικασίες εκλογής των µελών, την υποβολή υποψηφιοτήτων, τη σύνθεση των συµβουλίων, το χρόνο διενέργειας των εκλογών, την απαρτία, την αµοιβή των µελών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτοµέρεια για την υλοποίηση των διατάξεων της προηγούµενης παραγράφου, ορίζονται µε κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Αµυνας και Οικονοµικών, που εκδίδεται µετά από πρόταση του Αρχηγού του οικείου κλάδου».
Άρθρο 9
1…
2…
3. «Απαγορεύεται εις τους ασκούντας βιοποριστικά επαγγέλµατα Αξιωµατικούς και Ανθυπασπιστάς (Συνταξιούχους ή µη) να χρησιµοποιούν µετά του δηλωτικού ή διαφηµιστικού είδους του ασκουµένου επαγγέλµατός των και την ιδιότητα του Αποστράτου του Αξιωµατικού. Οι παραβάται τιµωρούνται διά φυλακίσεως µέχρις εξ (6) µηνών.»).
Στο άρθρο 12 παρ. 1, 2 και 3 του ισχύοντος Συντάγματος, ορίζεται ότι: "1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δε συνιστούν σωματείο".
 Στο άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος διαλαμβάνεται ότι: "1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Ολα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη".
Στο άρθρο 11 παρ. 1 και 2 της Συμβάσεως της Ρώμης "διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του άνθρωπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", που έχει υπογραφεί σης 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α) εχούσης υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 Σ), ορίζεται ότι. "1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι. ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν του συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ` άλλων συνδικάτων και -προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του.
2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπετε να υπαχθεί εις εταίρους -περιορισμούς πέρα των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορεύει την επιβολήν νομίμων περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τούτων υπό μελών των ένοπλων δυνάμεων της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του Κράτους".
Άρθρο 14: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας,  γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.»
Σύμφωνα με το άρθρο 267 ΚΔΔικ προβλέφθηκε πως:  «στις ...ρυθμίσεις του τμήματος τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία για την άμεση ανάδειξη των αιρετών οργάνων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου...».
Επίσης στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 268 ρυθμίζεται πως
 «1. Καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο .... είναι σε πρώτο μεν βαθμό, το
τριμελές πρωτοδικείο, στο δε δεύτερο βαθμό, το τριμελές εφετείο», η δεύτερη συνεχίζει
«2. Κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο είναι, στον πρώτο βαθμό, το
δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο...».
Τέλος, το άρθρο 272 ΚΔΔικ ορίζει «κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι, υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ διατάξεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ αυτού και περαιτέρω, οι γενικές διατάξεις του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ».
Ακριβώς αυτή η τελευταία διάταξη, πολύτιμη καθώς λύνει σειρά ερμηνευτικών προβλημάτων που ταλαιπώρησαν τα δικαστήρια κατά τη μεταφορά της δικαιοδοσίας στα Διοικητικά, μας παραπέμπει, για ανάλογη εφαρμογή στις σχετικές διατάξεις για την εκδίκαση των διαφορών που αναφύονται κατά την εκλογική διαδικασία στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (244επ ΚΔΔικ).
Άλλωστε γίνεται παγίως δεκτό από τα Δ. Δικαστήρια ότι:  «...κατά την εκδίκαση των διαφορών για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης των ν.π.δ.δ. εφαρμόζονται οι ειδικές δικονομικές διατάξεις που διέπουν τις εκλογές του οικείου ΝΠΔΔ, σε περίπτωση δε που αυτές εμφανίζουν κενό, οι ειδικές δικονομικές διατάξεις της συγγενέστερης εκλογικής νομοθεσίας, δηλαδή του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ 410/1995) και συγκεκριμένα οι διατάξεις των άρθρων 78 έως 88 αυτού...» (ΣτΕ 4058/1999, ΝοΒ 2001/731).

VI.    ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ
Σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας άρθρο 249:        
 1. «Λόγους ένστασης μπορούν να θεμελιώσουν:
α) οι παραβάσεις του νόμου κατά τη διεξαγωγή της εκλογής ή κατά την εξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος ή κατά την ανακήρυξη των υποψήφιων συνδυασμών ή κατά την ανακήρυξη των επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών και των προσώπων που ανήκουν σε αυτούς, ή….».

Επειδή το Δικαστήριό σας είναι αρμόδιο να δικάσει την παρούσα
Επειδή έχω έννομο προς τούτο συμφέρον και η παρούσα ένσταση είναι εμπρόθεσμη, νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ                                                
και όσους επιφυλάσσομαι να προσθέσω νόμιμα και εμπρόθεσμα
                                        ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Όπως γίνει δεκτή  στο σύνολό της, η υπό κρίσιν  Ένστασή μου 
Όπως ακυρωθούν και κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου Σας επαναληφθούν οι εκλογές για την ανάδειξη των υποψηφίων για τις θέσεις Προέδρου και Αντιπροέδρου, καθώς και για την κατηγορία (Ε) και η δυνατόν με  την επιστολική ψηφοφορία.
Όπως καταδικασθεί το καθ’ ου στο σύνολο των δικαστικών δαπανών μου.
                                                                    Αθήνα 24 Μαρτίου 2016
                                          Ο Ενιστάμενος



[1] Το άρθρο 5 ως αντικατεστάθη διά του άρθρου 1 του Ν. 610/1977,   (ΦΕΚ Α 164),  ετροποποιήθη εκ νέου ως άνω δια του  άρθρου 14 του Ν. 1911/1990, ΦΕΚ Α 166.  Έναρξη  ισχύος  μετά δίμηνο από  της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα  της Κυβερνήσεως  της  άνωθεν  προβλεπομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως.