Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

ΜΗΝΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΦΟΔΟΥ ΣΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΟ

                    ΑΒΜ: Γ2015/1454




                    ΕΝΩΠΙΟΝ  ΤΟΥ  κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ


                                                     ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ


Του Παναγιώτη Σταμάτη του Δημητρίου, Πλωτάρχη του Πολεμικού Ναυτικού ε.α.  κατοίκου Αθηνών, οδός Κομνηνών, αρ.48     (panos_stamatis@yahoo.gr).

                                                               ΚΑΤΑ    
    
1.  ΠΑΝΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ – συμμετόχου και εμπλεκομένου, διά κοινής δράσης και κοινού δόλου, αρμοδίου υπηρεσιακού παράγοντος και εξωθεσμικού τοιούτου συναυτουργού ή ηθικού  αυτουργού.
2. Και κάθε άλλου προσώπου ως προς το οποίο προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής. 

      Αξιότιμε κύριε Εισαγγελεύ,

Με την παρούσα μηνυτήρια αναφορά, Σας εκθέτω μια σειρά από κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που πραγματώνουν την τέλεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων αυτεπαγγέλτως διωκομένων, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, εις βάρος του ελληνικού λαού και συστοίχως εις βάρος του πολιτεύματος. Τα κρίσιμα περιστατικά και οι σύστοιχες συμπεριφορές αφορούν το Παναγιώτη Λαφαζάνη, βουλευτή και πρώην Υπουργό
Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Αναφέρομαι σε εσάς κύριε Εισαγγελεύ ζητώντας τη συνδρομή σας, προκειμένου να διερευνηθεί από τα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Δικαιοσύνης η πιθανότητα τέλεσης των αδικημάτων, ενδεικτικά (135 ΠΚ παρ.1 και 134 παρ. 2 εδ. β΄,  184 ΠΚ κ.α.), καθώς και οποιουδήποτε άλλου αδικήματος σχετικού με την προπαρασκευή σοβαρών ποινικών αδικημάτων εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, εις βάρος του ελληνικού λαού και συστοίχως εις βάρος του πολιτεύματος, καθώς και απόπειρα πρόκληση κινδύνου της ομαλής ζωής των πολιτών και της δημοσίας τάξης
                                                                                                                                                                                                       
     
Ι.   ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ   (Κρίσιμα νομικά και πραγματικά περιστατικά)
1.   Πρόσφατα μέσα από διάφορες δημοσιεύσεις (έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου) πληροφορήθηκα για το Plan B της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, συγκεκριμένα την  αναφορά του κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, σε εκδήλωση της Πλατφόρμας σε κεντρικό ξενοδοχείο, σύμφωνα με την οποία, θα μπορούσε η κυβέρνηση να πάει τη χώρα σε εθνικό νόμισμα «παίρνοντας 22 δισ. ευρώ από την Τράπεζα της Ελλάδος, με τα οποία θα πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις και στο μεσοδιάστημα να χρησιμοποιήσουμε τον χρόνο για να τυπώσουμε δικό μας νόμισμα».

2.   Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, που επικαλείται σε δημοσίευσή της η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (15.7.2015), ο κ. Λαφαζάνης είχε παρουσιάσει το εναλλακτικό σχέδιο που είχαν επεξεργαστεί τα στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας σε κυβερνητική σύσκεψη. Το σχέδιο προέβλεπε την εισβολή στο Νομισματοκοπείο Χολαργού, όπου φυλάσσεται το χρηματικό απόθεμα της Τράπεζας της Ελλάδος, ουσιαστικά το απόθεμα από το οποίο εφοδιάζονται οι ελληνικές τράπεζες, έπειτα από άδεια που δίδεται από την ΕΚΤ. Τα χρήματα που θα υφαρπάζονταν με τον τρόπο αυτό, θα χρησιμοποιούνταν, συμφώνα με το σχέδιο, αλλά και με βάση τη χθεσινοβραδινή αναφορά του κ. Λαφαζάνη, για την πληρωμή μισθών και συντάξεων μετά την επιβολή των
capital controls.
        Βεβαίως, μια τέτοια ενέργεια, η κυκλοφορία χαρτονομισμάτων στην αγορά χωρίς την άδεια της ΕΚΤ, θα εθεωρείτο τύπωμα χρήματος χωρίς άδεια και θα συνεπαγόταν την αυτόματη έξοδο της χώρας από το ευρώ.
       Στο σχέδιο που είχε παρουσιασθεί προβλεπόταν, επίσης, όπως εννοείται, η αποπομπή του κ. Γιάννη Στουρνάρα από τη διοίκηση της ΤτΕ.
3.   Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, ο κ. Λαφαζάνης ήταν ο δεύτερος υπέρμαχος της πρότασης που παρουσίασε σε κλειστή σύσκεψη ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, για τη χρήση IOU, όταν ειδοποιήθηκε η κυβέρνηση από την ΕΚΤ ότι θα έπρεπε να προχωρήσει σε επιβολή capital controls.
4.   Η αιχμηρή απάντηση στον κ. Λαφαζάνη ήλθε από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Δημήτρη Μάρδα ο οποίος σε ανάρτησή του στο Facebook με τίτλο “Lost in space 2” απαξιώνει πλήρως τα όσα υποστηρίζει ο κ. Λαφαζάνης.    Συγκεκριμένα ο κ. Μάρδας αναφέρει: «Σε συνάντηση που έγινε σε ξενοδοχείο των Αθηνών της «Αριστερής Πλατφόρμας» ο κος Λαφαζάνης και οι πέριξ αυτού δραχμιστές διατύπωσαν διάφορες απόψεις αναφορικά με την επιστροφή της χώρας στη δραχμή. Λόγω έλλειψης ενός γραπτού κειμένου αρκούμαστε στα όσα έχουν διαρρεύσει στο πλαίσιο των σχετικών ρεπορτάζ.
       Ακούστηκε λοιπόν ότι κατά τη διαδικασία επιστροφής στη δραχμή, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για πληρωμή μισθών και συντάξεων, τα 20 περίπου δις ευρώ που βρίσκονται στις αποθήκες της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και ανήκουν φυσικά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Υποθέτουν οι υποστηρικτές τέτοιων λύσεων ότι η ΕΚΤ θα μείνει απαθής αν κάτι τέτοιο πράγματι συμβαίνει, κάτι φυσικά που δεν είναι αληθές. Η απάντηση της ΕΚΤ θα είναι απλή: Αν πράγματι χρησιμοποιήσουμε τα υποτιθέμενα 20 δις ευρώ που βρίσκονται σε κάποιες αποθήκες της ΤτΕ, την επόμενη ημέρα η ΕΚΤ θα αρχίσει να τυπώνει νέα χαρτονομίσματα για την υπόλοιπη ΕΕ, ακυρώνοντας στην πράξη τα ευρώ που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Οπότε οι Έλληνες θα έχουν στα χέρια τους απλά σκουπίδια. ! Βέβαια όλα τα παραπάνω δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτή η παρακαταθήκη των 20 δις της ΕΚΤ στην ΤτΕ. Στην περίπτωση αυτή, τα διαβόητα 20 δις ευρώ είναι απλά τίτλοι του Δημοσίου, που οφείλει το κράτος σε Ταμεία, Οργανισμούς κ.λπ.
5.   Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα, ο κ. Δραγασάκης είπε στην συνεδρίαση της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ στον υπουργό ότι το ποσό είναι ανακριβές αλλά έτσι κι αλλιώς ο Ντράγκι που έχει τους κωδικούς των χαρτονομισμάτων θα τα έβγαζε κατευθείαν πλαστά.  
6.   Η Καθημερινή επιβεβαιώνει τα λεγόμενα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης σημειώνοντας ότι μετά την «επανάσταση» θα συνέβαιναν τα εξής:   Η ΕΚΤ θα κατέβαζε σε διάστημα λίγων λεπτών το σύστημα πληρωμών Target 2, που ισοδυναμεί με πυρηνικό πλήγμα, δηλαδή έξοδο από το ευρώ και πλήρη αποκλεισμό της χώρας.  
       Δεν θα μπορούσε να γίνει καμία συναλλαγή, όλοι οι λογαριασμοί θα «πάγωναν», οι επιχειρήσεις θα έχαναν την πρόσβαση στους λογαριασμούς στο εξωτερικό, ενώ τα ευρώ στην Ελλάδα θα θεωρούνταν πλαστά.
      Όπως υπογραμμίζουν τραπεζικές πηγές, η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε απομονωμένο νησί, όπου κανείς  Έλληνας  πολίτης  δεν θα μπορούσε να ταξιδέψει στο εξωτερικό, και τα ευρώ στην Ελλάδα θα ήταν παραχαραγμένα νομίσματα!
7.   Καλά πληροφορημένες πηγές ανέφεραν στο ΒΗΜΑ ότι το όλο σχέδιο, προβληματικό και φαιδρό στη σύλληψή του, αλλά εξόχως επικίνδυνο, είχε περιέλθει σε γνώση του Προέδρου της Δημοκρατίας και είχε αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης με τον Πρωθυπουργό και τον Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος. Λέγεται μάλιστα ότι σε κάποια από τις συζητήσεις ο Πρωθυπουργός αναφώνησε «έχω μπλέξει με τρελούς».
        Από όλα αυτά  σαφώς και μειώθηκε επικίνδυνα  η αξιοπιστία της χώρας και αμφισβητήθηκε  η συνέχιση της πορείας Της, μέσα στην Ευρώπη.
8.   Οι ως άνω προπαρασκευαστικές πράξεις είναι ποινικά επιλήψιμες  και μάλιστα κατ’ εγγύτατο νομικό χαρακτηρισμό (προπαρασκευαστική επεξεργασία διάπραξης του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας, ή την διενέργεια προπαρασκευαστικών ενεργειών διάπραξης του αδικήματος της απόπειρας της εσχάτης προδοσίας),ενδεικτικά (135 ΠΚ παρ.1 και 134 παρ. 2 εδ. β΄,  καθώς και 184 ΠΚ).
  ΙΙ.     ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ  (θεμελίωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς)
Η διάταξη του άρθρου 13 Π.Κ προσδιορίζει τη νομική έννοια του υπαλλήλου, στην οποία υπάγεται και ο ορκισθείς Υπουργός. Οι διατάξεις των άρθρων 26 και 27 Π.Κ προσδιορίζουν την έννοια της υπαιτιότητας και του δόλου, που συνιστούν προϋπόθεση του ποινικού κολασμού των κακουργηματικών πράξεων. Η διάταξη του άρθρου 134 παρ. 2 β΄ Π.Κ προβλέπει, ότι τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη όποιος επιχειρεί με τα μέσα που διαλαμβάνονται στο εδάφιο α΄ της ίδιας παραγράφου και με πρόσφορο τρόπο να διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας, που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις απορρέουσες από την εξουσία αυτή. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 135 Π.Κ κολάζονται οι προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας. Ειδικότερα, η παράγραφος 2 του ως άνω άρθρου ορίζει, ότι τιμωρείται με κάθειρξη, όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να εκτελέσει οποιαδήποτε από τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 134 Π.Κ πράξεις.
          ΠΡΟΣΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ:    Άρθρο 135 ΠΚ  «Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας»
«1. Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων προκαλεί με πρόθεση ή προσπαθεί να διεγείρει άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134 τιμωρείται με κάθειρξη.»
      Άρθρο 134 «Έσχατη προδοσία»
«1. Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης: Α) όποιος αποπειράται να αποστερήσει με οποιοδήποτε τρόπο το Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα. Β) όποιος αποπειράται με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας: α) να παρεμποδίσει κάποιον απ’ αυτούς από την άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του ή να τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και β) να μεταβάλει το πολίτευμα του Κράτους.
2. Με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου: α) επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού. β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να διαπράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή, την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από την εξουσία αυτή. γ) ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και με τα μέσα που προβλέπει το άρθρο αυτό.»
                  ΕΠΙΒΟΥΛΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ:     Άρθρο 184
«Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.»
Επειδή, η εκδήλωση της παρούσας μηνυτήριας αναφοράς γίνεται για τη διαφύλαξη και την προστασία των δικαιωμάτων μου καθώς και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον ως πολίτης Δημοκρατικού Κράτους.
Επειδή, έχω το απαραίτητο έννομο συμφέρον (αρθ. 40 ΚΠΔ), είναι νόμιμη, βάσιμη, αληθής και εξαιρετικής φύσης.
Επειδή, συμφώνως με την έννοια του μεν άρθρου 36 ΚΠοινΔικ καθιερώνεται η αρχή της αυτεπαγγέλτου ποινικής διώξεως η οποία μη υποκειμένη εις τύπον γίνεται άμα ο αρμόδιος εισαγγελεύς πληροφορηθεί την τέλεση του εγκλήματος, είτε κατόπιν μηνύσεως ή αναφοράς δημοσίας αρχής ή ιδιώτου (άρθρ. 37-40 και 42), είτε κατόπιν οιασδήποτε "άλλης ειδήσεως" όπως εξ ιδίων πληροφοριών ή ιδίας αντιλήψεως εξ επιστολής (και ανωνύμου έτι) ή και της κοινής φήμης όταν, εννοείται, εις την τελευταίαν αυτή περίπτωση έχει ο εισαγγελεύς σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ετελέσθη έγκλημα (Μπουρόπουλος όπου ανωτ. σελ. 57) παθών εκ του οποίου, ειρήσθω, είναι παν πρόσωπον είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανό προς καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού, καθ' ού στρέφεται η πράξη (Χωραφάς όπου ανωτ.).

Επειδή, Σας είναι γνωστό, ότι δια την άσκηση ποινικής διώξεως είναι αρκετή και η απλή πιθανότητα τελέσεως αξιόποινων πράξεων καθώς και ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει πλούσιο αποδεικτικό υλικό, πολλαπλώς διασταυρωμένο, το οποίο επιβάλει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των υπαιτίων, η ύπαρξη απλής και μόνο πιθανότητας τέλεσης αξιόποινης πράξης ή απλών ενδείξεων ενοχής του μηνυομένου ως δράστη αυτής καθιστά υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών την άσκηση της ποινικής δίωξης (βλεπ. Κ. Σταμάτη «Η προκαταρκτική εξέταση»,σελ,.257,274). Η Εισαγγελική Αρχή δεν είναι διάδικος αλλά αυτοτελές όργανο της δικαιοσύνης και κατά την κυρία και βασική λειτουργία της ανήκει στη δικαστική, με ευρεία έννοια, λειτουργία, και η άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης (κατ΄άρθρα 27, 43 Κ.Π.Δ.) συνιστά για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κυρία λειτουργική αρμοδιότητα με οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλεπ. Κ. Σταμάτη « Ο Εισαγγελικός Θεσμός» Ποιν. Χρον. Λ΄ σελίς 609 επομ.) και όχι απλή έκφραση γνώμης.

Επειδή, τα πρόσωπα που διέπραξαν τα ανωτέρω αναφερόμενα αδικήματα είναι δυνατόν να προσδιορισθούν από την διενεργηθησοµένη ανάκριση.

Επειδή, οι ανωτέρω πράξεις τιμωρούνται από τις διατάξεις του ΠΚ καθώς και ειδικών ποινικών νόμων.

Επειδή, προσκομίζεται σειρά δημοσιευμάτων εφημερίδας και ηλεκτρονικών εκδόσεων .
                                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
      και με την ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μου
                                                       ΕΞΑΙΤΟΥΜΑΙ
Την άμεση και επείγουσα ποινική διερεύνηση του θέματος προκειμένου να ταυτοποιηθούν και εξατομικευτούν οι διαφαινόμενες ως τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις, να συνδεθούν με τους φυσικούς, ηθικούς αυτουργούς και άλλους συμμέτοχους και να υποστούν οι υπόλογοι την κατά νόμο τιμωρία τους.
Επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι κατά την άποψή μου, υφισταμένων κατά την κρίση Σας των νομίμων προϋποθέσεων, την εισαγωγή της υποθέσεως κατ΄ άρθρον 29  Κ. Ποιν. Δ. στο Δικαστήριο των Εφετών και τον ορισμό Εφέτου Ανακριτή.
Επιπλέον δηλώνω παράσταση πολιτικής αγωγής για όλα τα αδικήματα που συρρέουν από τα μηνυόμενα, για την αποκατάσταση της βλάβης, για την υποστήριξη της κατηγορίας και για χρηματική ικανοποίηση  (44) ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης επελθούσας σε εμένα από τις εν λόγω πράξεις.           
 Προς απόδειξη όλων των παραπάνω, ζητούμε να προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και σας προσκομίζονται τέσσερα (4) αντίγραφα  από δημοσιεύματα:  ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (2), ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΒΗΜΑ.
                                                                                                      
Αθήνα, 26 Ιουλίου  2015
   Ο  Μηνυτής και Πολιτικώς Ενάγων
 Παναγιώτης Σταμάτης Πλωτάρχης (ε.α.) ΠΝ

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Κάνουμε το σταυρό μας: Μόλις ανάψουμε το κερί μας. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς. Στην αρχή κάθε ακολουθίας. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση. Δηλαδή κάθε φορά πού θα λέγεται ή θα ψάλλεται το: «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι»,ή όταν ακούγεται το «... του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...». Σε κάθε εκφώνηση της Παναγίας: «Της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας...» που υπάρχει στα Ειρηνικά, Πληρωτικά και Μικρές Συναπτές. Στα Απολυτίκια ή Τροπάρια όταν και όπου ακούγεται το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας, του Ναού κλπ. Στον Όρθρο, όταν ψάλλεται, επαναλαμβανόμενο, το Μεγαλυνάριο της Παναγίας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ…». Το σταυρό μας είναι προτιμότερο να τον κάνουμε , όταν φθάνει η ψαλμωδία στο: «...την όντως Θεοτόκον ...», για να τονίζεται η πίστη ότι εγέννησε Θεόν. Στη Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, όταν περνούν από μπροστά μας το Ευαγγέλιο και τα Τίμια Δώρα. Στον Τρισάγιο ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Στο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν...» το όποιο επαναλαμβάνεται τρις. Μαζί με το σταυρό μας σ' αυτήν την περίπτωση κάνουμε κάθε φορά και μία μικρή μετάνοια. Πριν από το τέλος του Εσπερινού, όταν ο Ιερέας λέγει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου έν ειρήνη ότι είδον οί οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου…». Στις απολύσεις των ακολουθιών (Εσπερινού, Όρθρου και λοιπών ακολουθιών),καθώς και στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας. Κάθε άλλη φορά, κατά τις διάφορες αιτήσεις του Ιερέα , έφ' όσον αυτό αναπαύει ή ευχαριστεί τον πιστό. Όταν προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες ή άγια Λείψανα. Πριν κοινωνήσουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία. ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας: 1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί Σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή πού μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε , πρέπει να σηκωνόμαστε. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος. Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ' όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα... Και νυν... Αλληλούια...» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ' ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο. Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις ή, προπαντός, χωρίς και τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ' αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας). Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου. Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου. Όταν λοιπόν πρόκειται να επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Αγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, όποτε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ό καθένας. Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε. Του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου (από το :"Λατρευτικό Εγχειρίδιο")
Κάνουμε το σταυρό μας: Μόλις ανάψουμε το κερί μας. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς. Στην αρχή κάθε ακολουθίας. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση. Δηλαδή κάθε φορά πού θα λέγεται ή θα ψάλλεται το:...
EIKONOGRAFIES.GR|ΑΠΟ ANASTASIA AMARANTIADOU

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Και τέταρτη παρέμβαση στο Στε για το Δημοψήφισμα!

Posted by netakias.com στο Ιουλίου 3, 2015

kalpiΚαι τέταρτη παρέμβαση στο Στε

Κατατέθηκε σήμερα άλλη μια παρέμβαση τριών δικηγόρων στην δίκη που γίνεται αυτή την στιγμή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου δύο πολίτες ζητούν την ακύρωση διεξαγωγής του δημοψηφίσματος.

Οι Αθηναίοι Δικηγόροι με την παρέμβασή τους εκθέτουν βήμα-βήμα τις πλημμέλειες της αίτησης ακύρωσης σε ένα δεκασέλιδο αναλυτικό κείμενο, όπου αναφέρονται εκτενώς τόσο για την συνταγματικότητα του Δημοψηφίσματος, όσο και για το γεγονός ότι ακολουθήθηκε η σωστή διαδικασία.

Στηρίζουν την παρέμβασή τους και το έννομο συμφέρον τους, όπως οι ίδιοι λένε «….εάν τυχόν γίνει δεκτός έστω και ένας λόγος ακυρώσεως θα απωλέσουμε το δικαίωμα να εκφράσουμε την άποψή μας για την διαχείριση του κρίσιμου, όπως άνω λεπτομερώς έχουμε παραθέσει, εθνικού θέματος, εν όψει και του γεγονότος, ότι το Δημοψήφισμα αποτελεί την ύψιστη μορφή Αμεσης Δημοκρατίας και έκφρασης της βούλησης της Λαϊκής Κυριαρχίας.

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
( Ολομέλεια)
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
1) Του Ιωάννη Τσουκαλά του Σπυρίδωνος, δικηγόρου, ΑΜ ΔΣΑ 25894, κατοίκου Αθηνών…………………………………………….
2) Του Κωνσταντίνου Αδάμη του Αναστασίου δικηγόρου με ΑΜΔΣΑ 19559, κατοίκου Αθηνών οδός Πατούσα αρ 4.
3) Ευφροσύνη Βερώνη του Βασιλείου, δικηγόρου με ΑΜΔΣΑ 21189, κατοίκου Αθηνών οδός Ευπόλιδος αρ 14.
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
1. Δημητρίου Μαναού του Παντελή, πολιτικού μηχανικού, ομοτ Μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, κατοίκου Δήμου Φιλοθέης –Ψυχικού, οδός Καλλάρη 44 ττ 154-52
2. Σπύρου Νικολάου του Ιωάννη, δικηγόρου Κατοίκου Δήμου Παπάγου Αττικής, οδός Πίνδου 68, ττ 156-69
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ
α) Του Προεδρικού Διατάγματος υπ αριθμ 38 της 28.6.2015 ( ΦΕΚ 63 τα Α΄) περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα.
β) Της από 26.6.2015 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας δημοψηφίσματος.
———————————-
Συζητείται ενώπιον Σας, τις 3 Ιουλίου 2015, η από 1 Ιουλίου 2015 η Αίτηση Ακυρώσεως των ανωτέρω με την οποία ζητείται η ακύρωση Του Προεδρικού Διατάγματος υπ αριθμ 38 της 28.6.2015 ( ΦΕΚ 63 τα Α΄) περί προκηρύξεως δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα και της από 26.6.2015 πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου περί υποβολής προτάσεως διενέργειας δημοψηφίσματος. για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν , τους οποίους θέλουμε να προσβάλουμε με την παρούσα.
1. ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους:
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4023/2011 ορίζεται ότι «αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η οργάνωση της διαδικασίας προσφυγής σε δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα ή για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα με εξαίρεση τα δημοσιονομικά, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 44 του Συντάγματος.»Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ιδίου ως άνω νόμου προβλέπεται ότι «1. Το δημοψήφισμα προκηρύσσεται με προεδρικό διάταγμα. 2. Το προεδρικό διάταγμα προκήρυξης δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και για ψηφισμένο νομοσχέδιο, που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, από τον Πρόεδρο της Βουλής.3. Το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, με την οποία γίνεται δεκτή η πρόταση για τη διενέργεια δημοψηφίσματος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ιδίου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «1. Ο έλεγχος του κύρους του δημοψηφίσματος και του αποτελέσματος της ψηφοφορίας ανήκει στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 35-38 του ν 345/1976 (Α’ 141)….»
Εν προκειμένω, η ασκηθείσα με αρ. κατ. 1728/1-7-2015 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων ασκήθηκε αναρμοδίως ενώπιον του Υμετέρου Δικαστηρίου, δοθέντος ότι εκ του νόμου επιφυλάσσεται αποκλειστική αρμοδιότητα για τον έλεγχο του κύρους του δημοψηφίσματος του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος, ώστε να καθίσταται, κατά ρητή διάταξη νόμου, απαραδέκτως ασκηθείσα.
Β. Προσέτι, στο άρθρο 21 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ορίζονται τα εξής: «1. Με εντολή του Προέδρου κοινοποιούνται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους, αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης και αντίγραφο της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η κοινοποίηση γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο Πρόεδρος έχει δικαίωμα να κάνει σύντμηση της προθεσμίας σε περίπτωση κατεπείγοντος. 2.α) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης διοικητικής αρχής, η κοινοποίηση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο, είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν. β) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η κοινοποίηση γίνεται προς αυτό, το οποίο καθίσταται κύριος διάδικος. Κοινοποιείται επίσης στον υπουργό που το εποπτεύει, ο οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης, είτε υπέρ, είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης. γ) Σε περίπτωση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία εγκρίθηκε με πράξη του οργάνου που ασκεί εποπτεία, η κοινοποίηση γίνεται και προς το νομικό πρόσωπο και προς τον αρμόδιο κατά το εδάφιο α΄ υπουργό.
Εν προκειμένω, οι αιτούντες στρέφονται κατά του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο όμως δεν έχει διοικητική, οργανωτική και οικονομική αυτοτέλεια, ώστε να υφίσταται στον νομικό κόσμο ως αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο, αλλά αποτελεί μέρος της οργανωτικής δομής της Κυβέρνησης τόσο με διοικητική όσο και με νομοθετική αρμοδιότητα, ώστε να εντάσσεται στην οργανωτική δομή του Ελληνικού Δημοσίου. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε η εν λόγω αίτηση ακυρώσεως να στραφεί κατά του Ελληνικού Δημοσίου παρισταμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, όπως εν προκειμένω θα όφειλε, ώστε απαραδέκτως στρέφεται κατά του Υπουργικού Συμβουλίου και καθιστά αυτήν κατ’ αποτέλεσμα απαραδέκτως ασκηθείσα κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου.
Γ. Τέλος, κατ’ άρθρο 45 παρ. 5 του ΠΔ 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» ορίζεται ότι «…5.Δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις και διαταγές, που ανάγονται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας…»Εν προκειμένω στην ελληνική έννομη τάξη η ύπαρξη των κυβερνητικών πράξεων αναγνωριζεται παγίως από τον νομοθέτη. Αρχικώς το άρθρο 46 παρ. 3 του ν. 3713/1928 όριζε ότι δεν προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως «αι κυβερνητικαι πράξεις και διαταγαι αι αναγόμεναι εις την διαχείρισιν της πολιτικής εξουσίας», ενώ αναφορά γίνεται και στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 796/1971 «περί της ασκήσεως του κατά το άρθρον 20 του Συντάγματος δικαιώματος του αναφέρεσθαι». Εν προκειμένω, οι πράξεις αυτές είναι κατά τα λοιπά διοικητικές πράξεις, δηλαδή εκτελεστές πράξεις της Διοίκησης,οι οποίες όμως ανάγονται στην διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Εισάγεται, δηλαδή ένα λειτουργικό κριτήριο με βάση το οποίο κρίνεται η ιδιαίτερη φύση της «κυβερνητικής πράξης», η οποία δεν υπόκειται στον Δικαστικό Έλεγχο. Τούτο δε διότι με τις πράξεις αυτές δεν ασκούνται εν στενή εννοία διοικητικές αρμοδιότητες, αλλ’ αντιμετωπίζονται από τα ανώτατα όργανα του Κράτους πολιτικής φύσεως ζητήματα, αναγόμενα στην διαχείριση προβλημάτων υψίστης σημασίας για την Χώρα. Επομένως, από την φύση τους, οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να υπάγονται στον ευθύ ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι άλλως ο έλεγχος αυτός θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα στο πεδίο αμιγώς πολιτικών εκτιμήσεων, που εκφεύγει από το πεδίο του ασκουμένου από το Συμβούλιο Επιρατείας ελέγχου. Η κατά τα ανωτέρω δε μη υπαγωγή των κυβερνητικών πράξεων σε δικαστικό έλεγχο, που αφορά σε ελάχιστες κατηγορίες πράξεων, προσδιοριζόμενες, άλλωστε, εκάστοτε από το ίδιο το δικαστήριο, δεν τελεί υπό την αρνητική προϋπόθεση της ελλείψεως αντανακλαστικών συνεπειών από την εφαρμογή των πράξεων αυτών στην άσκηση ατομικών δικαιωμάτων. Οι πράξεις αυτές μπορούν να έχουν, όπως κάθε πράξη, επίπτωση σε συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα ή σε πολιτικά δικαιώματα. Η κατά τα ανωτέρω, όμως, μη υπαγωγή τους σε δικαστικό έλεγχο υπαγορεύεται και δικαιολογείται μόνον από την προπεριγραφείσα φύση τους, δεν συναρτάται δε, με τις τυχόν επιπτώσεις και συνέπειές τους και δεν συνδέεται με την βαρύτητα καθεμιάς απ’ αυτές. Εξ άλλου, η μη υπαγωγή των πράξεων αυτών σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ούτε συνεπάγεται την αποδέσμευση του οργάνου που τις εκδίδει από την υποχρέωση τηρήσεως των οικείων συνταγματικών διατάξεων, ούτε αποκλείει την ανόρθωση ενδεχομένων δυσμενών επιπτώσεών τους σε ιδιώτες κατά τρόπους και διαδικασίες που, κατά περίπτωση, προβλέπονται από την έννομη τάξη. Έχει απλώς την έννοια ότι, για τους προεκτεθέντες λόγους, οι πράξεις αυτές δεν υπόκεινται στον συγκεκριμένο έλεγχο. Το γεγονός δε της, υπό τις ως άνω συνθήκες, αδυναμίας ακυρωτικού ελέγχου των εν λόγω πράξεων δεν άγει αναγκαίως στο συμπέρασμα ότι το σύστημα αυτό του ελέγχου προσκρούει στις διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ότι, κατά συνεκδοχή, πρέπει να υπόκεινται σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο και οι κυβερνητικές πράξεις, δεδομένου ότι το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται και σε περιορισμούς, μεταξύ των οποίων και οι εν προκειμένω κρίσιμοι. Σύµφωνα µε πάγια νοµολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, ο χαρακτηρισµός µιας πράξεως ως «κυβερνητικής» ανήκει στην αποκλειστική αρµοδιότητα του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 105/1981). Αντίθετα, έχει κριθεί ότι «δεν είναι έργον του νοµοθέτου να χαρακτηρίζει κατ’ οικείαν κρίσιν ωρισµένας κατηγορίας πράξεων ως Κυβερνητικάς και να εξαιρεί ούτω αυτάς από τον έλεγχον του Συµβουλίου της Επικρατείας» (ΣτΕ 1947/1960. Πρβλ. επίσης ΣτΕ 2438/1966, 2528/1974 Ολ.). Η κρίση αυτή του ∆ικαστηρίου υπαινίσσεται έναν πολύ συγκεκριµένο έλεγχο της συνταγµατικότητας των νοµοθετικών διατάξεων που προβαίνουν στον χαρακτηρισµό µιας πράξεως ως «κυβερνητικής». Το δε Υμέτερο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στην κατηγορία των «κυβερνητικών πράξεων» ανήκουν, ιδίως, εκείνες που αναφέρονται στις σχέσεις ανάµεσα στα κρατικά όργανα, όπως είναι λ.χ. το διάταγµα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών (ΣτΕ 250/1930, 1596/1951, 1789/1951 318/1956, 1810/1961, 484/1978, 1299/1986, καθώς και η σχολιαζόµενη υπ’ αριθµ. 1398/2000), προκήρυξης δηµοψηφίσµατος (ΣτΕ 2468/1968), αποδοχής παραιτήσεως υπουργού ή της Κυβέρνησης και η εντολή σχηµατισµού της Κυβέρνησης (ΣτΕ 1467/1967, 1631/1975), η άσκηση νοµοθετικής πρωτοβουλίας εκ µέρους των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας (ΣτΕ 102/1930, 347/1937).
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι το προκηρυχθέν Δημοψήφισμα αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα, η δε προκήρυξή του συνιστά βούληση της πολιτικής εξουσίας να απευθυνθεί προς τους πολίτες της Χώρας, οι οποίοι καλούνται να εγκρίνουν ή να απορρίψουν συγκεκριμένη πρόταση άσκησης οικονομικής πολιτικής, που αφορά σε θεμελιώδη θέματα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και θεμελιώδη εθνικά ζητήματα σχέσεων με τα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,, εκφεύγει του δικαστικού και δη του ακυρωτικού ελέγχου, λόγω ακριβώς του χαρακτήρα της προκηρύξεως Δημοψηφίσματος ως «κυβερνητικής πράξης». Ως τέτοια δε θα πρέπει να θεωρηθεί και η δεύτερη προσβαλλομένη από 26-6-2015 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία, βέβαια δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, δοθέντος ότι συνιστά την υποβληθείσα πρόταση-γνώμη προς την Βουλή και η –ενσωματώνεται στην πρώτη προσβαλλομένη πράξη, ήτοι το εκδοθέν με αρ. 38/2015 Προεδρικό Διάταγμα. Συνεπώς, η επίδικη αίτηση ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ασκηθείσα κατά κυβερνητικής πράξεως.
τόσο η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι το υπ’ αριθμ. 38/28-6-2015 Προεδρικό Διάταγμα, εκδοθέν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με το οποίο προκηρύχθηκε το Δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα, όσο και η από 26-6-2015 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου
2. ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος, επί τη βάσει του οποίου εξεδόθη το προσβαλλόμενο με αρ. 38/2015 ΠΔ, ορίζεται ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. ….»Ως εκ τούτου, θέμα του Δημοψηφίσματος που προκηρύσσεται πρέπει να είναι κρίσιμο εθνικό θέμα, ήτοι θέμα για το οποίο είναι αναγκαία η λήψη μιας πολιτικής καταρχήν απόφασης, που μπορεί να είναι σχετικό με την κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική ζωή του τόπου, τις διεθνείς σχέσεις και την προσχώρηση σε διεθνείς οργανώσεις. Το θέμα πρέπει να είναι συγκεκριμένο και σαφώς διατυπωμένο. Δεν επιτρέπεται να τίθεται στην κρίση των πολιτών ασαφείς φιλοσοφικές ιδέες ή αμφιλεγόμενοι πολιτικοί προγραμματισμοί, αλλά αντίθετα το περιεχόμενο των επιμέρους σκελών του ερωτήματος πρέπει να είναι πραγματοποιήσιμο. Προσέτι, το θέμα που θα τεθεί στην κρίση του Ελληνικού Λαού πρέπει να είναι εθνικό, δηλαδή πανελληνίου και όχι τοπικού ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι οι τοπικές υποθέσεις «ανήκουν», κατ’ άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος στην αποκλειστική αρμοδιότητα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Πρέπει η φύση του ζητήματος που τίθεται να ενδιαφέρει και να αφορά όλους τους Έλληνες, άμεσα ή έμμεσα, και μάλιστα από την άποψη του νομικού του status, ανεξάρτητα από τοπικές και εν γένει πρόσκαιρες ή συγκυριακές καταστάσεις. Συναφώς, δεν επιτρέπεται να είναι ακραιφνώς πολιτικό, δηλαδή να αφορά τις σχέσεις μεταξύ κυβερνητικών οργάνων (πχ. Σχέσεις Προέδρου της Δημοκρατίας, Κυβέρνησης και Βουλής) διότι δεν αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των επιμέρους θεσμών.
Το κρίσιμο του εθνικού θέματος σημαίνει ότι πρέπει να είναι «ώριμο» προς επίλυση, ήτοι να έχει δημιουργηθεί μια οξύτητα και ένταση τόσο στην κοινή γνώμη όσο και μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, που πρέπει να ρυθμιστεί. Γίνεται δεκτό δε ότι κρίσιμο ποιοτικό στοιχείο συνιστά ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα επηρεάσει μακροχρόνια τον τομέα στον οποίο αναφέρεται.
Εν προκειμένω, το εν λόγω Δημοψήφισμα προκηρύχθηκε, ώστε ο Ελληνικός Λαός να αποφασίσει με την ψήφο του, εάν πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο EUROGROUP της 25-6-2015, η οποία αποτελείται από δύο μέρη, τα οποία αποτελούν ενιαία πρόταση Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείται «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» («Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού») και το δεύτερο «Preliminary Debt sustainability analysis» («Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους»). ΄Οσοι από τους πολίτες της χώρας απορρίπτουν την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ. ΄Οσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούν με την πρόταση των τριών θεσμών ψηφίζουν: ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ.». Ακριβής δε μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών της ως άνω ενιαίας πρότασης είναι ήδη ανηρτημένη στον επίσημο ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ήδη από την Δευτέρα, 29 Ιουνίου 2015, ώστε να λαμβάνει γνώση κάθε Έλληνας πολίτης επί της προτάσεως των τριών ως άνω θεσμών, για την οποία, όπως συνομολογούν και οι αιτούντες με το δικόγραφό τους, ο Ελληνικός Λαός καλείται «…να πάρει θέση για το περιεχόμενο της πρότασης των ως άνω τριών θεσμών και να εξουσιοδοτήσει την Κυβέρνησή του στους περαιτέρω χειρισμούς της κρίσιμης εθνικής υπόθεσης».
Οι λόγοι ακυρώσεως που οι αιτούντες προβάλλουν θα πρέπει και επί της ουσίας να απορριφθούν ως εξής:
Α. Προβάλλουν ότι δήθεν το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο Ελληνικός Λαός αφορά αποκλειστικά δημοσιονομικό θέμα με αποκλειστικά οικονομικό αντικείμενο. Καταρχάς, ο Συνταγματικός Νομοθέτης όταν αναφέρεται σε κρίσιμο εθνικό θέμα δεν κάνει διάκριση για το είδος ούτε εξειδικεύει σε ποιους τομείς αναφέρεται. Αντιθέτως, στην περίπτωση προκήρυξης Δημοψηφίσματος κατά άρθρο 44 παρ. 2 εδ. 2 αναφέρει ότι «δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Kανονισμός της Bουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής….». Συνεπώς, ενώ στην περίπτωση ψηφισμένου νομοσχεδίου θέτει περιορισμό και εξαιρεί τα δημοσιονομικά θέματα, δεν πράττει τούτο όμως στην προκείμενη εφαρμοζομένη περίπτωση επί τη βάσει της οποίας προκηρύχθηκε το υπό κρίση Δημοψήφισμα. Είναι προφανές ότι εάν ο Συντακτικός Νομοθέτης ήθελε θα έθετε οιονδήποτε περιορισμό, γεγονός το οποίο δεν έπραξε, ώστε να δίνεται η ευχέρεια διενέργειας δημοψηφίσματος ακόμη και επί δημοσιονομικού θέματος, αρκεί να πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις («κρίσιμο»-«εθνικο»).
Πέραν, όμως τούτου, από το περιεχόμενο της προτάσεως των τριών θεσμών προκύπτει ότι το εύρος των ρυθμίσεων αφορά ποικίλα θέματα, όχι μόνον δημοσιονομικά αλλά ποικίλα θέματα που άπτονται γενικών ρυθμίσεων. Ειδικότερα, πέραν των αυστηρώς δημοσιονομικών μέτρων που προτείνονται να υιοθετηθούν, προτείνονται μέτρα ως προς το φαινόμενο γήρανσης του πληθυσμού και ιδίως σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και την ενοποίηση των Ασφαλιστικών Ταμείων, μεταρρυθμίσεις στο σύστημα της φορολογικής και τελωνειακής διοίκησης και προτάσεις αναδιοργάνωσης με την δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, θέσπιση νέου Ποινικού Κώδικα για την Φοροδιαφυγή και την Φορολογική Απάτη, την λήψη μέτρων στον τομέα της Υγείας/Πρόνοιας, την μεταρρύθμιση του πτωχευτικού Δικαίου και του ν. 3869/2010 περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών, την δημιουργία ειδικών τμημάτων στα Δικαστήρια, την τροποποίηση του εξωδικαστικού διακανονισμού, την θέσπιση προσωρινού moratorioum των πλειστηριασμών μέχρι το τέλος του 2015, την πλήρη αναθεώρηση των εργασιακών σχέσεων μέχρι το τέλος του 2015 σε διάφορα επί μέρους θέματα, την οργάνωση του τραπεζικού συστήματος, τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας σε διάφορους τομείς (ΟΤΕ, λιμάνια κλπ), την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την πρόσληψη Διευθυντών στο Δημόσιο, την εφαρμογή του σχεδίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως είχε προταθεί τον Νοέμβριο του 2014 από την προηγούμενη Κυβέρνηση, την θέσπιση μέτρων κατά της διαφθοράς καθώς και ρυθμίσεις για την ΕΛΣΤΑΤ.
Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη πρόταση των θεσμών δεν φέρει μόνον δημοσιονομικό χαρακτήρα, αλλά αφορά ποικίλους τομείς δράσης της Διοίκησης, που άπτονται της Εθνικής Κυριαρχίας και μάλιστα με στοιχεία μονιμότητας μέτρων/αναδιαρθρώσεων/ρυθμισεων, ώστε ο προκείμενος λόγος ακυρώσεως να καθίσταται και κατ΄ουσίαν απορριπτέος.
Β. Περαιτέρω, οι αιτούντες ισχυρίζονται, ότι δήθεν το ερώτημα δεν είναι σαφές και ότι τα όσα στην πρόταση των θεσμών αναφέρονται είναι δήθεν «πολυσύνθετα» κα με ειδικούς τεχνικούς και επιστημονικούς όρους. Όμως, από την απλή ανάγνωση, το περιεχόμενο καθίσταται βέβαιο, κατανοητό και ευκρινές για τον μέσο πολίτη, καθόσον θέτει συγκεκριμένα μέτρα ανά περίπτωση, καθορίζοντας στις πλείστες των περιπτώσεων συγκεκριμένα προτεινόμενα μέτρα ανά μεταρρύθμιση , άλλοτε προτείνοντας κατάργηση ελαφρύνσεων, άλλοτε αυξάνοντας ποσοστιαία δείκτες, όπως τον ΦΠΑ στα νησιά, άλλοτε προτείνοντας συγκεκριμένες ενέργειες για δράση και μάλιστα σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις με συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο. Η ανάλυση δε ιδίως ως προς το δημοσιονομικό μέρος είναι αρκετά λεπτομερής, περιγράφουσα επακριβώς τις μειώσεις/καταργήσεις που προτείνονται, ώστε να μην καταλίπεται καμμιά αμφιβολία για την επίδραση των μέτρων αυτών στην οικονομική ζωή του τόπου μας. Συνεπώς, και ο λόγος αυτός καθίσταται και κατ’ ουσίαν απορριπτέος.
Γ. Προσέτι, ισχυρίζονται οι αιτούντες, ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 και 9 έως 11 του ν. 4023/2011 που αφορούν την προετοιμασία, τις σχετικές ενέργειες και τις προθεσμίες, αλλά και την έγκαιρη ενημέρωση του εκλογικού σώματος. Ο λόγος αυτός είναι προδήλως αβάσιμος, δοθέντος ότι κατά άρθρο 12 ορίζεται ότι «η ψηφοφορία διεξάγεται εντός τριάντα ημερών από την δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος…» Προσέτι, η Βουλή, η οποία αποφασίζει την προκήρυξη του Δημοψηφίσματος γα το ερώτημα/ματα στα οποία καλείται να απαντήσει το εκλογικό σώµα, καθορίζει την προθεσμία διενέργειάς του κατ’άρθρο 115 παρ. 1 και 2 Κανονισμού της Βουλής. Εν όψει του γεγονότος ότι η προρρηθείσα διάταξη νόμου θέτει μέγιστο χρονικό διάστημα διεξαγωγής (30 μέρες) και δεδομένου ότι αφενός μεν ήδη σήμερα έχει ολοκληρωθεί πλήρως η διαδικασία προπαρασκευής (διορισμός δικαστικών αντιπροσώπων και εφορευτικών επιτροπών, εκλογικοί κατάλογοι, εκλογικά τμήματα κλπ), σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Ελληνικός Λαός πληροφορείται καθημερινά από τα ΜΜΕ επί του δημοψηφίσματος, δεν δύναται να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί των αιτούντων περί παραβιάσεων προθεσμιών. Άλλωστε, ο προκείμενος λόγος είναι πρωτίστως αόριστος, καθόσον δεν προσδιορίζει την παραβίαση συγκεκριμένης προθεσμίας καθώς και συγκεκριμένες συνέπειες που δύνανται και ουσιαστικά να πλήξουν το κύρος του Δημοψηφίσματος ως προς την διαφάνεια διενέργειας ή ως προς την ανόθευτη και ακώλυτη άσκηση του δικαιώματος των πολιτών να εκδηλώσουν την βούλησή τους με την ψήφο τους.
Δ. Ακολούθως, απαραδέκτως προβάλλουν λόγο ακυρώσεως περί μη δημοσίευσης των κειμένων της προτάσεως των θεσμών, ώστε να λάβει γνώση ο Ελληνικός Λαός. Και τούτο διότι , ήδη τα κείμενα είχαν δημοσιευθεί από τα ΜΜΕ, προ της προκηρύξεως του Δημοψηφίσματος και εν όψει του ιδιαίτερου εθνικού ενδιαφέροντος που έχουν εκδηλώσει οι πολίτες ως προς την διαπραγμάτευση και την έκβασή της που αφορά την ρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τους Θεσμούς. Προσέτι, όπως ανωτέρω εκθέτουμε, είναι ανηρτημένα με επίσημη μετάφραση από το Υπουργείο Εξωτερικών στον επίσημο ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και δεδομένου του κατακόρυφα αυξημένου ενδιαφέροντος των πολιτών και της συνεχούς ενημέρωσης από τα ΜΜΕ, δεν καταλίπεται καμμιά αμφιβολία ότι δεν υφίσταται έλλειμα ενημέρωσης των πολιτών και συνεπώς και ο προκείμενος λόγος θα πρέπει να απορριφθεί.
Ε. Τέλος, οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις τυγχάνουν ακυρωτέες ως δήθεν εκδοθείσες κατά κατάχρηση εξουσίας και εξεδόθησαν για σκοπό τάχα τελείως διάφορο από τον συνταγματικά προβλεπόμενο. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι, καταρχάς, αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής κρίσης, καθόσον οι αιτούντες αναφέρονται σε κατάχρηση εξουσίας, χωρίς να την εξειδικεύουν σε τι συνίσταται, δηλαδή ποια ακριβώς είναι η υφιστάμενη υπέρβαση και ποιο το μέτρο της κατάχρησης. Εν συνεχεία, αναφέρονται στην σκοπιμότητα, ισχυριζόμενοι ότι εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες πράξεις για διάφορο σκοπό, χωρίς όμως να προσδιορίζουν ποιος ακριβώς ήταν ο αληθής σκοπός που δήθεν υποκρύπτεται. Σε κάθε περίπτωση, τόσο το ερώτημα όσο και ο σκοπός του Δημοψηφίσματος κατατείνουν στο να επιλυθεί ένα κρίσιμο εθνικό θέμα για την Χώρα που αφορά όλους τους Έλληνες Πολίτες, σχετίζεται με την εφαρμογή μιας σειράς νομοθετικών μέτρων και επεμβάσεων στην Εθνική Κυριαρχία, με υποχρεωτικότητα και καθορισμό πλείστων θεμάτων Δημοσιονομικών, Διοίκησης και Δικαιοσύνης αλλά και με σημαντικές τροποποιήσεις σε θεμελιώδη ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ώστε ευλόγως να εντάσσεται στην έννοια του «κρίσιμου εθνικού θέματος» του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. Α του Συντάγματος.
3. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΣ
Άπαντες οι παρεμβαίνοντες είμαστε Έλληνες Πολίτες, οι οποίοι γεννηθήκαμε και εξακολουθούμε να διαβιούμε στην Ελλάδα, ασκώντας ενεργή δικηγορία, είμαστε εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και δεν έχουμε απωλέσει το δικαίωμα ψήφου για οιοδήποτε λόγο, ήτοι δεν διατελούμε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, ούτε στερηθήκαμε το πολιτικό μας δικαίωμα λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, σε κάποιο από τα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό και στρατιωτικό ποινικό κώδικα. Ακολούθως, εάν τυχόν γίνει δεκτός έστω και ένας λόγος ακυρώσεως θα απωλέσουμε το δικαίωμα να εκφράσουμε την άποψή μας για την διαχείριση του κρίσιμου, όπως άνω λεπτομερώς έχουμε παραθέσει, εθνικού θέματος, εν όψει και του γεγονότος, ότι το Δημοψήφισμα αποτελεί την ύψιστη μορφή άμεσης δημοκρατίας και έκφρασης της βούλησης της λαϊκής κυριαρχίας. Σημειωτέον, ότι το εκλογικό σώµα µετέχει στη λειτουργία του πολιτεύµατος, κατά κανόνα µεν, κατά τρόπο έµµεσο, µέσω της ανάδειξης των αντιπροσώπων του στα νοµοθετικά σώµατα, κατ’ εξαίρεση δε, κατά τρόπο άµεσο µε το δηµοψήφισµα.
Ως προς δε το εμπρόθεσμο ασκήσεως της παρούσης παρεμβάσεως, δέον να λεχθεί ότι θα πρέπει να κριθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, δοθέντος ότι η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατετέθη την 1-7-2015, η δικάσιμος της οποίας, ευλόγως, ορίστηκε για την δικάσιμο της 3-7-2015, εμείς δε λάβαμε γνώση του κειμένου στις 2-7-2015. Συνεπώς, εφόσον λόγω της έκτακτης και επείγουσας περίπτωσης , για να μην καταστεί μετά την διενέργεια του δημοψηφίσματος άνευ αντικειμένου, ορίσθηκε η εκδίκαση της αιτήσεως ακυρώσεως εντός δύο ημερών, κατά παρέκκλιση των προθεσμιών που προβλέπονται στο Π.Δ. 18/1989, είναι εύλογο η ίδια σύντμηση προθεσμιών να εφαρμοστεί και στην υποβολή παρεμβάσεως, ώστε να ικανοποιηθεί το κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα προσφυγής στην δικαιοσύνη για εμάς, τους τρίτους έχοντες έννομο συμφέρον ως προς την διατήρηση ισχύος της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως.
Επειδή έχουμε έννομο προς τούτο συμφέρον και η Παρέμβαση είναι, νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Να γίνει δεκτή η Παρέμβασή μας,
Να απορριφθεί η υπό κρίση με αρ. κατ. 1728/2015 αίτηση ακυρώσεως των αιτούντων.
Να διατηρηθεί η ισχύς των προσβαλλομένων πράξεων
Να καταδικαστούν οι αντίδικοι στην δικαστική μας δαπάνη
Αθήνα, 3 Ιουλίου 2015
Οι παρεμβαίνοντες